Όταν ανέχεσαι το απόβρασμα, αρχίζεις να του μοιάζεις
Δεν υπάρχει τίποτα πιο ενοχλητικό από το να βλέπεις τα πραγματικά αποβράσματα της κοινωνίας να σου κουνούν το δάχτυλο και να καμώνονται τους έντιμους και τους άριστους
Ξυπνούσε κάθε μέρα αχάραγα. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να βάλει ένα τσιγάρο στο στόμα και να μπει στο λεωφορείο για να πάει στον παιδικό σταθμό που δούλευε ως καθαρίστρια. Μερικές φορές, μιλούσε και στο κινητό με τον γιο της, που σπούδαζε σε πανεπιστήμιο στην Αθήνα. Ήταν στο τέταρτο έτος και τα καλοκαίρια δούλευε ως σερβιτόρος στη Μύκονο, για να μπορέσει να καλύψει τα έξοδα των σπουδών του τον χειμώνα. Η μητέρα του έμενε στον Βόλο και δεν είχε πάει ποτέ στη Μύκονο ένα καλοκαίρι να δει τον γιο της.
Ο γιος της καθαρίστριας – έτσι τον φώναζαν στο νησί – δούλευε ξυπόλητος 12 ώρες καθημερινά στην καυτή άμμο και έμενε σε κοντέινερ αλλά δεν έφερνε και πολλές αντιρρήσεις, επειδή τα λεφτά ήταν καλά – αν έβαζες και τα tips από τους τουρίστες που τον έβλεπαν ξυπόλητο και τον λυπόνταν. Άντεχε. Έσφιγγε τα δόντια, φορούσε ένα ψεύτικο χαμόγελο του και άντεχε… Σκεφτόταν τη μάνα του, που δεν είχε λεφτά να του στείλει, παρότι δεν σταματούσε στιγμή να τη μαλώνει επειδή χαλούσε κι αυτά τα λίγα που διέθετε στους παπάδες. Ζητούσε συγχώρεση από τον Θεό, του έλεγε, επειδή είχε πλαστογραφήσει το πτυχίο της Ε΄ δημοτικού και το έκανε της ΣΤ΄ Δημοτικού, για να μπορέσει να διοριστεί στο δημόσιο.
Βέβαια, δεν έμενε μόνο σε αυτό, αφού εκδήλωνε και τις ανησυχίες της για τον μοναχογιό της, που δεν είχε κοπέλα. «Δεν τον έχω δει ποτέ με γυναίκα», έλεγε χαρακτηριστικά στον παπά. «Μήπως έχεις κάνει πρωκτικό sex στο παρελθόν και σου άρεσε;» τη ρωτούσε αυτός και απαιτούσε να της απαντήσει με ειλικρίνεια, επειδή μόνο έτσι θα μπορούσε να καταλάβει αν το παιδί της ήταν γκέι.
Αυτή δεν απαντούσε, το θεωρούσε απρεπές ν’ ανοίξει τέτοια συζήτηση με τον παπά, γι’ αυτό κι αυτός θύμωσε ένα πρωινό και θιγμένος πήγε και αποκάλυψε στην αστυνομία πως είχε πλαστογραφήσει το απολυτήριό της του δημοτικού. Η αστυνομία έκρινε πως έπρεπε να παραμείνει προφυλακιστέα μέχρι τη δίκη, που – ευτυχώς – δεν άργησε να γίνει. Η ποινή που αποφάσισε το δικαστήριο ήταν 10 χρόνια κάθειρξης. «Πάλι καλά να λες», της έλεγαν οι συγγενείς και οι φίλοι μετά, που φοβούνταν τα χειρότερα…
Έπειτα από λίγες μέρες, αποφυλακίστηκε ο ειδικός φρουρός, που είχε δολοφονήσει έναν δεκαπεντάχρονο μαθητή. Η δικαιοσύνη διέγνωσε «πρότερο σύννομο βίο» στην περίπτωσή του και τον άφησε ελεύθερο ύστερα από 11 χρόνια. «Πολύ έκατσες μέσα», του είπε η οικογένειά του το βράδυ που επέστρεψε στο σπίτι του. «Η καθαρίστρια που τόλμησε να πλαστογραφήσει το απολυτήριό της καταδικάστηκε μόνο σε δέκα χρόνια. Ντροπή».
Η καθαρίστρια – από την ντροπή της (;) – περνούσε σχεδόν όλες τις ώρες της ημέρας ακούγοντας μουσική. Δεν έδειχνε να επηρεάζεται από τη γυναίκα που είχαν φέρει από χθες στο κελί της, όταν τη συνέλαβαν να πουλάει λουκουμάδες στην παραλία χωρίς άδεια για να ζήσει την οικογένειά της. Μόνο κανένα βράδυ, έβλεπαν μαζί λίγη τηλεόραση, συζητούσαν περί ανέμων και υδάτων και έκαναν όνειρα για τα παιδιά τους…
Κάποιες μέρες την εβδομάδα, της επέτρεπαν να παίρνει τηλέφωνο τον γιο της, που τώρα που το καλοκαίρι έφτανε στο τέλος του, ετοιμαζόταν για τη νέα φοιτητική χρονιά. Μετρούσε και ξαναμετρούσε τα λεφτά που είχε μαζέψει το προηγούμενο διάστημα και προσπαθούσε να υπολογίσει με ποιον τρόπο θα του κρατούσαν πιο πολύ. Ένας από τους τρόπους που σκαρφίστηκε για να κάνει οικονομία ήταν να μη βγάζει εισιτήριο στο μετρό όταν πήγαινε στη σχολή του. Συναντιόταν με έναν φίλο του έξω από τον σταθμό και, αφού έβγαζε μία ο ένας και μία ο άλλος εισιτήριο εκ περιτροπής, περνούσαν την πόρτα σαν σιαμαίοι, βιαστικά, για να μην κλείσει…
Δεν είχε περάσει ένας μήνας από τότε που άρχισαν να το κάνουν αυτό και άκουσαν τον υπουργό Υποδομών και Μεταφορών να δηλώνει πως όσοι δεν πληρώνουν εισιτήριο στο μετρό θα πρέπει να νιώθουν «αποβράσματα της κοινωνίας». Η απάντηση της αντιπολίτευσης ήταν άμεση, δηλώνοντας πως πρόκειται απλώς για «τζαμπατζήδες». Είχαν να διαλέξουν, λοιπόν, μεταξύ αυτών των δύο χαρακτηρισμών: του «αποβράσματος» και του «τζαμπατζή», κάτι για το οποίο δεν πετούσαν κιόλας και τη σκούφια τους, αφού τους έμοιαζε περισσότερο με ψευτοδίλημμα του τύπου «Σκύλλα ή Χάρυβδη». Βέβαια, όλο αυτό δεν τους άφησε ανεπηρέαστους, μιας και τις επόμενες μέρες χαμήλωναν ασυναίσθητα το βλέμμα τους μόλις περνούσαν τον έλεγχο στο μετρό και έτρεχαν βιαστικά να κατέβουν τις κυλιόμενες σκάλες.
Μια μέρα, καθώς έτρεχαν να γλυτώσουν από τους ελεγκτές που είχε τοποθετήσει παντού η νέα κυβέρνηση για να πιάνει τα «αποβράσματα» – τους λεγόμενους «μαύρους πάνθηρες» –, ο φίλος του γιου της καθαρίστριας έπεσε από τις σκάλες και χτύπησε το κεφάλι του πίσω στον αυχένα. Όταν το ασθενοφόρο έφτασε, ήταν ήδη αργά.
Την ώρα που στα διάφορα sites, κάτω από την είδηση, άρχισαν σχόλια του τύπου «ναι, αλλά δεν είχε εισιτήριο», η κυβέρνηση ανακοίνωνε πως από 1/1 του νέου χρόνου, όλοι οι φοιτητές θα εισέρχονται με ηλεκτρονική κάρτα στο πανεπιστήμιο, η οποία μάλιστα θα συνδέεται και με το μετρό, έτσι ώστε να καταπολεμούνται καλύτερα τα «αποβράσματα της κοινωνίας».
Η ιδέα ήταν τόσο καλή, που ο γιος της καθαρίστριας δούλεψε περισσότερο το επόμενο καλοκαίρι – γύρω στις 14 ώρες την ημέρα – για να μπορέσει να βγάλει τα χρήματα και να πάρει την κάρτα. Μάλιστα, το άγχος του μεγάλωσε – σε σημείο που έφτασε να δουλεύει ακόμα και 16 ώρες την ημέρα –, επειδή κυβερνητικοί κύκλοι άφησαν να διαδοθεί πως όποιος δεν είχε λεφτά για την κάρτα, θα εθεωρείτο αυτόματα «απόβρασμα της κοινωνίας».
Όταν κατάφερε τελικά και συγκέντρωσε το ποσό, πήρε τη μητέρα του να της το πει. Ήταν τόσο χαρούμενοι και οι δύο, που φώναξαν με όλη τους τη δύναμη: «Δεν είμαστε αποβράσματα της κοινωνίας». Μαζί και η συγκρατούμενη της μητέρας του στο κελί.
Δεν ήταν αποβράσματα, αλλά βαθιά μέσα τους πίστευαν πως ήταν. Κι αυτός ήταν ο λόγος που όχι μόνο δεν μπορούσαν να διακρίνουν – ακόμη – ποια ήταν, είναι και θα είναι τα πραγματικά αποβράσματα της κοινωνίας, αλλά και να βρουν τον τρόπο να ξεμπερδεύουν μια και καλή μαζί τους…