«Όπως και να ’ναι και μ’ όλα όσα δε με βρίσκουνε σύμφωνο, το μεγάλο δίκιο είναι το δίκιο της Επανάστασης»
«Σ’ αντίθεση με τον πραγματισμό της μάνας και την πολιτική της αδιαφορία, τον πατέρα — παρόλες τις επιφυλάξεις του — τον είχε κερδίσει η Επανάσταση. Στάθηκε από κείνους τους ταξικούς αντιπάλους που γοητεύθηκαν από το πανανθρώπινό της ιδανικό. Μετά το τέλος της Ν.Ε.Π. ως την αναχώρησή μας για την Ελλάδα, δούλεψε μ’ αυταπάρνηση στον προγραμματισμό της παραγωγής, σακατεύοντας την υγεία του…»
Ο ζωγράφος, χαράκτης, λογοτέχνης – συγγραφέας, αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης Γιώργος Φαρσακίδης γεννήθηκε το 1926 στην Οδησσό της Σοβιετικής Ένωσης. Ο πατέρας του Αναστάσιος Φαρσακίδης υπήρξε απόφοιτος της Ρωσικής Εμπορικής Σχολής της Κωνσταντινούπολης και διετέλεσε, σε νεαρή ηλικία, υποδιευθυντής των Ρωσικών Ταχυδρομείων και της Ρωσικής Ακτοπλοϊκής Εταιρίας. Μετά το Χουριέτ (το Σύνταγμα της Τουρκίας) ο Αναστ. Φαρσακίδης αναπτύσσει παράνομη δραστηριότητα φυγαδεύοντας με ρωσικά καράβια επίστρατους χριστιανούς, ώσπου κυνηγημένος από τους Τούρκους καταλήγει στην Οδησσό.
Η μητέρα του Γιώργου Φαρσακίδη, Ελένα, καταγόταν από εύπορη οικογένεια της Οδησσού. Θυμόταν καλά τον ερχομό του θωρηκτού Ποτέμκιν, το μακελειό που ακολούθησε, το ρωσοϊαπωνικό πόλεμο και την επανάσταση του 1905. Ο Γιώργος Φαρσακίδης θα ακούσει από τους γονείς του για την Οχτωβριανή Επανάσταση, τον εμφύλιο και τους «σωτήρες» του Ελληνικού Εκστρατευτικού Σώματος, στοιχεία πολύτιμα που θα τα εντάξει στο βιβλίο του «Η Πρώτη Πατρίδα». Το απόσπασμα που παραθέτουμε είναι από αυτό το βιβλίο.
Στέριωσε, επί τέλους, στα ερείπια, η λαϊκή εξουσία. Σωρός αξέμπλεχτος τα προβλήματα. Να κατοχυρώσεις το καθεστώς, ν’ ανοικοδομήσεις τα πάντα, από το τίποτα, να ντύσεις, να γεμίσεις άδεια στομάχια. Ρίξανε τα φτερά τους οι προνομιούχοι της παλιάς τάξης πραγμάτων. Συμμαζεύτηκαν, κούρνιασαν οι πιο φρόνιμοι, με την κρυφή ελπίδα πώς δεν θ’ αντέξουν για πολύ οι ξυπόλητοι. «Στο κάτω κάτω να κυβερνάς μια χώρα δεν είναι να φτυαρίζεις το κάρβουνο. Πούθε την έχουν την πείρα οι αγράμματοι;». Όσα πολύτιμα — πραμάτειες, χρήμα μπήκανε σε κρυψώνες για μέρες καλύτερες. Μπλόκα στους δρόμους, έρευνες ν’ ανακαλύψουν τρόφιμα, ρούχα. Να ντυθούν οι ρακένδυτοι, να χορτάσουν, να στεγαστούνε σε χώρους περισσευούμενους, σε πλουσιόσπιτα.
Μ’ όλα τα προνόμιά τους σαν ξένοι υπήκοοι, είχανε λόγους ν’ ανησυχούνε και οι δικοί μου για το βιος και την τύχη τους. «Είχαμε χάσει», μού ’λεγε αργότερα ο πατέρας, «τη σιγουριά για το τι ήτανε ηθικό και σωστό. Μοιάζαμε με μαντρωμένα αγρίμια, έτοιμοι να χυμήξουμε να περισώσουμε ό,τι απόμεινε, αδιαφορώντας για τη δυστυχία των άλλων. Μάθαμε πως κάνανε έρευνα στην αυλή μας. Η απόκρυψη έφτανε ως την ποινή του θανάτου. Εκείνη τη νύχτα τσακίσαμε με τη μάνα σου, εφτακόσια μπουκάλια Μεταξά. Από το καλύτερο. Πλημμύρισε με κονιάκ το υπόγειο. Κάψαμε στη θερμάστρα κούτες τσιγάρα, πανάκριβο ταμπάκο, εγγλέζικο. Κι αν δεν το λαχτάρησα τόσες φορές αργότερα, καπνίζοντας την καταραμένη μαχόρκα*… [Σέρτικος καπνός τελευταίας ποιότητας.]
Άσε πια τόσα ασημικά, να τα λιώνουμε σε φουρνάκι, να γίνουνε πλάκες. Μερικά κομμάτια πραγματικά αριστουργήματα τέχνης. Τα θυμάμαι ως τα σήμερα και πονάει η καρδιά μου. Έτσι κι έρθουν τα πράματα και δε βάλει φραγμό στην πλεονεξία, δεν πειθαρχήσει το φόβο, μέχρι και στο έγκλημα μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος. Και μήπως δεν ήταν, με κάποια έννοια, εγκλήματα αυτά που είχαμε κάνει;»
Σ’ αντίθεση με τον πραγματισμό της μάνας και την πολιτική της αδιαφορία, τον πατέρα — παρόλες τις επιφυλάξεις του — τον είχε κερδίσει η Επανάσταση. Στάθηκε από κείνους τους ταξικούς αντιπάλους που γοητεύθηκαν από το πανανθρώπινό της ιδανικό. Μετά το τέλος της Ν.Ε.Π. ως την αναχώρησή μας για την Ελλάδα, δούλεψε μ’ αυταπάρνηση στον προγραμματισμό της παραγωγής, σακατεύοντας την υγεία του. Επανειλημμένα η προσφορά του τιμήθηκε με διακρίσεις και με βραβεία. Πόσες φορές, ξυπνώντας από το βήχα του, περασμένα μεσάνυχτα τον θυμάμαι σκυμμένο πάνω σε σωρούς από χαρτιά να δουλεύει.
Έφηβος πια, στην κατοχική Ελλάδα, θα κρυφοκαμαρώνω το προσωπικό κόκκινο βιβλιαράκι-ταυτότητα του ουντάρνικου. Του πρωτοπόρου της σοσιαλιστικής εργασίας. Και τότε, κι αργότερα, ο πατέρας διατηρώντας τις παλιές δοτικές αρετές, προσπάθησε να σταθεί — από τη σκοπιά του — ακριβοδίκαιος. «Όπως και να ’ναι και μ’ όλα όσα δε με βρίσκουνε σύμφωνο», έλεγε, «το μεγάλο δίκιο είναι το δίκιο της Επανάστασης». Του είχαν γίνει προτάσεις να γίνει μέλος του Κόμματος, ν’ αναλάβει πόστο σημαντικό. Αρνήθηκε: «Δεν είμαι, Παναγιώτη, για πόστα διοικητικά», έλεγε σε φίλο και κομματικό καθοδηγητή του. «Δεν είναι στη φύση μου να ασκώ εξουσία, θα ’ναι σαν να ’χω κάτσει σε ξένη καρέκλα, σίγουρα θα υπάρχουν πιο άξιοι».
Στην Κατοχή, στην πρώτη φάση της πολιτικοποίησής μου, δεν του συγχωρούσα την άρνηση. Όσο όμως πέρναγε ο καιρός, τόσο περισσότερο καταλάβαινα την αξιοπρέπεια εκείvης της στάσης του. Ένιωθα και χαιρόμουνα την έλλειψη της ματαιοδοξίας, τη συναίσθηση της ευθύνης κι ακόμα, το θάρρος της άρνησης. Το ότι μ’ όλο του το δόσιμο χωρίς μισθό, θέλησε να παραμείνει αυτός που ήταν.
«… του Φαρσακίδη Αναστασίου του Ηλία… Γραμματέα… Εξωκομματικού… Επωνυμία επιχείρησης: 1ο Ελληνικό Αρτέλ “Ριζοσπάστης”…»
* Ο Σοσιαλισμός, όχι μόνο δεν εξαφανίζει την άμιλλα, αλλά αντίθετα, δημιουργεί, για πρώτη φορά, τις δυνατότητες χρησιμοποίησής της, αληθινά πλατιά, πραγματικά σε μαζική κλίμακα, για να ωθήσει πραγματικά την πλειοψηφία των εργαζόμενων στο στίβο μιας εργασίας, όπου θα μπορέσουν να προβάλλουν την προσωπικότητά τους, να ξετυλίξουν τις ικανότητες τους, ν’ αποκαλύψουν ταλέντα τα οποία υπάρχουνε στο λαό, σε αστείρευτα αποθέματα και τα οποία ο Καπιταλισμός τσαλαπατούσε, καταπίεζε, έπνιγε, κατά χιλιάδες, κατά εκατομμύρια.(Λένιν).
Στη δεκαετία που μπαίνουμε οφείλουμε να πραγματοποιήσουμε το λενινιστικό σύνθημα «να φθάσουμε και να ξεπεράσουμε». Μείναμε πίσω 50 – 100 χρόνια σε σχέση με τις αναπτυγμένες χώρες. Οφείλουμε να καλύψουμε αυτή την απόσταση σε 10 χρόνια. Ή θα το πραγματοποιήσουμε τελικά ή θα μας συντρίψουν».(Στάλιν)
* Τσιτάτα από το βιβλιάριο του Ουντάρνικ.
Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του Αφιερώματος της Κατιούσα στην Οχτωβριανή Επανάσταση