Ήταν κάποτε η μπασκετική Γιουγκοσλαβία…
Ο Ντίβατς, η κροατική σημαία και η αρχή του τέλους μιας μεγάλης ομάδας που κυριαρχούσε, ακόμα και διαλυμένη…
Χτες ήταν η επέτειος από τον τελικό του Μουντομπάσκετ της Αργεντινής, μεταξύ Γιουγκοσλάβων και Σοβιετικών. Βρισκόμαστε στα 1990, έχει μεσολαβήσει η πτώση του Τείχους του Βερολίνου, παρόλα αυτά κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ότι αυτή θα ήταν η τελευταία παρουσία τους στη διοργάνωση -τουλάχιστον με αυτή τη μορφή, αφού τυπικά η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας συνέχισε να υπάρχει μέχρι και την ανεξαρτητοποίηση του Μαυροβουνίου, την περασμένη δεκαετία, και το 92′ είδαμε την αλήστου μνήμης Κοινοπολιτεία, χωρίς όμως τους Λιθουανούς.
Κάποτε υπήρχε λοιπόν μια ενιαία χώρα που την έλεγαν Γιουγκοσλαβία. Η οποία έβγαλε τη μεγάλη των πλάβι σχολή στο μπάσκετ, τη μόνη που μπορούσε να κοιτάξει στα μάτια τους Σοβιετικούς στην Ευρώπη, αμφισβητώντας την κυριαρχία τους. Στα τέλη της δεκαετίας του 80′, οι Γιουγκοσλάβοι ήταν κυρίαρχοι στο μπασκετικό στερέωμα, με μια τρομερή φουρνιά που άφηαε στη σκιά της την προηγούμενη μεγάλη γενιά των Γιούγκων (Κιτσάνοβιτς, Νταλίμπαγκιτς κοκ), κυριαρχούσε στο Κύπελλο Πρωταθλητριών με τη Γιουγκοπλάστικα (ή αλλιώς ΠΟΠ 84′), ενώ ξεκινούσε να κατακτά και το μαγικό κόσμο του ΝΒΑ, με μαέστρους όπως ο Μότσαρτ Ντράζεν και ο -τότε επιστήθιος- φίλος του Ντίβατς, που άθελά του έγινε πρωταγωνιστής σε ένα πολιτικό επεισόδιο εκείνου του τελικού -όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Οι Γιουγκοσλάβοι έχτιζαν τη δική τους ομάδα όνειρο, με προπονητή τον Ντούσαν Ίβκοβιτς και το ταλέντο να ξεχειλίζει στο παρκέ: ο μάγος Ντράζεν -που έβγαζε τα σπασμένα από το ΝΒΑ, όπου έτρωγε ακόμα πάγκο στους Μπλέιζερς και δεν μπορούσε να δείξει την αξία του- ο αέρινος Κούκοτς, ο Ντίνο Ράτζα από την ίδια γενιά, που σκέπαζε τα καλάθια μαζί με τον Ντίβατς και το Σάβιτς. Αυτός (ο Σάβιτς) πέτυχε μάλιστα το τελευταίο καλάθι της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας στο Μουντομπάσκετ, ενώ έκανε μεγάλη καριέρα και στη χώρα μας, μαζί με το Βράνκοβιτς, τον Πάσπαλι, το Γιούρι Ζντοβτς και τον Κόμαζετς -για να μην πούμε και τον απόντα τότε Ναουμόσκι από την τότε ΠΓΔΜ, που τον συναντήσαμε πολλές φορές ως αντίπαλο. Στο ρόστερ ήταν και ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς, που δεν ήταν στο κορυφαίο ράφι ως παίκτης, αλλά είχε το άγγιγμα του Μίδα ως προπονητής…
Κι ακολουθούσε η νεότερη γενιά, όπως ο Σάσα Τζόρτζεβιτς, ο Ντανίλοβιτς, ο Ρέμπρατσα, ο Μποντίρογκα και άλλοι, που θα άφηναν το στίγμα τους σε μια δεκαετία (1990), που θα έφερνε κοσμογονικές αλλαγές, όχι μόνο σε πολιτικό επίπεδο, αλλά και στο χώρο του μπάσκετ. Αρχής γενομένης απ’ τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης, το 1992, θα επιτρεπόταν η συμμετοχή των επαγγελματιών παικτών του ΝΒΑ -που αποκλείονταν μέχρι τότε, γιατί ο επαγγελματισμός δεν συνήδε με το “ολυμπιακό ιδεώδες”. Οι Γιουγκοσλάβοι έμοιαζαν οι μόνοι ικανοί να κοντράρουν τους Αμερικάνους, αν όχι το 92′ στη Βαρκελώνη, ίσως δύο χρόνια αργότερα, στο Μουντομπάσκετ του 94′, στο οποίο είχαν οριστεί διοργανωτές.
Η ζωή είχε όμως άλλα σχέδια. Η Γιουγκοσλαβία διαλύθηκε στα εξ ων συνετέθη και δεν αντιμετώπισε ποτέ ενιαία τις ΗΠΑ και την “ομάδα-όνειρο”. Το απομεινάρι της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας τιμωρήθηκε με αποκλεισμό από όλες τις αθλητικές διοργανώσεις, λόγω του εμφύλιου -ή όπως αλλιώς μπορεί να χαρακτηριστεί- πολέμου. (Παρεμπιπτόντως, αυτό ακριβώς ήταν που οδήγησε στα τελικά του ποδοσφαιρικού EURO 92′, τη Δανία στη θέση της αποκλεισμένης Γιουγκοσλαβίας, και από εκεί στην κορυφή, στο μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό θαύμα στην ιστορία του θεσμού -μέχρι τον άθλο της Εθνικής, το 04′). Η Κροατία, που είχε τον κορμό της μεγάλης Γιουγκοσλαβίας, ήταν το μεγαλύτερο εμπόδιο που συνάντησε στη Βαρκελώνη η πρώτη και μοναδική ομάδα όνειρο των ΗΠΑ χάνοντας δύο φορές με ψηλά το κεφάλι. Δε συνήλθε ποτέ όμως από τον αδόκητο θάνατο του Ντράζεν, σε ένα γερμανικό αυτοκινητόδρομο, το 1993, και δεν έφτασε ποτέ ξανά σε τελικό μεγάλης διοργάνωσης.
Η τελευταία παράσταση της Ενιαίας Γιουγκοσλαβίας ήταν στο Ευρωμπάσκετ της Ρώμης, το καλοκαίρι του 1991, όταν τα σύννεφα είχαν ήδη αρχίσει να πυκνώνουν. Η τελευταία παράσταση έκλεισε με ένα ακόμα χρυσό μετάλλιο, σαν τελευταία υπόκλιση στο μπασκετικό κοινό, αλλά τα κομμάτια του θιάσου άρχισαν να αποσυντίθεται πριν καν πέσει η αυλαία, με το Σλοβένο Ζντοβτς να παίρνει μεσούσης της διοργάνωσης τελεσίγραφο από τον πρόεδρο της νέας χώρας του, να εγκαταλείψει αμέσως την Ιταλία και την Εθνική της Γιουγκοσλαβίας, που σε λίγο δε θα υπήρχε πια με αυτή τη μορφή. Ο Ζντοβτς δεν πήρε το μετάλλιο, παρά μόνο πολλά χρόνια αργότερα, από κάποιους συμπαίκτες και φίλους του, που το είχαν φυλάξει.
Η επόμενη παράσταση που θα έβρισκε πολλούς από τους πρωταγωνιστές στο μπασκετικό σανίδι ήταν το Ευρωμπάσκετ του 95′ στην Αθήνα. Όλο το ΟΑΚΑ φώναζε ρυθμικά Λιέ-του-βα, έχοντας αγανακτήσει με την προστασία του Μπόρις Στάνκοβιτς, προέδρου της ΦΙΜΠΑ, στους συμπατριώτες του Γιούγκους, αν και η αλήθεια είναι πως οι Σέρβοι-Μαυροβούνιοι είχαν ατσαλώσει χαρακτήρα μες στον πόλεμο και είχαν το πιο ισχυρό κίνητρο από όλους για να νικήσουν. Την ίδια ώρα προκαλείται ένα μικρό διπλωματικό επεισόδιο, με τους Γιουγκοσλάβους στο Βελιγράδι να πολιορκούν θυμωμένοι την ελληνική πρεσβεία. Στο γήπεδο οι πλάβι βγαίνουν νικητές μετά από έναν σπουδαίο τελικό και ανεβαίνουν στο υψηλότερο σκαλί του βάθρου για την απονομή, μαζί με τους Κροάτες, που αφήνουν εκτός μεταλλίων την Εθνική ομάδα στο μικρό τελικό. Λίγο πριν την απονομή στους Γιουγκοσλάβους όμως, οι Κροάτες αποχωρούν μαζικά από το γήπεδο, γιατί δεν ανέχονται τους μεγάλους τους αντιπάλους. Ο πόλεμος θεωρητικά είχε τελειώσει, αλλά οι πληγές του παρέμεναν ανοιχτές.
Τα πρώτα σημάδια της επικείμενης σύγκρουσης είχαν φανεί σε εκείνο το Μουντομπάσκετ της Αργεντινής, τη βραδιά του εύκολου θριάμβου επί των Σοβιετικών (92-75, λίγο πιο “δύσκολα” από την άνετη επικράτησλη τους με 100-77 στη φάση των ομίλων, σε ένα άθλιο κύκνειο άσμα για τη μεγαλύτερη μπασκετική δύναμη του περασμένου αιώνα, που την επόμενη χρονιά δε θα έπαιρνε καν το εισιτήριο για την τελική φάση στο Ευρωμπάσκετ της Ρώμης, αφού αποκλείστηκε από τα προκριματικά, και μετά διαλύθηκε).
Στα επινίκια, αμέσως μετά τη λήξη του αγώνα, ένας οπαδός μπαίνει από τις κερκίδες κρατώντας τη σημαία της Κροατίας, και όχι αυτή της Γιουγκοσλαβίας. Γίνεται όμως αντιληπτός από τον Ντίβατς, που του την αρπάζει θυμωμένος μέσα από τα χέρια. Αργότερα θα δηλώσει πως ήθελε να προστατέψει την ομάδα του, που ήταν η Γιουγκοσλαβία -ούτε η Κροατία, ούτε η Σερβία. Γίνεται έτσι “μοιραίος” πρωταγωνιστής, με έναν τρόπο πολύ διαφορετικό από ό,τι στο προηγούμενο Μουντομπάσκετ, όπου είχε φανεί η απειρία του με ένα τραγικό λάθος, το οποίο έδωσε την ευκαιρία στους Σοβιετικούς να ολοκληρώσουν μία από τις μεγαλύτερες ανατροπές όλων των εποχών, στον ημιτελικό… Το βίντεο τελειώνει με τη ρυθμική ιαχή “Yu-go-sla-vi-a” στο κέντρο του γηπέδου, υπό τη σημαία της ενιαίας ακόμα χώρας, αλλά αυτή είναι μία από τις τελευταίες φορές που θα το φωνάξουν όλοι μαζί.
Αυτό θα σταθεί όμως η αφορμή-αιτία για να ψυχρανθούν οι σχέσεις του Ντίβατς με τον Ντράζεν Πέτροβιτς. Και ενώ μέχρι τότε ήταν κολλητοί, έστω και από απόσταση, έχοντας καθημερινή επικοινωνία στις ΗΠΑ, για να ανταλλάξουν νέα και εντυπώσεις από το ΝΒΑ όπου πρωταγωνιστούσαν -ο Βλάντε ήταν ο αντικαταστάτης του Τζαμπάρ στους Λέικερς- ξαφνικά αυτές πάγωσαν και δε βελτιώθηκαν ποτέ, μέχρι το θάνατο του Ντράζεν στο αυτοκινητιστικό δυστύχημα το καλοκαίρι του 93′.
Η ιστορία αυτή γυρίστηκε σε ντοκιμαντέρ από τους Αμερικάνους, με τίτλο “Once Brothers” (Κάποτε ήμασταν αδέλφια), όπου ο Ντίβατς επισκέπτεται μετά από πολλά χρόνια το πατρικό σπίτι του Πέτροβιτς και συμφιλιώνεται με την οικογένειά του, αφήνοντας λουλούδια και μιλώντας για τον αδικοχαμένο Μότσαρτ, που τους συνέδεε. Μια πραγματική υπέρβαση, καθώς ο Ντίβατς είχε μπει για πολλά χρόνια στο στόχαστρο των Κροατών για εκείνη την ενέργειά του και όσα ακολούθησαν. Κι αν σε κάποιους φαίνεται κάπως υπερβολικό, ας μην ξεχνάμε πως μία από τις αφορμές του πολέμου -που προφανώς δεν τον προκάλεσε, αλλά ίσως να επέσπευσε την εκδήλωσή του- ήταν ένα ντέρμπι για το πρωτάθλημα ποδοσφαίρου μεταξύ Ντιναμό Ζάγκρεμπ και Ερυθρού Αστέρα και η επεισοδιακή εξέλιξή του…
Πολλοί από τους παίκτες εκείνης της γενιάς διηγούνται πως πριν αρχίσουν οι εμφύλιες διαμάχες σχεδόν κανείς δε γνώριζε την καταγωγή των άλλων, αν ήταν Σέρβοι, Σλοβένοι, Κροάτες κτλ. Ήταν κατά μία έννοια, σα να λέμε μεταξύ μας πως κάποιος είναι από την Κρήτη, άλλος από τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία ή την Πελοπόννησο. Ενώ όπως είναι φυσικό, υπήρχαν πολλοί “μικτοί” γάμοι μεταξύ ατόμων με διάφορες εθνικότητες, χωρίς κανείς ποτέ να ασχολείται με την καταγωγή του άλλου. Για αυτό και ο Γιουγκοσλάβος τεχνικός, Μπόγκνταν Τάνιεβιτς, όταν τον ρωτούσαν για την εθνικότητά του, μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, απαντούσε: “εγώ γεννήθηκα Γιουγκοσλάβος…”
Κι αν η αναμέτρηση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας με την επαγγελματική-ομάδα όνειρο των ΗΠΑ είναι ένα από τα μεγαλύτερα αντιδιαλεκτικά “τι θα γινόταν αν” ερωτήματα της αθλητικής ιστορίας, μπορεί να το μεταφέρει κανείς στο σήμερα και να φανταστεί την υπεροπλία που θα είχε μια ομάδα, με τον κορμό της Σερβίας, και μερικές προσθήκες από τους γείτονες. Μια ομάδα δηλαδή που σε πλήρη σύνθεση θα είχε τους: Γιόκιτς, Μπιέλιτσα, Μπογκντάνοβιτς (από τη Σερβία), Μίσιτς, μαζί με τον Κροάτη Μπογκντάνοβιτς και το Σλοβένο Ντόνσιτς, το νέο παιδί-θαύμα του παγκόσμιου μπάσκετ, που βγήκε πρωταθλητής Ευρώπης το 17′ αλλά η ομάδα του δεν εξασφάλισε το εισιτήριο για τα τελικά του Μουντομπάσκετ της Κίνας, που αρχίζει σε λίγες ημέρες. Και πού να βάλουμε και τους υπόλοιπους “δεύτερης κλάσης” παίκτες. Θα ψάχναμε απλώς για το δεύτερο…