Βαν Γκογκ ο επαναστάτης
Ο «απροσάρμοστος στον απάνθρωπο κόσμο» της κοινωνικής αδικίας Βίνσεντ Βαν Γκογκ, που όμως «διάβαζε» άριστα την εποχή του και αφουγκραζόταν τον παλμό του νέου που γεννιόταν. Αισθανόμαστε θαυμασμό και συντροφική περηφάνια προς το μεγαλοφυή ζωγράφο, που σαν ψυχή και σαν έργο ανήκει στο προλεταριάτο.
Σαν σήμερα, στις 29 του Ιούνη 1890, έδωσε τέλος στη ζωή του ο μεγάλος ζωγράφος Βίνσεντ Βαν Γκογκ. Γεννήθηκε στην Ολλανδία, στις 30 του Μάρτη 1853. Μέχρι να ασχοληθεί με τη ζωγραφική, ασχολήθηκε με το εμπόριο ειδών τέχνης, έκανε τον ιεροκήρυκα και τον βιβλιοπώλη. Το 1880 άρχισε να σπουδάζει ζωγραφική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών των Βρυξελλών. Στην ουσία όμως, ήταν αυτοδίδακτος Ο Βαν Γκογκ, όπως και πολλοί άλλοι καλλιτέχνες του 19ου αιώνα, εμπνεόταν από τις εμπειρίες που του πρόσφεραν η φτώχεια και η κοινωνική αδικία, καθώς και από τη συμπάθειά του για το συνάνθρωπο.
Η εντατική δουλειά στα τελευταία χρόνια της ζωής του επιδείνωσε τις κρίσεις της ψυχικής του αρρώστιας. Το 1890 αυτοπυροβολήθηκε στη διάρκεια ενός περιπάτου και τρεις μέρες μετά πέθανε.
Ο Βαν Γκοκ ήταν τελείως άπορος και δεν είχε τη δυνατότητα ούτε για τον καμβά και τα χρώματά του να πληρώσει. Είχε όμως οικονομική υποστήριξη από τον αδελφό του. Σχεδόν άσημος στη διάρκεια της ζωής του, ο Βαν Γκογκ κέρδισε την αναγνώριση μετά το θάνατό του. Όσο ζούσε, πουλήθηκε ένας και μοναδικός πίνακάς του σε ανοιχτή αγορά στις Βρυξέλλες, ενώ τις τελευταίες δεκαετίες οι πίνακές του είναι από τους πιο ακριβοπληρωμένους της αγοράς.
Για τον «απροσάρμοστο στον απάνθρωπο κόσμο» της κοινωνικής αδικίας Βαν Γκογκ, που όμως «διάβαζε» άριστα την εποχή του και αφουγκραζόταν τον παλμό του νέου που γεννιόταν, βρήκαμε στο αρχείο και παρουσιάζουμε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο του τεχνοκριτικού Νίκου Αλεξίου, δημοσιευμένο στον Ριζοσπάστη (1/10/1980):
Ο Ολλανδός ζωγράφος Βαν Γκογκ είναι αρκετά γνωστός και πιο πέρα απ’ τον εικαστικό χώρο, τουλάχιστο σαν όνομα. Συντέλεσαν σ’ αυτό πολλά δημοσιεύματα που πραγματεύονταν τη ζωή και το έργο του. Σαν εικαστικός δημιουργός έχει πάρει αναμφισβήτητα διακεκριμένη θέση ανάμεσα στους σύγχρονούς του ομότεχνους. Μορφοπλαστικά ακουμπά κι αυτός στον τότε θεωρούμενο επαναστατικό ιμπρεσιονισμό. Ξεχωρίζει ωστόσο απ’ τους επιφανείς εκπροσώπους του (Μανέ, Μονέ, Σίσλεϊ, Ντεγκά, Γκωγκέν, Λωτρέκ) γιατί ο Βαν Γκογκ στο έργο του βασικά αφουγκράζεται ασταμάτητα τον ανθρώπινο πόνο.
Ο πολύς κόσμος διάβασε σα μυθιστόρημα για τη φτωχική και βασανισμένη ζωή του. Έγινε δηλαδή κατά κάποιο τρόπο σύμβολο, για το ποια είναι η μοίρα των πραγματικών δημιουργών που ζητούν να διευρύνουν τον ορίζοντα της ανθρώπινης ζωής. Δημοσιεύτηκε ακόμα η αλληλογραφία του προς τον αδελφό του, τον καλό του άγγελο που ζούσε στο Λονδίνο, και του παραστάθηκε σ’ όλη τη βασανισμένη του ζωή. Η αλληλογραφία είναι ένα ντοκουμέντο αξιόλογο για την καλλιτεχνική ατμόσφαιρα κείνης της εποχής και πέρα απ’ αυτό γιατί αποκαλύπτει τον ανήσυχο, βαθύ και διεισδυτικό στοχασμό του Βαν Γκογκ. Και πάνω σ’ αυτά προστέθηκε το δραματικό τέλος της ζωής του, η αυτοκτονία του. Η διάσπαση του εσωτερικού κόσμου ενός ατόμου, που προωθήθηκε στις πιο τολμηρές περιοχές του πνεύματος και στον αφάνταστο πλούτο του αισθήματος.
Για όλα αυτά ο Βαν Γκογκ θεωρείται μια μαρτυρική ύπαρξη, άτομο απροσάρμοστο στον απάνθρωπο κόσμο μας κι όπως είπαμε σύμβολο της πικρίας που συνοδεύει όσους προσπαθούν να διευρύνουν τον πολιτιστικό μας ορίζοντα. Μια μορφή δηλαδή πάσχουσα, ευσυγκίνητη, οραματική, που πιστεύει στον άνθρωπο. Πολύ ανθρώπινος και πολύ κοντά μας.
Τα περισσότερα δημοσιεύματα για το ζωγράφο Βαν Γκογκ είναι αφηγηματικά για τη ζωή και το έργο του. Διάφορες ερμηνευτικές απόψεις για την ιδιαιτερότητα του ζωγραφικού του έργου. Διογκώνονται όμως δυσανάλογα τα μορφοπλαστικά χαρακτηριστικά του, και δεν ερευνάται όσο χρειάζεται η πηγή που τα έθρεψε. Παραδέχονται όλοι ότι η ζωγραφική του Βαν Γκογκ προσκόμισε κάποιο προσωπικό, κάποιο νέο, νεοπαρουσίαστη εικαστική έκφραση. Μα ο τελευταίος λόγος, η πρωταρχική φύτρα κάθε νέου, γενικά στη ζωή, και ιδιαίτερα στην τέχνη, πηγάζει από μια καινούργια αντιμετώπιση του κόσμου, μια νέα γωνία όρασης της ζωής. Αυτή η καινούργια όραση γονιμοποιεί και τη νέα εκφραστική μορφή. Το νοηματικό στοιχείο, το περιεχόμενο, όχι μόνο προηγείται σε σπουδαιότητα, αλλά προβαδίζει και χρονικά και στη φύση και στην κοινωνία, κατά συνέπεια στην τέχνη («Κρείσων πάντων μύθος». Αριστοτέλης).
Και ποιο ήταν το καινούργιο περιεχόμενο που μορφοποίησε η εικαστική ιδιοφυία του Βαν Γκογκ;
Θα μας το πει ο ίδιος, σ’ ένα αποκαλυπτικό του γράμμα, που στέλνει στον αδελφό του το Σεπτέμβρη του 1880, και που πρέπει να το μάθουν, να το χαρούν και να το θαυμάσουν όσοι πιστεύουν και μάχονται για την κοινωνική αλλαγή.
«Όταν ξανάρθεις στο εργαστήρι θα δεις, πιστεύω, πολύ γρήγορα ότι έχω πάντα στο μυαλό μου το σχέδιό μου σχετικά με τις φιγούρες των εργατών σε λιθογραφία…Έχω ένα σπορέα, ένα θεριστή, μια γυναίκα στη σκάφη, μια εργάτρια μεταλλείου, μια μοδίστρα, ένα σκαφτιά, μια γυναίκα με φτυάρι, ένα νεαρό με μια χειράμαξα γεμάτη κοπριά, κι αν είναι ανάγκη κι άλλα ακόμα. Το μυστικό του Λερμίτ, νομίζω δεν πρέπει να είναι άλλο, εκτός από το ότι γνωρίζει το πρόσωπο γενικά, δηλαδή το υπερήφανο, αυστηρό πρόσωπο του εργάτη πέρα για πέρα, κι ότι παίρνει τα θέματά του απ’ την καρδιά του λαού…Αισθάνεται κανείς ενστικτωδώς πως πάρα πολλά πράγματα αλλάζουν και πως όλα θ’ αλλάξουν. Βρισκόμαστε στο τελευταίο τέταρτο ενός αιώνα που θα τελειώσει πάλι με μια τεράστια επανάσταση. Αλλά κι αν υποθέσουμε πως βλέπουμε στο τέλος της ζωής μας την αρχή της, τους καλύτερους καιρούς καθαρού αέρα και αναζωογόνησης ολόκληρης της κοινωνίας, μετά απ’ αυτή τη μεγάλη θύελλα σίγουρα δε θα τη ζήσουμε».
Κοντά στην καρδιά του λαού, ενοποιημένος στην ομαδική ψυχή ο Βαν Γκογκ αφουγκραζόταν με σαφήνεια τον κοχλασμό που την συντάραξε. «Στον υπερήφανο και αυστηρό» εργαζόμενο έβλεπε τις πρωτοπόρες δυνάμεις, τους φορείς της επανάστασης. Με τις ευαίσθητες κεραίες της καλλιτεχνικής του ιδιοσυγκρασίας, πρόβλεπε με σιγουριά «τη θυελλώδη επανάσταση που θ’ άλλαζε ολόκληρη την κοινωνία».
Δεν ήταν μια προφητεία, δεν ήταν ποιητικός οραματισμός, ήταν μια λογική συνέπεια της κοινωνικής κατάστασης. Ελπίζει ο Βαν Γκογκ να ξεσπάσει η αναμενόμενη θύελλα μέσα στο τέλος του 19ου αιώνα, όπως «πάλι» γίνηκε στο τέλος του 18ου η Γαλλική Επανάσταση. Κι ελπίζει ο πικραμένος καλλιτέχνης να δει στις μέρες του τουλάχιστον την αρχή της, γιατί έως ότου συντελεστεί η αναζωογόνηση ολόκληρης της κοινωνίας δε θα την προφτάσει. Δε θ’ αναπνέει τον καθαρό της αέρα, γιατί ο Βαν Γκογκ δεν είναι κανένας ουτοπιστής, δεν περπατά στα σύννεφα.
Ξέρει καλά πως η θυελλώδης επανάσταση που γκρέμισε τα νεκρωμένα κοινωνικά σχήματα, είναι ένας απαραίτητος σταθμός, μια χρονική αφετηρία. Μα η ολοκλήρωσή της είναι μια μακριά, μεθοδευμένη πορεία μέσα στο χρόνο, που μόνο ο ενθουσιασμός και η επιστημονική γνώση των φορέων της μπορεί να την επισπεύσει.
Η αρχή της μεγάλης επανάστασης δε γίνηκε ως το τέλος του 19ου αιώνα. Γίνηκε όμως στις αρχές του εικοστού με τη μεγάλη, την κοσμοϊστορική Οχτωβριανή Επανάσταση. Και μεις που ευτυχίσαμε να δούμε όχι μόνο την αρχή της θυελλώδους επανάστασης επανάστασης, αλλά να παρακολουθήσουμε την αναζωογόνηση ολόκληρης της ρούσικης κοινωνίας, την επέκταση του «καθαρού αέρα» και σ’ άλλους λαούς, αισθανόμαστε θαυμασμό και συντροφική περηφάνια προς το μεγαλοφυή ζωγράφο Βαν Γκογκ, που σαν ψυχή και σαν έργο ανήκει στο προλεταριάτο. Πώς απόδοσε εικαστικά την προλεταριακή του τοποθέτηση, θ’ αναφερθούμε σε κάποιο άλλο σημείωμα.
Νίκος Αλεξίου