Το Σύμφωνο «Μόλοτοφ – Ρίμπεντροπ» και τι θέλουν να ξεχνάνε οι ιμπεριαλιστές
Οι σημερινοί απολογητές του ιμπεριαλισμού δείχνουν το Σύμφωνο «Μόλοτοφ – Ρίμπεντροπ», κρύβοντας τη Συμφωνία του Μονάχου, με την οποία οι ιμπεριαλιστές εκείνης της εποχής στήριξαν τον Χίτλερ για να τον στρέψουν ενάντια στη Σοβιετική Ενωση
Υπενθυμίζουμε ότι το Σύμφωνο «Μόλοτοφ – Ρίμπεντροπ», στις συνθήκες που επικρατούσαν το 1939, ήταν το μοναδικό μέσο άμυνας που είχε απομείνει στη Σοβιετική Ενωση. Εξασφάλισε στη χώρα 21 πολύτιμους μήνες ειρήνης, που κατόπιν αποδείχτηκαν ανεκτίμητοι στην πολεμική της προετοιμασία ενόψει της αναπόφευκτης γερμανικής επίθεσης.
Ο ισχυρισμός ότι η Σοβιετική Ενωση είναι συνένοχη για το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, γιατί υπέγραψε το 1939 το Σύμφωνο μη επίθεσης με τη ναζιστική Γερμανία, αποτελεί το βασικό ιστορικό υπόβαθρο της αντιδραστικής θεωρίας των δύο άκρων, που επιδιώκει να ταυτίσει τους φασίστες με τους κομμουνιστές και το ταξικό εργατικό κίνημα. H αστική αναθεώρηση επιχειρεί να εμφανίσει ως μόνους ειλικρινείς αντιπάλους του φασισμού την άλλη πολιτική έκφραση της δικτατορίας του κεφαλαίου: Τις αστικές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες (ΗΠΑ, Βρετανία και Γαλλία).
Σκόπιμα αποσιωπά το βασικό ιστορικό δίδαγμα της περιόδου του Μεσοπολέμου: Οτι όλα τα αστικά καθεστώτα, φασιστικά και «δημοκρατικά», είχαν ως κύριο κοινό αντίπαλό τους τη σοβιετική εξουσία και το επαναστατικό κίνημα παγκόσμια, δηλαδή τις μοναδικές δυνάμεις που πάλευαν για να εξαλείψουν την αιτία που γεννά το φασιστικό ρεύμα, τον μονοπωλιακό καπιταλισμό.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν αποτέλεσμα της όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, αλλά και της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1929-1933, που, παρά την όποια μικρή αναζωογόνηση στη δεκαετία του ’30, δεν ξεπεράστηκε. Ο πόλεμος, ως διέξοδος, αποτελούσε το μέσο για το εδαφικό ξαναμοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στις τότε ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Την ίδια περίοδο, το βασικό περιεχόμενο των διεθνών εξελίξεων καθοριζόταν βασικά από την αντίθεση ανάμεσα στο σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό, που εκφραζόταν ως αντίθεση ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και τα καπιταλιστικά κράτη. Οι αστικές κυβερνήσεις επιδίωκαν να τσακίσουν το σοσιαλισμό. Απ’ αυτόν το σκοπό καθοδηγούνταν και στο γερμανικό ζήτημα οι κυβερνήσεις των νικηφόρων κρατών. Τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη, μετά την αποτυχία της στρατιωτικής επέμβασής τους κατά του σοβιετικού κράτους, στα πρώτα δυο χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, δεν εγκατέλειψαν τα σχέδιά τους για την εξόντωση του σοσιαλισμού με την ένοπλη βία. Στόχευαν στη συντριβή του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στον κόσμο, της ΕΣΣΔ, και στην ανατροπή του σοσιαλισμού, ώστε να ξανακερδίσουν έναν χαμένο κρίκο στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα.
Η Γερμανία, παρά το ότι είχε ηττηθεί στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά την επιβολή σκληρών όρων με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών από τους νικητές (Αγγλία, Γαλλία), εξακολουθούσε να είναι ιμπεριαλιστική δύναμη.
Η Αγγλία και η Γαλλία γνώριζαν ότι η Γερμανία μπορούσε πάλι να προπορευτεί απ’ τις άλλες καπιταλιστικές χώρες. Λογικά οι αστικές τάξεις της Αγγλίας και της Γαλλίας θα έπρεπε με όλες τους τις δυνάμεις να εμποδίσουν την οικονομική αναγέννηση και τη στρατιωτική ανάπτυξη της Γερμανίας. Ομως, ΗΠΑ, Αγγλία και Γαλλία κατέστρωναν ήδη σχέδια για νέες αντισοβιετικές πολεμικές περιπέτειες. Και προσπαθώντας να βρουν τις απαραίτητες στρατιωτικές δυνάμεις για να πραγματοποιήσουν αυτά τους τα σχέδια, έστρεψαν την προσοχή τους προς τη Γερμανία. Γιατί παράλληλα με τους ανταγωνισμούς του κεφαλαίου υπήρχε και ο κοινός εχθρός, ο μπολσεβικισμός. Οχι μόνο ως ιδεολογία και πολιτική, αλλά ως κρατική οντότητα και οργάνωση της εργατικής τάξης και των συμμάχων της στην Ενωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών.
Ετσι συνέβαλαν τα μέγιστα για την αναγέννηση της οικονομικής και πολεμικής ισχύος της Γερμανίας. Απ’ το 1924 – 1925 τα καπιταλιστικά κράτη της Δυτικής Ευρώπης εφάρμοσαν μια τέτοια πολιτική. Η Γερμανία ανορθώθηκε οικονομικά με τα σχέδια Ντοζ (1924) και Γιανκ (1929), τα οποία εμπνεύστηκαν κι έθεσαν σε εφαρμογή οι κύριοι εκπρόσωποι του αμερικανικού και του αγγλογαλλικού χρηματιστικού κεφαλαίου.
Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο που με την εφαρμογή αυτών των σχεδίων τα μεγαλύτερα αμερικανικά μονοπώλια («Στάνταρντ Οϊλ», «Τζένεραλ Ελέκτρικ», «Τζένεραλ Μότορς», «Ιντερνάσιοναλ Τέλεγκραφ εντ Τέλεφον Κόμπανι», «Φορντ», «Ανακόντα» κ.λπ.) διεισδύσανε στη γερμανική βιομηχανία με τη μέθοδο των απευθείας επενδύσεων.
Στην καθαρά πολεμική παραγωγή, η πρόοδος της ναζιστικής Γερμανίας, χάρη στα ξένα κεφάλαια, υπήρξε εντυπωσιακή. Στα χρόνια 1933-’39, τα πολεμικά έξοδα της Γερμανίας αυξήθηκαν περισσότερο από 12 φορές, ενώ η γερμανική πολεμική παραγωγή αυξήθηκε 22 φορές. Οι Ενοπλες Δυνάμεις της την 1η Σεπτέμβρη του 1939 έφταναν τα 4,6 εκατ. άνδρες και διέθεταν 26 χιλ. πυροβόλα και όλμους, 3,2 χιλ. άρματα μάχης, 4,4 χιλ. πολεμικά αεροπλάνα, 115 πολεμικά πλοία (από αυτά 57 υποβρύχια).
Ηδη από τη δεκαετία του 1930 η χιτλερική κυβέρνηση είχε επιδοθεί σε μια διπλωματική, στρατηγική και οικονομική προπαρασκευή του Παγκόσμιου Πολέμου.
Τον Οκτώβρη του 1933, η Γερμανία εγκατέλειψε τη Διάσκεψη της Γενεύης για τον αφοπλισμό και κατέθεσε δήλωση αποχώρησης από την Κοινωνία των Εθνών.
Στις 16 Μάρτη 1935, ο Χίτλερ παραβίασε τα άρθρα, τα σχετικά με τον πόλεμο, που περιλαμβάνονταν στη Συνθήκη Ειρήνης των Βερσαλλιών του 1919 και κήρυξε στη χώρα γενική επιστράτευση.
Τον Μάρτη του 1936, τα γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν την αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη της Ρηνανίας.
Τον Νοέμβρη του 1936, η Γερμανία και η Ιαπωνία υπέγραψαν το «αντικομμουνιστικό σύμφωνο» (ενάντια στη Γ’ Διεθνή), στο οποίο το 1937 προσχώρησε και η Ιταλία.
Αυτή η δραστηριότητα οδήγησε σε μια σειρά διεθνείς πολιτικές κρίσεις και τοπικούς πολέμους.
Στη δεκαετία του ’30 άρχισαν επιθετικοί ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι με την εισβολή της Ιαπωνίας στην Κίνα (άρχισε το 1931), την εισβολή της Ιταλίας στην Αιθιοπία (1935-1936) και τη γερμανοϊταλική επέμβαση στην Ισπανία (1936-1939).
Η Γερμανία, επωφελούμενη από την πολιτική της λεγόμενης «μη επέμβασης», που ακολουθούσαν η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία, κατέλαβε τον Μάρτη του 1938 την Αυστρία και άρχισε να προετοιμάζει επίθεση κατά της Τσεχοσλοβακίας, η οποία είχε υπογράψει συμφωνίες με τη Γαλλία το 1924 και με την ΕΣΣΔ το 1935, που πρόβλεπαν στρατιωτική βοήθεια αυτών των κρατών στην Τσεχοσλοβακία.
Είναι η περίοδος κατά την οποία το γερμανικό κεφάλαιο κάνει καθαρή επίσης την επιδίωξή του να μετατρέψει τις Βαλτικές χώρες σε μια βάση για επίθεση ενάντια στη Σοβιετική Ενωση και να αποσπάσει τη σοβιετική Ουκρανία από την ΕΣΣΔ.
Παράλληλα, η βρετανική αστική τάξη επιχειρούσε να κατευθύνει την επιθετικότητα της Γερμανίας προς τη Σοβιετική Ενωση, να ενδυναμώσει τις αντισοβιετικές τάσεις, όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά και στην Ιαπωνία και την Πολωνία.
Η Ιαπωνία προετοιμαζόταν για έναν αντεπαναστατικό πόλεμο ενάντια στη Σοβιετική Ενωση στην Απω Ανατολή, πράγμα που βρήκε την έκφρασή του σε ανοιχτές πολεμικές συγκρούσεις ήδη από το 1938 (μάχη της λίμνης Χασάν) και ιδιαίτερα το 1939 (μάχες του Χάλκιν-Γκολ).
Το 1938 αποτέλεσε μια εξαιρετικά αποκαλυπτική χρονιά, όσον αφορά τους σχεδιασμούς των ιμπεριαλιστικών επιτελείων απέναντι στη Σοβιετική Ενωση, αλλά και σχετικά με το πόσο απατηλή ήταν η ελπίδα ότι οι μικρότεροι λαοί μπορούσαν να «ακουμπήσουν» πάνω στα μεγάλα ιμπεριαλιστικά κράτη για την εθνική ανεξαρτησία τους.
Η προσάρτηση της Αυστρίας στη Γερμανία τον Μάρτη του 1938 αποτέλεσε μια σημαντική δοκιμή, προκειμένου να πληροφορηθούν οι ναζί ποιες θα ήταν οι αντιδράσεις των «δημοκρατικών δυνάμεων». Η Αγγλία και η Γαλλία ούτε σάλεψαν και δύο μήνες μετά από την Αυστρία, οι Γερμανοί ιμπεριαλιστές στράφηκαν προς έναν νέο στόχο: Την Τσεχοσλοβακία.
Μπροστά στον ολοκάθαρο κίνδυνο γερμανικής εισβολής στην Τσεχοσλοβακία, η Σοβιετική Ενωση ενημέρωσε τη γαλλική κυβέρνηση ότι ήταν έτοιμη να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της που απορρέαν από το σοβιετικο-τσεχοσλοβάκικο Σύμφωνο αμοιβαίας βοήθειας του 1935 και να παράσχει ένοπλη υποστήριξη στην Τσεχοσλοβακία. Ζητούσε να πληροφορηθεί τις γαλλικές προθέσεις, μια που ο όρος για ένοπλη βοήθεια ίσχυε μόνο στην περίπτωση που και η Γαλλία, που δεσμευόταν και αυτή με ανάλογο σύμφωνο με την Τσεχοσλοβακία, στρεφόταν εναντίον της Γερμανίας.
Οι κυβερνήσεις της Γαλλίας, αλλά και της Αγγλίας, όχι μόνο δεν απάντησαν στις σοβιετικές αυτές προτάσεις, αλλά με έμμεσους τρόπους υπονόησαν ότι η καλύτερη λύση για το τσεχοσλοβάκικο ζήτημα ήταν η παραχώρηση της περιφέρειας των Σουδητών στη Γερμανία.
Στην υπόθεση «Τσεχοσλοβακία» τελικά οι ιμπεριαλιστές έδωσαν λύση με τη Συμφωνία του Μονάχου.
Τον Σεπτέμβρη του 1938 έγινε συνάντηση Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας, Γερμανίας και Ιταλίας, στο Μόναχο, όπου η Τσεχοσλοβακία συμφωνήθηκε να δοθεί στον Χίτλερ.
Χωρίς ουσιαστικά να γίνει συζήτηση, αφού ήδη η κυβέρνηση της Τσεχοσλοβακίας είχε προειδοποιηθεί με τελεσίγραφο της Μεγάλης Βρετανίας να δεχτεί τους όρους της Γερμανίας, δηλαδή την προσάρτηση στη Γερμανία εδαφών της με γερμανικό πληθυσμό (περιοχή των Σουδητών).
Αποτέλεσμα της Συμφωνίας του Μονάχου ήταν οι κυβερνήσεις της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας, με την υποστήριξη των ΗΠΑ, να επιβάλουν τους όρους της Γερμανίας στην Τσεχοσλοβακία και ουσιαστικά να συμφωνήσουν για την κατάληψη, από τη Γερμανία, της περιοχής των Σουδητών, υπολογίζοντας με τον τρόπο αυτό να ανοίξουν στη Γερμανία «το δρόμο προς Ανατολάς».
Οι ψευτοθριαμβολογίες των Αγγλογάλλων ιμπεριαλιστών, ότι με τη Συμφωνία «η παγκόσμια ειρήνη είχε εξασφαλιστεί για 50 χρόνια τουλάχιστον», αποδείχτηκαν πολύ γρήγορα κενό γράμμα. Στην πραγματικότητα, η αιχμή της Συμφωνίας του Μονάχου στρεφόταν εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης. Η Συμφωνία όχι μόνο δεν απομάκρυνε τον κίνδυνο ενός νέου Παγκόσμιου Πολέμου, αλλά τον έφερνε ακόμα πιο κοντά.
Ενα σημαντικό γεγονός, που σκόπιμα αποκρύβεται από τους κάθε απόχρωσης σοβιετολόγους, είναι ότι η Σοβιετική Ενωση, παρά την υπογραφή της άθλιας Συμφωνίας του Μονάχου (που τινάχτηκε στον αέρα με την κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας από τους ναζί τον Μάρτη του 1939), αφιέρωσε το 1939 προσπάθειες αρκετών μηνών προκειμένου να υπογραφεί ένα σύμφωνο αμοιβαίας βοήθειας με την Αγγλία και τη Γαλλία, πριν οδηγηθεί τελικά στην υπογραφή του Συμφώνου μη επίθεσης με τη Γερμανία.
Ηδη ελάχιστα 24ωρα μετά την κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας, η σοβιετική πλευρά πρότεινε τη διεξαγωγή συνδιάσκεψης Αγγλίας, Γαλλίας, ΕΣΣΔ, Τουρκίας, Πολωνίας και Ρουμανίας, προκειμένου να συζητηθούν συγκεκριμένες ενέργειες απέναντι σε παραπέρα επιθετικές ενέργειες της Γερμανίας.
Η αγγλική κυβέρνηση απέρριψε την πρόταση, ενώ η αντιδραστική πολωνική κυβέρνηση αρνήθηκε να βάλει την υπογραφή της δίπλα σε αυτήν της Σοβιετικής Ενωσης! Αντίθετα, το αμέσως επόμενο διάστημα Αγγλία και Γαλλία προχώρησαν σε παροχή μονομερών εγγυήσεων προς την Πολωνία και τη Ρουμανία, εγγυήσεις που, δίχως τη συμβολή της Σοβιετικής Ενωσης, δεν μπορούσαν να έχουν κανένα πρακτικό αντίκρισμα.
Τελικά, η ίδια η πίεση των εξελίξεων ανάγκασε την Αγγλία και τη Γαλλία να μπουν (με πολύ μεγάλη καθυστέρηση) σε μια διαδικασία διαπραγματεύσεων, στη βάση της πρότασης που έκανε η Σοβιετική Ενωση στις 17 Απρίλη για τη σύναψη ενός τριμερούς συμφώνου αμοιβαίας βοήθειας (μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας και ΕΣΣΔ) και στρατιωτικής συμφωνίας που να το στηρίζει.
Η πορεία αυτών των διαπραγματεύσεων απέδειξε ότι οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις βρίσκονταν μόνο με το ένα πόδι μέσα σε αυτές. Η άρνηση να διεξαγάγουν τις διαπραγματεύσεις σε επίπεδο υπ. Εξωτερικών, οι περιορισμένες αρμοδιότητες που εκχωρούσαν στις αντιπροσωπείες τους και η παραπομπή της στρατιωτικής συμφωνίας σε δεύτερο επίπεδο είναι ορισμένες πολύ χαρακτηριστικές πλευρές της σκόπιμης κωλυσιεργίας, έως και του ανοιχτού σαμποταρίσματος, από μέρους των ιμπεριαλιστών.
Χρειάζεται να αναφερθεί εδώ ότι τον Ιούλη, όταν οι διαπραγματεύσεις βρίσκονταν σε κρίσιμο σημείο, η αγγλική κυβέρνηση πραγματοποίησε μυστικές συνομιλίες με τους Γερμανούς (το περιεχόμενό τους έγινε γνωστό μετά τον πόλεμο), στις οποίες συζητήθηκαν η πιθανότητα σύναψης ενός συμφώνου μη επίθεσης Αγγλίας – Γερμανίας, μια συμφωνία για κατανομή των σφαιρών επιρροής και εκμετάλλευση των αποικιών κ.τ.λ.
Η τελική φάση των συνομιλιών στη Μόσχα που αφορούσαν τη στρατιωτική συμφωνία των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων με τη Σοβιετική Ενωση έδειξε ότι οι κυβερνήσεις Αγγλίας και Γαλλίας δεν ήθελαν στην πραγματικότητα να συνάψουν ένα αποτελεσματικό τριμερές σύμφωνο αμοιβαίας βοήθειας. Αντίθετα, πόνταραν σε έναν πόλεμο μεταξύ Γερμανίας και Σοβιετικής Ενωσης. Από τη μεριά της Σοβιετικής Ενωσης και με τη γερμανική επίθεση στην Πολωνία να θεωρείται σχεδόν δεδομένη, ήταν επιτακτικό να βρεθεί ένας διαφορετικός δρόμος, προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα καθήκοντα υπεράσπισης του εργατικού κράτους και του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος.
Προς το τέλος του 1938 η ναζιστική Γερμανία άρχισε διπλωματική επίθεση κατά της Πολωνίας, δημιουργώντας τη λεγόμενη κρίση του Ντάντσιχ, που σήμαινε ότι, με το πρόσχημα των αξιώσεων για την εξάλειψη των «αδικιών της Συνθήκης Ειρήνης των Βερσαλλιών», σχετικά με την ελεύθερη ζώνη της πόλης Ντάντσιχ, έψαχναν αφορμή να πραγματοποιήσουν εισβολή στην Πολωνία.
Τον Μάρτη του 1939 η Γερμανία κατέλαβε ολόκληρη την Τσεχοσλοβακία.
Στη συνέχεια κατέλαβε την περιοχή Μέμελ της Λετονίας και επέβαλε στη Ρουμανία υποδουλωτικό «οικονομικό» σύμφωνο.
Η Ιταλία τον Απρίλη του 1939 κατέλαβε την Αλβανία.
Σαν απάντηση στη διεύρυνση της φασιστικής εισβολής, οι κυβερνήσεις της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας, για να περιφρουρήσουν τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντά τους στην Ευρώπη, υποσχέθηκαν «εγγυήσεις ανεξαρτησίας» σε Πολωνία, Ρουμανία, Ελλάδα και Τουρκία.
Η Γαλλία ανέλαβε επιπλέον την υποχρέωση να δώσει στρατιωτική βοήθεια στην Πολωνία σε περίπτωση επίθεσης της Γερμανίας εναντίον της.
Τον Απρίλη – Μάη του 1939 η Γερμανία κατάγγειλε την αγγλοαμερικανική ναυτική συμφωνία του 1935, ακύρωσε το σύμφωνο μη επίθεσης με την Πολωνία, που υπογράφτηκε το 1934, και έκλεισε με την Ιταλία το λεγόμενο Χαλύβδινο σύμφωνο, με βάση το οποίο η ιταλική κυβέρνηση υποχρεωνόταν να βοηθήσει τη Γερμανία.
Σε αυτές τις συνθήκες, τον Αύγουστο του 1939 υπογράφηκε το γερμανο-σοβιετικό Σύμφωνο μη επίθεσης. Τα γεγονότα αποδεικνύουν ότι ο ελιγμός της ΕΣΣΔ με την υπογραφή του Συμφώνου «Μόλοτοφ – Ρίμπεντροπ» ήταν μονόδρομος, για να εξασφαλιστούν 21 κρίσιμοι μήνες για τη σοβιετική πολεμική προετοιμασία, για να δοθούν με καλύτερους όρους οι μεγάλες μάχες της Μόσχας και του Στάλινγκραντ.
Η κόκκινη γραμμή που διατρέχει τη σοβιετική εξωτερική πολιτική είναι η τιτάνια μάχη που δίνει το εργατικό κράτος τη δεκαετία του 1930 για να προλάβει να ολοκληρώσει την πολεμική προετοιμασία του και να καθυστερήσει όσο μπορούσε την αναμενόμενη γερμανική επίθεση. Σ’ αυτήν την κατεύθυνση, είχε ιδιαίτερη σημασία να αξιοποιηθούν από τη σοβιετική εξωτερική πολιτική όλες οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, ώστε να μη σχηματιστεί ένα ενιαίο μέτωπο στήριξης από όλα τα ιμπεριαλιστικά κέντρα της στρατιωτικής επίθεσης ενάντια στην ΕΣΣΔ.
Εδώ και πολλές δεκαετίες, έχει γίνει πια κοινός τόπος η αντικομμουνιστική συκοφαντία ότι ένα από τα βασικά αποτελέσματα του Συμφώνου μη επίθεσης Σοβιετικής Ενωσης – Γερμανίας ήταν η «από κοινού εισβολή και ο διαμελισμός της Πολωνίας» τον Σεπτέμβρη του 1939. Ας δούμε επιγραμματικά τις σχετικές προβλέψεις της συμφωνίας και τις πραγματικές εξελίξεις:
Η πρόβλεψη στο Σύμφωνο μιας γραμμής οριοθέτησης, πέρα από την οποία τα γερμανικά στρατεύματα δεν επιτρεπόταν να εισέλθουν, δημιουργούσε θεωρητικά τη δυνατότητα η πολωνική κυβέρνηση να αποσυρθεί, μετά από μια ενδεχόμενη ήττα της, στα ανατολικά εδάφη της Πολωνίας και το πολωνικό κράτος, οπλισμένο και εχθρικό απέναντι στη Γερμανία, να λειτουργήσει ως ένα αμορτισέρ μεταξύ της Γερμανίας και των σοβιετικών συνόρων.
Η ραγδαία όμως κατάρρευση της αστικής πολωνικής κυβέρνησης και του στρατού μέσα σε λιγότερο από δύο βδομάδες από τη γερμανική εισβολή την 1η του Σεπτέμβρη, δημιούργησε νέα δεδομένα που δεν επέτρεψαν τέτοιους σχεδιασμούς. Οι λίγες όμως αυτές μέρες ήταν αρκετές για να δείξουν ότι οι χιτλερικοί είχαν και σχέδια εναλλακτικά προς το Σύμφωνο με τη Σοβιετική Ενωση, όπως τη δημιουργία μιας «ανεξάρτητης Δυτικής Ουκρανίας» στην ανατολική Πολωνία.
Η πιθανότητα δημιουργίας ενός αντισοβιετικού προτεκτοράτου στα σύνορά της δεν άφηνε πολλά περιθώρια στη Σοβιετική Ενωση.
Ετσι, στις 17 Σεπτέμβρη ο Κόκκινος Στρατός πέρασε τα σύνορα και ανέλαβε τον έλεγχο στα ανατολικά εδάφη τού μέχρι τότε πολωνικού κράτους. Εχει ιδιαίτερη σημασία να τονιστεί ότι η Σοβιετική Ενωση επέκτεινε με αυτόν τον τρόπο την κυριαρχία της σε περιοχές όπου η πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν είτε Ουκρανοί είτε Λευκορώσοι. Επρόκειτο για σοβιετικά εδάφη που είχαν καταληφθεί το 1920 από τον πολωνικό στρατό του Πιλσούντσκι.
Η διαστρέβλωση σχετικά με το Σύμφωνο «Μόλοτοφ – Ρίμπεντροπ», που επιχειρείται από τα επιτελεία της αστικής τάξης, έχει στόχο να τραβήξει την προσοχή μακριά από το γεγονός εκείνο που αποτελούσε πραγματικά μια συμφωνία διαμελισμού: Το Σύμφωνο του Μονάχου, τον Σεπτέμβρη του 1938, με το οποίο Αγγλία και Γαλλία συμφώνησαν στο διαμελισμό της Τσεχοσλοβακίας, ενίσχυσε για μια ακόμα φορά τον Χίτλερ με σαφή τον σχεδιασμό να στρέψουν τα γερμανικά στρατεύματα κατά της ΕΣΣΔ.
Τα σχέδια των ιμπεριαλιστών έγιναν σκόνη από τον Κόκκινο Στρατό, με μεγάλο βέβαια τίμημα. Η άμυνα στην αρχή και η νίκη στη συνέχεια στοίχισαν στο σοβιετικό λαό πάνω από 20 εκατομμύρια ζωές, 25 εκατ. εκατομμύρια άνθρωποι έμειναν άστεγοι, η χώρα έχασε το 30% του εθνικού πλούτου.
Αυτός ο πόλεμος επιβλήθηκε στη Σοβιετική Ενωση από τον γερμανικό φασισμό και ήταν η πιο μεγάλη ένοπλη επίθεση των τότε δυνάμεων κρούσης του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού ενάντια στο σοσιαλισμό, ήταν μια σκληρή δοκιμασία για τη μοναδική τότε σοσιαλιστική χώρα. Η ύπουλη επίθεση της χιτλερικής Γερμανίας εναντίον των Σοβιέτ τον Ιούνη του 1941 προετοιμάστηκε από την παγκόσμια αντίδραση, η οποία απόβλεπε στην εξαφάνιση του πρώτου στον κόσμο σοσιαλιστικού κράτους της ΕΣΣΔ, που ήταν φάρος για τους λαούς του κόσμου, στο μοίρασμα των πλούσιων εδαφών του και την υποδούλωση των λαών. Ο ίδιος ο Αδ. Χίτλερ, τον Φλεβάρη του 1945, δήλωσε: «Κύριο καθήκον της Γερμανίας, σκοπός της ζωής μου και έννοια της ύπαρξης του εθνικοσοσιαλισμού είναι η εξόντωση του μπολσεβικισμού».
Τελικά ήταν οι μπολσεβίκοι αυτοί που κάρφωσαν την κόκκινη σημαία στο Ράιχσταγκ. Και θα παραμείνει άσβεστη, φωτεινή ιστορική αλήθεια ότι ο σοσιαλισμός και η πρωτοπόρα πάλη των κομμουνιστών μαζί με τους λαούς, στον απελευθερωτικό αγώνα, νίκησαν το φασισμό.
Οι απολογητές του σάπιου καπιταλισμού και της ιμπεριαλιστικής ΕΕ επιτίθενται στο σοσιαλισμό – κομμουνισμό με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον και όχι στο παρελθόν, επειδή θέλουν να θωρακίσουν το βάρβαρο σύστημα από τη μόνη πραγματική και ρεαλιστική διέξοδο για το λαό, που δεν είναι άλλη από την ανατροπή αυτής της σαπίλας.
Θ.Λ
Πηγή: Ριζοσπάστης