“Αν τον έπιανα θα του έστριβα το λαρύγγι” – Οι πρώτες μεταπολεμικές εκλογές του ΚΚ Γερμανίας
Το εκλογικό σύστημα είχε διαμορφωθεί έτσι ώστε να καταπολεμηθούν τα “δύο άκρα”, όπως όμως έδειξε στην πράξη, ο μόνος πραγματικός εχθρός που έπρεπε να ψαλιδιστεί κοινοβουλευτικά ήταν το ΚΚ Γερμανίας.
Είναι 22 Σεπτέμβρη 1949 και στη Βόννη, τότε πρωτεύουσα της νεοσύστατης ΟΔΓ η ολομέλεια ετοιμάζεται να συζητήσει για τις προγραμματικές δηλώσεις της χριστιανοδημοκρατικής κυβέρνησης Αντενάουερ, που είχαν γίνει δυο μέρες νωρίτερα στον ίδιο χώρο. Ο λόγος δίνεται στον ηγέτη του ΚΚ Γερμανία, Μαξ Ράιμαν, που ξεκινά να μιλά σε ένα κλίμα αποδοκιμασιών και εκφοβισμού από τους αντικομμουνιστές συναδέλφους του. “Μίλα σα Γερμανός επιτέλους”, “Πράκτορα της Μόσχας”, “Πληρωμένε προβοκάτορα”, “Στείλτε το στη Μόσχα” είναι μερικές από τις αβρότητες που εκσφενδονίζονται προς το μέρος του, με στόχο να εγκαταλείψει το βήμα. Εκείνος συνεχίζει απτόητος, αποκαλώντας κάποια στιγμή τα μεταπολεμικά σύνορα με την Πολωνία στη γραμμή των ποταμών Όντερ και Νάισερ ως “Σύνορο ειρήνης”. Πάνω από 4 χρόνια μετά την ήττα των ναζί όμως, λίγοι είναι οι αστοί πολιτικοί που έχουν συνειδητοποιήσει ότι το διαχρονικό σχέδιο του γερμανικού ιμπεριαλισμού για επέκταση προς ανατολάς ανήκει οριστικά στο αιματοβαμμένο του παρελθόν. Το γιουχάισμα συνταράσσει την αίθουσα, ενώ πολλοί χριστιανοδημοκράτες βουλευτές εγκαταλείπουν την ολομέλεια, ενώ ένας ακούγεται να φωνάζει “Απαιτούμε πάλι τα παλιά μας σύνορα!”
Ο Ράιμαν αναγκάζεται να διακόψει τελικά το λόγο του, καθώς, χωρίς έγκριση του προεδρείου, έχουν κλείσει τα μεγάφωνα της αίθουσας. Ακολουθεί μια κακοστημένη προβοκάτσια, με δυο τάχα αιχμαλώτους πολέμου που επέστρεψαν από την ΕΣΣΔ να ανεβαίνουν στο βήμα και να φωνάζουν στο Ράιμαν: “Να μπορούσα να τον πιάσω, θα του έστριβα το λαρύγγι”. Ο ένας δείχνει τη σκισμένη του στολή και τα τρύπια του παπούτσια λέγοντας πως “έτσι τους απελευθέρωσαν από την αιχμαλωσία” στην οποία είχαν καταλήξει μετά την ήττα στο Στάλινγκραντ. Εντέλει τα δυο άτομα αποχωρούν συνοδεία προσωπικού του κοινοβουλίου, για να έρθει η σειρά του ίδιου του καγκελαρίου να κατηγορήσει το Ράιμαν για “ιεροσυλία” στο κοινοβούλιο, και να εξαγγείλλει πως τέτοιες ομιλίες δε θα καθόταν στο μέλλον να τις ακούει η γερμανική κυβέρνηση.
Οι πρώτες εκλογές στη Δυτική Γερμανία, που είχε ιδρυθεί στις 23 Μάη 1949, κατόπιν της επιμονής των δυτικών συμμάχων και ιδίως των ΗΠΑ, να μην επιτρέψουν τη γερμανική ενοποίηση, αν αυτή σήμαινε οποιαδήποτε παραχώρηση προς τη σοβιετική πλευρά, πραγματοποιήθηκαν στις 14 Αυγούστου του ίδιου χρόνου.
Το εκλογικό σύστημα είχε διαμορφωθεί έτσι ώστε να καταπολεμηθούν τα “δύο άκρα”, όπως όμως έδειξε στην πράξη, ο μόνος πραγματικός εχθρός που έπρεπε να ψαλιδιστεί κοινοβουλευτικά ήταν το ΚΚ Γερμανίας, που μετρούσε ελάχιστα χρόνια νόμιμης δράσης, πάντα με οχλήσεις και εμπόδια από τις συμμαχικές και μετέπειτα δυτικογερμανικές αρχές. Συγκεκριμένα, το 60% των 400 βουλευτών εκλεγόταν απευθείας από τις εκλογικές περιφέρειες, ενώ το 40% από συμπληρωματικές λίστες. Κόμματα που συγκέντρωναν σε εθνικό επίπεδο λιγότερο από 5%, δεν εξέλεγαν βουλευτή, αν δε συγκέντρωναν τουλάχιστον το 1/3 των ψήφων μιας εκλογικής περιφέρειας. Για το ΚΚΓ το σύστημα αυτό μεταφραζόταν σε 15 βουλευτές, παρότι έλαβε 1.360.000 ψήφους και συγκέντρωσε το 5,7% του συνόλου. Αντιθέτως, το αποσχιστικό Βαυαρικό Κόμμα και το ακροδεξιό Γερμανικό Κόμμα, έβγαλαν 17 βουλευτές, μολονότι συγκέντρωσαν μόλις 4,2% και 4,0% αντίστοιχα. Το Γερμανικό Κόμμα μάλιστα έγινε και κυβερνητικός εταίρος σε συμμαχία με τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Ελεύθερους Δημοκράτες.
Δεν ήταν όμως μόνο τα τερτίπια του εκλογικού νόμου που λειτουργούσαν ως τροχοπέδη στον αγώνα του ΚΚΓ. Σε όλη τη διάρκεια τις προεκλογικές περιόδου, τα προσκόμματα και οι παρενοχλήσεις των κομμουνιστών υποψηφίων ήταν συνεχή. Στο Νταχάου, το μαρτυρικό τόπο του ομώνυμου πρώτου ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης, ομιλία του στελέχους του ΚΚ Έγκον Χέρμαν διακόπηκε από ένα μαινόμενο πλήθος περίπου 200 ατόμων, που κατέστρεψαν κι έκαψαν πανό και σημαίες. Ο Χέρμαν “συνελήφθη προληπτικά” για τη δική του ασφάλεια(!), με τον όχλο να απαιτεί έξω από το τμήμα την παράδοσή του. Τελικά, ο Χέρμαν μεταφέρθηκε στο Μόναχο με αστυνομική συνοδεία. Σε άλλη ομιλία του κόμματος, στην Κάτω Σαξονία, ένας “πρόσφυγας από την ΕΣΣΔ”, δηλαδή εθνοτικά Γερμανός που είχε εγκαταλείψει τη Σοβιετική Ένωση μετά τον πόλεμο, ανέβηκε στο βήμα κι άρχισε ένα λογύδριο σε άπταιστη ναζιστική διάλεκτο: “Τα ξέρουμε τα καλά της ανατολής. Κανείς να μην τολμήσει μπροστά μας να μιλά εκ μέρους των υπανθρώπων της μπολσεβίκικης ανατολής”. Στο ίδιο κρατίδιο, υποψήφιος του ΚΚΓ ξυλοκοπήθηκε μέχρι λιποθυμίας, και πάλι με έναυσμα επεισόδια από “πρώην αιχμαλώτους στην ΕΣΣΔ”.
Παρά το κύμα βίας, με συγκαλυμμένη ή ανοιχτή ανοχή των επίσημων αρχών της ΟΔΓ, το κόμμα τελικά κατόρθωσε να εκπροσωπηθεί στην πρώτη μεταπολεμική βουλή της ΟΔΓ, με αξιοπρεπή επίδοση, που θορύβησε τους ιθύνοντες, οδηγώντας σε παραπέρα όξυνση της αντικομμουνιστικής υστερίας. Έτσι, στις επόμενες εκλογές του 1953, το κόμμα δεν κατάφερε να ξαναμπεί στη βουλή, συγκεντρώνοντας 2,2% των ψήφων. Ο δρόμος για την εκ νέου ποινικοποίησή του ΚΚΓ είχε ήδη ανοίξει, για να επισφραγιστεί τρία χρόνια μετά, το 1956.
Παρά τις εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, όλα αυτά τα χρόνια, αλλά και μετά, την περίοδο της παρανομίας, το ΚΚΓ και οι αγωνιστές που συσπειρώνονταν στις γραμμές τους πρωτοστάτησαν στην καταγγελία του αναγεννώμενου ιμπεριαλισμού στην ΟΔΓ, του μιλιταρισμού, της ατιμωρησίας υψηλόβαθμων ναζί και της ενσωμάτωσής τους στον κρατικό κορμό της χώρας, αλλά και τις κινητοποιήσεις των εργαζομένων σε μια σειρά κλάδους.
Με πληροφορίες από jungewelt.de