Ζόρζι Αμάντου – Κακάο και κομμουνισμός
“Αυτό που μπορώ να πω είναι πως ο μεγαλύτερος ήρωάς μου είναι ο βραζιλιάνικος λαός”.
“Είμαι ένας συγγραφέας που έγραψε για τη ζωή του λαού μου, το χαρακτήρα του λαού μου. Αυτό που μπορώ να πω είναι πως ο μεγαλύτερος ήρωάς μου είναι ο βραζιλιάνικος λαός”, έλεγε για το έργο του ο σημαντικότερος ίσως Βραζιλιάνος λογοτέχνης του 20ου αιώνα Ζόρζι Αμάντου (στα ελληνικά συνήθως αποδίδεται “ισπανόμορφα” ως Χόρχε Αμάντο). Μπορεί σε αριθμό πωλήσεων να ξεπεράστηκε από το συμπατριώτη του Πάολου Κοέλιου, δύσκολα όμως θα ξεπεραστεί η αγάπη που του έδειξαν όχι μόνο οι Βραζιλιάνοι, αλλά και εκατοντάδες χιλιάδες αναγνώστες σε όλο τον κόσμο, αφού τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε 80 χώρες και 49 γλώσσες, ανάμεσά τους φυσικά και τα ελληνικά.
Ήρθε στον κόσμο στις 10 Αυγούστου 1912 επισήμως στην Ιταμπούνα του κρατιδίου Μπαΐα της Βραζιλίας αν και υπάρχουν διχογνωμίες για τον ακριβή τόπο γέννησης. Η οικογένειά του εγκατέλειψε τη φάρμα της ένα χρόνο μετά, λόγω μιας επιδημίας και εγκαταστάθηκε στο Ιλιέους, όπου ο Αμάντου πέρασε τα περισσότερα από τα παιδικά του χρόνια κι αποτέλεσε συχνό τόπο των μυθιστορημάτων του. Γνώρισε από νωρίς τη σκληρή ζωή στις φυτείες του κακάο, αφιερώνοντας ένα σημαντικό μέρος του πρώιμου κυρίως έργου του στους εργάτες γης, που συχνά δούλευαν σε συνθήκες όμοιες με αυτές των σκλάβων, κι ας είχε καταργηθεί η δουλειά επισήμως στη χώρα από τη δεκαετία του 1880.
Άρχισε να γράφει από τα 14 του χρόνια, μπαίνοντας σε λογοτεχνικούς κύκλους του Σαλβαντόρ, πρωτεύουσας της Μπαΐα και σχηματίζοντας μάλιστα με φίλους του την “Ακαδημία των Εξεγερμένων”, που έδωσε ώθηση στα γράμματα στην ευρύτερη περιοχή. Τελειώνοντας το σχολείο, πήγε στο Ρίο ντε Τζανέιρο, που τότε ήταν πρωτεύουσα της Βραζιλίας, για να σπουδάσει νομικά στο πανεπιστήμιο. Εκείνη την εποχή, η σχολή ήταν φυτώριο πολιτικών και καλλιτεχνικών αναζητήσεων, κι ο Αμάντου ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με το κομμουνιστικό κίνημα. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος, προασπίζοντας τα δικαιώματα των εργατών γης μέσα και από τις γραμμές του Βραζιλιάνικου ΚΚ. Για τη δράση και τις ιδεές του συνελήφθη δυο φορές, ενώ έζησε ως εξόριστος στην Αργεντινή και την Ουρουγάη. Στα χρόνια της δικτατορίας του Ζιτούλιου Βάργκας, (1937-1945), αλλά και αργότερα στη χούντα που διήρκεσε από το 1964 ως το 1985, ο Αμάντου ήταν ο συγγραφέας που παρακολουθούνταν περισσότερο από κάθε άλλον συνάδελφό του από τις μυστικές υπηρεσίες της χώρας. Το 1946 εξελέγη βουλευτής του ΚΚ και με αυτή την ιδιότητα ψήφισε διάταγμα που παραχωρούσε το δικαίωμα της ανεξιθρησκείας σε αφρικανικές λατρείες, αλλά και προτεσταντικά δόγματα, γεγονός καθόλου δεδομένο σε μια κοινωνία συντηρητική υπό την έντονη επίδραση της Καθολικής Εκκλησίας. O ίδιος ο συγγραφέας, παρά την ιδεολογία του, συμπαθούσε τις αφροβραζιλιάνικες λατρείες, κυρίως το Καντομπλέ, όπου οι δυνάμεις της φύσης λατρεύονται ως προσωποποιημένες.
Από το 1948 ξαναπαίρνει το δρόμο της πολιτικής προσφυγιάς, αρχικά στο Παρίσι και μετέπειτα στην Τσεχοσλοβακία, περνώντας και από την ΕΣΣΔ, όπου παρακολουθούνταν από τη CIA. To 1955, εγκαταλείπει το ΚΚΒ, συνεχίζοντας πάντως να παραμένει ένας εξαιρετικά δημοφιλής συγγραφέας στην ΕΣΣΔ και τις σοσιαλιστικές χώρες εν γένει. Η οριστική του ρήξη με την κομμουνιστική ιδεολογία θα έρθει δεκαετίες αργότερα, το 1995, υπό το βάρος πια της αντεπανάστασης και των διαλυτικών τάσεων εντός του ίδιου του ΚΚΒ. Ο ίδιος αναφερόμενος στα έργα που έγραψε ως κομμουνιστής, έλεγε εκ των υστέρων ότι “Πολλά πράγματα ίσως δε θα τα έγραφα σήμερα γιατί πια δεν τα πιστεύω, αλλά δε θα τα άλλαζα, γιατί τα πίστευα τότε”.
Η συγγραφική του παραγωγή διακρίνεται σε δύο βασικές περιόδους, συνδεόμενες και με τη σταδιακή ιδεολογική του μετατόπιση. Την πρώτη περίοδο, κυριαρχούν έργα με επίκεντρο την καταγγελία της κοινωνικής αδικίας και έντονο το στοιχείο της στράτευσης, όπως το “Η χώρα του καρναβαλιού”, “Κακάο”, και ιδίως η τριλογία “Τα έγκατα της λευτεριάς”, μια τοιχογραφία της πολιτικής και κοινωνικής ζωής στα χρόνια της αυταρχικής εξουσίας του Βάργκας. Στη δεύτερη φάση από τα μέσα της δεκαετίας του ’50, με τομή το μυθιστόρημα “Γκαμπριέλα, κανέλα και γαρύφαλλο”, ο Αμάντου επικεντρώνεται σε γυναικείες μορφές και τοπικές παραδόσεις της Μπαΐα, όλα δοσμένα με έναν αισθησιασμό που στην εποχή του προκάλεσε τεράστιο σκάνδαλο, οδηγώντας σε απαγόρευση εισόδου του στο Ιλιέους, επειδή τάχα προσέβαλε την ηθική των γυναικών της πόλης. Παντρεύτηκε δύο φορές και απέκτησε συνολικά τρία παιδιά, εκ των οποίων η κόρη του από τον πρώτο γάμο χάθηκε πολύ πρόωρα το 1935, σε ηλικία μόλις 14 ετών.
Τη δεκαετία του ’90 κινδύνεψε να χάσει τις οικονομίες του, μετά τη χρεωκοπία της τράπεζας Μπάνκου Εκουνόμικου, εξέλιξη που αποτράπηκε μέσω κυβερνητικής παρέμβασης. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του αντιμετώπιζε διάφορα προβλήματα υγείας, είδε όμως και τη δημοφιλία των βιβλίων του να απογειώνεται και να αποτελεί έμπνευση και για πολλές από τις διάσημες σχολές σάμπα της χώρας του. Αμέτρητες είναι επίσης οι τηλεοπτικές, θεατρικές και κινηματογραφικές διασκευές των έργων του. Το νήμα της ζωής του κόπηκε από καρδιοαναπνευστική ανακοπή στις 6 Αυγούστου 2001.