Tabula rasa – Ο φετιχισμός της σεναριακής ανατροπής
Οι γκροτέσκοι σεναριακοί ακροβατισμοί του “Tabula rasa” δεν αποτελούν παρά μία ακόμα – ακραία – έκφραση της εμμονής στο “plot twist” που έχει κατακυριεύσει κάθε μορφή μυθοπλασίας τα τελευταία χρόνια, ειδικά στη μικρή και μεγάλη οθόνη.
Πριν το ένατο και τελευταίο επεισόδιο της σειράς «Tabula rasa», που αφού κατέκτησε τις καρδιές των θεατών στο Βέλγιο, αγοράστηκε πέρσι από τη γνωστή διαδικτυακή πλατφόρμα streaming, σκεφτόμουν ότι θα γράψω μια spoiler free κριτική για ένα ατμοσφαιρικό ψυχολογικό θρίλερ, που χτίζει σιγά – σιγά τους χαρακτήρες και την υπόθεση, κορυφώνοντας το σασπένς στη συνέχεια. Μετά το φινάλε της σειράς όμως, τα σχέδια μου άλλαξαν άρδην, καθώς σκέφτηκα ότι μόνο αποκαλύπτοντας τι είχε συμβεί στο τέλος θα προφυλάξω ίσως κάποιους από σας να σπαταλήσετε 9 ώρες της ζωής σας άδικα.
Η αλήθεια είναι πως είχα ξεκινήσει διστακτικά, πρώτον γιατί με κουράζουν λίγο τα ολλανδικά στο άκουσμα, έστω και με την πιο «απαλή» φλαμανδική τους προφορά, δεύτερον γιατί το εύρημα με την αμνησία στα θρίλερ είναι πιο πολυφορεμένο και από βραχιολάκι με κοχύλια φέτος το καλοκαίρι. Αλλά λίγο η ζέστη, λίγο τα λόγια του παπά και η πραγματικά αξιοπρόσεκτη ερμηνεία της Βέρλε Μπέτενς στον πρωταγωνιστικό ρόλο κι είπα να δώσω μια ευκαιρία στον «Άγραφο πίνακα».
Έχουμε λοιπόν τη Μίε, η οποία ήταν κάποτε επιτυχημένη τραγουδίστρια (η πιο άχρηστη πληροφορία της σειράς, καθώς ούτε τη βλέπουμε ποτέ να τραγουδάει, ούτε παίζει κάποιο ρόλο στην πλοκή η πληροφορία), αλλά τώρα ξυπνάει σε ψυχιατρείο μετά από ένα φοβερό ατύχημα για το οποίο δε θυμάται απολύτως τίποτε, όπως συμβαίνει γενικά με οτιδήποτε από παρελθόν και παρόν, αναγκάζοντάς την να κρατάει σημειώσεις με τις σημαντικότερες πληροφορίες (ναι, τόσο αντιγραφή). Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η Μίε ανακρίνεται κι από έναν ντετέκτιβ για την εξαφάνιση του Τόμας ντε Γέεστ, καθώς είναι το τελευταίο άτομο που τον είδε ζωντανό. Με την παρέα του πυρομανούς συνασθενούς Βρόνσκι (άλλη μια αξιοπρόσεκτη ερμηνεία από τον Πέτερ βαν ντεν Μπέγκιν) και τη βοήθεια της ψυχολόγου της Δρ. Μόμαρτς, η Μίε προσπαθεί να ανασυνθέσει το παζλ των τελευταίων μηνών και της ζωής της γενικότερα, ενώ η κόκκινη άμμος που τρέχει κάτω από την πόρτα μας υπενθυμίζει σε τι ακριβώς κατάσταση βρίσκεται η μνήμη της.
Σταδιακά γνωρίζουμε και τους υπόλοιπους ανθρώπους του οικογενειακού και στενού της κύκλου, τον λίγο χαμένο στο διάστημα σύζυγο Μπενουά, την κακομαθημένη μαμά, τη μικρή αδερφή με την οποία επίσης δεν τα πάει καλά, τον μπαμπά της (που τελικά δεν είναι μπαμπάς της) ο οποίος έχει αλτσχάιμερ γιατί πού πας αν δεν παίξεις με λεπταίσθητους συμβολισμούς, τη δύσκολη στο χαρακτήρη κόρη της Ρόμι, και τον Τόμας που έρχεται να τη δει στο ψυχιατρείο, χωρίς κανένα προφανή λόγο, αλλά μη βιάζεστε.
Η Μίε αρχίζει να καταλαβαίνει ότι εκτός από τη μνήμη της που την προδίδει τη δουλεύει και το σύμπαν ολόκληρο. Εν πάσει περιπτώσει για να μην τα πολυλογούμε, μαθαίνει ότι τελικά η Ρόμι σκοτώθηκε σε ατύχημα, για το οποίο μάλιστα υπεύθυνος φαίνεται ο Τόμας. Με τον οποίο στο μεταξύ έχουν έρθει πιο κοντά δε γίνεται, κάτι που εξοργίζει τη Μίε κάθε φορά που το θυμάται. Έτσι λοιπόν αποφασίζει να τον εκδικηθεί, καλώντας τον στην καλύβα των παππούδων της για να τον ποτίσει υπνωτικά και ρέντμπουλ, κι αφού τον δένει στο υπόγειο και του ρίχνει ένα καλό κλωτσίδι, τον ξεχνάει και φεύγει τρέχοντας από την καλύβα.
Αν τελείωνε κάπου εδώ η ιστορία, ίσως μέναμε με κάποιες απορίες για το μετά, αλλά γενικά θα ήταν ένα αξιοπρεπές κλείσιμο. Αντ’ αυτού οι δημιουργοί μας απαίτησαν να θάψουμε κάθε ίχνος λογικής και κριτικής σκέψης και να καταπιούμε αμάλητο ένα τσουνάμι παραλογισμών και απιθανοτήτων ως φοβερή ανατροπή.
Μπορεί από τα μέσα τουλάχιστον της σειράς να διαισθανόσουν ότι η ψυχολόγος βαράει λίγο περίεργο ρόλο. Τελικά όμως αυτός ο ως τότε εντελώς δευτερεύον χαρακτήρας αποδεικνύεται πως ήταν η Βερονίκ, για την οποία φίλες και φίλοι δεν ξέραμε ως και λίγο πριν το τέλος απολύτως τίποτε, πέραν του ότι ήταν μια πρώην του Μπενουά στην οποία είχε καταφύγει για παρηγοριά αφότου η Μίε είχε περάσει καταθλιπτική κρίση. Όταν όμως η σύζυγος έκανε απόπειρα αυτοκτονίας με χάπια, ο Μπενουά παράτησε τη Βερονίκ, η οποία ορκίστηκε εκδίκηση με ένα σχέδιο που θα έκανε τη Γκλεν Κλόουζ στην “Ολέθρια σχέση” να πρασινίσει από τη ζήλεια της. Η σατανική ερωμένη – γυναίκα αράχνη (καθόλου σεξιστικό στερεότυπο, να το πούμε κι αυτό) οικειοποιείται δόλια την ταυτότητα του – άντρα στην πραγματικότητα – ψυχολόγου Δρ. Μόμαρτς για να έχει πρόσβαση στη Μίε και να την αναγκάσει να “θυμηθεί” πως εκείνη εξαφάνισε τον Τόμας. Νωρίτερα, έχει ήδη προσπαθήσει να τρελάνει τη Μίε, εμφανιζόμενη κουκουλωμένη έξω από το σπίτι της, προκαλώντας εμπλοκή στο σύστημα ασφαλείας της εισόδου και πετώντας ένα νεκρό πουλί στη λεκάνη της τουαλέτας. Τα ωραία όμως τώρα αρχίζουν. Η Βερονίκ αποφασίζει να αποπλανήσει το ρεμάλι της Φλάνδρας τον Τόμας, και μετά από ένα καλό μεθύσι και μια όχι τόσο καλή σεξουαλική χάρη, τον βάζει αναίσθητο στο κάθισμα του αμαξιού του, το οποίο συνδέει με το δικό της για να πέσει πάνω στη Μίε που επέστρεψε με τη Ρόμι από κάποια εμφάνισή της, σκοτώνοντας το κορίτσι. Αν έχετε ήδη χάσει την υπομονή σας, απλά χάνετε το καλύτερο.
Ο μεθύστακας της παρέας, που φυσικά όταν συνέρχεται θεωρεί πως είναι ο φονιάς της Ρόμι, αποφασίζει να προσεγγίσει τη Μίε για να εξιλεωθεί, ενώ ακόμα και χειροδεμένος στην υπόγα διαβεβαιώνει πως την αγαπά. Ο πραγματικός σουρεαλισμός ξεκινάει από τη στιγμή που ο Τόμας δραπετεύει κόβοντας τον καρπό του με ένα βολικό πριόνι που έτυχε να υπάρχει πρόχειρο εκεί γύρω, αλλάζει ταχύτητες με το κολοβό χέρι σαν να είχε εκπαιδευτεί χρόνια γι’ αυτό, κι αφού παίρνει τηλέφωνο τη Βερονίκ (γιατί τι πιο λογικό να δίνεις το τηλέφωνο και το όνομά σου σε κάποιον τύπο που θες να ενοχοποιήσεις για φόνο που εσύ διέπραξες), η οποία βρίσκεται θριαμβεύουσα καθ’ οδόν προς τον Μπενουά για νέο γύρο παρηγοριάς μετά τη σύλληψη της γυναίκας του, πέφτει πάνω της για να σκοτωθούν κι οι δύο. Πρώτα όμως έχει αφήσει μια επιστολή στον πατέρα του και μια στην ίδια τη Μίε, για να βάλει τα πάντα στη θέση τους και να τη γλιτώσει από τις άδικες κατηγορίες. Η οικογένεια – ό,τι απέμεινε απ’ αυτήν – επανενώνεται, ο Μπενουά που μόλις πριν λίγη ώρα ήταν έτοιμος να ξαναπροστρέξει στη Βερονίκ μετατρέπεται πάλι σε φιλόστοργο σύζυγο και να ζήσουμε, να τους θυμόμαστε, αν και μετά το το φινάλε μια μίνι αμνησία θα τη δανειζόμουν από την πρωταγωνίστρια.
Οι γκροτέσκοι σεναριακοί ακροβατισμοί του “Tabula rasa” δεν αποτελούν παρά μία ακόμα – ακραία – έκφραση της εμμονής στο “plot twist” που έχει κατακυριεύσει κάθε μορφή μυθοπλασίας τα τελευταία χρόνια, ειδικά στη μικρή και μεγάλη οθόνη. Κάποιο θεωρούν πως αυτό οφείλεται στο ότι “τα πάντα έχουν ειπωθεί” και το θέμα είναι πως θα σερβίρεις πρωτότυπα ένα μενού με τα ίδια βασικά υλικά. Στην πραγματικότητα, όταν θέλεις και ξέρεις να πεις μια ιστορία, θα το καταφέρεις όσο τετριμμένο ή “προβλέψιμο” κι αν είναι το θέμα και η κατάληξη, από τα χρόνια του Ομήρου μέχρι σήμερα. Η επιμονή στο φτηνό εντυπωσιασμό δεν είναι μόνο επειδή “αυτό θέλει ο κόσμος”, όπως δείχνει και η υψηλή βαθμολογία του βελγικού πονήματος στο imdb. Είναι και ιδεολογική επιλογή, συνειδητή ή πιθανότατα όχι, δεν έχει και τόση σημασία. Τι πιο βολικό για ένα σύστημα εξορισμού ανορθολογικό και ολοένα και πιο παράλογο, από την εκούσια ακύρωση της κριτικής σκέψης – στο όνομα της έκπληξης και της πρωτοτυπίας – ενός κουρασμένου από τη μονοτονία της καθημερινότητάς του στον καπιταλισμό εργαζόμενου – θεατή;