Μολυβένιος νεοφασισμός – Η σφαγή της Μπολόνια και οι σκιές που μένουν

Διάχυτη παραμένει μέχρι σήμερα η αίσθηση πως πολλά ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα και ότι πολλοί από τους εγκέφαλους της σφαγής και κυρίως από όσους τους βοήθησαν και προσπάθησαν να τους καλύψουν έμειναν ατιμώρητοι

Όσοι έχει τύχει να βρεθούν στην Μπολόνια στις αρχές του Αυγούστου, παρατηρούν ότι στην πόλη βρίσκονται παντού αφίσες που διαφημίζουν εκδηλώσεις και ομιλίες μνήμης για ένα γεγονός που σε κάποιον αμύητο στη σύγχρονη ιταλική ιστορία δε λέει και πολλά πράγματα. Αν πάλι τύχει να βρεθεί στο σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης, θα δει μια μεγάλη αναμνηστική μαρμάρινη αναμνηστική πλάκα με 85 ονόματα και μια επιγραφή που δε χρειάζεται να ξέρεις άπταιστα ιταλικά για να καταλάβεις περίπου τι σημαίνει: “2 Agosto 1980. Vittime del terrorismo fascista”. Επιπλέον ένα από τα ρολόγια του σταθμού είναι σταματημένο στις 10.25. Ήταν η ώρα που η πόλη, σύμβολο της ιταλικής αντίστασης, θα ζούσε τη μεγαλύτερη τραγωδία της μετά τον πόλεμο.

Μαρμάρινη πλάκα με τα ονόματα των θυμάτων

Δεν υπάρχει οικογένεια της πόλης που να μην έχει με τον ένα ή άλλο τρόπο προσωπική εμπλοκή στα γεγονότα, δεν υπάρχει άνθρωπος από μια ηλικία και πάνω που να μη θυμάται τι έκανε εκείνο το μαύρο αυγουστιάτικο πρωί. Οι πληγές που άνοιξαν δεν ήταν μόνο στα σώματα των 200 και πλέον τραυματιών και στους αγαπημένους των θυμάτων, ανάμεσά τους ένα τρίχρονο κορίτσι, αλλά στην ψυχή όλης της πόλης. Παρά τους τόνους μελάνης που χύθηκαν τα τελευταία 30 χρόνια, τις συνεχείς έρευνες, τις επιτροπές και τις πολλαπλές δίκες, η αίσθηση πως δεν απαντήθηκαν όλα τα ερωτήματα για το έγκλημα παραμένει έντονη, μεταξύ των επιζώντων, των συγγενών των νεκρών και ενός μεγάλου μέρους της ιταλικής κοινωνίας.

Το σταμάτημα του ρολογίού στην ώρα της έκρηξης έγινε το 1995

Είμαστε στην περίοδο των “μολυβένιων χρόνων” (anni di piombo), που σημαδεύεται από τρομοκρατικές επιθέσεις νεοφασιστικών οργανώσεων και τη δράση των Ερυθρών Ταξιαρχιών, με την οσμή των μυστικών υπηρεσιών και του βαθέος κράτους να είναι έντονη σε όλες τις περιπτώσεις. To κύμα καταστολής ήταν τέτοιο, που χωρίς υπερβολή μπορεί να γίνει λόγος για άμεση κρατική τρομοκρατία. Η “στρατηγική της έντασης”, όπως επίσης έγινε γνωστή αυτή η περίοδος, δεν ήταν παρά η ακραία συνέπεια της με κάθε τρόπο αποτροπής της κομμουνιστικής επιρροής στην Ιταλία, που εκφράστηκε από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια με την εφαρμογή της επιχείρησης Gladio.

Η μοιραία έκρηξη βρήκε την αίθουσα αναμονής της δεύτερης θέσης στο σταθμό της Μπολόνια κατάμεστο από κόσμο, τουρίστες, αλλά και ντόπιους που πηγαινοέρχονταν στις διακοπές τους. Μια παρατημένη βαλίτσα είχε τοποθετηθεί σε τραπεζάκι κοντά στο φέροντα τοίχο της δυτικής πτέρυγας του σταθμού. Κανείς δε φανταζόταν ότι μέσα της έκρυβε 23 κιλά εκρηκτικής ύλης, τα οποία προκάλεσαν την κατάρρευση της στέγης της αίθουσας και την καταστροφή του μεγαλύτερου μέρους του κεντρικού κτιρίου, ενώ ζημιές έπαθε και το παρακείμενο τραίνο της γραμμής Ανκόνα – Κιάσο.

Η πόλη κινούνταν σε ρυθμούς θερινής ραστώνης, και η έκρηξη τη βρήκε παντελώς απροετοίμαστη. Ταξιδιώτες και περαστικοί έσπευσαν στο σημείο για να προσφέρουν πρώτες βοήθειες και να βγάλουν ανθρώπους από τα χαλάσματα. Η έλλειψη προσωπικού και ασθενοφόρων, οδήγησε στην επιστράτευση ταξί, ΙΧ, αλλά κυρίως λεωφορείων, με γνωστότερη περίπτωση εκείνου της γραμμής 37. Αναφέρεται πως κάποιοι γιατροί και νοσηλευτές επέστρεψαν από τις άδειές τους και τμήματα νοσοκομείων που είχαν κλείσει για τις διακοπές άνοιξαν για την περίθαλψη των εκατοντάδων τραυματιών.

Η πόλη και η χώρα πάγωσαν από το σοκ. Στις 17.30 της ίδιας μέρας, στη Μπολόνια προσγειώθηκε ελικόπτερο που μετέφερε το Σάντρο Περτίνι, παλιό παρτιζάνο και νυν πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας, που με δάκρυα στα μάτια είπε στους δημοσιογράφους: «Δεν έχω λόγια, είμαστε μπροστά στη μεγαλύτερη εγκληματική ενέργεια που συνέβη ποτέ στην Ιταλία».

Δεν είχαν όμως όλοι οι ιθύνοντες την ίδια άποψη. Η ιταλική κυβέρνηση, με πρωθυπουργό το χριστιανοδημοκράτη Φραντσέσκο Κοσίγκα, όπως και αστυνομικές πηγές, επιχείρησαν αρχικά αν παρουσιάσουν το γεγονός ως «ατύχημα», που είχε προκληθεί τάχα από την έκρηξη ενός παλιού μπόιλερ στο σταθμό. Τα στοιχεία και οι μαρτυρίες των αυτοπτών ωστόσο δεν άφηναν αμφιβολία για την πραγματική φύση της έκρηξης. Την επομένη του εγκλήματος, η «Ουνιτά», όργανο του ΚΚΓ, ήταν το πρώτο έντυπο που μίλησε ανοιχτά για τη νεοφασιστική φύση της επίθεσης.

Σχεδόν βέβαιο: Ένα απεχθές φασιστικό έγκλημα, έγραφε στο πρωτοσέλιδό της η “Ουνιτά” την επομένη της τραγωδίας

Ο Κοσίγκα υποχρεώθηκε σε αναδίπλωση, συντασσόμενος με την εκδοχή του ακροδεξιού τρομοκρατικού χτυπήματος.  Εκδοχή που ο ίδιος πάντως ποτέ δε φάνηκε να ασπάζεται ολόψυχα, προωθώντας, ακόμα και δεκαετίες αργότερα, τους ισχυρισμούς περί ανάμειξης παλαιστινιακών οργανώσεων επί ιταλικού εδάφους, υποστηρίζοντας την αθωότητα των δύο βασικών καταδικασθέντων ως φυσικών αυτουργών νεοφασιστών Βαλέριο Φιοραβάντι (που κάποια χρόνια πριν είχε κάνει καριέρα ηθοποιού ως “παιδί – θαύμα” της ιταλικής τηλεόρασης κυρίως) και Φραντσέσκα Μάμπρο.

Λογική ήταν λοιπόν η αντίδραση του λαού της Μπολόνια, που αποδοκίμασε έντονα την κυβερνητική αντιπροσωπεία στις κηδείες των θυμάτων στις 6 Αυγούστου, που μετατράπηκε σε μία ακόμα τεράστια διαδήλωση κατά της φασιστικής βίας, από αυτές που συγκλόνισαν την πόλη τις πρώτες μέρες μετά την επίθεση.

Από την πρώτη στιγμή, ηγετικά στελέχη της SISMI, της στρατιωτικής μυστικής υπηρεσίας της χώρας, προσπάθησαν να θολώσουν τα νερά και να παρεμποδίσουν τη διαλεύκανση της υπόθεσης. Ψεύτικες αναλήψεις ευθύνης, αποδεδειγμένα διοχετευμένες από την υπηρεσία, μεταξύ άλλων προσωπικά από τον Φεντερίκο Μπενινκάσα, επικεφαλής του παραρτήματος Φλωρεντίας της SISMI,  δημιούργησαν περισπασμούς πολύτιμους χρονικά για να καλύψουν πολλοί πρωτεργάτες του εγκλήματος τα ίχνη τους. Το ίδιο συνέβη και με την κατασκευή άλλων σεναρίων, που ενέπλεκαν το Λίβανο, την Παλαιστινιακή Φατάχ και Ελβετούς δημοσιογράφους, ενώ o επικεφαλής τότε της SISMI, Στρατηγός Τζουζέπε Σαντοβίτο, χάλκευσε και τη δήθεν εμπλοκή της KGB. Αργότερα αποδείχτηκε πως ο Σαντοβίτο, όπως και άλλοι ηγέτες της SISMI, ήταν μέλη της διαβόητης Ρ2, της αντικομμουνιστικής μασονικής στοάς που στόχευε στην κατάληψη της εξουσίας και την εγκαθίδρυση ενός αυταρχικού ακροδεξιού καθεστώτος.

Φραντσέσκα Μάμπρο και Βαλέριο Φιοραβάντι

Άλλα μέλη της P2, όπως ο Πιέτρο Μουζουμέτσι, φύτευσαν μια βαλίτσα με εκρηκτικά σε τραίνο της Μπολόνια, με στόχο να ενοχοποίησουν μέλη της ακροδεξιάς οργάνωσης «Τρίτη θέση», προκειμένου να αποσπάσουν την προσοχή από τον ηγέτη της Ρ2, Λίτσιο Τζέλι. Αργότερα ο Τζέλι, ο Μουζουμέτσι κι άλλα μέλη της στοάς καταδικάστηκαν για συκοφαντική δυσφήμηση στα πλαίσια των δικών για τη σφαγή.

Προχωρώντας η έρευνα, κατέδειξε ως υπεύθυνη την νεοφασιστική οργάνωση NAR (Ένοπλοι Επαναστατικοί Πυρήνες), της οποίας δεκάδες μέλη οδηγήθηκαν στα δικαστήρια σε συνεχόμενες δίκες. Σε ισόβια καταδικάστηκαν οι Φιοραβάντι και Μάμπρο (ζευγάρι, που παντρεύτηκε μέσα στη φυλακή το 1985), αμφότεροι αποφυλακισμένοι εδώ και χρόνια, που υποστηρίζουν ως σήμερα την αθωότητά τους, μολονότι ανέλαβαν την ευθύνη για πολλές άλλες δολοφονίες, εκρήξεις και τραυματισμούς. Μέσα στα χρόνια, πολλοί από τους αρχικούς κατηγορούμενους είτε αθωώθηκαν, είτε είδαν το κατηγορητήριό τους να μετατρέπεται και τις ποινές τους να μειώνονται.

Διάχυτη παραμένει μέχρι σήμερα η αίσθηση πως πολλά ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα και ότι πολλοί από τους εγκέφαλους της σφαγής και κυρίως από όσους τους βοήθησαν και προσπάθησαν να τους καλύψουν έμειναν ατιμώρητοι.

Δύσκολες Νύχτες

 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: