Πώς λειτούργησε η καθοδήγηση του ΚΚΕ στα χρόνια του ένοπλου αγώνα του ΔΣΕ
Καίριο πρόβλημα της ΚΕ και του ΠΓ, όργανα στα οποία υπήρξε αποφασιστική η προσφορά του Ν. Ζαχαριάδη σε όλη τη διάρκεια του ένοπλου ταξικού αγώνα, ήταν η έλλειψη πίστης σε μια σειρά μέλη τους ότι ο ΔΣΕ μπορούσε να νικήσει.
Αντιγράφουμε και δημοσιεύουμε ένα πολύ ενδιαφέρον απόσπασμα από το Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ για την περίοδο 1918-1949, και πιο συγκεκριμένα από τον τόμο Β2, που αναφέρεται κριτικά στη λειτουργία των καθοδηγητικών οργάνων του ΚΚΕ στα χρόνια του ένοπλου αγώνα του ΔΣΕ, τη μη τακτική σύγκλησή τους, την ελλιπή ιδεολογική-πολιτική ενότητα ως προς το ζητούμενο της νίκης στο πεδίο της μάχης και μια σειρά άλλα στοιχεία, που προσφέρονται για προβληματισμό και συμπεράσματα.
Στα χρόνια του ένοπλου αγώνα δοκιμάστηκε η συλλογική λειτουργία της ΚΕ, ως πολιτικού καθοδηγητικού οργάνου του ΚΚΕ, καθώς και του ΠΓ, καθοδηγητικού οργάνου ανάμεσα στις συνεδριάσεις της ΚΕ. Τα γεγονότα αποδεικνύουν ότι η λειτουργία των παραπάνω οργάνων υπήρξε πλημμελής και ότι συνέχιζαν να επιβιώνουν ορισμένα από τα αρνητικά χαρακτηριστικά που την σημάδεψαν και την περίοδο της Κατοχής.
Στα τριάμισι χρόνια που πέρασαν, από τη 2η Ολομέλεια ως τη συντεταγμένη υποχώρηση του ΔΣΕ, πραγματοποιήθηκαν ακόμα τρεις Ολομέλειες της Κεντρικής Επιτροπής.
Παρά το γεγονός ότι οι αποφάσεις και των τριών Ολομελειών ήταν βαρύνουσας σημασίας, η χρονική απόσταση ανάμεσα σε αυτές αποδεικνύει ότι η ΚΕ δε λειτουργούσε σταθερά ως καθοδηγητικό όργανο και μάλιστα σε περίοδο ένοπλης ταξικής αναμέτρησης. Η τυχόν επίκληση των σκληρών συνθηκών που διεξαγόταν η πάλη ως αιτιολόγηση των αραιών συνεδριάσεων της ΚΕ δεν ευσταθεί, με δεδομένο ότι η συλλογική λειτουργία των καθοδηγητικών οργάνων πρέπει να επιδιώκεται σε οποιεσδήποτε συνθήκες. Και αυτό, ανεξάρτητα από το ότι οι τελευταίες προφανώς δεν επέτρεπαν να παραβρίσκεται στις συνεδριάσεις το 100% των μελών της ΚΕ (συλλήψεις κ.ά.).
Την πιο ανάγλυφη περιγραφή του παραπάνω προβλήματος αποδίδει η χρονική απόσταση των 19 μηνών που μεσολάβησαν ανάμεσα στη 2η (Φλεβάρης 1946) και την 3η Ολομέλεια της ΚΕ (Σεπτέμβρης 1947), που επιπλέον ήταν και το πιο κρίσιμο διάστημα για την προετοιμασία και τη διεξαγωγή του ένοπλου αγώνα. Ακόμα, ότι η απόφαση για τη γενίκευση του ένοπλου αγώνα πάρθηκε από το ΠΓ το Φλεβάρη του 1947 και από την ΚΕ το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου.
Στο παραπάνω χρονικό διάστημα των 19 μηνών υπήρξε προβληματική και η λειτουργία του ΠΓ. Πέρα από τον Γιάννη Ζέβγο ο οποίος δολοφονήθηκε και τον Μήτσο Παρτσαλίδη που ήταν εξόριστος, ο Στέργιος Αναστασιάδης και η Χρύσα Χατζηβασιλείου βρίσκονταν αναγκαστικά στην Αθήνα, ενώ ο Νίκος Ζαχαριάδης βρισκόταν στο Βελιγράδι από τον Απρίλη ως το Νοέμβρη του 1947. Σε αυτές τις συνθήκες, μεγάλο μέρος της λειτουργίας του ΠΓ πραγματοποιήθηκε δι’ αλληλογραφίας.
Ήταν καίριας σημασίας θέμα η μειωμένη ιδεολογικοπολιτική ενότητα της ΚΕ και του ΠΓ. Τα καθοδηγητικά όργανα του Κόμματος (η ΚΕ και το ΠΓ) δε βρέθηκαν συνολικά προετοιμασμένα και αποφασισμένα για την ένοπλη πορεία του αγώνα.
Το γεγονός ότι δεν πραγματοποιήθηκε ριζικά και αποφασιστικά από το 70 Συνέδριο του Κόμματος η ανανέωση της ΚΕ του ΚΚΕ και κυρίως του ΠΓ, σε σχέση με την εξαγωγή των πραγματικών συμπερασμάτων του αγώνα, καθόρισε την ποιοτική πορεία αυτών των οργάνων στις νέες, ακόμα πιο δύσκολες μεταπολεμικές συνθήκες. Οι αλλαγές που έγιναν στα παραπάνω όργανα μετά από το 1946 δεν άλλαξαν ουσιαστικά την κατάσταση.
Δίχως να αναμένονταν θεαματικά αποτελέσματα, αφού το συνολικό επίπεδο του ΚΚΕ ήταν δεδομένο από τα χρόνια της Κατοχής, επιβαλλόταν το ζήτημα της ανάδειξης των νέων και πιο ικανών στελεχών να είχε αντιμετωπιστεί στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, πρωταρχικά σε επίπεδο ΠΓ. Καίριο πρόβλημα της ΚΕ και του ΠΓ, όργανα στα οποία υπήρξε αποφασιστική η προσφορά του Ν. Ζαχαριάδη σε όλη τη διάρκεια του ένοπλου ταξικού αγώνα, ήταν η έλλειψη πίστης σε μια σειρά μέλη τους ότι ο ΔΣΕ μπορούσε να νικήσει. Αυτό το πρόβλημα είχε διαφανεί από το 1946, όταν ο συσχετισμός δυνάμεων δεν είχε κριθεί σε βάρος του εργατικού κινήματος. Βέβαια στην πορεία διαμορφωνόταν ως τάση συμβιβασμού και ηττοπάθειας με την επιδείνωση του συσχετισμού των δυνάμεων.
Ο φραξιονισμός, που εκδηλώθηκε στο ΚΚΕ αμέσως μετά από την ήττα του ΔΣΕ και γιγαντώθηκε με καταστρεπτικό τρόπο το 1956 (έχοντας βέβαια τη σύμφωνη γνώμη και αντίστοιχη δράση άλλων ΚΚ, πρώτ’ απ’ όλα του ΚΚ της ΕΣΣΔ), είχε ως βασική αιτία του την αντίθεση στην ένοπλη πάλη.
Επιβεβαιώνεται ότι ζητήματα διαφωνιών, πολύ περισσότερο τέτοιου μεγέθους, όταν δεν τίθενται με σαφήνεια για συζήτηση και όταν η ιδεολογικοπολιτική διαπάλη δε διεξάγεται ανοιχτά, όχι μόνο δεν αντιμετωπίζονται, αλλά και διογκώνονται αργά ή γρήγορα.
Ωστόσο, θα βρισκόταν εκτός πραγματικότητας η κριτική που θα εκτιμούσε τότε ως δυνατή τη συγκρότηση ενός καθοδηγητικού επιτελείου άρτιου θεωρητικά, ιδεολογικοπολιτικά-προγραμματικά και οργανωτικά. Το ΚΚΕ ήταν μέρος του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος. Συνολικά έφερε πάνω του τα θετικά και τα αρνητικά αυτού του κινήματος.
Επιπλέον, η ΚΕ και κυρίως το ΠΓ δεν είχαν δίπλα τους και στις βασικές μονάδες του ΔΣΕ το απαραίτητο για έναν τέτοιο αγώνα στρατιωτικό επιτελείο. Παρά το γεγονός ότι ο ΔΣΕ ανέδειξε πολλά άξια στρατιωτικά στελέχη, για λόγους κυρίως υποκειμενικούς στερήθηκε τις υπηρεσίες που θα του προσέφεραν και άλλα στελέχη, που ήταν επαγγελματίες στρατιωτικοί. Βέβαια, πολλά στελέχη του ΕΛΑΣ παρέμειναν μετά από την Κατοχή στον αστικό πολιτικό χώρο απ’ όπου προέρχονταν. Από την άλλη, όπως προαναφέρθηκε, μια σειρά αξιωματικοί, δοκιμασμένοι και κατάλληλοι ν’ αναλάβουν τη διοίκηση μεγάλων μονάδων του ΔΣΕ, αφέθηκαν ακαθοδήγητοι, πιάστηκαν και στη συνέχεια εξορίστηκαν.
Βασική αιτία αυτής της ανεπάρκειας -ίσως η σημαντικότερη- αποτέλεσε η όλη πορεία διεξαγωγής του ένοπλου αγώνα και συγκεκριμένα οι παλινωδίες ως προς την ανάγκη και το χρόνο γενίκευσης της ένοπλης πάλης, καθώς και ως προς το στόχο του, δηλαδή αν θα ήταν συμπληρωματικά αγώνας για την επιβολή “ομαλών δημοκρατικών εξελίξεων” ή αγώνας για την κατάκτηση της εξουσίας.
Σε συνθήκες πολέμου και ένταξης των κομματικών μελών στο ΔΣΕ, σε συνθήκες πιθανής διείσδυσης του ταξικού εχθρού στις γραμμές του, αλλά και πρακτορολογίας, ο έλεγχος των καθοδηγητικών οργάνων του ΚΚΕ από τα μέλη των ΚΟ δοκιμάστηκε σκληρά και στην πράξη σχεδόν ατόνησε.
Το συμπέρασμα είναι ότι η ευθύνη των καθοδηγητικών στελεχών, ξεκινώντας από το ΠΓ και την ΚΕ, δε μειώνεται, αλλά αυξάνει, γι’ αυτό απαιτείται απαρέγκλιτη τήρηση του Καταστατικού του Κόμματος, έμφαση στη συλλογικότητα, έμπρακτα να καθίσταται απαίτηση του κάθε κομματικού μέλους η άσκηση των δικαιωμάτων του και πρωταρχικά η κριτική και ο έλεγχος στα καθοδηγητικά όργανα.
Η πολιτική ευθύνη μελών και στελεχών όχι μόνο δεν αναιρείται από τις αρχές και τους κανόνες λειτουργίας του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, αλλά τονίζεται και κατοχυρώνεται από αυτούς. Στο δημοκρατικό συγκεντρωτισμό υπάγεται η ανάγκη να εκτελούνται οι διαταγές την ώρα της μάχης, να περιφρουρούνται οι στρατιωτικοί σχεδιασμοί και οι πληροφορίες κλπ. Αλλά αυτά δεν έρχονται σε αντίθεση με την ανάγκη τήρησης των κομματικών διαδικασιών, δικλείδα ασφαλείας για ν’ αποτρέπονται αυθαιρεσίες, καθώς και λάθη, όσο αυτό το τελευταίο είναι δυνατό. Μόνο κατά βάση ενημερωμένα κομματικά μέλη θα ήταν σε θέση να προβληματιστούν και να συνδράμουν περισσότερο στην εφαρμογή των συλλογικών αποφάσεων.
Στη διάρκεια του αγώνα του ΔΣΕ υπήρξαν φαινόμενα κατάχρησης εξουσίας από στελέχη του Κόμματος, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις δεν αντιμετωπίστηκαν κάποια φαινόμενα έπαρσης και αλαζονείας. Για ορισμένους, η αναγκαία επαγρύπνηση και προφύλαξη από τον ταξικό εχθρό χρησιμοποιήθηκε ως άλλοθι και καταφύγιο συγκάλυψης των ευθυνών τους.
Ωστόσο, μπορούσαν ν’ αντιμετωπιστούν οι δύσκολες και σύνθετες αντικειμενικές συνθήκες χωρίς να οδηγήσουν σε φαινόμενα αυθαιρεσίας και καταδίκες αγνών αγωνιστών.