«Πιάσε κόκκινο και μη ρωτάς…»
Βίκυ Μοσχολιού: «Χάνεται σιγά-σιγά ο ρομαντισμός. Το τραγούδι είναι η ίδια η ζωή, είναι ο έρωτας, η αγάπη. Κι αν το θέλετε, το τραγούδι μιλά και για προβλήματα του κόσμου. Αλλά για να τα γράψεις αυτά, πρέπει να τα ζεις πραγματικά…»
Υπήρξε από τις σημαντικότερες αυθεντικές λαϊκές τραγουδίστριες. Αυστηρή και απαιτητική από τους συνεργάτες της και πρώτα από τον εαυτό της, με βαθύ σεβασμό στο κοινό που την θαύμαζε και την αγαπούσε, η Βίκυ Μοσχολιού ακολούθησε με συνέπεια μια πορεία που εκτός από τις ανεπανάληπτες ερμηνείες της, χαρακτηρίστηκε από την ποιότητα των τραγουδιών της. Ηχογράφησε πάνω από χίλια τραγούδια, με πολλά από αυτά να έχουν καταγραφεί ως διαχρονικές επιτυχίες.
Η Βίκυ Μοσχολιού γεννήθηκε στο Μεταξουργείο στις 17 του Μάη 1943. Ξεκίνησε να τραγουδάει από το λαϊκό πάλκο στο κέντρο «Τριάνα» του Χειλά, στη Λεωφόρο Συγγρού, όταν την πήρε κοντά της η ξαδέλφη της τραγουδίστρια Έφη Λίντα. Ήταν τότε μόλις 17 χρόνων και ξαφνικά βρέθηκε να τραγουδάει δίπλα στον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τον Σταύρο Τζουανάκο, την Δούκισσα, τον Δημήτρη Ευσταθίου κ.ά.
Το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησε η Βίκυ Μοσχολιού:
Ηχογραφεί το πρώτο της τραγούδι σε στίχους και μουσική του Σταύρου Τζουανάκου. Ο τίτλος του «Να ’ξερες πόσο πόνεσα». Αν και δεν είναι το τραγούδι που θα της δώσει την μεγάλη επιτυχία και θα την κάνει γνωστή, εντούτοις είναι το βήμα όπου η νεαρή τραγουδίστρια θα ξεδιπλώσει τις φωνητικές της ικανότητες και θα κάνει ευδιάκριτη την δική της ξεχωριστή ταυτότητα και παρουσία.
Η δισκογραφική της πορεία θα εκτοξευτεί στη συνέχεια, μετά την ερμηνεία της στο τραγούδι «Χάθηκε το φεγγάρι» σε μουσική Σταύρου Ξαρχάκου και στίχους Βαγγέλη Γκούφα (από την κινηματογραφική ταινία «Λόλα»), και η Βίκυ Μοσχολιού θα καταξιωθεί ανάμεσα στις πρώτες εκείνης της εποχής λαϊκές τραγουδίστριες, ερμηνεύοντας σπουδαία λαϊκά τραγούδια όπως τα «Δειλινά» και το «Πάει πάει» (και στα δύο μουσική: Γιώργος Ζαμπέτας – στίχοι: Χαράλαμπος Βασιλειάδης – Τσάντας), τα «Ξημερώματα» (Μουσική: Γιώργος Ζαμπέτας – Στίχοι: Δημήτρης Χριστοδούλου), το «Πήρα απ’ τη νιότη χρώματα» (Μουσική: Απόστολος Καλδάρας – Στίχοι: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου), «Πέρα από τη θάλασσα» (Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος – Στίχοι: Ερρίκος Θαλασσινός) που ακούστηκε στην κινηματογραφική ταινία «Κατηγορώ τους Ανθρώπους» και άλλα.
Από εκεί και πέρα, όλοι οι μεγάλοι συνθέτες αρχίζουν να δίνουν στην Βίκυ Μοσχολιού τα καλύτερα τραγούδια τους. Σταύρος Ξαρχάκος, Γιώργος Ζαμπέτας, Απόστολος Καλδάρας, Δήμος Μούτσης, Γιάννης Μαρκόπουλος, Μίκης Θεοδωράκης, Γιάννης Σπανός, Γιώργος Κατσαρός, Ακης Πάνου, Μίμης Πλέσσας, Σταύρος Κουγιουμτζής, Γιώργος Χατζηνάσιος, Βασίλης Τσιτσάνης, Μάρκος Βαμβακάρης, Λουκιανός Κηλαηδόνης, Σταμάτης Κραουνάκης. Οι στίχοι των τραγουδιών της υπογράφονται από μεγάλους ποιητές και στιχουργούς: Γιώργος Σεφέρης, Γιάννης Ρίτσος, Νίκος Γκάτσος, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Βαγγέλης Γκούφας, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Δημήτρης Χριστοδούλου, Μάνος Ελευθερίου, Πυθαγόρας, Κώστας Βίρβος, Λίνα Νικολακοπούλου, Κώστας Τριπολίτης, κ.ά.
Το καλοκαίρι του 1989, με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του δίσκου της «Πιάσε κόκκινο» η Βίκυ Μοσχολιού παραχώρησε συνέντευξη στον Πάνο Γεραμάνη, για την εφημερίδα “Τα Νέα”. Ο δίσκος περιέχει 12 τραγούδια, όλα σε μουσική του Τάκη Μουσαφίρη. Οι στίχοι των τραγουδιών ανήκουν στον Τάκη Μουσαφίρη (10 τραγούδια), στη Λίνα Νικολακοπούλου και τον Σταμάτη Κραουνάκη (από ένα τραγούδι). Η μεγάλη ερμηνεύτρια θυμάται με ικανοποίηση την πορεία της στο τραγούδι, αλλά εκφράζει και την ανησυχία της για το μέλλον του ελληνικού τραγουδιού, εκφράζει μάλλον με πικρία την πεποίθησή της ότι δεν γράφονται μεγάλα τραγούδια και το αποδίδει στο ρομαντισμό που χάνεται:
«Χάνεται σιγά-σιγά ο ρομαντισμός. Το τραγούδι είναι η ίδια η ζωή, είναι ο έρωτας, η αγάπη. Κι αν το θέλετε, το τραγούδι μιλά και για προβλήματα του κόσμου. Αλλά για να τα γράψεις αυτά, πρέπει να τα ζεις πραγματικά…». Δεν ισχυρίζεται ότι δεν γράφονται όμορφα τραγούδια, αλλά επιμένει ότι το πρόβλημα βρίσκεται στους στιχουργούς που όπως ισχυρίζεται «δεν είναι τόσο δυνατοί». Αναγνωρίζει ότι οι δημιουργοί «προσπαθούν, αλλά δεν τους βοηθούν και οι συγκυρίες». Και εξηγεί:
«Τη «χρυσή εποχή» του ελληνικού τραγουδιού, όπως τη χαρακτηρίζουν, αλλά έτσι πιστεύω ότι ήταν, δηλαδή από το 1955 έως το 1975, υπήρχαν πολλές συγκυρίες που βοηθούσαν στο να γίνουν επιτυχίες τα τραγούδια. Οι δημιουργοί κι οι τραγουδιστές είχαν τη δυνατότητα (τουλάχιστον οι περισσότεροι) ν’ ακούγονται τα τραγούδια τους ταυτόχρονα από το ραδιόφωνο, τα τζουκ-μποξ στα κέντρα, από το πάλκο στα λαϊκά μαγαζιά, τον κινηματογράφο και το θέατρο. Ξέρετε πόσες επιτυχίες έκανα εγώ από τα τραγούδια που είπα σε ελληνικές ταινίες; Πολλά. Με βοήθησε ο κινηματογράφος. Αυτές λοιπόν οι συγκυρίες μας βοηθούσαν τότε. Τώρα όμως…».
Η Βίκυ Μοσχολιού όμως δεν χάνει την αισιοδοξία της: «Εγώ πιστεύω ότι οι νέοι δημιουργοί βρίσκονται ακόμη στο στάδιο της έρευνας. Στο ψάξιμο που λέμε. Γιατί ανάμεσά τους υπάρχουν πράγματι αξιόλογοι άνθρωποι με ταλέντο και γνώσεις».
«Θέλω πάντα να κάνω κάτι καινούργιο», λέει στον Πάνο Γεραμάνη «και μας υπενθυμίζει ότι ήταν η πρώτη τραγουδίστρια που εγκατέλειψε το πάλκο από τα μεγάλα παραλιακά κέντρα και κατέβηκε στην Πλάκα. Οι συναυλίες πιστεύει η Βίκυ Μοσχολιού ότι είναι ο καλύτερος τρόπος επικοινωνίας με το παλτύ κοινό. Ένα κόσμο ολόκληρο που δεν έπαψε ποτέ να στηρίζει το ελληνικό λαίκό τραγούδι».
Το αστείρευτο ταλέντο της Βίκυς Μοσχολιού, η σπουδαία φωνή της σίγησε για πάντα στις 16 του Αυγούστου 2005, μετά από σκληρή μάχη που έδωσε με τον καρκίνο.