Λατομικά κι απόβλητα…
Στο κάτω κάτω της γραφής πώς να συνδιαλλαγείς βρε αδερφέ μ’ αυτούς που ευαγγελίζονται τη γρανιτένια τους θέληση να σε πείσουν πως πρέπει να τους αφήνεις να κερδίζουν σκάβοντας το λάκκο σου και με τα κέρδη και την ανάπτυξή τους να σε πλακώνουν…
Μισόν αιώνα πίσω γυρνάει, όχι το μυαλό κι οι ωραίες αναμνήσεις μου, αλλά η ζωή κι ο πόνος, και φρίκη της εκμετάλλευσης των ανθρώπων απ’ τους ανθρώπους, που τη βαφτίζουν και… πράσινη πολιτική, και υπέρ των αδυνάτων, κι άλλα τέτοια μαυριδερά σαν άρρωστα σκατά που πλασάρονται για ιδεολογικό χαβιάρι.Περνάμε με τη μάνα μου από ένα λατομείο μαρμάρου, στο νέο δρόμο Εθνικής Αθήνας – Πάτρας, πάνω απ’ το Λόγγο του Αιγίου όπου παραθερίζαμε φθηνά τσούρμο οικογένειες. Είχαμε πάρει το πρώτο με δόσεις αμάξι της ψιλοσυμφοράς, Σκόντα γκρι, που ως εκ του… παραπετάσματος το σταμάταγε ευκολότερα ο τροχαίος.
Πάντα με τρόμαζαν, σαν ξεκοίλιασμα της γης, οι τρύπες των λατομείων που έχασκαν στα βουνά. Με δεκάχρονου παιδιού φόβο και λογική, βλέπω ένα φορτηγό, με εργάτες πάνω στην καρότσα σύριζα στη μαρμαροπλαγιά. «Ρε μαμά δε φοβούνται», λέω, «μην και πέσει κάνας βράχος τόσο κοντά που είναι;». Μου ‘πε να μη βάνω κακό με το νου μου και γυρίσαμε και ξαπλώσαμε για τη σιέστα που μισούσα μια ζωή ως υποχρεωτική διά την υγείαν μας. Μας ξυπνάνε καμπάνες συμφοράς. Λυσσάνε συναγερμό. Το χωριό στο πόδι. Στο λατομείο έγινε το κακό του νου μου, που είχε την παιδική αφέλεια να παραξενευτεί απ’ την τόση έλλειψη προστασίας των εργατών κι όχι απλώς «διαίσθηση». Εννιά νεκρά παλικάρια. Δυο χωριά ξεκληρίστηκαν. Έκτοτε μέσα μου χάσκει η πληγή και μια πέτρα στα σωθικά μου συστρέφεται κάθε που ακούω για μακρονησιώτικα και ναζιστικά μαρτύρια, για σπάσιμο πετρών προς τέρψιν κτηνών…
Κι έρχομαι σήμερα, και διαβάζω κι αναγουλιάζω, πως κάποιοι σοφοί, μπορεί και συνομήλικοι είτε με μένα είτε με τα νεκρά παλικαρόπουλα, που θένε, λέει, να μας σώσουνε απ’ τα σκουπίδια, μετατρέποντας στην Αττική γη, τα εγκαταλελλειμένα λατομεία σε χωματερές! Να γεμίσουνε τις πληγές που δεν βγάζουν τάλαρα, με δυσώδη ανεπεξέργαστα κατάλοιπα ενός στασιμοπληθωριστικού πολιτισμού του κερδώου κώλου. Κι ακούω και την κραυγή της φυλής των ανθρώπων που έχουν ακόμη οσμή και όραση και αφή και ακοή, να βγαίνουν στους δρόμους να ουρλιάζουν πως δεν χωράει, στην κορεσμένου ΧΥΤΑ Φυλή κι άλλη χωματερή εγγύτερη στα σπίτια, στον κοινωνικό ιστό της πόλης. Πολιτικά, αναπτυξιακά, επιτελικά… επιχειρήματα δεν ακούω, δεν συζητάω, δεν αντέχω. Παρά μόνο άμα τους πάρω με τις πέτρες. Αυτές που στα χέρια των εργατών, των λατόμων, των οικοδόμων και των γλυπτών, γίνονται θαύματα κι όχι τάφοι ανθρώπων και πολιτισμού στο βωμό του κέρδους. Σε μια εποχή που η τεχνολογία και η επιστήμη, η σοφία του συλλογικού μόχθου, θα μπορούσε να είναι προϊόν της γης και όχι φονιάς της.
Στο κάτω κάτω της γραφής πώς να συνδιαλλαγείς βρε αδερφέ μ’ αυτούς που ευαγγελίζονται τη γρανιτένια τους θέληση να σε πείσουν πως πρέπει να τους αφήνεις να κερδίζουν σκάβοντας το λάκκο σου και με τα κέρδη και την ανάπτυξή τους να σε πλακώνουν…
Σημείωση: Το άρθρο της Λιάνας Κανέλλη αναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου 31/8 – 1/9 2019