Στην Αχαρνών πια δεν έχουμε ζωή
Η μπάλα, όπως και η θρησκεία στο περιβόητο χωρίο-τσιτάτο από το Μαρξ, δεν είναι σκέτο όπιο, που δηλητηριάζει τις ψυχές. Είναι παυσίπονο. Φάρμακο για την ατέλειωτη κοιλάδα των δακρύων, και η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου.
Το μεσημέρι της Παρασκευής η γειτονιά ταρακουνήθηκε από τη σεισμική δόνηση που αναστάτωσε την πρωτεύουσα. Κάτι παιδιά (πίστευαν πως) θα βρουν ασφαλές καταφύγιο στην είσοδο της πολυκατοικίας, για να κάνουν μπάφους. Το βράδυ άλλαξε το σκηνικό, οι ουσίες έμειναν ίδιες, η μορφή της δόνησης άλλαξε μόνο. Ο “Αιγύπτιος” στη γωνία έδειχνε ζωντανά τελικό Κόπα Άφρικα -που βασικά αλλιώς το λένε, αλλά έτσι είναι πιο εύηχο. Και οι τοίχοι πάλλονταν από το πάθος και την ένταση της τηλεόρασης. Πώς μας ενώνει και πώς μας δονεί… Άραγε πώς να λέγεται ο Άραβας Διακογιάννης;
Στο Κόπα Άφρικα, υπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες ομάδων-χωρών. Αυτές που είναι στη Σαχάρα και αυτές από την υποσαχάρια Αφρική. Θα μπορούσες να πεις -στα όρια του πολιτικά ορθού- αυτοί που είναι μελαψοί και αυτοί που έχουν ακόμα πιο σκούρο δέρμα -οι μαύροι και οι ακόμα πιο μαύροι. Αίγυπτος, Αλγερία, Τυνησία, Μαρόκο από τη μια. Σενεγάλη, Νιγηρία, Ακτή Ελεφαντοστού, Καμερούν από την άλλη. Προσωπικά, οι δεύτεροι μου είναι μάλλον πιο συμπαθείς, ποδοσφαιρικά μιλώντας, ίσως γιατί αυτό που παίζουν είναι κάτι σαν ποδόσφαιρο, sui generis, ήδη από την εποχή που οι παίκτες του εξωτικού Ζαΐρ δυσκολεύονταν να καταλάβουν τους κανονισμούς στο τείχος και το φάουλ. Μα αφού σφύριξε…
Ο τελικός ήταν Αλγερία-Σενεγάλη και κρίθηκε με μια τρελή καραμπόλα από το δεύτερο λεπτό. Αλλά αν έκρινες από τις φωνές των θεατών στον Αιγύπτιο, το σκορ πρέπει να ήταν διψήφιο, κάτι σαν 12-11. Εκτός κι αν το γύρισαν και έβλεπαν πόλο -ή χάντμπολ.
Βασικά είναι εμπειρία ζωής να δεις έναν αγώνα αφρικανικής ομάδας μαζί τους. Ή ακόμα και να τον ακούσεις από το σπίτι σου, μερικούς ορόφους πιο πάνω. Άναρθρες κραυγές, πανηγυρισμοί, πάθος, ένταση. Και την ίδια στιγμή, το ματς μπορεί να είναι σούπα, μηδέν-μηδέν. Το αποκορύφωμα έρχεται στα μεγάλα ντέρμπι και τα επινίκια, όπως τις προάλλες με τους Αλγερινούς, που το είχαν ξανακάνει στον ημιτελικό. Κλείνει η Αχαρνών, αρχίζουν τραγούδια, χοροί, νταούλια και ζουρνάδες (για τις αγορές), αλαλαγμοί. Η γειτονιά ζει μέρες που είχε να δει από το Ευρωμπάσκετ του 87′ και το EURO του 04′. Που ήταν χρονιά μεταίχμιο για την αλλαγή της φυσιογνωμίας της…
Σκέψου τις εικόνες και πώς θα βράζουν από μέσα τους, οι φασίστες, που είχαν πρωτοβγεί μαζικά παγανιά στο EURO της Πορτογαλίας, και θέλουν θριάμβους και πανηγύρια μόνο για Έλληνες. Και τώρα τους ξενίζουν αυτοί οι ξένοι από την Αφρική, εκτός κι αν παίζουν με το δικό μας εθνόσημο ή φτάσουν στο ΝΒΑ, οπότε αλλάζει το πράγμα και φουσκώνουν τα στήθη από περηφάνια.
Εδώ στη γειτονιά, υπάρχουν αρκετοί Έλληνες που ζουν μαύρη ζωή, και οι “μαύροι” από την Αφρική, που ζουν ακόμα πιο μαύρη ζωή και η βασική “αξία χρήσης” τους είναι να νιώθουν οι ντόπιοι καλύτερα κάνοντας τη σύγκριση ή να βρίσκουν εύκολο στόχο πιστεύοντας πως αυτοί -οι μετανάστες- τους μαυρίζουν τη ζωή. Κι έτσι πηγαίνουν στην αγκαλιά της μαύρης αντίδρασης, ανέχονται τους φασίστες και ίσως μια μέρα φορέσουν και άσπρες κουκούλες, σαν αυτές της Κου Κλουξ Κλαν -για να απενοχοποιήσουμε το μαύρο, όπως έλεγε σε ένα ποίημα κι η Γώγου.
Υπάρχει πάντως κάτι θλιβερό σε αυτήν την εικόνα -τελείως άσχετο με την αλλεργία που έχουν οι φασίστες. Της γης οι κολασμένοι ρουφούν άπληστα το όπιο του λαού, παθιάζονται με τη στρογγυλή θεά, ξεχνώντας τα προβλήματά τους. Αύριο όμως θα είναι βουτηγμένοι, ακόμα πιο βαθιά στην επίγεια κόλασή τους, ψάχνοντας ένα ψεύτικο καταφύγιο στην μπάλα ή στην είσοδο της πολυκατοικίας, κάνοντας μπάφο.
Πολύ σωστά. Σαν αυτό που τραγουδούσαν οι ΦΑΤΜΕ μετά το Ευρωμπάσκετ του 87′.
Θα ξανάρθει η ρουτίνα
και θα ξανάρθουνε βροχές
Θα ξανάρθει η ρουτίνα
Μα κάτι άλλαξε από χτες
Είμαστε πια πρωταθλητές
Έρχονται άλλες εποχές…
Όταν εμείς παθιαζόμασταν με τα αθλητικά και αποπροσανατολιζόμασταν από τα δικά μας προβλήματα, οι άλλοι ήταν πάνω στα δέντρα, έκαναν ακριβώς το ίδιο. Έχουν και αυτοί “δικαίωμα στο όνειρο, δικαίωμα στο τίποτα”…
Αλλά η μπάλα, όπως και η θρησκεία στο περιβόητο χωρίο-τσιτάτο από το Μαρξ, δεν είναι σκέτο όπιο, που δηλητηριάζει τις ψυχές. Είναι παυσίπονο. Φάρμακο για την ατέλειωτη κοιλάδα των δακρύων, και η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου. Δε φταίει η ουσία από μόνη της, ούτε οι χρήστες της. Φταίνε αυτοί που φτιάχνουν τον κόσμο έτσι, που να δημιουργεί μαζικά την ανάγκη της απόδρασης -πραγματικής ή ψεύτικης. Και εμείς που δεν κάνουμε αρκετά πράγματα, για να τον αλλάξουμε και να τον φέρουμε στα μέτρα μας, πριν να μας φέρει εκείνος στα δικά του.
Αυτή είναι η ουσία…