Νικηφόρος Βρεττάκος – Ο ποιητής που οραματίστηκε τη συναδέλφωση των λαών
Πότε απλά συναισθηματικός, πότε κοινωνικός ποιητής, πότε αντιτυραννικός και λάτρης της αρετής, της δικαιοσύνης, της ισότητας, της ελευθερίας, πότε θαυμαστής ανεπανάληπτος του αρχαίου κόσμου, πότε μεγαλόστομος ανθρωπιστής, μας χάρισε μια ποίηση που συνδυάζει τη γλωσσική στιλπνότητα με τη φιλοσοφική ανησυχία, η οποία είναι πραγματικά αξιόλογη.
Σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος. Με αφορμή την επέτειο αναδημοσιεύουμε από τον Ριζοσπάστη άρθρο του μουσικού – βιολονίστα Χρήστου Ηλ. Κολοβού:
Μια ακόμη γόνιμη και ωραία παρουσία στη νέα μας ποίηση είναι ο Ν. Βρεττάκος. Γεννήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1912 στην Πλούμιτσα Κροκεών της Σπάρτης. Το 1928 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει Νομικά, βρήκε όμως το δρόμο του στη Λογοτεχνία και εγκατέλειψε τις σπουδές του, όπως μας πληροφορεί ο Michael Begert. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα το 1929 με τον τίτλο «Κάτω από σκιές και φώτα». Κατόπιν τύπωσε τις εξής ποιητικές συλλογές: «Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνων», «Οι γκριμάτσες του ανθρώπου», «Ο πόλεμος», «Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη», «Η επιστολή του κύκνου», «Το ταξίδι του Αρχαγγέλου», «Μαργαρίτα – Εικόνες από το ηλιοβασίλεμα», «Το μεσουράνημα της φωτιάς», «33 ημέρες», «Η παραμυθένια πολιτεία», «Το βιβλίο της Μαργαρίτας», «Ο Ταΰγετος και η σιωπή», «Τα θολά ποτάμια», «Εξοδος με το άλογο», «Πλούμιτσα», «Στον Ρόμπερτ Οππενχάιμερ», «Ο χρόνος και το ποτάμι», «Η μητέρα μου στην Εκκλησία», «Βασιλική δρυς», «Το βάθος του κόσμου», «Αυτοβιογραφία» κ.ά. Εγραψε τα πεζά: «Το γυμνό παιδί», «Το αγρίμι», «Δυο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου», «Ενας από τους δυο κόσμους» και το δοκίμιο «Ν. Καζαντζάκης – η αγωνία του και το έργο του».
Ο Βρεττάκος αναφέρεται στο Παγκόσμιο Λογοτεχνικό Λεξικό του Κρένερ ως «σημαντικός Ελληνας ποιητής, που η εσωτερική φύση του εκφράζει με λυρικό πλούτο και βασανιστική ανάλυση τον πόνο και την αδικία του κόσμου». Η τόσο καθαρή ανάγκη του Ν. Βρεττάκου για αγάπη και ειρήνη που συνοδεύει ως τα σήμερα με το έργο του μπορεί ίσως να βρει την εξήγησή της από την ατομική ψυχολογική σκοπιά του. Πρόκειται για ένα ψάξιμο και μια συνεχή προσπάθεια για την αναγνώριση και την επαγρύπνηση της αρμονίας και της γαλήνης των πρώτων αυτών παιδικών του χρόνων. Για το λόγο αυτό είναι φυσικός και κατανοητός ο τόσο πετυχημένος χαρακτηρισμός «ποιητής της αγάπης και της ειρήνης», αλλά ακόμη και γιατί είναι τόσο βαθιά ταυτισμένος με την ίδια τη φύση του ποθητού χωρίς καμία μορφή πάθους και κηρύγματος.
Ο Βρεττάκος είναι ένας αληθινός ποιητής. Μοντέρνος, αλλά όχι υπερρεαλιστής, μας έδωσε μια ποίηση δύσκολη, αλλά ωραία, καθώς δε χρησιμοποιεί παραδοσιακά σχήματα. Πλησιάζοντάς τον νομίζεις πως είναι απλός, αλλά σε λίγο καταλαβαίνεις αμέσως πως χρειάζεσαι προσπάθεια για να παρακολουθήσεις τους στοχασμούς του. Και όσο τα χρόνια περνούν, ο Βρεττάκος γίνεται συνθετότερος. Πότε απλά συναισθηματικός, πότε κοινωνικός ποιητής, πότε αντιτυραννικός και λάτρης της αρετής, της δικαιοσύνης, της ισότητας, της ελευθερίας, πότε θαυμαστής ανεπανάληπτος του αρχαίου κόσμου, πότε μεγαλόστομος ανθρωπιστής, μας χάρισε μια ποίηση που συνδυάζει τη γλωσσική στιλπνότητα με τη φιλοσοφική ανησυχία, η οποία είναι πραγματικά αξιόλογη. Ο Βρεττάκος είναι μια ωραία, ζεστή, λυρική φωνή της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Κατόρθωσε να κατακτήσει με την ποίησή του μια από τις καλύτερες θέσεις στο Πάνθεον της Νεότερης Ελληνικής Ποίησης.
Τιμήθηκε 2 φορές με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1940, 1956). Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε 13 γλώσσες. Η θρησκευτική του διάθεση, προς όποια πίστη και αν προσανατολίζεται, καθώς και η διαύγεια του κόσμου μέσα στον οποίο κινείται τον φέρνουν κοντά στη γραμμή του Σικελιανού.
Πολιτικά ταγμένος στην Αριστερά, μένει ουσιαστικά ανεξάρτητος, αντικειμενικός, κριτικός. Η ποίησή του εκφράζει αγωνιστική διάθεση, αλλά και μεταφυσικές τάσεις.
«Ωδή στον ήλιο»
Η «Ωδή στον ήλιο» είναι μια συρραφή 20 ποιημάτων, όπου δείχνεται καθαρά πως ο ήλιος – όπως σωστά παρατήρησε ο Thomas Doulis – αν και δεν είναι ισοδύναμος με τον Θεό, είναι παρ’ όλα αυτά ένα ταιριαστό σύμβολο για τη θεότητα, άλλες φορές ευσπλαχνικό, άλλες αδιάφορο, υποβάλλοντάς μας με την ίδια ευκολία τόσο τη στωική υπομονή του ανθρώπου, όσο και τη βαρβαρότητά του. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι:
Περνάς απάνω από μια μάχη, ή πάνω από ένα γκέτο
και νομίζει κανείς ότι στέκεσαι λίγο.
Περνάς από τις φυλακές και ρίχνεις από τα κάγκελα
μέσα τους ένα σιωπηλό βλέμμα και οι ποιητές,
ξέροντας πως δεν έχεις χέρι ούτε φωνή,
οι γραμματείς σου είναι. Αλληλούια!
Αυτοί όμως είναι ύμνοι στον ήλιο από άνθρωπο που αναγκάστηκε από την κακή μοίρα της πατρίδας του να ψάξει αλλού για σπίτι. Γραμμένοι στο Παλέρμο, όπου ο Νικ. Βρεττάκος πέρασε τα τελευταία χρόνια της αυτοεξορίας του, είναι οι ύμνοι που θα έγραφε είτε βρισκόταν στη Σμύρνη, είτε στην Αλεξάνδρεια, είτε στην Τραπεζούντα.
Ο ήλιος είναι σύμβολο θεότητας και σ’ αυτόν επιστρέφουν όλα. Στην ποίησή του, είναι το «λαμπρό ωκεάνιο μάτι», μιας ύπαρξης που δεν είναι ειδωλολατρική ούτε χριστιανική, μιας ύπαρξης που βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από τις παραδοσιακές αντιλήψεις, πιο χαρακτηριστική του κόσμου της φύσης, παρά του κόσμου του δόγματος.
Το να μπορεί ένας ποιητής να μιλά για τη χαρά και το φως, για «το θαύμα του κόσμου» και ταυτόχρονα να διεισδύει μέσα στα πράγματα, μέσα στις μύχιες πτυχές της ανθρώπινης ψυχής και να αποκρυσταλλώνει τα τραγικά της υπάρχοντα, αυτό δε σημαίνει απλώς διεισδυτική ικανότητα, αλλά πνευματική αγρύπνια και γνήσια ανθρωπιά.
Ο Βρεττάκος οραματίζεται την παγκόσμια συναδέλφωση, όπως σωστά παρατήρησε ο Γιάννης Κορδάτος. Ο Βρεττάκος αναζητά τη χαρά και την ευτυχία και μια νέα θρησκεία, τη θρησκεία του ανθρώπου. Οραματίζεται την παγκόσμια συναδέλφωση και με τις χορδές της λύρας του ψάλλει τραγούδια στο αίσθημα του ανθρωπισμού.
Στη δύσκολη εποχή που διανύουμε, λοιπόν, επιβάλλεται να μελετήσουμε τον λυρικό και ευγενή Βρεττάκο, τον ανθρωπιστή Νικηφόρο Βρεττάκο.
Στο νου μας υπάρχει ακόμη ο παγωμένος ήχος της καμπάνας του Αγίου Νικολάου Κροκεών, όταν οι συμπολίτες του έμαθαν το αναπάντεχο νέο του «φευγιού» του, κείνο το καυτό πρωινό της 2 του Αυγούστου του 1991 από τον αδελφό του μπαρμπα-Μιχάλη. Εσβησε τόσο γαλήνια, όσο γαλήνια ήταν και η ποίησή του. Εφυγε τόσο σεμνά, όσο σεμνός ήταν και ο ίδιος. Πιστός στις αρχές του ακόμη και όταν ο χάρος τον πήρε για πάντα από κοντά μας. Ο ακαδημαϊκός που τελικά δεν προτάθηκε για το Νόμπελ Ποίησης. Γιατί άραγε;
Χρήστος Ηλ. Κολοβός