Εμιλιάνο Ζαπάτα: «Είναι καλύτερα να πεθαίνει κανείς όρθιος, παρά να ζει γονατιστός»
Όταν γεννήθηκε ο Εμιλιάνο Ζαπάτα, στις 8 του Αυγούστου 1879, το Μεξικό περνούσε μια περίοδο γεμάτη ένοπλες συγκρούσεις, σκληρούς και αμείλικτους γαιοκτήμονες, απίστευτους οικονομικούς θησαυρούς που παρήγαγαν τα τσιφλίκια και εκμεταλλεύονταν οι λίγοι με την προστασία του δικτάτορα Ντίαζ και ένα απόλυτα διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα.
Όταν γεννήθηκε ο Εμιλιάνο Ζαπάτα, στις 8 του Αυγούστου 1879, το Μεξικό περνούσε μια πολύ αιματηρή περίοδο, γεμάτη ένοπλες συγκρούσεις, σκληρούς και αμείλικτους γαιοκτήμονες, απίστευτους οικονομικούς θησαυρούς που παρήγαγαν τα τσιφλίκια και εκμεταλλεύονταν οι λίγοι με την προστασία του δικτάτορα Πορφίριο Ντίαζ, και ένα απόλυτα διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα. Από την άλλη ο φτωχός κόσμος, μανάδες με γιους, οικογένειες με μικρά παιδιά που δούλευαν όλοι κάτω από το μαστίγιο, περιπλανώμενοι εργάτες χωρίς στον ήλιο μοίρα, άκληροι ιθαγενείς που τους αρπάξανε τη γη με τη βία.
Ο Εμιλιάνο Ζαπάτα Σαλάζαρ γεννήθηκε σ’ ένα χωριό της επαρχίας Μορέλος. Παιδί δεκαμελούς οικογένειας, σε ηλικία 16 χρόνων χάνει τον πατέρα του και αναγκάζεται να δουλέψει σαν δαμαστής αλόγων για να στηρίξει την οικογένειά του. Αυτό το γεγονός του στερεί την ευκαιρία να μορφωθεί, δεν τον εμποδίζει όμως να αναπτύξει αισθήματα αλληλεγγύης για τους φτωχούς χωρικούς συμπατριώτες του και να διακρίνει την εκμετάλλευσή τους από τους μεγαλοϊδιοκτήτες γης. Αρχίζει σύντομα να διαμορφώνει συνείδηση της θέσης του στο κοινωνικό σύστημα.
Σε ηλικία 18 χρόνων πιάστηκε για πρώτη φορά απ’ την αστυνομία, όταν υπερασπίστηκε του φτωχούς αγρότες της επαρχίας του που αντιδρούσαν στην καταπάτηση των μικρών ιδιοκτησιών τους από τους μεγαλοτσιφλικάδες. Οι τελευταίοι, αν και αποτελούσαν το 2% του πληθυσμού, κατάφερναν να έχουν στην κατοχή τους το 85% περίπου της γης και ασκώντας ασφυκτική πίεση στους μικροϊδιοκτήτες, να τους αποσπούν την γη και να τους κάνουν δούλους τους, αφού δεν μπορούσαν να ξεπληρώσουν τα χρέη τους σ’ αυτούς.
Ο νεαρός Ζαπάτα, με τη δράση του γρήγορα καταφέρνει να γίνει γνωστός και αγαπητός απ’ το φτωχό λαό. Το 1909 εκλέγεται επικεφαλής μιας επιτροπής του χωριού του για τη διεκδίκηση κατασχεμένης από τους τσιφλικάδες, καλλιεργήσιμης γης. Οι συγκυρίες και οι ηγετικές του ικανότητες τον ευνοούν έτσι που δημιουργεί σύντομα ένα ένοπλο τμήμα αγροτών, αποτελούμενο από περίπου 1.000 άντρες.
Τον Νοέμβρη του 1910 είχε ήδη ξεσπάσει μεγάλη αγροτική εξέγερση, σε υποστήριξη του πολιτικού αντιπάλου του Πορφύριο Ντίαζ, Μαδέρο, στην διάρκεια της οποίας οι εξαθλιωμένοι χωρικοί πήραν τα όπλα, πυρπόλησαν τη γη των τσιφλικάδων και κατέστρεψαν το σιδηροδρομικό δίκτυο. Ο Ζαπάτα προσχώρησε στις ένοπλες ομάδες των εξεγερμένων, και τον Μάη του 1911 μαζί με τους Πάντσο Βίλα και Πασκουάλ Ορότσκο βοήθησε τον Μαδέρο να νικήσει τον Ντίαζ.
Καθώς όμως ο Μαδέρο, παρ’ όλο που είχε μπει θριαμβευτής στην πόλη του Μεξικού, συμβιβάστηκε τελικά με τους πλουτοκράτες και τους Αμερικανούς και ουσιαστικά εγκατέλειψε το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμά του το καλοκαίρι του 1911 αρνούμενος να διατάξει αναδιανομή της γης, ο Εμιλιάνο Ζαπάτα προχώρησε με την βοήθεια του αναρχικού, θαυμαστή του Κροπότκιν δασκάλου Σάντσεζ, στρατηγού αργότερα στον στρατό του Ζαπάτα, σε κατάρτιση του δικού του επαναστατικού αγροτικού προγράμματος «Αγιάλα».
Το πρόγραμμα προέβλεπε δήμευση και μοίρασμα στους φτωχούς αγρότες του ενός τρίτου της γης των τσιφλικάδων, δήμευση όλης της γης των ξένων και των αντιστεκόμενων στην επανάσταση, επιστροφή στους μικροϊδιοκτήτες όλων των κατασχεμένων λόγω χρεών περιουσιών τους και παροχή συντάξεων στις χήρες και τα ορφανά όλων των πεσόντων στην επανάσταση.
Πριν προχωρήσει στην κατάρτιση του «προγράμματος Αγιάλα», ο Ζαπάτα είχε έλθει σε επαφή με τις ανθούσες εκείνη την εποχή ιδέες του Αναρχισμού, στον οποίο ήδη ανήκαν ιδεολογικά πολλοί σύντροφοί του. Στις 27 του Νοέμβρη 1911 κατήγγειλε δημόσια τον Μαδέρο ως απρόθυμο να πραγματοποιήσει τις υποσχέσεις του κοινωνικού προγράμματός του και δημοσίευσε την «ζαπατίστικη» διακήρυξη για την κοινωνική αλλαγή με το σύνθημα: «Γη και Ελευθερία». Για την εφαρμογή του προγράμματός του, ο Ζαπάτα ηγήθηκε εκατοντάδων ανταρτών, απελευθερώνοντας και μοιράζοντας καλλιεργήσιμα εδάφη και σύντομα αναγορεύθηκε στρατηγός της επαναστατικής στρατιάς της περιοχής Μορέλος, που πήρε το όνομα «Απελευθερωτικός Στρατός του Νότου».
“…Τώρα, όταν βλέπετε τους εργάτες με τα Ουίντσεστερ στα χέρια, βιάζεστε να εξηγήσετε σε μας, τους αμόρφωτους ανθρώπους, πως αυτό θα προκαλέσει μόνο περισσότερη βία και λέτε (και το γνωρίζω) ότι η Ιστορία αποδεικνύει πως έχετε δίκιο. Το μόνο που θα ήθελα να ξέρω είναι πού θα βρισκόμασταν εάν πετούσαμε τα όπλα μας και στεκόμασταν εκεί έξω βγάζοντας το καπέλο μας υποκλινόμενοι στους τσιφλικάδες και στους αξιωματικούς, όπως κάναμε πριν την επανάσταση. Οι φίλοι μου μπορούν να απαντήσουν για τον εαυτό τους – όσο για μένα, ξέρουμε καλά κι εσείς κι εγώ πού θα βρισκόμουν: τρία μέτρα κάτω από το χώμα αφού θα ‘χα χορέψει στην κρεμάλα…” Εμιλιάνο Ζαπάτα
Μάταια ο Μαδέρο έστελνε ξανά και ξανά διάφορους στρατηγούς τους για να πείσουν τον Ζαπάτα να παραδώσει τα όπλα και να διαλύσει τον στρατό του, παίρνοντας την στερεότυπη απάντηση «εάν δεν βρίσκουμε τώρα το δίκιο μας που είμαστε οπλισμένοι, θα το βρούμε όταν θα είμαστε άοπλοι;».
Το χλιαρό πολιτικό κίνημα του Μαδέρο τερματίστηκε άδοξα τον Φλεβάρη του 1913, όταν ο ίδιος ανατράπηκε από τον στρατηγό Βικτοριάνο Χουέρτα και εκτελέστηκε, ωστόσο ο Ζαπάτα συνέχισε τον αγώνα αφού πρώτα φρόντισε να ενώσει τις δυνάμεις του τού Νότου με εκείνες του Βορρά υπό τον Πάντσο Βίλα, που αρχικά είχε εναντιωθεί στο «πρόγραμμα Αγιάλα».
Οι δύο επαναστάτες, που ίδρυσαν την «Αγροτική Τράπεζα Δανεισμού» και οργάνωσαν τους πρώτους αγροτικούς συνεταιρισμούς του Μεξικού, αγωνίστηκαν μαζί ενάντια στις κυβερνητικές δυνάμεις από το 1914 μέχρι το 1919, όμως ο αγώνας τους ήταν άνισος.
Παρά την ογκώδη υπεροπλία των κυβερνητικών δυνάμεων, το αγροτικό επαναστατικό κίνημα στον Νότο κατόρθωσε ωστόσο να εφαρμόσει σε μεγάλο τμήμα του το επαναστατικό πρόγραμμα ως «Κομμούνα της Μορέλος», έχοντας κοινωνικοποιήσει τα 24 εργοστάσια της ζάχαρης, έχοντας συγκροτήσει λαϊκές πολιτοφυλακές και καθιερώσει κολεκτιβισμό στην καλλιέργεια της γης από τους χωρικούς.
Σε όλη την εξεγερμένη επικράτεια χιλιάδες απλοί, αμόρφωτοι άνθρωποι όλων των ηλικιών και των δύο φύλων ύψωναν μία εντυπωσιακή αλληλεγγύη και όταν κάποτε έπεφταν στα χέρια των κυβερνητικών βάδιζαν ήρεμοι προς την κρεμάλα σιγοσφυρίζοντας τον γνωστό σκοπό «Λα Κουκαράτσα» που είχε γίνει ο ύμνος των ανταρτών.
Οι πολεμιστές του Ζαπάτα εργάζονταν στα χωράφια με τα τουφέκια στους ώμους, οπλίζονταν χτυπώντας κυβερνητικά στρατεύματα σε ενέδρες και διεξήγαγαν συστηματικό ανταρτοπόλεμο. Στο βιβλίο του «Επαναστατημένο Μεξικό», ο Τζων Ρηντ έχει καταγράψει την ελπίδα ενός «Ζαπατίστα» αξιωματικού σε ένα καλύτερο μέλλον: «όταν κερδίσουμε την Επανάσταση θα εγκαθιδρύσουμε μια κυβέρνηση για ανθρώπους, όχι για τους πλούσιους. Προχωρούμε επάνω σε γη ανθρώπων, που ανήκε πριν στους πλούσιους, τώρα όμως ανήκει σε εμένα και τους συντρόφους».
Οι ελπίδες των μαχητών του Βίλα και του Ζαπάτα, ενός μικτού λαϊκού στρατού από αγράμματους χωρικούς, αριστερούς διανοούμενους και βετεράνους της επανάστασης, δεν πραγματοποιήθηκαν. Στην διάρκεια της συντονισμένης αλλά από ένα σημείο και ύστερα απελπισμένης επαναστατικής δράσης τους, οι Ζαπάτα και Βίλα κατόρθωσαν ακόμα και να καταλάβουν προσωρινά 3 φορές την πόλη του Μεξικού (όπου οι αγράμματοι χωρικοί αντάρτες δεν προέβησαν σε ούτε μία κλοπή, θανάτωση ανθρώπου ή βιασμό), όμως το 1917 οι κυβερνητικοί, που υποστηρίζονταν από τους Αμερικανούς, κατατρόπωσαν τον στρατό του Πάντσο Βίλα.
Ο μεγάλος επαναστάτης Εμιλιάνο Ζαπάτα, ο «τίγρης του Νότου», όπως τον αποκαλούσε ο λαός, που δήλωνε ότι «είναι καλύτερα να πεθαίνει κανείς όρθιος, παρά να ζει γονατιστός», προστάτης ήρωας για τους αυτόχθονες χωρικούς και «μηδενιστής» και «αρχιλήσταρχος» για τους γαιοκτήμονες και την κυβέρνηση που τον είχε επικηρύξει, ελπίζοντας μάταια στην προδοσία από δυσαρεστημένους αντάρτες του, δολοφονήθηκε τελικά με καταιγισμό πυρών από τις κυβερνητικές δυνάμεις στις 10 του Απρίλη 1919 μετά από ενέδρα που του στήθηκε από τον στρατηγό Πάμπλο Γκονζάλες.
Λίγο μετά την εξόντωση του ηγέτη του, ο «Απελευθερωτικός Στρατός» διαλύθηκε, ενώ όμοιο τέλος με τον Ζαπάτα είχε και ο συναγωνιστής του Πάντσο Βίλα, που δολοφονήθηκε και αυτός το 1923. Για τον Ζαπάτα γράφτηκαν πολλές ιστορίες και τραγούδια, πολλά ακόμα και από την εποχή που ακόμα ζούσε, ενώ μέχρι και σήμερα ο τάφος του αποτελεί σημείο προσκυνήματος για τους ιθαγενείς του Νότιου Μεξικού. Ο ίδιος λατρεύεται από αρκετούς ως ενσάρκωση του υπερασπιστή του λαού Θεού Βοτάν των αρχαίων Μάγιας (ως Votan Zapata) και στο όνομά του (ως «Ζαπατίστικος Στρατός για την Εθνική Απελευθέρωση», «Ejercito Zapatista de Liberacion Nacional» ή EZLN ή «Ζαπατίστας») συγκροτήθηκε το 1994 το επαναστατικό κίνημα των αυτοχθόνων Ινδιάνων στην περιοχή Τσιάπας.