Αντών – Τσαούς: Ένας συζυγοκτόνος στην κορυφή του αντικομμουνιστικού αγώνα στην Ανατολική Μακεδονία
Στη γκρίζα ζώνη μεταξύ “απλής” αντικομμουνιστικής δράσης και ανοιχτής συμπαράταξης με τους κατακτητές που άνθισε σε πολλές περιοχές της Βόρειας Ελλάδας, η μορφή του βίαιου λοχία καταλαμβάνει περίοπτη θέση.
Δύο από τα βασικά χαρακτηριστικά της κατοχικής περιόδου στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη ήταν, αφενός η παρουσία του βουλγαρικού φασισμού ως ελέγχουσας δύναμης της περιοχής, με εκπεφρασμένο στόχο τον εκβουλγαρισμό της περιοχής, κι αφετέρου η καθυστέρηση στην ανάπτυξη του εαμικού αντιστασιακού κινήματος, μετά την αιματηρή καταστολή της συκοφαντημένης και ηρωικής, πλην πρόωρης εξέγερσης της Δράμας το Σεπτέμβρη του 1941, με πρωταγωνιστές στελέχη του ΚΚΕ.
Οι ιδιαίτερες αυτές συνθήκες, ευνόησαν την εμφάνιση «εθνικοφρόνων» οπλαρχηγών, φαινόμενο επίσης ορατό στη Δυτική και Κεντρική Μακεδονία. Επρόκειτο για ακραιφνώς αντικομμουνιστικές ομάδες, με βασικό τους στόχο να χτυπήσουν το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, μη διστάζοντας κατά περίπτωση να συνεργάζονται λιγότερο ή περισσότερο ανοιχτά με τους κατακτητές, ενάντια στους οποίους θεωρητικά στρέφονταν.
Ο διασημότερος ίσως μεταξύ αυτών των «Άλλων καπετάνιων», (όπως τεχνηέντως ονομάστηκε συλλογικός τόμος που κυκλοφόρησε πριν κάποια χρόνια σε επιμέλεια του γνωστού και μη εξαιρετέου Νίκου Μαραντζίδη, αφιερωμένος στους αντικομμουνιστές οπλαρχηγούς με σαφή διάθεση εξίσωσης – τουλάχιστον – της σημασίας και του ρόλου τους με εκείνον του ΕΛΑΣ), ήταν ο Αντώνης Φωστερίδης, γνωστότερος με παρατσούκλι Τσαούς – Αντών.
Τόπος γέννησής του ήταν Ερουκλί της Μπάφρας του Πόντου κι ο πατέρας του Κυριάκος ήταν αντάρτης στα βουνά της περιοχής την περίοδο 1918-1922, ενώ μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκαν στις Κρηνίδες Καβάλας, κοντά στους Φιλίππους. Όπως και πολλοί άλλοι οπλαρχηγοί ομοϊδεάτες του, ανήκε στη μειονότητα των τουρκόφωνων Πόντιων, οι οποίοι είχαν έντονο συντηρητισμό και σε μεγάλο βαθμό υιοθέτησαν θέσεις ενάντια στο εαμικό κίνημα στην κατοχή, σε πολλές περιοχές υιοθετώντας ανοιχτά δωσίλογη στάση.
Υπηρέτησε στο στρατό ως λοχίας, απ’ όπου και απέκτησε το προσωνύμιο «Τσαούς», ενώ ως βενιζελικός αποτάχθηκε μετά το αποτυχημένο κίνημα του Πλαστήρα το 1935. Με τη λήξη του ελληνοϊταλικού πολέμου επέστρεψε στις Κρηνίδες. Ο λόγος που βγήκε στο βουνό το φθινόπωρο του 1942 ήταν ελάχιστα ηρωικός: καταδιωκόταν από τις βουλγαρικές αρχές, όχι για την αντιστασιακή του δράση, μύθο που καλλιέργησε εκ των υστέρων ο ίδιος και οι οπαδοί του, αλλά επειδή είχε δολοφονήσει τη σύζυγό του. Ηγήθηκε ομάδας περίπου 15 ατόμων, όλων καταγόμενων από το χωριό του και πέρασε το επόμενο διάστημα ως το φθινόπωρο του 1943, απλώς απομυζώντας τα χωριά της περιοχής, χωρίς καμία σύγκρουση με τον κατακτητή.
Η δράση του ΕΛΑΣ στην Ανατολική Μακεδονία, που εδραιωνόταν παρά τη σχετική καθυστέρηση που προαναφέραμε, θορύβησε τον Φωστερίδη, που ήρθε σε συνεννόηση με άλλους εθνικιστές οπλαρχηγούς για κοινή δράση κατά του ΕΛΑΣ, ο οποίος όμως σύντομα κατόρθωσε να περιορίσει τη δράση των εθνικιστικών ομάδων στην περιοχή του Τσαλ Νταγ (Όρος Λεκάνης στα βόρεια της Καβάλας).
Αποφασισμένη να τσακίσει την παρουσία του ΕΛΑΣ στην επικράτειάς της, η ομάδα του Τσαούς – Αντών επεξεργάστηκε ένα ύπουλο δολοφονικό σχέδιο. Προσποιήθηκε πως ανταποκρίνεται θετικά στη διάθεση συνεργασίας των Ελασιτών του τάγματος “Ρήγας Φεραίος” κατά των Βουλγάρων (κάτι που διαψεύδει και το δημοφιλές αστικό αφήγημα ότι ο ΕΛΑΣ τάχα ήθελε να “μονοπωλήσει” την αντίσταση και να εξοντώσει τις αντίπαλες οργανώσεις), ορίζοντας συνάντηση την Πρωτοχρονιά του 1944 μεταξύ των ανδρών των δύο οργανώσεων.
Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για ενέδρα, στην οποία βρήκαν το θάνατο 17 Ελασίτες. Κατά μία εκδοχή στο σχέδιο ρόλο εγκεφάλου είχε ο σύνδεσμος μεταξύ τους ΕΛΑΣ Αν. Μακεδονίας και Στρατηγείου Μέσης Ανατολής Βρετανός ταγματάρχης Μίλερ, ενώ κατά άλλους, ο Μίλερ απήχθη από τους άντρες του Φωστερίδη στις 5 Γενάρη του 1944 σε νέα επίθεση κατά του ΕΛΑΣ στο Μποζ Νταγ, και προσχώρησε στο πλευρό τους όταν διαπίστωσε τις φιλοβρετανικές τους διαθέσεις. Σε κάθε περίπτωση, η διαμεσολάβηση του Μίλερ φαίνεται πως υπήρξε κομβική για το άνοιγμα της βρετανικής κάνουλας προς τον Φωστερίδη και την ομάδα του, που από ολιγάριθμη ομάδα, είδε τα μέλη της να υπερδεκαπλασιάζονται, φτάνοντας το Μάη του 1944 σε 250 άνδρες, με τον ίδιο να τίθεται επικεφαλής των Εθνικών Ανταρτικών Ομάδων (ΕΑΟ), της ενιαίας πια οργάνωσης των αντικομμουνιστών οπλαρχηγών, που στα τέλη της χρονιάς συγκέντρωνε μεταξύ 3-4 χιλιάδων ανδρών.
Από το Φλεβάρη του 1944, μετά από σχεδόν δυο χρόνια αδράνειας και μονομέτωπου αγώνα κατά του ΕΛΑΣ, οι ομάδες του Αντών – Τσαούς άρχισαν να συγκρούονται με τους Βουλγάρους, με σημαντικότερη τη μάχη των Παππάδων το Μάη του ’44, που προκάλεσε σημαντικές απώλειες στο βουλγαρικό στρατό.
Αυτό όμως δεν εμπόδισε καθόλου τα τάγματα του Αντών Τσαούς να ενισχύονται με άντρες που προέρχονταν από καθαρά δωσιλογική δράση, έχοντας ίσως διευκολυνθεί και στη διέλευσή τους από άλλα μέρη της Ελλάδας από τις βουλγαρικές κατοχικές αρχές. Επιπλέον, σε μία τουλάχιστον περίπτωση πιστοποιείται η συνεργασία των ΕΑΟ με το βουλγαρικό φασισμό, Το φθινόπωρο του ’44, κι ενώ ο ΕΛΑΣ ήδη απελευθέρωνε την Ανατολική Μακεδονία, ο Φωστερίδης σε συνεννόηση με τους Βρετανούς προσπάθησε να ανακόψει την προέλεσαη του ΕΛΑΣ στη Δράμα, σε συνεννόηση με το στρατηγό Σιριάκοφ. Ο Σιριάκοφ, πιστό όργανο του βασιλικού φασιστικού καθεστώτος, έβλεπε καχύποπτα την επικράτηση του Πατριωτικού Μετώπου, όπου κυριαρχούσε το ΚΚ Βουλγαρίας και την έξοδο στον πόλεμο στο πλευρό της ΕΣΣΔ. Ο ΕΛΑΣ, μαζί με άνδρες του συμμαχικού βουλγαρικού στρατού, άντρες του οποίου είχαν εξεγερθεί κατά του Σιριάκοφ, κατόρθωσαν στις 11 Οκτώβρη να επικρατήσουν έναντι του Φωστερίδη.
Ακολούθησε νέα σύγκρουση ΕΛΑΣ – ΕΑΟ το Δεκέμβρη, με τους άντρες του Φωστερίδη να περιορίζονται στα βουνά της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Ο ίδιος ο ηγέτης τους καταφεύγει στην Αθήνα, όπου κατά τα Δεκεμβριανά θα προσφέρει τις υπηρεσίες του στο στρατόπεδο χωροφυλακής στου Μακρυγιάννη. Συνέχισε τη δράση του υπέρ του μοναρχοφασιστικού κράτους στη διάρκεια του εμφυλίου σε Θράκη και Ανατολική Μακεδονία, κερδίζοντας το βαθμό του αντισυνταγματάρχη πυροβολικού και συγκροτώντας το “Τάγμα Φωστερίδη”, αποτελούμενο εν πολλοίς από πρωτοπαλίκαρά του στη διάρκεια της κατοχής, που τώρα επιδίδονταν στο τσάκισμα των ανταρτών του ΔΣΕ και των υποστηρικτών του.
Τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια, όπως και άλλοι όμοιοί του, επιχείρησε να εξαργυρώσει τις υπηρεσίες του στο στρατόπεδο των νικητών, κατορθώνοντας να εκλεγεί βουλευτής Δράμας με το Συναγερμό του Παπάγου το 1952. Έκτοτε πέρασε στην αφάνεια, φεύγοντας από τη ζωή στις 30 Αυγούστου 1979, μετά από μακροχρόνια ασθένεια.
Εκτός από την επιχείρηση ξεπλύματος των κινήτρων και της δράσης του στην αστική ιστοριογραφία, το τελευταίο διάστημα παρατηρείται και μια προσπάθεια αποκατάστασής του σε επίπεδο δημόσιας μνήμης. Χαρακτηριστική είναι η πρόσφατη σχετικά απόφαση της Δημοτικής Κοινότητας Δράμας να τοποθετηθεί προτομή του Αντών Τσαούς σε περίοπτο σημείο της πόλης, κατόπιν αιτήματος της ΕΑΟ – ΕΣΕΑ, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις, ανάμεσά τους και της ΤΕ Δράμας του ΚΚΕ, που εξέδωσε ανακοίνωση ζητώντας μη εφαρμογή της απόφασης, σημειώνοντας ανάμεσα σε άλλα:
Στη Δράμα του καπνεργατικού κινήματος και των ταξικών αγώνων, της ηρωικής εξέγερσης του Σεπτέμβρη του ’41 ενάντια στους φασίστες κατακτητές, των εκατοντάδων εκτελεσμένων, εξορισμένων και φυλακισμένων κατά τον ηρωικό αγώνα της ΕΑΜικής Αντίστασης και του ΔΣΕ, των δεκάδων εκτελεσμένων από το Έκτακτο Στρατοδικείο Δράμας, η απόφαση αυτή αποτελεί πρόκληση.
Ιδιαίτερα μάλιστα τώρα που ο ελληνικός λαός έστειλε εκτός Βουλής τους ναζιστές εγκληματίες της Χρυσής Αυγής, πολιτικούς απογόνους του Αντών Τσαούς, τώρα που οι φασίστες κρύβονται ξανά στα λαγούμια τους, αποτελεί ακόμα μεγαλύτερη πρόκληση αυτή την ώρα κάποιοι να προσπαθούν να τους ξεπλύνουν με τέτοιου είδους αποφάσεις.