Στη μνήμη του κομμουνιστή λογοτέχνη Γιάννη Παπαοικονόμου

Από το χώμα της θυσίας ξεφυτρώνουν οι δάφνες των λαϊκών ηρώων

Στις 4 Ιουλίου, πέθανε σε ηλικία 77 ετών ο μεγάλος κομμουνιστής λογοτέχνης, Γιάννης Παπαοικονόμου. Τιμής ένεκεν, δημοσιεύουμε σήμερα μια παρέμβαση που είχε κάνει στην παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του δικού μας Γιώργου Μπίμη “Ο χρόνος κι οι Πληγές”.

Από τον κομμουνιστή, ποιητή και συγγραφέα
Γιάννη Παπαοικονόμου,
για την ποιητική συλλογή του Γιώργου Δ. Μπίμη
που έχει τίτλο: Ο Χρόνος κι οι Πληγές.’’

Με ιδιαίτερη χαρά και τιμή, τύχη αγαθή θα έλεγα, δέχθηκα την πρόταση που μου έγινε από τον ποιητή να αναφερθώ στην αποψινή εκδήλωση στο τελευταίο βιβλίο του, το τρίτο κατά σειρά, “Ο χρόνος κι οι πληγές” που εκδόθηκε στη Λειβαδιά.

Αυτή η λεπτομέρεια σημειολογικά έχει τη σημασία της αφού δείχνει και την αγάπη του ποιητή για την πατρίδα του, αλλά και τις δυσκολίες των δημιουργών, ιδιαίτερα στην περιφέρεια, αφού σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς, οι επώνυμοι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι ενδιαφέρονται μόνο για την παραλογοτεχνία του υπογαστρίου. Εξάλλου είναι δεδομένη η αστοργία του αστικού κράτους για τη λογοτεχνία και πιο γενικά για τον πολιτισμό που τ’ αντιμετωπίζει μόνο σαν επιχειρηματική κερδοφόρα δραστηριότητα.

Όπως και να ‘χει το βιβλίο του Γιώργου Δ. Μπίμη με κέρδισε με την ποιότητα της γραφής του, τις πλούσιες εικόνες του και με τα χρώματά του που παραθέτει μπροστά στα μάτια και το νου μας σαν μια ολοζώντανη, ρέουσα νωπογραφία με δύναμη και παλμό.

Το βιβλίο ως προς το περιεχόμενο αλλά και τη μορφή του μπορεί να χωρισθεί σε δύο μέρη. Το πρώτο, ένα μακρύ συνθετικό ποίημα μοιάζει να είναι ένας ποιητικός θεατρικός μονόλογος με αναφορά στη μάνα γη σα ζωογόνα πηγή της ίδιας της ζωής και στο χαμένο γιο-λαϊκό ήρωα. Ο σπαραγμός της μάνας γνωστός ήδη από το Γκόρκυ αλλά και το δικό μας Γιάννη Ρίτσο (επιτάφιος, το τραγούδι της αδελφής μου) δεν μετατρέπεται σε στείρα γοερή απελπισία, μα δύναμη για τη συνέχιση της αγωνιστικής πορείας του ανθρώπου,

Αυτοί που κείτονται στο χώμα δεν πέθαναν./ Μέσα στα στήθια τους, αφουγκράσου, βουίζουν το αίμα κι η αγανάκτηση. Πού θα πας;/ Δεν υπάρχει άλλος δρόμος παρά μονάχα ετούτος, με τις πέτρες, με/ τ’ αγκάθια, με το αίμα της θυσίας, με τα δάκρυα της μνήμης και με/ τα λιγοστά χαμολούλουδα στην αγανακτισμένη του όψη.”/.

Όλη αυτή η πολύστιχη πυκνή σε νοήματα, εικόνες και μηνύματα, ελεγεία δεν αποδίδεται σ’ ένα παρωχημένο ψυχικό κενό τόπο, αλλά στη σφύζουσα κοινωνική πάλη για, όπως γράφει ο ποιητής, ένα κόσμο “δίχως μαχαίρια, δίχως αίμα και δίχως κίτρινα λουλούδια.”

Αυτή η υπέρβαση του πόνου της μάνας “ο ίσκιος σου απόμεινε κάτω από τις πορτοκαλιές, κάτω από το μαγεμένο αγέρα της λευτεριάς που ξεχύθηκε με βία στα φύλλα/ των δέντρων/ κείνες τις χειμωνιάτικες νύχτες…/ Αγόρι με τα γκρίζα μάτια/ τώρα πια βλέπω τον ίλιγγο/ του άγονου καιρού με τα δικά σου μάτια…”, δεν συντελείται ούτε στη μοναξιά, ούτε στον αναχωρητισμό. Ο Ρίτσος στον επιτάφιο αποτύπωνε σπαρακτικά την ίδια την απόφαση της μάνας:

Γιε μου εσύ δε χάθηκες/ μέσα στις φλέβες μου είσαι/ γιε μου στις φλέβες ολωνών έμπα βαθιά και ζήσε/”.

Αλλά επίσης αποτυπώνει τη στράτευση της μάνας όπως στο έργο του Γκόρκυ· “Τώρα σημαίες σε ντύσανε. Παιδί μου εσύ κοιμήσου/ κι εγώ τραβώ στ’ αδέλφια σου και παίρνω τη φωνής σου”/. Αυτή λοιπόν η υπέρβαση αποτελεί μια προέκταση των στιγμών του λαϊκού κινήματος, όπου ο ποιητής παρατάσσει τους ήρωες με μαστοριά σα παρόντα δρώντα πρόσωπα με την πολυφωνική σιωπή τους. “Και αυτός ο άνθρωπος με το κόκκινο γαρίφαλο που ήταν/ κολλημένος στον τοίχο με πινέζες/ θαρρώ τον λέγαν Μπελογιάννη μας κοίταζε χαμογελώντας/ γιομάτος επιείκεια και κατανόηση…/ Κι εμείς ζητούσαμε σιωπηλά συγχώρεση καρτερώντας την/ επόμενη μέρα”.

Σ’ αυτό το εικονοστάσι της ζωής στρέφει τη πίστη της η μάνα κι ας ζει σ’ ένα σπίτι όπου “η ζωή δεν κατοικεί εδώ μέσα, εδώ είναι η νύχτα η πλατειά”. Αυτή τη νύχτα σύμβολο του αβέβαιου και της ερήμωσης πολεμά στη συνείδηση της μάνας ο “Χριστός-Μπελογιάννης”. Γιατί έτσι γνωρίζει πως η οιμωγή της δεν είναι μόνο για το δικό της γιο, αλλά για όλους τους αδικοχαμένους ήρωες:

Όμως πέρα από τη δική μας πίκρα, σκέψου καρδιά μου πόσοι/ καημοί τράνεψαν μες τους καπνούς και τις φωτιές, τις νύχτες που πυρπόλησαν τη νιότη και τα όνειρα…/”. αυτή η δυστυχία της φτώχιας: “Τριγύρω όλα φτωχά, όλα έρημα/ παντού ξεδιπλώνεται η φτώχια, παντού είναι ζωγραφισμένη/ η φτώχια, στο δρόμο, στα λασπόνερα, στα πρόσωπα των ανθρώπων…”. αυτή η φτώχια όπως γράφει ο ποιητής “σε τούτο τον κόσμο είναι απόλυτα λογική και αιτιολογημένη…” γιατί “ο αιώνας μας είναι γιομάτος πληγές, ο αιώνας μας είναι κόκκινος ουρανός”. Όμως σ’ αυτόν τον άστοργο χρόνο της έμμισθης δουλείας, όπως συνειδητοποιεί η μάνα, όπου “κάθε νύχτα κοιμάμαι δούλη, κάθε αυγή ξυπνάω πάλι δούλη”/ “είναι όμορφη η ζωή όταν υπάρχει αγώνας” στην “Ελλάδα, με τα ξερονήσια και το συρματόπλεγμα, στην ανυπόταχτη πατρίδα της φτωχολογιάς”. Δηλαδή εδώ έχουμε μια πατρίδα εκ διαμέτρου αντίθετη με την “πατρίδα” των αστών της γκλαμουριάς των οργίων και της διαφθοράς, της μεγάλης προδοσίας.

Αυτή του η αισιοδοξία, ο ενθουσιασμός του ποιητή για το μεγαλείο και την ωραιότητα του μαχόμενου ανθρώπου της δουλειάς και της βιοπάλης μας εξαγνίζει και μας λυτρώνει από την μαυρίλα του χρόνου σταλάζοντας “τις τελευταίες σταγόνες του αίματος από το σταυρό του μαρτυρίου”. Κι έρχεται η απάντηση καθάρια, γενναιόδωρη, μοναδική από το γιο που κείτεται στη μάνα γης: “η ζωή που μου χάρισες μητέρα δεν μου ανήκει, ανήκει στη ζωή”.

Αυτό το μέγα μήνυμα αποτυπώνει την πανανθρώπινη ιδέα αυτού του σπουδαίου έργου.

Το δεύτερο μέρος της συλλογής περιέχει 15 ποιήματα που όμως πειθαρχούν στον αγωνιστικό ρυθμό του πρώτου μέρους με μια ποιητική λυρική διάθεση που είχαμε υπογραμμίσει στις προηγούμενες συλλογές: “Μνήμες πέτρας και σιωπής” και “τα λυρικά”, όπου είναι εμφανής η έμμετρη δωρική γραφή που αντλεί από το δημοτικό τραγούδι και τον 15σύλλαβο θυμίζοντας αρκετά τα λιανοτράγουδα του Γ. Ρίτσου: “Δεν πρέπει εσύ να καρτεράς, δεν πρέπει να προσμένεις/τι είναι πικρή η μοίρα σου/μαύρο το ριζικό σου”/. Όμως η ίδια αισιοδοξία που ήδη εντοπίσαμε διαπνέει κι εδώ το μέρος αυτό της συλλογής του Γιώργου Δ. Μπίμη: “Θα ‘ρθει μια μέρα, δε μπορεί/ τα χιόνια θε να λιώσουν/ θα ‘ρθει μια μέρα, δε μπορεί/ και τα κλαριά θ’ ανθίσουν”/.

Αυτός ο λεβέντικος στίχος επιβιώνει και φλέγεται σ’ όλα τα ποιήματα του δεύτερου μέρους του βιβλίου: “Λουλούδια που ανθίζουν στη φωτιά/ στις φλόγες θα καώ/ κάποια βραδιά/ τα χρόνια τα παλιά να φέρω πίσω/ στη λήθη που σκορπάει/ να ελπίσω…/”.

Και πορεύεται ο ποιητής και πάλι όχι μακριά, ούτε μόνος στο γιορτάσι της ζωής: “Στο χάος και στην απουσία/ ελπίζουν και προσμένουν κι άλλοι…/ Μα της ψυχής η αθανασία/ ζητά μια πίστη πιο μεγάλη…”

Και ποια είναι αυτή η πίστη; Μα η αυτή του πρώτου μέρους. Γράφει στον επίλογό του ο ποιητής: “Πορεύσου ειρηνικά και αναμάρτητος τις απόμακρες πολιτείες των υψηλών ιδανικών και των οραμάτων κρατώντας στα χέρια σου μια χούφτα χώμα απ’ τον τόπο της θυσίας και μη γυρέψεις τίποτε περισσότερο, γιατί αυτό αποτελεί τον επίλογο της ζωής, γιατί απ’ όλα τα φεγγάρια κι απ’ όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού μονάχα αυτό σου ανήκει”.

Ναι, από το χώμα της θυσίας ξεφυτρώνουν οι δάφνες των λαϊκών ηρώων…

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΙΚΟΝΟΜΟΥ
Ποιητής, Συγγραφέας, μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: