Απ’ τ’ ολότελα… – Αυτοψία στο χώρο όπου χτίζεται η νέα «Γέφυρα Αράχθου στην Πλάκα»
Δεν μας αγγίζει η ευφορία αυτών που μιλούν προκλητικά για «αναστήλωση του γεφυριού της Πλάκας». Αυτό που συντελείται σήμερα στο χώρο όπου επί ενάμισι αιώνα δέσποζε το στολίδι του μαστρο-Κώστα Μπέκα, είναι μια γιγάντια «μεταμόσχευση» ενός ξένου σώματος στα ακρωτηριασμένα μέλη ενός άλλου, κάποτε ζωντανού και ρωμαλέου οργανισμού.
Πριν καταθέσουμε το κείμενο και τις εικόνες που θα δικαιολογούν τον τίτλο, ας μας επιτραπεί μια πολύ μικρή αναδρομή στο παρελθόν, χρήσιμη κυρίως στους νεότερους σε ηλικία αναγνώστες.
Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε το γεφύρι της Πλάκας… Τον Σεπτέμβρη του 1866 ο αρχιμάστορας Κώστας Μπέκας με το μπουλούκι των κιοπρουλήδων του και οι κάτοικοι της περιοχής και των γύρω χωριών, μπορούσαν να περηφανεύονται ότι στην Πλάκα χτίστηκε το πιο εντυπωσιακό, το πιο όμορφο και το πιο μεγάλο μονότοξο γεφύρι, όχι μόνο στα Τζουμέρκα και την Ήπειρο, αλλά και «παραέξω»… Είχε ολικό μήκος 61 μέτρα, το άνοιγμα του τόξου του έφτανε τα 40,20 μέτρα και το ύψος του, ακριβώς στο κέντρο, 21 μέτρα, ενώ το πλάτος, στο ψηλότερο σημείο του τόξου, άγγιζε τα 3,20 μέτρα!
Το γεφύρι της Πλάκας αποτέλεσε σύνορο της ελεύθερης με την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα (1880-1912), αλλά και μεταξύ των περιοχών που έλεγχαν το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ανατολικά, και ο ΕΔΕΣ στα δυτικά του ποταμού Άραχθου, ενώ σ’ ένα μικρό δωμάτιο, ακριβώς δίπλα του, που λειτουργούσε ως τελωνείο, υπογράφτηκε η συμφωνία της Πλάκας μεταξύ του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ, το 1944.
Παραπάνω από ενάμισι αιώνα άντεξε το γεφύρι στα στοιχειά της φύσης, στα βόλια και τα κανόνια των Τούρκων το 1821-22 και το 1878, στις βόμβες των Γερμανοναζίδων στα 1943-44, και… στην πολιορκία του ιδιωτικού κέρδους, όταν τη δεκαετία του 1990, αρχικά η ΔΕΗ και στη συνέχεια ιδιωτική εταιρία, έβαλαν στο μάτι τον Άραχθο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτό που δεν θα άντεχε για πάντα ήταν η αδιαφορία των ανευθυνοϋπεύθυνων «υπηρετών» του κράτους και του «δημοσίου συμφέροντος». Έτσι, το ξημέρωμα της 1ης του Φλεβάρη 2015, λύγισε μπροστά στη μανία των ορμητικών νερών του φουσκωμένου Άραχθου, κι έπεσε κι έγινε κομμάτια, κομματιάζοντας την ψυχή όποιου το περπάτησε έστω για μια φορά και κάθε ανθρώπου που σέβεται και τιμά την παράδοση και την ιστορία του.
«Το γεφύρι ακόμα και αν ξανασηκωθεί στα πόδια του δεν θα είναι ποτέ το ίδιο. Μπορεί τα οικοδομικά υλικά στις μέρες μας να αφθονούν σε ποσότητες και ποιότητα και η επιστημονική γνώση να φαντάζει γίγαντας μπροστά στο λαϊκό αρχιτέκτονα μαστρο Κώστα Μπέκα, τα «υλικά» όμως σπανίζουν. Και η πέτρα θα μιλάει πια άλλη γλώσσα…» γράφαμε κάπου, στις 11 του Φλεβάρη 2015.
Λίγο καιρό μετά την καταστροφή επισκεφτήκαμε το γκρεμισμένο γεφύρι. Αριστερά και δεξιά έστεκαν σαν ακρωτηριασμένα μέλη τα τμήματα που πάταγαν γερά στη γη. Ανάμεσά τους, αγκαλιασμένα από τα κρύα νερά, τα συντρίμμια των βάσεων που έδραζαν στην κοίτη του ποταμού και του πανέμορφου και εντυπωσιακού τόξου. Ένα σφίξιμο στην καρδιά θα μας συνόδευε για μέρες μετά αφού επιστρέψαμε στη βάση μας.
Αμέσως μετά την κατάρρευση του ιστορικού γεφυριού, λες κι απ’ τον κρότο που έκαναν τα κομμάτια του όταν καρφώνονταν στην κοίτη του ποταμού, ξύπνησαν όλοι οι ανευθυνοϋπεύθυνοι που μέχρι τότε κώφευαν. Άρχισαν οι παρελάσεις αρμοδίων – συνέδρια, ημερίδες, συμπόσια – δηλώσεις και εκδηλώσεις στις οποίες σπρώχνονταν να φωτογραφηθούν κύριοι με μαλλιά κομοδινί και πολύχρωμες γραβάτες, οι παρελάσεις των εκατομμυρίων – υπολογισμοί, προϋπολογισμοί, χορηγίες – και οι υποσχέσεις για άμεση αναστήλωση.
Δεν έχουμε σκοπό να αδικήσουμε τον κόσμο που λαχταράει να δει ξανά γεφύρι στη θέση του παλιού, ούτε να μειώσουμε τη συνεισφορά κάποιων αιρετών και άλλων, που από τη στιγμή που πρωτοχτύπησε η καμπάνα του κινδύνου, έτρεξαν, προσπάθησαν, φώναξαν για να το σώσουν μα δεν εισακούστηκαν οι εκκλήσεις και οι αγώνες τους. Γι’ αυτό και τους ξεχωρίζουμε από τους προαναφερθέντες.
Φτάσαμε στον περιφραγμένο χώρο, κοντά στο σημείο που κάποτε βρισκόταν το ιστορικό γεφύρι, την επόμενη μέρα της συναυλίας που έδωσαν η Γλυκερία με τον Δημήτρη Κοντογιάννη και διοργάνωσε η Ομοσπονδία Τζουμερκιωτών. Παντού εγκαταλειμμένα σκουπίδια, με το πλαστικό να κυριαρχεί.
Μπροστά, λίγα μέτρα από τα πόδια μας, απλώνονται τα ορμητικά γκριζοπράσινα νερά του Άραχθου (μάλλον πολλά για την εποχή), που μοιάζει ν’ αδιαφορεί για όσα συντελούνται απ’ τους νεοέλληνες τα τελευταία χρόνια ακριβώς δίπλα του.
Γυρίζοντας ελαφρά το βλέμμα, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με μια από τις πολλές θλιβερές εικόνες που θα αποτυπωθούν στη συνέχεια στο φακό, αλλά πρωτύτερα και για πάντα, στην ψυχή… Ολόκληρα κομμάτια απ’ το γκρεμισμένο γεφύρι του μαστρο-Κώστα Μπέκα, μεταφερμένα και πεταμένα σε μιαν άκρη, άχρηστα, κουφάρια ενός πολιτισμού που μάλλον δεν μας άξιζε…
Παίρνοντας τον πετρόχτιστο μονοπάτι που κάποτε οδηγούσε στο ιστορικό γεφύρι, ακούσαμε τον ήχο από τα σφυριά των πελεκάνων. Ήχος που παραμένει ίδιος κι απαράλλαχτος στους αιώνες, κάθε που το ανθρώπινο χέρι δίνει μορφή στην πέτρα πριν χτιστεί. Από την εποχή που ο άνθρωπος συγκέντρωσε νου και δύναμη στα εργαλεία με τα οποία άρχισε να χτίζει πολιτισμούς, ο ήχος παραμένει ίδιος, ο άνθρωπος άλλαξε πολύ.
Η κοίτη του ποταμού έχει επιχωματωθεί για να δημιουργηθεί πρόσβαση στο χώρο του εργοταξίου. Πολλές ντανιασμένες παλέτες με οικοδομικά υλικά βρίσκονται εκεί, κυρίως κονιάματα ειδικά για την περίσταση.
Στη θέση όπου δέσποζε το παλιό στολίδι της λαϊκής αρχιτεκτονικής, κυριαρχεί σήμερα μια τεράστια κατασκευή από ατσάλι στηριγμένη σε δυο αντικρυστές σειρές από πέντε ατσάλινες κολώνες η καθεμιά.
Πάνω στην κατασκευή στηρίζεται κομμάτι το κομμάτι η καμάρα, που πάνω της ακουμπάει η χτισμένη πέτρα.
Ένας γερανός μεταφέρει την έτοιμη πέτρα από την κοίτη του ποταμού όπου δουλεύουν οι πελεκάνοι, ψηλά στην κατασκευαζόμενη ράχη της γέφυρας.
Κι ένα μικρό ηλεκτρικό αναβατόριο σηκώνει την έτοιμη λάσπη-κονίαμα που βγαίνει από την κοιλιά μιας τυπικής μικρής οικοδομικής μπετονιέρας, για να φτάσει με το καρότσι στις σκάφες και τα μυστριά των μαστόρων.
Αφήνουμε για λίγο τους χτίστες και γυρίζουμε προς τη μεριά του τελωνείου, ελάχιστα μέτρα δίπλα στο εργοτάξιο και ακριβώς δίπλα στη μια είσοδο του παλιού γεφυριού.
Για πολλά χρόνια αποτελούσε έναν χώρο εγκαταλειμμένο κι ερειπωμένο, που έπνιγαν ο κισσός, τα βάτια και άλλα αγριοχόρταρα, μέχρι που «αξιοποιήθηκε», όπως διαβάζουμε σε επιγραφή στην πόρτα του πρώτου ορόφου, μέσα από ένα πρόγραμμα με τον βαρύγδουπο τίτλο «Επενδύουμε στο μέλλον μας», που είχε «άξονα προτεραιότητας την βελτίωση της ποιότητας ζωής, προστασία του περιβάλλοντος και ανάπτυξη της κοινωνικής και πολιτιστικής συνοχής», «ειδικό στόχο την προώθηση της πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς» και κόστος σχεδόν ενάμισι εκατομμύριο ευρώ.
Η «αξιοποίηση» του χώρου είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία του πετρόχτιστου μονοπατιού που οδηγούσε στο γεφύρι, την ανακαίνιση-ανακατασκευή του ιστορικού τελωνείου, το οποίο μετατράπηκε σε καφέ-μπαρ που εκμεταλλεύεται ιδιώτης, και τη διαμόρφωση του χώρου γύρω από αυτό.
Το να δημιουργηθεί στο τελωνείο ένα μουσείο που να αναδείχνει την ιστορικότητα του χώρου (γεφύρι και τελωνείο) και να μεταφέρει στις επόμενες γενιές την ιστορία που γράφτηκε σε αυτό τον τόπο, με ιδρώτα και αίμα, είτε με ειρήνη είτε με πόλεμο, δεν άγγιξε τους άρχοντες που αποφασίζουν…
Οι εικόνες που αντικρύσαμε στο τελωνείο-μπαρ και στον περιβάλλοντα χώρο μαρτυρούν εγκατάλειψη.
Ρωτήσαμε ένα εργάτη αν το μπαρ ανοίγει και μας είπε ότι είναι κλειστό τουλάχιστον από τον Απρίλη που ο ίδιος δουλεύει στη γέφυρα, για λόγους ασφαλείας (τα φορτία του πανύψηλου γερανού περνούν πάνω από το κτίσμα και τον παρακείμενο χώρο).
Περπατήσαμε γύρω από το παλιό τελωνείο, όπου βρίσκονται χωράφια. Σκουπίδια, μπάζα, εγκαταλειμμένα μηχανήματα και στοιβαγμένα οικοδομικά υλικά.
Όλη αυτή την ώρα, ο ήχος των σφυριών των πελεκάνων δίπλα στο νερό του ποταμού, η μπετονιέρα που δεν σταμάταγε να παράγει κονίαμα, τα τριξίματα των συρματόσκοινων του γερανού που μετέφερε την έτοιμη πέτρα και οι φωνές των εργατών, θα σύνθεταν μια εικόνα αισιοδοξίας και ψυχικής ευφορίας αν αναφερόμασταν σε κάποιο άλλο τυπικό δημόσιο ή ιδιωτικό έργο. Εργάτες που δουλεύουν, ανάπτυξη… Όμως, δεν ισχύει στην περίπτωσή μας, ειδικά όταν γνωρίζεις τι προϋπήρξε, τι ακολουθήθηκε και τι δεν έγινε για να φτάσουμε στη σημερινή κατάσταση.
Από την είσοδό μας στο χώρο του εργοταξίου αναζητούσαμε με τα μάτια την πινακίδα με την ταυτότητα του έργου. Μάταια. Αναγκαστήκαμε να αναζητήσουμε τον υπεύθυνο. Αφού τον βρήκαμε μας υπέδειξε το ακριβές σημείο όπου βρίσκεται, κάμποσες εκατοντάδες μέτρα μακριά από το εργοτάξιο. Γιατί άραγε;
Πλησιάσαμε μέχρι την επιτρεπόμενη απόσταση που μας επέτρεπε η ασφάλεια των επισκεπτών και ρωτήσαμε ένα εργαζόμενο για την πρόοδο των εργασιών. Μας απάντησε ότι η γέφυρα θα είναι έτοιμη το φθινόπωρο. Αυτό το φθινόπωρο; ξαναρωτήσαμε. Αυτό, μας επανέλαβε με τόνο στη φωνή του που δεν χώραγε αμφισβήτηση.
Όσο βρισκόμασταν στο χώρο του εργοταξίου έφταναν κάθε τόσο ομάδες δυο-τριών επισκεπτών που παρατηρούσαν και φωτογράφιζαν το έργο. Κάποια στιγμή στάθηκε δίπλα μας ένας άνθρωπος μέσης ηλικίας. Ήταν σκυθρωπός και τραβούσε συνεχώς φωτογραφίες με το κινητό. Του λέμε, γυρίζοντας το βλέμμα προς την γέφυρα «όμως δεν θα γίνει ποτέ το ίδιο», πιο πολύ για να μετρήσουμε την αντίδρασή του. Κούνησε το κεφάλι, βγάζοντας έναν ελαφρύ αναστεναγμό. Τεχνικός τηλεπικοινωνιών, έχει οργώσει όπως μας είπε την Ήπειρο, έχει γνωρίσει τα περισσότερα γεφύρια της, αγαπούσε το Γεφύρι της Πλάκας που το είχε χιλιοπερπατήσει και με από τις συσπάσεις του προσώπου του ήταν εμφανές ότι δεν έχει ξεπεράσει την απώλειά του. Συζητώντας για λίγο, αναφερθήκαμε και σε άλλα ηπειρώτικα γεφύρια που κινδυνεύουν να καταρρεύσουν στην πρώτη σφοδρή κακοκαιρία (το τρίτοξο γεφύρι στο Ζαγόρι, το γεφύρι Καμπέρ Αγά στους Μηλιωτάδες και άλλα), αν δεν επισκευαστούν οι βλάβες που τους προξένησαν η φύση και ο χρόνος.
Αρχίσαμε να κατηφορίζουμε προς το αυτοκίνητο. Ο ήχος απ’ τα σφυριά των πελεκάνων εξασθενούσε όσο απομακρυνόμασταν και άρχισε να κυριαρχεί αυτός του νερού που εξορμούσε με φόρα προς τον κάμπο της Άρτας. Οι πλαστικές καρέκλες από το χώρο της συναυλίας στοιβάζονταν σε κάποιο φορτηγό. Το ελαφρύ αεράκι σκορπούσε μερικά άδεια κουτιά μπύρας και πλαστικά ποτήρια απ’ τα εναπομείναντα όρθια τραπέζια. Ο ήλιος έκαιγε κάνοντας την ατμόσφαιρα πιο βαριά.
Δεν μπορείς να σπρώξεις τον κόμπο που τόση ώρα έχει ανέβει στο λαιμό και τον σφίγγει. Εκείνο το γαμώτο που ξεπήδησε σαν κραυγή στο άκουσμα του μαύρου μαντάτου στο έμπα του Φλεβάρη του ’15 και γυρεύει αφορμή για να κάνει αισθητή την παρουσία του. Τόσα χρόνια κούφια λόγια, σωροί από λέξεις φκιασιδωμένες, αράδα τα «οράματα» και οι ψεύτικες υποσχέσεις, ανακατεύονται με μπόλικα μηδενικά (εκατομμύρια ευρώ), σχηματίζοντας για κάποιους ψευδαισθήσεις και για κάποιους άλλους άλλοθι.
Δεν μπορεί να μας αγγίξει η ευφορία αυτών που μιλούν, είτε από αφέλεια, είτε προκλητικά, επί πεντέμισι χρόνια (ακόμα και σήμερα, που προχώρησε και βλέπουμε το έργο) για «αναστήλωση του γεφυριού της Πλάκας». Αυτό που συντελείται στο χώρο όπου άλλοτε στόλιζε το ιστορικό πετρογέφυρο, είναι η ανέγερση μιας νέας χτισμένης με πέτρα γέφυρας, που έρχεται να «συγκολληθεί» στα εναπομείναντα όρθια μικρά τμήματα του παλιού γεφυριού. Πρόκειται για μια γιγάντια «μεταμόσχευση» ενός ξένου σώματος στα ακρωτηριασμένα μέλη ενός άλλου, κάποτε ζωντανού και ρωμαλέου οργανισμού.
Ακόμα κι αν η νέα γέφυρα έχει το ίδιο σχήμα, μεγαλύτερη αντοχή και προσδόκιμο ζωής, δεν θα έχει ψυχή. Την ψυχή που γεννήθηκε μαζί με την ανάγκη «να περάσουμε απέναντι», πήρε σχήμα στο χαρτί του μαστρο-Κώστα Μπέκα, ανδρώθηκε στα σφυριά και τα μυστριά των χτιστάδων και «ζωντάνευε» κάθε που άνθρωπος ή ζωντανό διάβαινε, για 149 χρόνια, το γεφύρι της Πλάκας. Ίσως ο εθισμός στην «κανονικότητα» και η ανάγκη της ψευδαίσθησης να βαραίνουν περισσότερο στη ζυγαριά αυτών που εκπαιδεύτηκαν και συνήθισαν να πορεύονται όχι με την καρδιά, ούτε με την κοινή λογική, μα με τη «λογική» του μικρότερου κακού: Απ’ τ’ ολότελα…