Θέατρο τη Δευτέρα: «Βάσσα Ζελεσνόβα» του Μαξίμ Γκόρκι
Η Βάσσα Ζελεσνόβα είναι σύμβολο μιας μεγαλοαγροτικής επιχειρηματικής «Αγίας Οικογένειας», η οποία στα κρίσιμα προεπαναστατικά χρόνια, ηγείται της επιχείρησης, επιδιώκοντας να αυξήσει τα πλούτη που σώρευσε ο ετοιμοθάνατος σύζυγός της. Όλα τα μέλη όμως της «Αγίας Οικογένειας» αλληλοτρώγονται για το ποιος και πώς θα αρπάξει το μεγαλύτερο μερίδιο της επιχείρησης.
«Στο Κάπρι (Ιταλία) το 1910 ο Γκόρκι γράφει την πρώτη εκδοχή του έργου «Βάσσα Ζελσνόβα» (παίχθηκε στο «Θέατρο Τέχνης», 1911), σηματοδοτώντας με τον υπότιτλο «Η μάνα» το πρωταγωνιστικό πρόσωπο, την Βάσσα. Μια μάνα απόλυτα αντίθετη από το πρωταγωνιστικό πρόσωπο του αριστουργηματικού του μυθιστορήματος «Η μάνα» (1907). Η Βάσσα είναι σύμβολο μιας μεγαλοαγροτικής επιχειρηματικής «Αγίας Οικογένειας», η οποία στα κρίσιμα προεπαναστατικά χρόνια, ηγείται της επιχείρησης, επιδιώκοντας να αυξήσει τα πλούτη που σώρευσε ο ετοιμοθάνατος σύζυγός της. Ολα τα μέλη όμως της «Αγίας Οικογένειας» αλληλοτρώγονται για το ποιος και πώς θα αρπάξει το μεγαλύτερο μερίδιο της επιχείρησης. Πιο αδυσώπητη, ακόμα και με τους «προβληματικούς» γιους και τις συζύγους τους, είναι η Βάσσα. Ο Γκόρκι, το 1935 επεξεργάστηκε τη δυσνόητη, μακρόσυρτη, «ανοικονόμητη», με «κοιλιές» πρώτη εκδοχή, «πυκνώνοντας» και «καθαρίζοντας» την πλοκή και τους χαρακτήρες από τα «βαρίδια» τους και αποσαφηνίζοντας το «μήνυμα» του έργου» σημειώνει στο Ριζοσπάστη η αξέχαστη Θυμέλη (Αριστούλα Αλληνούδη), που, για τη βαθύτερη πρόσληψή του από τους θεατές, προτάσσει λιγοστά βιογραφικά στοιχεία του μεγάλου δραματουργού:
Τρίχρονος ο Γκόρκι χάνει τον πατέρα του, από τη μακρόχρονη επιδημία χολέρας που θέριζε τη φτωχολογιά. Η μάνα τον εγκαταλείπει και ξαναπαντρεύεται. Τον ανασταίνει, με παραμύθια και τραγούδια, η αγαπημένη του γιαγιά, που κατάντησε ζητιάνα, αβοήθητη πέθανε από γάγγραινα και τον άφησε πεντάρφανο. Πικρή η ζωή του. Εξ ου και το ψευδώνυμό του «Γκόρκι» (Πικρός). Εντεκάχρονος βγήκε στη σκληρότατη βιοπάλη, με κάθε λογής χειρωνακτική δουλειά. Βιοπαλεύοντας σε διάφορες πόλεις, συνδέθηκε με επαναστάτες – προλετάριους και φοιτητές – διανοούμενους, ενώ απεχθανόταν την πλειοψηφία της εγωτικής, συμβιβασμένης, αδιάφορης με τα βάσανα του λαού, δίβουλης και επίβουλης πρωτευουσιάνικης διανόησης.
Με τρεις φυλακίσεις (1889, 1898, 1901) και εξορία (1902), παρά την επιτυχία των τριών πρώτων έργων του (1901 «Μικροαστοί», 1902 «Παραθεριστές» και «Ο βυθός», στο μοσχοβίτικο «Θέατρο Τέχνης»), κρατούμενος ξανά, επί ένα μήνα, επειδή συμμετείχε στην αποτυχημένη Επανάσταση του 1905, γράφει «Τα παιδιά του ήλιου». Την πρεμιέρα του έργου στο «Θέατρο Τέχνης» προστατεύουν μπολσεβίκοι εργάτες. Ακολουθεί απαγόρευση του έργου, δολοφονίες, αιματοχυσία απεργιών και εξεγέρσεων. Γενάρη του 1906, με εντολή του Λένιν, φυγαδεύεται στο εξωτερικό.
Δραματουργικό πρότυπό του στάθηκε ο κριτικός ρεαλισμός του Τσέχοφ. Ο Γκόρκι παίρνοντας τη «σκυτάλη» της κοινωνικής κριτικής από εκεί που την άφησε ο Τσέχοφ (με το «Βυσσινόκηπο», το 1904), την πήγε πολύ μπροστά, με το βιωματικά ταξικό του «βλέμμα». Με ολόπλευρη αποκάλυψη της άθλιας ρωσικής κοινωνικής πραγματικότητας. Με αγάπη για την ανθρώπινη ύπαρξη, αλλά και με κριτική – σε κάθε έργο του – για όλα τα κοινωνικά στρώματα, με στόχο την ταξική «αφύπνιση» των λαϊκών μαζών, έγινε ο «θεμελιωτής» του θεατρικού και πεζογραφικού σοσιαλιστικού ρεαλισμού.
Το έργο «Βάσσα Ζελεσνόβα» του Μαξίμ Γκόρκι προβλήθηκε από την ΕΡΤ, στα πλαίσια της εκπομπής “Το θέατρο της Δευτέρας”. Μετάφραση: Μαρούλα Ρώτα, Βασιλιώ Αλεξανδρινή. Μουσική σύνθεση: Πλάτων Ανδριτσάκης. Σκηνικά – κοστούμια: Πέτρος Καπουράλης. Σκηνοθεσία – διασκευή: Αλέξης Μίγκας. Παίζουν: Αμαλία Γκιζά, Ντίνος Δουλγεράκης, Κατερίνα Βανέζη, Στέλλα Παπαδημητρίου, Άγγελος Γεωργιάδης, Τζένη Φωτίου, Γιάννης Κάσδαγλης, Στέλιος Λιονάκης, Ελένη Κρητά, Γιάννης Παπαγιάννης, Βασιλιώ Αλεξανδρινή, Λεφτέρης Πλασκοβίτης, Αντέλα Μέρμυγκα.
Η Κατιούσα αγαπάει το θέατρο και προβάλει κάθε Δευτέρα από τις σελίδες της μια σειρά από ξεχωριστά έργα που βρίσκονται «αποθηκευμένα» στο πλούσιο Αρχείο της ΕΡΤ.
Για πολλά χρόνια «Το θέατρο της Δευτέρας» που προβαλλόταν από την κρατική ΕΡΤ αποτελούσε μια όαση πολιτισμού στο άνυδρο τηλεοπτικό (και όχι μόνο) τοπίο της εποχής, που καθήλωνε κάθε βδομάδα μπροστά στους δέκτες τους χιλιάδες τηλεθεατές.
Οι μεγαλύτεροι συγγραφείς του κόσμου, αλλά και πολλοί νεότεροι, Έλληνες και ξένοι, έργα του κλασικού και νεότερου ρεπερτορίου, δοσμένα από σημαντικούς θεατράνθρωπους κι ερμηνευμένα από μερικούς από τους καλύτερους ηθοποιούς που γέννησε αυτός ο τόπος, πέρασαν από τις ασπρόμαυρες και στη συνέχεια έγχρωμες οθόνες των τηλεοράσεων κι έφεραν κοντά στο θέατρο έναν κόσμο που δεν του δινόταν άλλου τύπου κίνητρα (ούτε λόγος για την απαραίτητη παιδεία…), για να προσεγγίσει, να απολαύσει και ν’ αγαπήσει τη συγκεκριμένη μορφή τέχνης.