Tο διήγημα της Πέμπτης: «Η γη των πικραμένων πορτοκαλιών» του Γκασάν Καναφάνι
Εσύ κι εγώ και οι άλλοι της ηλικίας μας ήμασταν πολύ μικροί για να καταλαβαίναμε τι σήμαινε όλη αυτή η ιστορία…Η αγαπημένη Άκρα χανότανε, ήδη…Το απόγευμα, σαν φτάσαμε στη Σιδώνα, ήμασταν πια πρόσφυγες…
Το 1948 οι σιωνιστές καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο κομμάτι της Παλαιστίνης, ιδρύουν το κράτος του Ισραήλ και, εκδιώχνοντας, προσφυγοποιούν πάνω από 1.500.000 Παλαιστίνιους. Σχεδόν στα μέσα της δεκαετίας του εξήντα, ο πολιτικός αγώνας των Παλαιστινίων για την απελευθέρωση από τη βαρβαρότητα της ισραηλινής κατοχής, αρχίζει να συνοδεύεται από την ένοπλη πάλη. Λογοτέχνες όπως ο Γκασάν Καναφάνι, στρατευμένοι στην υπόθεση του παλαιστινιακού λαού, περιγράφουν στα έργα τους την πονεμένη και δύσκολη πορεία του πρόσφυγα λαού της Παλαιστίνης.
Ο Γκασάν Καναφάνι, εξαίρετος διηγηματογράφος και ένας από τους πιο προικισμένους Παλαιστίνιους πεζογράφους, γεννήθηκε το 1936 στην Άκρα. Το 1948 φεύγει με την οικογένειά του και εγκαθίσταται στη Δαμασκό. Αφού συμπλήρωσε τις σπουδές του, εργάστηκε ως δάσκαλος και δημοσιογράφος πρώτα στη Συριακή πρωτεύουσα και μετά στο Κουβέιτ. Ύστερα μετακινήθηκε στη Βηρυτό, όπου άρχισε να γράφει σε διάφορες εφημερίδες. Το 1969 εκδίδει το περιοδικό Αλ Χαντάφ, βδομαδιάτικο όργανο της οργάνωσης Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Ο Γκασάν Καναφάνι υπήρξε εκπρόσωπος της οργάνωσης. Σκοτώθηκε τον Ιούλη του 1972 από βόμβα-παγίδα τοποθετημένη στο αυτοκίνητό του.
Στα έργα του περιλαμβάνονται πέντε νουβέλες (δύο απ’ αυτές ατέλειωτες), πέντε συλλογές διηγημάτων, δύο θεατρικά έργα και δύο δοκίμια για την παλαιστινιακή λογοτεχνία.
Το διήγημα «Η γη των πικραμένων πορτοκαλιών» περιλαμβάνεται στην ανθολογία «Σύγχρονοι Παλαιστίνιοι Πεζογράφοι» (εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1983), που επιμελήθηκε και μετέφρασε η Ντίνα Κατσούρη.
Η γη των πικραμένων πορτοκαλιών
του Γκασάν Καναφάνι
(Μετάφραση: Ντίνα Κατσούρη)Σαν ξεκινήσαμε από τη Γιάφα για την Άκρα δεν υπήρχε τίποτα το τραγικό στην αναχώρησή μας. Ήμασταν ακριβώς σαν οποιουσδήποτε άλλους, που πηγαίνανε να περάσουν κάθε χρόνο τις μέρες των γιορτών και σε μια πόλη. Στην Άκρα περάσαμε τον καιρό μας, όπως πάντα, δε συνέβηκε τίποτα το δυσάρεστο. Ήμουνα παιδί τότε και ίσως ν’ απολάμβανα εκείνες τις μέρες γιατί με κρατούσανε μακριά από το σχολείο. Όπως και να ’χουν, όμως, τα πράγματα, η εικόνα άρχισε σιγά σιγά να γίνεται πιο καθαρή τη μέρα της μεγάλης επίθεσης ενάντια στην Άκρα. Ήτανε μια άγρια και τραγική νύχτα που πέρασε ανάμεσα στην απελπισία των αντρών και στις προσευχές των γυναικών. Εσύ κι εγώ και οι άλλοι της ηλικίας μας ήμασταν πολύ μικροί για να καταλαβαίναμε τι σήμαινε όλη αυτή η ιστορία από την αρχή ως το τέλος, εκείνη τη νύχτα, όμως, αρχίσανε να ξεκαθαρίζουν τα πράγματα. Το πρωί, σαν αποσύρθηκαν οι εβραίοι με απειλές και οργή, ένα φορτηγό αυτοκίνητο στάθηκε έξω από την πόρτα μας. Πυρετικά και γρήγορα άρχισαν να μαζεύουν από δω κι από κει στρωσίδια και να τα πετάνε μέσα. Ήμουν ακουμπισμένος στον παλιό τοίχο του σπιτιού σαν είδα τη μάνα σου να σκαρφαλώνει στο φορτηγό και να την ακολουθούν η θεία σου και τα παιδιά. Ύστερα ο πατέρας σου άρπαξε εσένα και τ’ αδέρφια σου και τις αδερφάδες σου και σας πέταξε μέσα στο φορτηγό, πάνω από τα υπάρχοντά σας, και μετά με ξεκόλλησε από τη γωνιά μου, με σήκωσε πάνω από το κεφάλι του και βρέθηκα στη σιδερένια σχάρα, στην οροφή της καμπίνας του οδηγού, όπου καθότανε ήσυχα ο αδερφός μου Ριγιάντ. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε πριν προφτάσω να κάτσω καλά καλά. Η αγαπημένη Άκρα χανότανε, ήδη, πίσω από τις στροφές του δρόμου που οδηγούσε στη Ρας Νακούρα.
Ήτανε μάλλον συννεφιά κι ένα παγωμένο συναίσθημα κυρίεψε το κορμί μου. Ο Ριγιάντ καθότανε φοβερά ήσυχος και κοίταζε τον ουρανό με τα πόδια του να κρέμονται από την άκρη της σχάρας και τη ράχη του ν’ ακουμπά στις αποσκευές. Καθόμουνα σιωπηλός, το πηγούνι μου ήταν ακουμπισμένο ανάμεσα στα γόνατά μου και τα μπράτσα μου ήτανε κουλουριασμένα γύρω τους. Οι πορτοκαλόκηποι διαδέχονταν ο ένας τον άλλο σ’ όλο το μήκος του δρόμου. Είχαμε πεθάνει όλοι από το φόβο μας. Το φορτηγό προχώραγε λαχανιασμένο πάνω στην υγρή γη και οι μακρινοί πυροβολισμοί που ακούγονταν αντηχούσαν σαν ένας αποχαιρετισμός.
Σα φάνηκε από μακριά η Ρας Νακούρα, θολή μέσα στον γαλάζιο ορίζοντα, το φορτηγό σταμάτησε. Οι γυναίκες κατεβήκανε κάτω πατώντας πάνω από τις αποσκευές και πλησιάσανε έναν χωριάτη, που καθότανε σταυροπόδι κι είχε μπροστά του ένα καλάθι με πορτοκάλια. Πιάσανε στα χέρια τους τα πορτοκάλια και ο ήχος από το θρήνο τους έφτασε μέχρι τ’ αυτιά μας. Σκέφτηκα τότε πως τα πορτοκάλια ήτανε κάτι πολύτιμο και τα μεγάλα καθαρά αυτά φρούτα έγιναν στα δικά μας μάτια αγαπημένα αντικείμενα. Οι γυναίκες αφού αγόρασαν μερικά πορτοκάλια, τα φέρανε στο φορτηγό κι ο πατέρας σου κατέβηκε από την πλευρά του οδηγού κι άπλωσε το χέρι του για να πάρει ένα. Άρχισε να το κοιτάζει σιωπηλά και μετά ξέσπασε σε λυγμούς, λες κι ήταν ένα απελπισμένο παιδί.
Στη Ρας Νακούρα το φορτηγό μας σταμάτησε δίπλα σε πολλά άλλα. Οι άντρες άρχισαν να παραδίνουν τα όπλα τους σ’ έναν αστυνομικό που βρισκόταν εκεί για το σκοπό αυτό και σαν ήρθε κι η δική μας σειρά και είδα τα ντουφέκια και τα πολυβόλα έτσι πάνω στο τραπέζι και γύρισα και κοίταξα και την ατέλειωτη σειρά των φορτηγών να μπαίνουν στον Λίβανο, να κόβουν τις στροφές του δρόμου και να μεγαλώνουν, όλο να μεγαλώνουν την απόσταση ανάμεσά τους κι ανάμεσα στη γη των πορτοκαλιών, ξέσπασα κι εγώ σ’ ένα άγριο κλάμα. Η μάνα σου κοίταζε ακόμα σιωπηλά το πορτοκάλι. Και μέσα στα μάτια του πατέρα σου, αντιφέγγιζαν όλες εκείνες οι πορτοκαλιές που τις είχε αφήσει στους εβραίους, πάνω στο πρόσωπό του ήταν αποτυπωμένες όλες εκείνες οι καλοφροντισμένες πορτοκαλιές, που τις είχε αγοράσει μια μια και που τις αντανακλούσαν τα δάκρυά του, που δεν μπορούσε να τα συγκρατήσει μπροστά στον αξιωματικό του αστυνομικού φυλάκιου.
Το απόγευμα, σαν φτάσαμε στη Σιδώνα, ήμασταν πια πρόσφυγες. Ήμασταν ανάμεσα σ’ όλους εκείνους που πήραν τους δρόμους του ξεριζωμού. Ο πατέρας σου φαινότανε σα να ’χε να κοιμηθεί από πολύ καιρό. Στεκότανε μέσα στο δρόμο μπροστά από τα πράγματά σας, που ήτανε στοιβαγμένα χάμω και σκέφτηκα πως αν τολμούσα να πάω κοντά του και να του πω κάτι, θα ξέσπαγε πάνω μου: «Στο διάβολο, ο πατέρας σου! Στο διάβολο…!» Αυτές οι δυο βλαστήμιες ήτανε καθαρά διαγραμμένες στο πρόσωπό του. Ακόμα κι εγώ ο ίδιος, ένα παιδί που μορφώθηκε σ’ ένα αυστηρό θρησκευτικό σχολείο, εκείνη την ώρα αμφέβαλλα αν αυτός ο Θεός ήθελε πραγματικά να κάμει ευτυχισμένους τους ανθρώπους. Αμφέβαλλα, ακόμα, αν αυτός ο Θεός μπορούσε να τ’ ακούσει ή να τα δει όλα. Οι χρωματιστές εικόνες, που μας δείχνανε στο παρεκκλήσι του σχολειού να παρουσιάζουν τον Κύριο γιομάτο συμπόνια και χαμόγελο για τα παιδιά, μού φαινόντανε σαν ένα ακόμα από κείνα τα ψέματα που εφευρίσκουν αυτοί που διευθύνουν τα αυστηρά σχολεία, απλά και μόνο για να παίρνουν μεγαλύτερα δίδαχτρα. Ήμουνα σίγουρος πως ο Θεός που είχαμε γνωρίσει στην Παλαιστίνη είχε φύγει κι αυτός από κει και ήτανε πρόσφυγας σε κάποιο μέρος που δεν το γνώριζα, ανήμπορος να βρει μια λύση στα ίδια του τα προβλήματα. Κι εμείς οι θνητοί πρόσφυγες, που καθόμασταν στο πεζοδρόμιο περιμένοντας μια καινούρια τύχη να μας βρει λύση, έπρεπε από μόνοι μας ν’ ανακαλύψουμε κάποια στέγη για να χώσουμε το κεφάλι μας το βράδυ. Ο πόνος είχε αρχίσει να διαβρώνει και το αθώο παιδικό μυαλό μας.
Η νύχτα είναι ένα εφιαλτικό πράγμα. Το σκοτάδι που έπεφτε ώρα με την ώρα γιόμιζε τρόμο την καρδιά μου. Και μόνο η απλή σκέψη πως θα περνούσα τη νύχτα στο πεζοδρόμιο ξυπνούσε μέσα μου φοβερά συναισθήματα κάθε είδους. Ήτανε απότομοι και σκληροί. Δεν ήτανε κανένας διατεθειμένος να με λυπηθεί. Δεν μπορούσα να βρω κανένα που να με παρηγορήσει. Το σιωπηλό βλέμμα του πατέρα σου γιόμιζε την καρδιά μου καινούριο τρόμο. Το πορτοκάλι που κρατούσε στα χέρια της η μάνα σου μ’ αναστάτωνε. Όλοι ήτανε σιωπηλοί κι έτσι που κοιτάγανε τον μαυριδερό δρόμο, ήταν σα να λαχταρούσανε να φανεί από τη γωνιά του δρόμου η Τύχη και να προτείνει λύσεις στις δυσκολίες μας, πράγμα που θα σήμαινε να μας οδηγήσει να βρούμε κάποιο καταφύγιο. Και ξαφνικά παρουσιάστηκε η Τύχη· ο θείος σου είχε φτάσει στην πόλη πριν από μας, κι αυτός ήταν η τύχη μας.
Ο θείος σου δεν έτρεφε ποτέ ιδιαίτερη εκτίμηση στην καλή συμπεριφορά και σαν βρέθηκε στο πεζοδρόμιο, όπως κι εμείς, την έχασε μια και καλά. Μπούκαρε σ’ ένα σπίτι που το κατοικούσε μια εβραίικη οικογένεια, άνοιξε την πόρτα, πέταξε μέσα τα πράγματά του και τούς πρόταξε το στρογγυλό του πρόσωπο λέγοντάς τους πολύ καθαρά: «Πηγαίνετε στην Παλαιστίνη!» Δεν πήγανε βέβαια, τρομοκρατημένοι, όμως, από την απόγνωσή του κλειστήκανε στο διπλανό δωμάτιο, αφήνοντάς τον ν’ απολαύσει τη στέγη και το τσιμεντένιο τους πάτωμα.
Ο θείος σου είναι σ’ αυτό το δικό του καταφύγιο που μας οδήγησε και μας εγκατέστησε μαζί με την οικογένεια και τα πράγματά του. Το βράδυ κοιμηθήκαμε στο πάτωμα που γέμισε πέρα για πέρα από τα μικρά μας κορμιά. Χρησιμοποιήσαμε για σκέπασμα τα αντρικά σακάκια και σαν ξυπνήσαμε το πρωί διαπιστώσαμε πως οι άντρες την περάσανε καθιστοί. Η τραγωδία είχε αρχίσει να λιανίζει τα σωθικά μας.
Δε μείναμε για πολύ στη Σιδώνα. Το δωμάτιο του θείου σου χώραγε μόνο τους μισούς από μας, μείναμε, όμως, για τρεις νύχτες εκεί. Μετά η μάνα σου ζήτησε από τον πατέρα σου να ψάξει για καμιά δουλειά, διαφορετικά να επιστρέψουμε στις πορτοκαλιές μας. Ο πατέρας σου της έμπηξε τις φωνές, στο λαρύγγι του τρεμούλιαζε το μίσος και κείνη σώπασε. Τα οικογενειακά μας προβλήματα είχαν αρχίσει. Είχαμε αφήσει πίσω μας την ευτυχισμένη, ενωμένη οικογένεια με τη γη, το σπίτι και τους μάρτυρες, που είχανε σκοτωθεί για να τα υπερασπιστούν.
Δεν ξέρω πού βρήκε τα λεφτά ο πατέρας σου. Ξέρω, πάντως, πως πούλησε το χρυσάφι που είχε αγοράσει για τη μάνα σου τον καιρό που ήθελε να την κάμει ευτυχισμένη και να την κάμει να νιώθει περήφανη που ήτανε γυναίκα του. Το χρυσάφι, όμως, δεν έφερε και κανένα μεγάλο ποσό που να ’ναι αρκετό να λύσει τα προβλήματά μας. Μήπως δανείστηκε; Μήπως χωρίς εμείς να το γνωρίζουμε πούλησε κάτι άλλο που είχε φέρει μαζί του; Δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι πως μετακομίσαμε σ’ ένα χωριό στα προάστια της Σιδώνας κι εκεί ο πατέρας σου στρογγυλοκάθισε στο μεγάλο πετρόχτιστο μπαλκόνι χαμογελώντας για πρώτη φορά και περιμένοντας τις δεκαπέντε του Μάη για να επιστρέψει πίσω μαζί με τον νικηφόρο στρατό μας.
Φτάσανε οι δεκαπέντε του Μάη, υστερ’ από μια φοβερή περίοδο αναμονής. Τα μεσάνυχτα, ακριβώς, καθώς κοιμόμουνα ο πατέρας σου με σκούντηξε με το πόδι του και είπε με μια φωνή που τη δονούσε η ελπίδα:
— Σήκω απάνω και δες μόνος σου τον αραβικό στρατό να μπαίνει στην Παλαιστίνη.
Σηκώθηκα σαν αστραπή, και γυμνοπόδαροι κατρακυλήσαμε στους λόφους ως κάτω στον κύριο δρόμο, που απείχε από το χωριό ένα ολόκληρο χιλιόμετρο. Όλοι, μικροί και μεγάλοι, είχαμε λαχανιάσει καθώς τρέχαμε σαν τρελοί. Πέρα μακριά λαμπύριζαν τα φώτα των καμιονιών που σκαρφάλωναν προς τη Ρας Νακούρα. Μέχρι να φτάσουμε στο δρόμο είχαμε παγώσει, η φωνή, όμως, του πατέρα σου δε μας άφηνε να σκεφτούμε τίποτε άλλο. Άρχισε να τρέχει πίσω από τα καμιόνια σαν μικρό παιδί. Τους φώναζε. Και παρόλο πού έβγαζε βραχνές κραυγές και προσπαθούσε να πάρει ανάσα, εξακολουθούσε να τρέχει πίσω από την πομπή των καμιονιών σαν μικρό παιδί. Τρέχαμε πλάι του φωνάζοντας μαζί του. Οι φιλικοί στρατιώτες μάς κοιτάζανε κάτω από τα κράνη τους σιωπηλοί και ακίνητοι. Προσπαθούσαμε να πάρουμε ανάσα. Στο μεταξύ ο πατέρας σου, έτσι καθώς έτρεχε, μ’ όλα τα πενήντα του χρόνια, έβγαλε από την τσέπη του τσιγάρα για να τα πετάξει στους στρατιώτες και μετά συνέχισε να τους φωνάζει. Κι εμείς συνεχίζαμε να τρέχουμε δίπλα του σαν ένα μικρό κοπάδι κατσίκια.
Ξαφνικά τα καμιόνια χαθήκανε. Επιστρέψαμε στο σπίτι εξαντλημένοι και η ανάσα μας έβγαινε μ’ ένα μικρό σφύριγμα, καθώς προσπαθούσαμε να πάρουμε αέρα. Ο πατέρας σου ήταν αμίλητος, ούτε κι εμείς μπορούσαμε να μιλήσουμε. Την ώρα που τα φώτα ενός περαστικού αυτοκινήτου πέσανε στο πρόσωπο του πατέρα σου τα μάγουλά του ήτανε μουσκεμένα από τα δάκρυα.
Μετά απ’ αυτό τα πράγματα κυλήσανε τρομακτικά αργά. Τα ανακοινωθέντα μας εξαπάτησαν και παρουσιάστηκε μπροστά μας η αλήθεια μ’ όλη της την τραγικότητα. Η απελπισία κυρίεψε και πάλι τους ανθρώπους. Ο πατέρας δυσκολευότανε πολύ πια να αναφέρει την Παλαιστίνη και να μιλήσει για τις παλιές ευτυχισμένες μέρες που περνούσε στο περιβόλι και στο σπίτι του. Και εμείς είμαστε εκείνοι που του θυμίζαμε διαρκώς την τραγωδία που δυνάστευε την καινούρια του ζωή, κι ακόμα είμαστε εκείνοι οι φουκαράδες που ανακαλύψαμε, χωρίς καμιά δυσκολία, πως ο λόγος που κατηφορίσαμε στους λόφους μέσα στα άγρια χαράματα, όπως διέταξε ο πατέρας σου, ήτανε ακριβώς για ν’ αποσπάσουν την προσοχή μας και να μην τους ζητήσουμε πρωινό.
Άρχισαν οι φασαρίες. Κατά έναν παράξενο τρόπο και τα πιο απλό πράγμα ήταν αρκετό για να ερεθίσει τον πατέρα σου. Θυμάμαι πολύ καλά τη μέρα που κάποιος του ζήτησε κάτι — ούτε ξέρω, ούτε θυμάμαι τί. Αναρίγησε και μετά άρχισε να τρέμει σύγκορμος λες και τον είχε περάσει ηλεκτρικό ρεύμα. Τα μάτια του γυαλίζανε καθώς γυρόφερνε ανάμεσά μας. Μια διαβολική σκέψη φυτεύτηκε στο μυαλό του και αναπήδησε, όπως εκείνος που καταλήγει σε ένα σπουδαίο συμπέρασμα. Κυριευμένος από τη διαπίστωση πως μπορούσε να βάλει τέρμα στα βάσανά του και από τον πυρετό που κατέχει κάποιον που ετοιμάζεται να εκτελέσει μια πολύ σπουδαία πράξη, άρχισε, έτσι καθώς στριφογύριζε, να μουρμουρίζει και να ψάχνει για κάτι που δεν μπορούσε να το δει. Ύστερα χίμηξε σ’ ένα σκάκι, που μας είχε συνοδέψει από την Άκρα και άρχισε με φοβερά νευρικές κινήσεις να σκορπίζει το περιεχόμενό του. Η μάνα σου κατάλαβε αμέσως τι συνέβαινε και σπρωγμένη από την ταραχή που νιώθουν οι μάνες όταν κινδυνεύουν τα παιδιά τους, άρχισε να μας σπρώχνει έξω από το δωμάτιο και να μας λέει να το σκάσουμε για το βουνό. Εμείς όμως σταθήκαμε κοντά στο παράθυρο. Ανοίξαμε τα μικρά μας αυτιά όσο μπορούσαμε κι ακούσαμε τη φωνή του πατέρα σου:
— Θέλω να τα σκοτώσω. Θέλω να σκοτωθώ. Θέλω να γίνω… θέλω…
Ο πατέρας σου σώπασε. Σαν ξανακοιτάξαμε στο δωμάτιο, μέσα από τις χαραμάδες της πόρτας, τον είδαμε ξαπλωμένο στο πάτωμα, να προσπαθεί να πάρει ανάσα και να τρίζει τα δόντια του καθώς έκλαιγε, ενώ η μάνα σου καθότανε στο πλευρό του και τον παρακολουθούσε μ’ ανησυχία.
Δεν καταλαβαίναμε. Θυμάμαι, όμως, πως σαν είδα το μαύρο περίστροφο πεσμένο στο πλευρό του τα κατάλαβα όλα. Σαν να με οδηγούσε ο θανάσιμος τρόμος ενός παιδιού, που ξαφνικά βλέπει μπροστά του ένα δράκο, το ’σκασα για το βουνό, φεύγοντας μακριά από το σπίτι.
Αφήνοντας πίσω μου το σπίτι, άφηνα μαζί και την παιδική μου ηλικία. Συνειδητοποίησα πως η ζωή μας έπαψε πια να είναι ευχάριστη και δεν ήτανε πια για μας εύκολο να ζούμε ειρηνικά. Τα πράγματα είχανε φτάσει στο σημείο όπου η μόνη λύση ήτανε μια σφαίρα στο κεφάλι του καθενός μας. Γι’ αυτό έπρεπε σ’ ό,τι κι αν κάναμε πια να συμπεριφερόμαστε πολύ προσεχτικά, ακόμα κι όταν ήμασταν πεινασμένοι να μη ζητάμε φαγητό, να σιωπούμε την ώρα που ο πατέρας σου μιλούσε για τα βάσανά του και να κουνάμε το κεφάλι και να χαμογελάμε όταν μάς έλεγε:
—Τσακιστείτε και πηγαίνετε στο βουνό και να μην επιστρέψετε πριν το μεσημέρι.
Γύρισα το βράδυ στο σπίτι, σαν σκοτείνιασε για καλά. Ο πατέρας σου ήτανε ακόμα άρρωστος και η μάνα σου καθότανε πλάι του. Τα μάτια σου είχανε μια γατίσια λάμψη, και τα χείλια σου ήτανε σφραγισμένα, λες και δε θα ξανανοίγανε ποτέ, λες κι ήτανε τα σημάδια μιας παλιάς πληγής που κακοφόρμισε.
Ήσουνα κουβαριασμένος εκεί, τόσο μακριά από την παιδική σου ηλικία όσο κι από τη γη των πορτοκαλιών — τα πορτοκάλια που σύμφωνα μ’ έναν χωριάτη που τα καλλιεργούσε μέχρι που έφυγε, θα μαραίνονταν αν συνέβαινε κάποια αλλαγή και τα πότιζε ένα ξένο χέρι.
Ο πατέρας σου ήτανε ακόμα άρρωστος στο κρεβάτι. Η μάνα σου κατάπινε τα δάκρυα μιας τραγωδίας που καθρεφτιζόταν μόνιμα στα μάτια της. Γλίστρησα μέσα στο δωμάτιο σαν ένας παρείσακτος. Όταν το βλέμμα μου έπεσε στο πρόσωπο του πατέρα σου, που συσπαζόταν από ανήμπορη λύσσα, ταυτόχρονα είδα και το μαύρο περίστροφο ακουμπισμένο στο χαμηλό τραπεζάκι και πλάι του ένα πορτοκάλι.
Το πορτοκάλι σούρωσε και μαράθηκε.
“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.