“Έλα κόκκινη χολέρα” – Η εξέγερση της Βαρσοβίας και ο ρόλος της ΕΣΣΔ
Δεν ήταν η ΕΣΣΔ, εκείνη που “κυνικά” παρακολούθησε τη σφαγή των αντιπάλων της για τις μεταπολεμικές τύχες της Πολωνίας από τους ναζί. Οι αντίπαλοί της ήταν εκείνοι που, αφού σχεδίασαν με προχειρότητα και ισχυρά στοιχεία τυχοδιωκτισμού μια τόσο ριψοκίνδυνη επιχείρηση, είχαν την απαίτηση οι Σοβιετικοί να “βγάλουν τη βρώμικη δουλειά” ώστε εκείνοι να δρέψουν τις δάφνες της νίκης και στη συνέχεια να τους βγάλουν από τη μέση.
Συμπληρώθηκαν προχθές 75 χρόνια από την εξέγερση της Βαρσοβίας της 1ης Αυγούστου 1944, της μεγαλύτερης σε κλίμακα στρατιωτικής ενέργειας αντιστασιακής οργάνωσης κατά των ναζί στην κατεχόμενη Ευρώπη, και παράλληλα μια από τις πιο τραγικά αποτυχημένες. Στη Βαρσοβία τέτοια μέρα στις 5 το απόγευμα τα πάντα παραλύουν, οι δημόσιες συγκοινωνίες σταματούν, οι περαστικοί στέκουν σιωπηλοί, οι σειρήνες ουρλιάζουν και οι οδηγοί περνούν μόνο από την άκρη του δρόμου.
Η εξέγερση κατέληξε σε ένα αιματηρό μακελειό, στη διάρκεια του οποίου τα γερμανικά στρατεύματα εξόντωσαν, στο διάστημα 5 ως 7 Αυγούστου, μόνο στη συνοικία Βόλα περίπου 30.000 ανθρώπους, κυρίως αμάχους, ενώ ο Χίτλερ έδωσε εντολή να ισοπεδωθεί η Βαρσοβία προς παραδειματισμό. Πράγματι, όταν μετά από 63 μέρες άνισης μάχης οι εξεγερμένοι παραδόθηκαν, γερμανικά αποσπάσματα διέσχισαν την πόλη γκρεμίζοντας ό,τι είχε μείνει όρθιο. Εκτός από 30.000 μαχητές της εθνικιστικής Άρμια Κράγιοβα (Στρατός της πατρίδας), έχασαν τη ζωή τους περίπου 150.000 άμαχοι. Όταν η Βαρσοβία απελευθερώθηκε από τον Κόκκινο Στρατό στις 17 Γενάρη 1945, η καταστροφή ήταν τέτοια, που αρχικά υπήρχαν σοβαρές σκέψεις η πρωτεύουσα να μεταφερθεί στο Λοτζ.
Επί δεκαετίες, ιδιαίτερα μετά τις ανατροπές του 1989, αποτελεί αγαπημένο θέμα της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας, στην Πολωνία, αλλά και διεθνώς. Ακόμα και στην Ελλάδα, δεν έλειψαν φέτος ειδικά διαδικτυακές κυρίως συζητήσεις για τον κακούργο Στάλιν που άφησε κυνικά την πολωνική αντιπολίτευση να ματώσει στα χέρια των ναζί, ώστε να έχει ελεύθερο πεδίο δράσης στη συνέχεια. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή, έχοντας πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μας, ότι ήδη ο Κόκκινος Στρατός τη στιγμή της εξέγερσης βρισκόταν σε ασταμάτητες επιχειρήσεις κατά των ναζί, έχοντας φέρει τους στρατιώτες σε εξάντληση.
Σε αντίθεση με τις κατηγορίες κατά των Σοβιετικών, σπάνια ακούγεται κάτι για τη στάση των δυτικών συμμάχων, που ελάχιστα βοήθησαν από αέρος τους κάκιστα οπλισμένους συμμάχους τους, παρά τις εκκλήσεις της πολωνικής εξόριστης κυβέρνησης, στενά συνδεδεμένης με τον “Στρατό της Πατρίδας”.
Κοινό ήταν και το ιδεολογικό πλαίσιο αυτής της κυβέρνησης με εκείνο των εξεγερμένων, το οποίο συνίστατο στο δόγμα των “Δύο εχθρών”, όπου ο ένας φυσικά ήταν η ναζιστική Γερμανία και η άλλη η Σοβιετική Ένωση, που λογίζονταν ως “κατοχική δύναμη”, μετά την προσάρτηση εδαφών – στα πλαίσια του συμφώνου Μολότοφ – Ρίμπεντροπ – που είχε καταλάβει η Πολωνία στο σοβιετοπολωνικό πόλεμο στις αρχές της δεκαετίας του ’20. Εδάφη που κατοικούνταν στην πλειονότητά τους από εθνικές μειονότητες, και τα οποία παρέμειναν στις χώρες που διαδέχτηκαν τη διάλυση της ΕΣΣΔ, χωρίς να τεθεί θέμα επιστροφής τους στην Πολωνία.
Η ελπίδα των Πολωνών αστών, όπως εκφραζόταν από την εξόριστη κυβέρνηση και τον αντιστασιακό της βραχίονα εντός Πολωνίας, ήταν “να παραλύσει το χέρι του ενός εχθρού το χέρι του άλλου”. Αρχικά βέβαια η ελπίδα ήταν πως θα κέρδισε το Ράιχ επί της ΕΣΣΔ και στη συνέχεια οι Δυτικοί Σύμμαχοι θα επικρατούσαν των ναζί, χαρίζοντας στην Πολωνία την ανεξαρτησία της υπό αστικό καθεστώς.
Το αργότερο μετά τη μάχη του Στάλινγκραντ, έγινε φανερό και στους πιο φανατικά αντισοβιετικούς κύκλους, πως η απελευθέρωση της Πολωνίας, η “κατάκτηση”, όπως βαρύθυμα την αποκαλούσαν οι θεωρητικοί των “μουδιασμένων χεριών”, θα περνούσε εκ των πραγμάτων μέσα από την προέλαση του Κόκκινου Στρατού. Ήδη από τις πρώτες μέρες του Γενάρη, ο Κόκκινος Στρατός είχε διαβεί στο Σάρνι της Δυτικής Ουκρανίας το προπολεμικό σύνορο μεταξύ ΕΣΣΔ και Πολωνίας.
Στόχος πλέον της εξόριστης κυβέρνησης ήταν μέσω των αντάρτικων ομάδων του Στρατού της Πατρίδας να δημιουργηθούν στα ανατολικά εδάφη τετελεσμένα πριν την άφιξη του Κόκκινου Στρατού. Η επιχείρηση “Καταιγίδα” είχε ως σκοπό να δείξει στους Σοβιετικούς ποιοι ήλεγχαν πολιτικά το παιχνίδι, υποδαυλίζοντας εξεγέρσεις στο Λβοφ, τη Βίλνα της Λιθουανίας, το Νοβογκοντόρεκ στη Λευκορωσία και τη Βολυνία της Ουκρανίας. Οι Σοβιετικοί δεν είχαν κανένα πρόβλημα να συνεργαστούν με τους Πολωνούς εθνικιστές, όσο ο στόχος αποτελούσε αποκλειστικά την εξόντωση του κοινού εχθρού, δηλαδή των κατακτητών ναζί. Μετά τη μάχη, όπως είναι απόλυτα λογικό, ως ελάχιστο εχέγγυο οι Σοβιετικοί ζητούσαν από τους εθνικιστές είτε να αφοπλιστούν είτε να ενταχθούν στις ανταρτικές ομάδες που καθοδηγούνταν από τους Πολωνούς κομμουνιστές. Οι περισσότεροι αξιωματικοί του Στρατού της Πατρίδας αρνήθηκαν και αρκετοί συνελήφθησαν ως εκ τούτου από τους Σοβιετικούς. Ένα μέρος εξ αυτών γύρισε στα δάση, συνεχίζοντας τον ένοπλο αγώνα μετά το 1945, αυτή τη φορά κατά της κυβέρνησης της Πολωνίας, που βάδιζε προς το σχηματισμό μιας λαϊκής δημοκρατίας.
Σε αυτή τη λογική δηλαδή, της επιχείρησης “Καταιγίδα”, εντάσσονταν και η εξέγερση στη Βαρσοβία, μολονότι δεν είχε επιχειρηθεί κάτι ανάλογο σε κανένα αστικό κέντρο αντίστοιχης έκτασης με την πολωνική πρωτεύουσα. Η στρατιωτική ηγεσία του Στρατού της Πατρίδας γνώριζε καλά εκ των προτέρων πως δεν υπήρχε τρόπος οπισθοχώρησης και πως η εξέγερση θα προκαλούσε πολλά θύματα μεταξύ των αμάχων. Η προέλαση του Κόκκινου Στρατού και κυρίως ο σχηματισμός της υπό κομμουνιστικό έλεγχο “Πολωνικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης” στο Λουμπλίν, που μόλις είχε απελευθερωθεί από τους Σοβιετικούς, έσπειρε τον πανικό στην εξόριστη κυβέρνηση, που έβλεπε το μεταπολεμικό της ρόλο να παραγκωνίζεται οριστικά. Το τελευταίο της χαρτί ήταν να επιχειρήσει την εκδίωξη των ναζί στη Βαρσοβία, από δικούς της ανθρώπους, δηλαδή τον Στρατό της Πατρίδας, για να εδραιώσει τη θέση της στα μεταπολεμικά δρώμενα. Ενάντια σε κάθε στρατιωτική και πολιτική λογική, πίστευαν πως οι Σοβιετικοί που μάτωναν στα πεδία των μαχών, θα έσπευδαν μετά από λίγες μέρες εξέγερσης να ξελασπώσουν το ριψοκίνδυνο εγχείρημα.
Για άλλη μια φορά, οι υπολογισμοί αποδείχτηκαν τραγικά λανθασμένοι. Η σοβιετική προέλαση στα ανατολικά της Βαρσοβίας έμεινε στάσιμη για κάποιες βδομάδες, και μάλιστα μια γερμανική αντεπίθεση ώθησε προς τα πίσω για κάποια χιλιόμετρα τις σοβιετικές δυνάμεις. Οι μονάδες του Λαϊκού Στρατού της Πολωνίας, που πολεμούσε στο πλευρό του Κόκκινου Στρατού, προσπάθησαν πάντως σε δύο σημεία να διασπάσουν τις γερμανικές γραμμές και να προστρέξουν σε βοήθεια των εξεγερμένων ιδεολογικών τους αντιπάλων, ωστόσο στρατιωτικά αυτό στάθηκε αδύνατο.
Πολλοί αστοί ιστορικοί επισημαίνουν το γεγονός πως από τις αρχές Αυγούστου ο Στάλιν είχε αναθέσει στους Ζούκοφ και Ρακασόφκι ένα σχέδιο περικύκλωσης της Βαρσοβίας, που θα μπορούσε να ξεκινήσει στις 22 του ίδιου μήνα. Η εντολή επίθεσης δε δόθηκε ποτέ, κάτι που οι ίδιοι ερευνητές αποδίδουν στο γεγονός πως ο πρωθυπουργός της εξόριστης πολωνικής κυβέρνησης, Στανισλάβ Μικολάιτζικ αρνήθηκε να προχωρήσει στις πολιτικές παραχωρήσεις που του ζητούσαν οι Σοβιετικοί. Η υπόθεση αυτή δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί, ούτε ακριβώς ποιος ήταν ο γενικότερος σοβιετικός σχεδιασμός για την Πολωνία πριν και μετά το ξέσπασμα της εξέγερσης, καθώς ένα μέρος των σχετικών αρχείων παραμένουν ακόμα απόρρητα.
Γεγονός είναι πάντως πως το σοβιετικό πρακτορείο ειδήσεων ΤΑΣΣ, στις 13 Αυγούστου, τρεις μέρες μετά την άκαρπη επίσκεψη του Μικολάιτζικ στη Μόσχα χαρακτήρισε την εξέγερση μια “περιπέτεια χωρίς προσυνεννόηση με την ΕΣΣΔ”, έκφραση μάλλον ήπια που σε τελική ανάλυση δεν απείχε ιδιαίτερα από την πραγματικότητα. Από την άλλη, είναι επίσης αλήθεια πως με μία και μόνο εξαίρεση, δεν επιτράπηκε σε αμερικανικά αεροπλάνα να χρησιμοποιήσουν σοβιετικά αεροδρόμια ως ενδιάμεσους σταθμούς για τη – φειδωλή όπως είπαμε – ενίσχυση των εξεγερμένων. Ο Κόκκινος Στρατός έφτασε στην ανατολική Βαρσοβία το Σεπτέμβρη, όταν η εξέγερση είχε πια κριθεί στρατιωτικά και οι Πολωνοί εθνικιστές πάλευαν απλώς για την επιβίωσή τους.
Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι οι Σοβιετικοί δεν εξάντλησαν ακριβώς τα περιθώρια υποστήριξης που ενδεχομένως είχαν, με δεδομένη πάντα την αφαίμαξη που ήδη είχαν υποστεί στο μέτωπο. Από την άλλη, το γεγονός πως ο Λαϊκός Στρατός της Πολωνίας, που προφανώς δε δρούσε χωρίς τη συγκατάθεση των Σοβιετικών, προσπάθησε να προστρέξει – με θυσίες – προς βοήθεια των εξεγερμένων, αντιστρατεύεται απόλυτα το αφήγημα πως ο Κόκκινος Στρατός έβλεπε λίγο – πολύ με χαρά την εξόντωση των εξεγερμένων και κυρίως πως παρέμενε απαθής μπροστά στο δράμα των αμάχων.
Αλλά για ποιο πράγμα ακριβώς εγκαλείται η ΕΣΣΔ; Ότι δεν τα έδωσε όλα, ότι δεν έβαλε σε περαιτέρω κίνδυνο τους στρατιώτες της, για να βοηθήσει να έρθει στην εξουσία μια δύναμη που είχε κάνει ξεκάθαρες τις εχθρικές της προθέσεις έναντι της Σοβιετικής Ένωσης, και να στηρίξει μια κυβέρνηση συνεχιστή των πολιτικών ταγών της προκατοχικής Πολωνίας, που είχε αρνηθεί τη διέλευση σοβιετικών στρατευμάτων από πολωνικό έδαφος για να στηριχθεί άμεσα η απειλούμενη με διαμελισμό Τσεχοσλοβακία. Τα αισθήματα της πλειονότητας των μαχητών του Στρατού της Πατρίδας φαίνονται από ένα διάσημο στην Πολωνία ποίημα του Γιόζεφ Σζτζεπάνσκι, που γράφτηκε προς το τέλος της εξέγερσης της Βαρσοβίας με τον εύγλωττο τίτλο: Έλα κόκκινη χολέρα (πανώλη στο πρωτότυπο, αλλά με τη μεταφορική σημασία που στα ελληνικά αποδίδεται καλύτερα ως χολέρα):
Έλα κόκκινη χολέρα
Και λύτρωσέ μας από το μαύρο θάνατο
[…]
Αλλά ξέρε, πως από τους τάφους μας
Μια νέα Πολωνία θα γεννηθεί
που στα χώματά της δε θα περπατήσεις
Κόκκινε κυρίαρχε ξέφρενης βίας
Δεν ήταν λοιπόν η ΕΣΣΔ, εκείνη που “κυνικά” παρακολούθησε τη σφαγή των αντιπάλων της για τις μεταπολεμικές τύχες της Πολωνίας. Οι αντίπαλοί της ήταν εκείνοι που, αφού σχεδίασαν με προχειρότητα και ισχυρά στοιχεία τυχοδιωκτισμού μια τόσο ριψοκίνδυνη επιχείρηση, είχαν την απαίτηση οι Σοβιετικοί να “βγάλουν τη βρώμικη δουλειά” ώστε εκείνοι να δρέψουν τις δάφνες της νίκης και στη συνέχεια να τους βγάλουν από τη μέση. Επρόκειτο για την ύστατη απόπειρα να διασφαλιστεί η συνέχιση της προπολεμικής αστικής αξουσίας στην απελευθερωμένη Πολωνία, απόπειρα που πλήρωσαν με τη ζωή τους χιλιάδες άνθρωποι, με ή χωρίς άμεση συμμετοχή στα γεγονότα. Και καμία ιστορία προσωπικού ηρωισμού και αυτοθυσίας των μαχητών της εξέγερσης δε μπορεί να αναιρέσει αυτή τη σκληρή πλην απλή αλήθεια.
Με στοιχεία από το άρθρο του Reinhard Lauterbach, “In Aussichtsloser Lage”.