«Με το νομοσχέδιο δίνετε συγχωροχάρτι στο ΚΚΕ!..» – Μια αναγνώριση που δεν ολοκληρώθηκε
Η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, ήρθε μετά από πολύχρονους αγώνες και θυσίες του λαού μας. Όλες οι κυβερνήσεις, τα χρόνια που ακολούθησαν από τη λήξη του εμφυλίου και μέχρι τις μέρες μας, προσπάθησαν είτε να συκοφαντήσουν, είτε να διαστρεβλώσουν, είτε να οικειοποιηθούν τους αγώνες της Εθνικής Αντίστασης.
«Σε τρεις ιστορικές συνεδριάσεις η ελληνική βουλή απόδωσε, αρκετά καθυστερημένα, το οφειλόμενο χρέος τιμής στην Εθνική Αντίσταση. Δεν ψήφισε απλώς ένα νομοσχέδιο που αναγνωρίζει και τυπικά την Εθνική Αντίσταση, που έμεινε πάντα ζωντανή στη δημοκρατική συνείδηση του λαού μας, στα όνειρα και τους αγώνες του από το ΄44 μέχρι σήμερα. Έκανε κι ένα μνημόσυνο για όλους τους επώνυμους και ανώνυμους αγωνιστές και μαζί ένα μάθημα ιστορίας, που φρονηματίζει και δείχνει το δρόμο, τον τρόπο και τα μέσα για μια νέα πορεία στη ζωή του τόπου».
Με αυτές τις γραμμές, από την πρώτη του σελίδα ο Ριζοσπάστης χαιρέτιζε την ψήφιση από τη Βουλή του σ/ν για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, που μετά από τρεις συνεδριάσεις, στις 17, 18 και 19 του Αυγούστου 1982, έγινε νόμος του κράτους στις 23 του ίδιου μήνα, με την κυβέρνηση του Αντρέα Παπανδρέου να κάνει δεκτές και κάποιες από τις τροπολογίες που κατέθεσε το ΚΚΕ.
Ο Α. Παπανδρέου ξεκίνησε την ομιλία του στη Βουλή με αναφορά στους εκτελεσμένους του μπλόκου της Κοκκινιάς, η επέτειος του οποίου ήταν συμπτωματικά την ίδια μέρα, εγκωμιάζοντας («δεν μπορούμε να μη θυμόμαστε με τιμή και συγκίνηση το ΕΑΜ που συνένωσε την συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων, τον ΕΛΑΣ και την ΕΠΟΝ») και πλειοδοτώντας («η ηθική και υλική αποκατάσταση της πολιτείας δεν αρκεί για να επιβραβεύσει το μεγαλείο και τον ηρωισμό των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης»), σκορπίζοντας ρίγη συγκίνησης, εντός και εκτός Βουλής. Η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης ήταν ένα από τα πιο γερά του χαρτιά, με τα οποία θα λεηλατούσε τη δεξαμενή των αριστερών ψηφοφόρων και ο ίδιος και το κόμμα του θα εδραιώνονταν στη συνείδηση ενός μεγάλου τμήματος του λαού, ως η αδιαμφισβήτητη ηγεσία της «μεγάλης δημοκρατικής παράταξης». Στην ίδια δεξαμενή βρίσκονταν κάποια κορυφαία στελέχη και χιλιάδες «ανώνυμοι» αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης που, άλλοι συνειδητά και άλλοι όχι, τσίμπησαν στο άθλιο σύνθημα «ο αγώνας τώρα δικαιώνεται». Εκείνη την εποχή και με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, ξεκινούσε ο ραγδαίος εκφυλισμός εννοιών όπως «αριστερά» και «αριστερός», μέχρι να φτάσουμε στη μετάλλαξή τους, λίγες δεκαετίες αργότερα…
Δεν προξενεί εντύπωσει ότι θλιβερή εξαίρεση στη συνεδρίαση της Βουλής υπήρξε η παρουσία του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας, της ναυαρχίδας της δεξιάς παράταξης, στην οποία ένοιωθαν σπίτι τους πολλά «λουλούδια» του αντικομμουνισμού, που «άνθισαν» της περίοδο που ο λαός μας αντιστεκόταν στον καταχτητή, και κυριάρχησαν κυριολεκτικά ξεσαλώνοντας στον εμφύλιο και στα χρόνια που ακολούθησαν. Πάντα φιλόξενο το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, από την ίδρυσή του, στον αντικομμουνισμό, αξιοποιώντας τις παραδόσεις και την κληρονομιά της «μαμάς» ΕΡΕ. Κάτι που δεν έπαψε να ισχύει, ούτε στις μέρες μας, και το επιβεβαιώνουν όταν τους δοθεί η ευκαιρία κάποια «φιντάνια» στις ζαρντινιέρες της «κεντροδεξιάς πολυκατοικίας», που η νεαρή ηλικία τους ξαφνιάζει ευθέως ανάλογα με το αντικομμουνιστικό τους μένος.
Λίγο πριν αποχωρήσει με το κόμμα του από τη συνεδρίαση της Βουλής, το αντικομμουνιστικό παραλήρημα του αρχηγού της ΝΔ, Ευάγγελου Αβέρωφ, που ζητούσε να μην αναγνωριστούν οργανώσεις αλλά πρόσωπα, επικεντρώθηκε όπως ήταν φυσικό κατά του Κόμματος που πρωτοστάτησε σε αγώνες και θυσίες, και στην Εθνική Αντίσταση. «Με το νομοσχέδιο δίνετε συγχωροχάρτι στο ΚΚΕ!» κραύγασε σε μια αποστροφή της ομιλίας του, για να του απαντήσει αποστομωτικά ο πάντα ετοιμόλογος Χαρίλαος Φλωράκης: «Το ΚΚΕ δεν χρειάζεται κανένα συχωροχάρτι, γιατί απλούστατα δεν βαρύνεται με συνεργασία με τον εχθρό και προδοσία».
Με μια αγαπημένη του φράση, από τις πιο χαρακτηριστικές του δημαγωγικού οπλοστασίου του, απάντησε στον Ε. Αβέρωφ και ο πρωθυπουργός Α. Παπανδρέου: «Με τη στάση σας αυτή, βάζετε τους εαυτούς σας οριστικά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας». Ένα χρονοντούλαπο μάλλον με απεριόριστη χωρητικότητα, από το οποίο μετά από χρόνια θα ξεπεταχτούν στο προσκήνιο, ακροδεξιοί σκελετοί και νεοναζιστικά ζόμπι με εγκληματική δράση, όπως συμβαίνει πάντα στην ιστορία, όταν άλλοι πολεμούν κι άλλοι νικούν, δηλαδή όταν πολεμάει ο λαός και νικούν οι αφέντες του, όπως έλεγε ο Βάρναλης.
Ένας από τους άξονες που στηρίχτηκε η επιχειρηματολογία της Νέας Δημοκρατίας ήταν η αιτίαση ότι το ΚΚΕ δεν έκανε Αντίσταση αλλά είχε σκοπό να πάρει την εξουσία. Η απάντηση ήρθε κι εδώ, «πληρωμένη», από τον Γραμματέα του ΚΚΕ και δεν έλειψε απ’ αυτή η αυτοκριτική διάθεση, που άφηνε μια πικρή γεύση σε όλους όσους πιο άμεσα αφορούσε, δηλαδή τους ίδιους τους αγωνιστές της Αντίστασης και τους πρωτοπόρους της κομμουνιστές: «Το ατύχημα ξέρετε ποιο είναι αγαπητοί συνάδελφοι; Το ότι το ΚΚΕ και το ΕΑΜ δεν είχε βάλει στόχο την εξουσία. Αντίθετα την εξουσία αυτή, όπως είπα πρωτύτερα, την είχαν σ’ ένα ορισμένο βαθμό και την παρέδωσαν. Και δεν σας κρύβω, ότι δεν αισθανόμαστε και τόσο εθνικά υπερήφανοι σήμερα, το ότι συνυπογράψαμε και εμείς να παραμεριστεί ο τιμημένος στρατηγός Οθωναίος και να αναλάβει την αρχιστρατηγία των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων ο Εγγλέζος στρατηγός Σκόμπι».
Στις συζητήσεις των άρθρων του νομοσχεδίου δόθηκε η ευκαιρία να αναδειχτούν και να ξεκαθαριστούν και κάποια άλλα ζητήματα. Μετά τη λήξη του εμφυλίου και την ματωμένη «επιστροφή στην κανονικότητα», χιλιάδες συνεργάτες των καταχτητών, δωσίλογοι, προδότες, ταγματασφαλίτες, εγκληματίες, βασανιστές, βιαστές, πλιατσικολόγοι, τραμπούκοι και άλλα αποβράσματα εξαργύρωσαν τις υπηρεσίες τους στην πατρίδα με θέσεις στον κρατικό μηχανισμό. Την ίδια ώρα οι αντιστασιακοί και οι οικογένειές τους, ως προδότες σέρνονταν στα στρατοδικεία, εκτελούνταν, γέμιζαν τις φυλακές και τους τόπους εξορίας και για να βρουν μια συνηθισμένη δουλειά (ούτε λόγος για διορισμό στο δημόσιο!) έπρεπε ν’ απαρνηθούν την ιδεολογία τους και τη δράση τους, να υπογράψουν δήλωση και ν’ αποχτήσουν πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. «Όσον αφορά το τι είναι Εθνική Αντίσταση και ποιος έκανε Εθνική Αντίσταση, το άρθρο 1 κάνει ένα λάθος. Δεν είναι μόνο τα στρατεύματα κατοχής, εναντίον των οποίων αγωνίστηκε ο ελληνικός λαός, αγωνίστηκε και εναντίον των συνεργατών τους», υπογράμμισε ο Κώστας Λουλές. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δεν είχε το σθένος να ψηφίσει την σχετική τροπολογία που κατέθεσε το ΚΚΕ («χάριν της ομοψυχίας», όπως ειπώθηκε) να συμπεριληφθούν δηλαδή και οι συνεργάτες των καταχτητών στους αντίπαλους των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης.
Η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, ήρθε μετά από πολύχρονους αγώνες και θυσίες του λαού μας. Όλες οι κυβερνήσεις, τα χρόνια που ακολούθησαν από τη λήξη του εμφυλίου και μέχρι τις μέρες μας, προσπάθησαν είτε να συκοφαντήσουν, είτε να διαστρεβλώσουν, είτε να οικειοποιηθούν τους αγώνες της Εθνικής Αντίστασης. Δεν έσκυψαν πάνω στα πολλά άλυτα προβλήματα των αγωνιστών και των οικογενειών τους. Η ψήφιση του νομοσχεδίου από την ελληνική Βουλή, το 1982, χαιρετίστηκε από την κορυφαία οργάνωση των αντιστασιακών, την ΠΕΑΕΑ, που στη σχετική ανακοίνωσή της, επισήμαινε τον κίνδυνο, που όπως επιβεβαίωσε η ζωή δεν απείχε από την πραγματικότητα: «Οι αντιστασιακοί της Ελλάδας περιμένουν με εύλογη αδημονία τη σύντομη ψήφιση των νόμων της ηθικής και υλικής αποκατάστασης των αγωνιστών και των θυμάτων που θα καλύπτουν όλες τις κατηγορίες τους, σύμφωνα με τους θεμελιακούς κανόνες δικαίου και το Σύνταγμα της χώρας. Οι Έλληνες Αντιστασιακοί με τις ενώσεις τους και με τη συμπαράσταση του ελληνικού λαού θ’ αγωνιστούν και στο μέλλον για την ολοκλήρωση της αναγνώρισης της Εθνικής Αντίστασης και την υλοποίησή της, για τη λύση των προβλημάτων που απορρέουν από την αναγνώριση, για τη λύση των προβλημάτων των αγωνιστών και των θυμάτων…».
Η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης δεν έφερε τη λύση σε μια σειρά σοβαρών προβλημάτων και ζητημάτων που σχετίζονται με την Αντίσταση και τους Αντιστασιακούς. Ακόμα και για κάποια από αυτά που στα πλαίσια του νόμου προβλέπονταν λύσεις, δεν έγινε πλήρης εφαρμογή του νόμου από τις κυβερνήσεις. Οι Αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, οι ανάπηροι της Κατοχής και του Εμφυλίου, οι πολιτικοί πρόσφυγες, επαναπατρισθέντες και μη, δεν αντιμετωπίστηκαν από την πολιτεία, ως όφειλε και ήταν υποχρεωμένη να πράξει. Και παρά την επίσημη αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και, αργότερα, το 1989, του εμφυλίου, δεν υπήρξε πλήρης κρατική δικαίωση του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ – ΕΠΟΝ και του ΔΣΕ καθώς και πλήρης ηθική και υλική αποκατάσταση των αγωνιστών.
Χιλιάδες αγωνιστές έκλεισαν για πάντα τα μάτια τους με την πίκρα ότι η επίσημη πολιτεία τους αγνοεί, τους λέει ψέματα, δεν τους υπολογίζει. Λίγοι πια παραμένουν στη ζωή και συνεχίζουν μαζί με τους απογόνους και φίλους της Εθνικής Αντίστασης ν’ αγωνίζονται για τη λύση των προβλημάτων και ταυτόχρονα για να παραμείνουν τα ιδανικά και τα διδάγματα της Εθνικής Αντίστασης ζωντανά.
Η Εθνική Αντίσταση δεν είναι έκθεμα ενός μουσείου, όπως βολεύει τις κυβερνήσεις και την τάξη που υπηρετούν. Δεν είναι «ενωμένη», «αχρωμάτιστη» και δεν μπορεί να είναι «μακριά από κόμματα». Η Εθνική Αντίσταση είναι έργο της συντριπτικής πλειονότητας του ελληνικού λαού και σ’ αυτόν ανήκει. Θα ήταν όμως παραχάραξη της Ιστορίας αν αρνηθούμε ότι το ΚΚΕ ήταν η ψυχή, η ραχοκοκαλιά και ο αιμοδότης της Εθνικής Αντίστασης. Το Κόμμα των αγώνων και των θυσιών, που πάνω από έναν αιώνα παλεύει σταθερά και αταλάντευτα για τα συμφέροντα και το δίκιο των εργαζόμενων, του λαού. Μια σε βάθος, ολοκληρωμένη και ουσιαστική αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, από τη μεριά της πολιτείας, θα ήταν παράλληλα μια παραδοχή της ανωτερότητας των ιδεών, των ιδανικών και των κεκτημένων της. Και ταυτόχρονα μια παραδοχή στην ήττα και το γκρέμισμα της κυρίαρχης τάξης, που αργά ή γρήγορα, νομοτελειακά θα επιτευχθεί.