Ο Ν. Καββαδίας, ο Θρ. Καστανάκης και η χορεύτρια κοντεσίνα Φελιτσιτά
Μια βαθιά φιλία, σφυρηλατημένη στη διάρκεια του χρόνου και η αισθησιακή χορεύτρια με το τραγικό τέλος που συγκίνησε τον Νίκο Καββαδία.
Μπορεί από μόνη της η έγνοια της υστεροφημίας ν’ αποτελέσει κίνητρο για να γίνει κάποιος καλός λογοτέχνης; Ανάμεσα στις σκέψεις, τα ερεθίσματα, τα στοιχεία, τα συναισθήματα που στριμώχνονται στις «κεραίες» ενός συγγραφέα και αναζητούν το δρόμο να γίνουν λέξεις συνδεμένες στο χαρτί, κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, υπάρχει χώρος για ν’ αναπνέουν τέτοιες προσωπικές μικρότητες και ανασφάλειες; Ακόμα κι αν κάποιους δεν θα τους ενδιέφερε μια τέτοια προοπτική, θα ένοιωθαν δικαιωμένοι ή τουλάχιστον ικανοποίηση, αν γνώριζαν προκαταβολικά ότι μετά θάνατο το έργο τους θα αγκαλιαζόταν από τις επόμενες γενιές και η ζωή τους θ’ αποτελούσε ενδιαφέρον πεδίο έρευνας.
Ο Νίκος Καββαδίας και ο Θράσος Καστανάκης ευτύχησαν οι επόμενες γενιές να ασχολούνται και με το έργο και με τη ζωή τους. Σίγουρα όχι στον ίδιο βαθμό, αλλά δεν είναι αυτό που μειώνει ή ενισχύει την αξία ενός συσσωρευμένου λογοτεχνικού έργου και του δημιουργού του. Και ας μας επιτραπεί εδώ να σημειώσουμε, χωρίς να εστιάζουμε στους δυο προαναφερόμενους, αλλά ανοίγοντας το πλάνο, ότι ζυγαριά που να μετράει την αξία ενός έργου δεν έχει ακόμα εφευρεθεί. Το αν ένα έργο θα αγγίξει, γοητεύσει, εμπνεύσει, κερδίσει τον αναγνώστη και θα γίνει κτήμα των ανθρώπων, δεν συμβαδίζει απαραίτητα με τις κατευθυντήριες γραμμές των ειδικών. Αντίθετα μπορεί και να έρθει σε αντίθεση, να συγκρουστεί με αυτές. Το αν ένα αναγνωρισμένο έργο βρει ανάλογη ανταπόκριση και στις επόμενες γενιές, αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα, που το επηρεάζουν και παράγοντες που δεν έχουν σχέση με την αξία του ίδιου του έργου.
Το πρώτο εκδομένο βιβλίο του Θράσου Καστανάκη (1901-1967) ήταν μια ποιητική συλλογή. Γρήγορα όμως ο συγγραφέας στράφηκε στην πεζογραφία και καθιερώθηκε ανάμεσα στους πιο σημαντικούς λογοτέχνες της λεγόμενης «γενιάς του ’30» δίνοντας αρκετά μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων. Όπως έχει συμβεί και με άλλους, ο Θ. Καστανάκης έγινε περισσότερο γνωστός όταν το μυθιστόρημά του «Χατζημανουήλ» διασκευάστηκε κι έγινε τηλεοπτική σειρά, που προβλήθηκε από την κρατική τηλεόραση στις αρχές της δεκαετίας του ’80.
Η στενή φιλική σχέση του Νίκου Καββαδία με τον Θράσο Καστανάκη ξεκίνησε από τη νεαρή τους ηλικία και διατηρήθηκε μέχρι που ο δεύτερος έφυγε, άρρωστος, πρόωρα από τη ζωή. Πλευρές αυτής της σχέσης φωτίζονται από τη δημοσίευση μέρους της αλληλογραφίας τους (αφορούν το χρονικό διάστημα από το 1936 έως το 1955), στο βιβλίο του Μιχάλη Γελασάκη «Νίκος Καββαδίας – Ο αρμενιστής ποιητής» (εκδ. Άγρα, Αθήνα 2018). Στα γράμματα του Νίκου Καββαδία προς τον Θράσο Καστανάκη είναι ευδιάκριτη η αλληλοεκτίμηση, ο σεβασμός και η αγάπη που συνδέει τους δυο άντρες. Ο Καββαδίας εκφράζεται με θαυμασμό και ευγνωμοσύνη προς τον Καστανάκη, που μέσω του ίδιου μπόρεσε να γνωρίσει αρκετούς πνευματικούς ανθρώπους, με πιο χαρακτηριστικό ίσως παράδειγμα τον Νίκο Καζαντζάκη. Αλλά δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος. Σε συνέντευξή του που δημοσιεύεται στο ίδιο βιβλίο, ο ποιητής αναφέρεται στη στάση του Καστανάκη στην Κατοχή, χαρακτηρίζοντάς τον «παλικάρι», που «όταν ήτανε να δώσει την υπογραφή του για να σώσει κανένα κεφάλι, την έδινε πάντα».
Το 1928 κυκλοφορεί στο Παρίσι το βιβλίο «Η χορεύτρια κοντεσίνα Φελιτσιτά» (εκδ. Αγών και Βιβλιοπωλείο της Εστίας), μια συλλογή τεσσάρων διηγημάτων του Θράσου Καστανάκη που γράφτηκαν από το 1924 ως τη χρονιά της έκδοσης. Το ομότιτλο διήγημα του βιβλίου είναι αφιερωμένο από τον συγγραφέα στον Νίκο Καββαδία. Πολλά χρόνια αργότερα, το 1955, ο Καββαδίας σε γράμμα του προς τον Καστανάκη θα εκφράσει το θαυμασμό του γι’ αυτό το διήγημα. Έχουν προηγηθεί τα καλά του λόγια του Καστανάκη για τη «Βάρδια», το μυθιστόρημα του Καββαδία, που κυκλοφόρησε ένα χρόνο νωρίτερα, το 1954. Γράφει στο γράμμα του ο Καββαδίας: «Όχι για να πατσίσουμε, δεν είμαστε ανθρωπάκια. Τίποτα δεν με συγκίνησε τόσο (έχω διαβάσει πολλά βιβλία, Θράσσο) όσο η Κοντεσσίνα σου».
Ο Καββαδίας αναφέρεται με ενθουσιασμό στο γραπτό του Καστανάκη, 27 χρόνια μετά την έκδοσή του, σα να το είχε διαβάσει όχι καιρό πριν γράψει το γράμμα· σα να μην είχε εκφράσει άλλη φορά τον θαυμασμό του, όλα αυτά τα 28 χρόνια που μεσολάβησαν.
Σε υποσημείωση στο βιβλίο του Μ. Γελασάκη για το βιβλίο «Η χορεύτρια κοντεσίνα Φελιτσιτά» αναφέρεται μόνο η έκδοση του Παρισιού (1928). Υπάρχει όμως και μια νεότερη, στην Ελλάδα, από τις εκδόσεις Πλειάς, το 1980. Σε αυτή την έκδοση που φέρει τον τίτλο «Η χορεύτρια κοντεσίνα Φελιτσιτά και Το Παρίσι της νύχτας και του έρωτα», περιλαμβάνονται τα τέσσερα διηγήματα της πρώτης έκδοσης του Παρισιού (1928) και έξι διηγήματα που εκδόθηκαν το 1929 (στο Παρίσι κι αυτά) με τίτλο «Το Παρίσι της νύχτας και του έρωτα». Από αυτή την έκδοση παραθέτουμε ολόκληρο το διήγημα:
Η ΧΟΡΕΥΤΡΙΑ ΚΟΝΤΕΣΙΝΑ ΦΕΛΙΤΣΙΤΑ
Στο Νίκο Καββαδία
…ΚΑΙ ΟΤΑΝ ΗΡΘΕ Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΝΑ ΤΟΝ συλλάβει, βρήκανε τη χορεύτρια κοντεσίνα Φελιτσιτά ολόγυμνη, πεσμένη λοξά στο κρεβάτι του. Την είχε πνίξει μια ώρα πριν, κατά τη διαπίστωση της ιατροδικαστικής.
Αλλ’ ας σημειώσουμε το πιο παράξενο. Ο Τζίμυ, που τις προηγούμενες φορές – όταν κοντέψανε να τον συλλάβουν τότε στη Νίτσα, κατόπι στη Λίβερπουλ, στη Χάγη, στη Μαδρίτη, και τέλος στο Σαρλόττενμπουργκ – είχε καταπλήξει με την τόλμη του τους διασημότερους αστυνομικούς της Ευρώπης κι είχε ξεφύγει μέσ’ από τα χέρια τους σαν αγριόγατος, αυτή τη φορά δεν έφερε την παραμικρότερη αντίσταση. Καθισμένος σε μια κουνιστή πολυθρόνα διάβαζε ένα βιβλίο. «Για να περάσει η ώρα ως που να ρθείτε», είπε στον αστυνόμο που του έβαλε τις χειροπέδες. Κοιτάξαμε το βιβλίο: ήτανε η τελευταία έκδοση της Αστρονομίας του Φλαμμαριόν.
Αυτά γράφανε οι βραδινές εφημερίδες του Παρισιού στις 10 Απριλίου 1927.
………………………………………………………………………………………………………………………..
Τρεις άνθρωποι όμως ξέραν τα καθέκαστα, τις μυστικές εκείνες σελίδες που ούτε στην ανάκριση φανερώθηκαν ούτε και κατόπι στη δίκη. Αυτή, όπως θα θυμούνται όσοι παρακολούθησαν την «Υπόθεση του νέγρου Τζίμυ που ήτανε πυγμάχος», έγινε χωρίς το ελάχιστο σκάνδαλο.
Μονάχα τρεις.
Ο πρώτος, πατριώτης του Τζίμυ, παίζει σαξόφωνο στη τζαζ – μπαντ του Κανέντιαν’ς Μπαρ.
Ο δεύτερος, ο Μπρούνο, καθηγητής τώρα της αγγλικής απαγγελίας, δυό χρόνια βοηθός ενός άραβα χειρομάντη, σωματέμπορος σ’ όλη του τη ζωή, έκαμε κι ιδιαίτερος γελωτοποιός της κοντεσίνας, από το απόγεμα εκείνο όπου ήρθε αυτή στο Παρίσι ως την τελευταία της νύχτα.
Ο τρίτος – ούτε ξένος, ούτε παριζιάνος βρίσκεται που να μην τον ξέρει! Θάχουν περάσει τριάντα χρόνια αφότου έφαγε όλη του την περιουσία με τις γυναίκες. Απένταρος από τότε, πεινασμένος, ασκητικός, φορά ένα φράκο του περασμένου αιώνα και κάθεται στις ξώπορτες των καφενείων να βρει κάποιον που να τον καλέσει μέσα. Τη νύχτα, κοιμάται χάμου στα χωλ του κοντινότερου σιδηροδρομικού σταθμού. Το ένα του χέρι το έχει χάσει σε μονομαχία. Το άλλο, που τρέμει μ’ όλη τη φινέτσα του παραλυμένου αριστοκράτη, τ’ απλώνει μπρος για διακονιά. Και δε γυρνά να σε δει ό,τι κι αν του βάλεις μέσα στην παλάμη. Ό,τι κι αν του διηγείσαι. Ή διαβάζει την εφημερίδα – την ανοίγει απάνω στα γόνατα και το χέρι πάντα απλωμένο – ή κρατά πλαγιαστό στον ώμο το κεφάλι, πόζα αλησμόνητη της αρχοντιάς του, και τα μάτια του κοιτάζουν πέρα. Ποτέ έναν άνθρωπο. Αόριστα τους ανθρώπους. Συλλογιέται. Με τις ώρες. Κάθεται και γυρεύει να φανταστεί πάνω από την εφημερίδα του ποια μπορεί να είναι η ζωή, ποιες μπορεί να είναι οι λόξες της μιας ή της άλλης διάσημης παριζιάνας κοκότας, που μαζί της θ’ άξιζε να ξαναφάει την περιουσία του – να τη ξαναφάει πρόθυμα, κι ας ξαναγνώριζε τη φτώχεια.
-…Και περνώ κάποτε καλύτερα όταν έχω δειπνήσει και δουλεύει ο νους μου, περνώ καλύτερα από τότε που έπαιζα τένις στο Μόντε – Κάρλο κι είχα ραντεβού στις τέσσερις με την πριγκίπισσα Χ, στις έξι με τη Γιακόβλεβνα του μπαλέτου της Όπερας, τα μεσάνυχτα με την τελευταία ευνοουμένη του Εδουάρδου της Αγγλίας. Τώρα…Είναι ωραία η ιστορία που μας διηγηθήκατε, – είπε στο Μπρούνο και στο νέγρο του Κανέντιαν’ς Μπαρ, που εξηγούσανε το θάνατο της χορεύτριας, τις λεπτομέρειες της ζωής της, σωρό ανέκδοτα για το Τζίμυ, και πάλι για την ίδια.
Και καλοκάθησε στο τραπέζι μας, στη Ροτόντα, όπου τον είχαμε καλέσει να δειπνήσει μαζί μας. Ρούφηξε και τους δυό του καφέδες. Πολύ συλλογισμένος.
– Είναι ωραία η ιστορία σας…Η χορεύτρια κοντεσίνα Φελιτσιτά…
Και στην προφορά του η ιταλιάνικη εκείνη ηδονικότητα του κοσμογυρισμένου γλεντζέ.
Από το ντάνσινγκ απάνω ερχότανε ο σκοπός της φυσαρμόνικας. Κι ένα βιολί σπαραχτικό. Τα πηδοβολητά του τσάρλεστον. Κάπου – κάπου μια σπανιόλικη φωνή τραγουδούσε και σερνότανε σα χασμουρητό του γλεντιού. Κάτι ποτήρια. Και το πιάνο.
Ο φρακοφορεμένος ζητιάνος χαμήλωσε τα μάτια του στο τραπέζι. Και το κεφάλι το πλάγιασε στον ώμο. Λιγωμένα. Με τα δάχτυλά του συνόδευε το σκοπό του χορού:
– Ταμ, ταμ…ταρά τατάμ…η χορεύτρια κοντεσίνα Φελιτσιτά…Δούλος σας! Τ’ άλογά μου κέρδισαν σε δεκατέσσερις κούρσες! Δούλος σας, κοντεσίνα μου! Τα λυκόσκυλά μου κατάγονται από τους δυό περίφημους εκείνους σκύλους που η Αικατερίνη η Μεγάλη τούς είχε αναθρέψει στην Αυλή της και τους λάτρευε, και θάδινε γι’ αυτούς ολόκληρη την περιφέρεια του Δον. Απ’ αυτούς κατάγονται κοντεσίνα. Στα κειμήλια μου θα βρείτε το βραχιόλι που φορούσε πάντα ο Μπάυρον όταν έβγαινε σεργιάνι στη Βενέτσια. Δούλος σας, κοντεσίνα…Έχω και το πρώτο ραβασάκι της Βιτόριας της Αγγλίας, τότε που κι αυτή ακόμη ήτανε κορίτσι…Δυό από τους πιο παλιούς πύργους της Αλσατίας είναι κτήματά μου. Κι ένα γιωτ που προσμένει το κέφι μου στις Κάννες, κι ένα άλλο που είναι αραγμένο στο Αρκασόν και δυό φορές ο Κρόνπριντς της Πρωσίας γύρεψε να μου τ’ αγοράσει. Ταμ, ταμ, ταρά τατάμ. Τα μετάξια θα τ’ αγαπάτε. Είναι ένα ολοκόκκινο που δαιμονίζει! Η γύμνια…Δούλος σας, κοντεσίνα. Μπορώ ν’ αγοράσω όλες τις μετοχές όποιου μεγάλου εμπορικού θα σας βολούσε για τις αγορές σας…Κι όποιο δε θάτανε του γούστου σας ή δε θα τάχε καλά βαλμένα τα φώτα του και θα τύχαινε να σας θυμώσουνε καμιά φορά το μάτι, κι αυτό θα τ’ αγόραζα, και θάδινα παραγγελιά να το γκρεμίσουνε και στα θεμέλια του απάνω να φτιάσουνε τα πιο τρελά πράματα, ένα φαρμακείο λόγου χάρη, ή ένα σταθμό…έναν πελώριο, πελώριο σταθμό για τους σιδηρόδρομους που παίζουν τα παιδιά του – ρου – ρου – ρου…Κοντεσίνα Φελιτσιτά, μπορώ ν’ αγοράσω και τα μυστικά σχέδια του Αγγλικού Επιτελείου, αν το καπρίτσιο σας το θέλει, να τα διαβάζουμε σε κάποια κουρασμένα διαλείμματά μας, να παρακολουθήσουμε κατόπι τη δίκη επί «εσχάτη προδοσία» αυτών που μας τα πούλησαν, και την περιγραφή του τουφεκισμού τους κατόπι – γιατί εξάπαντος θα τους τουφεκίσουνε…Δούλος σας, κοντεσίνα!
Μα ο Τζίμυ, που ήτανε πυγμάχος, σας έπνιξε χτες, κοντεσίνα μου, ο νέγρος ο Τζίμυ, προς τα ξημερώματα. Ήθελα να την έβλεπα τη στερνή σας τη ματιά ως που θάσβησε. Το στερνό μορφασμό των χειλιών σας…Ταμ, ταμ, ταρά τατάμ.
Ωχ! κι αυτή η φυσαρμόνικα! Γιατί δε βάζετε έναν άλλο σκοπό; Κι ο Σπανιόλος που γκαρίζει…Θεέ μου! Ταρά τατάμ, ρατά ραράμ!
Το τελευταίο σας το μερόνυχτο…Την παραμονή θ’ ανοίξατε τα μάτια σας κατά το μεσημέρι. Όπως πάντα. Κι ο Μπρούνο, μόλις του χτυπήσατε το κουδουνάκι, έτρεξε στην κρεβατοκάμαρά σας να σας διαβάσει την αλληλογραφία, τα τόσα γράμματα που σας έστειλαν, τις εφημερίδες, τα περιοδικά, τα βιβλία που γράφανε για τους χορούς σας, για τις γάμπες σας «όπου ζει ο ρυθμός όλης της σημερινής Ευρώπης» για το κάθε σας στροβίλισμα «που στον ίλιγγό του βρίσκει μιαν αρχή κι ένα τέλος του κάθε ανθρώπου η μοίρα…» Όπως πάντα, ήσαστε βέβαια ολόγυμνη μέσα στο κρεβάτι, και πετάξατε τα σκεπάσματα, κάτι λαχούρια με τις σανσκριτικές επιγραφές, κι ανασηκωθήκατε, πήρατε τ’ αριστερό το πόδι μες στην παλάμη σας και κοιτάζατε τα νύχια του με την τριανταφυλλιά τους σκληρότητα κι ακούατε το Μπρούνο. Διάβαζε. Και θυμωμένη ξαφνικά του είπατε: «Φτάνει πια! Σε βαρέθηκα. Δε λέει να στρώσει η γλώσσα σου στα γαλλικά. Σε βαρέθηκα. Κι αυτά τα τσουλούφια π’ αφήνεις, να τα κόψεις. Μοιάζεις απαράλλαχτος ό,τι είσαι, κακομοίρη. Κι αυτή η μυρωδιά που βάζεις τελευταία!»
Και σας αποκρίθηκε ο Μπρούνο: «Δούλος σας, κοντεσίνα…Κάθε μέρα, την ώρα αυτή, ξυπνά μαζί σας και μια άλλη γυναίκα πάρα πολύ καινούργια! Και ζει ως την ώρα που θα σας πάρει πάλι ο ύπνος, τα ξημερώματα. Και την άλλη μέρα ξανά μαζί σας θα ξυπνήσει μια άλλη, μια διαφορετική πάντα γυναίκα, πάρα πολύ καινούργια…Κι έτσι κάθε μεσημέρι , καθώς ανοίγετε τα μάτια σας! Ωστόσο εγώ είμαι πάντα ο ίδιος ο Μπρούνο, εκείνος που πούλησε την αδελφή του σ’ έναν εγγλέζο καθηγητή για εικοσιτέσσερα μάρκα. Χρυσά! Στο καφενείο του Άνχαλτερ Μπάνχοφ. Ο Μπρούνο. Κι ούτε που σέρνομαι έτσι κάθε μέρα εμπρός στο κρεβάτι σας, αλλάζω. Κερδίζω τώρα περισσότερα χρήματα. Χτες…» «Φτάνει! Χτες, ύστερα από την παράσταση ήρθε στο καμαρίνι μου ο φον Γιούνεσμπουργκ και μου είπε πως στη Μαδρίτη ένα κορίτσι έκλεψε, λέει, όλα τα διαμαντικά της μάνας του και τα πούλησε για να μπορέσει νάρθει ως το Παρίσι να με δει. Το πιάσανε στο τραίνο. Μπρούνο, κοίταξε το γόνατό μου, να, έτσι τώρα, δες…»
Η κάμαρα ήταν γεμάτη ήλιο. Ο ιδιαίτερός σας γελωτοποιός ύστερα από το γόνατο κοίταξε τα ρουχικά σας, που ήτανε ριγμένα στο ντιβάνι. Δεν ήξερε τι να σας πει. Θυμήθηκε: «Κοντεσίνα, μέσα στο σαλόνι προσμένει ο Μάσσιμο, ο μυστικός που τον πλερώσατε για να σας αναγγέλλει τις πολύκροτες συλλήψεις εικοσιτέσσερις ώρες πριν να γίνουν. Προσμένει για να σας μεταδώσει μια είδηση σπουδαιότατη.»
«Ποια είδηση; Λέγε μου γρήγορα.» «Είναι πολύ μυστική, δεν μπορεί παρά μονάχα σ’ εσάς…» «Λέγε μου γρήγορα!» «…Μα του πήρα λόγια. Πρόκειται για το Τζίμυ. Η αστυνομία έμαθε πού είναι κρυμμένος. Σ’ ένα πολύ μεγάλο ξενοδοχείο. Δε μου λέει τη διεύθυνση.»
Και τότε πηδήξατε από το κρεβάτι σας, με τα μάτια ξαναμμένα, και με τα στήθια και με τους μηρούς… «Ο Τζίμυ!…που σκότωσε τον κόντε Αλβάρο πέρσι την πρωταπριλιά κι οι δικοί του, στη Ρώμη, νόμισαν πως ήτανε φάρσα και δεν το πίστευαν, όταν ήρθε το τηλεγράφημα της Corriere della Sera. Και το λόρδο Γκόλντενσον φέτος το χειμώνα στη Νάπολη, τη βραδιά που χόρεψα…Ο Τζίμυ! Κι εκείνο το σουηδό το βιομήχανο, και τους άλλους τους ανώνυμους…Φώναξε το Μάσσιμο.»
Ήρθε, με το κεφάλι του χαμηλωμένο γιατί είχε πάρα πολύ ήλιο μέσα στην κάμαρα. Περίμενε ως που έφυγε ο Μπρούνο, και σας έδωσε τότε τη διεύθυνση του μεγάλου ξενοδοχείου…
…όπου πήγατε τη νύχτα, ύστερα από το θέατρο, μονάχη, με τ’ αυτοκίνητο του φον Γιούνεσμπρουργκ. Ανεβήκατε ίσια στο δωμάτιο του Τζίμυ. Πώς σας υποδέχτηκε; Ανατριχιάσατε, παρ’ όλο που ήτανε στη ρόκιν – τσαίαρ, ήσυχος, τόσο ήσυχος που διάβαζε χωρίς να καπνίζει. Όταν, είδατε τα πάρα πολύ άσπρα μάτια του. Και την πράσινη ρόμπα. Τα λουστρίνια. Τα χέρια του Τζίμυ που ήτανε πυγμάχος! Σηκώθηκε: «Δούλος σας, κοντεσίνα. Το βιβλίο που διαβάζω είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον. Του Φλαμμαριόν για τ’ άστρα…Μα ωστόσο κάνατε καλά που ήρθατε. Είχα αρχίσει να χάνω την υπομονή μου.»
Τον κοιτάξατε τότε πάρα πολύ παραξενεμένη. Τι ήθελε να πει; Αυτός δεν έμοιαζε καθόλου με τους άλλους. Μήπως καταλάβαινε;… Τον κοιτάζατε, κι η φωνή δεν έβγαινε από το στόμα σας, και το χαμόγελό σας έτσι ελάχιστο που δεν ξεχώριζε μέσα στο πρόσωπό. Πάρα πολύ βαμμένο το πρόσωπό σας. «Καθήστε, κοντεσίνα. Δούλος σας! Ναι, είχα αρχίσει να χάνω την υπομονή μου που αργούσανε να με συλλάβουν. Τώρα όμως που σας βλέπω…ξέρω πως δεν απομένουν παρά λίγες ώρες.» Δε σας έμεινε καμιά δύναμη…Ω! νάξερα πώς το γέμισε ο φόβος το κορμί σας, κοντεσίνα μου! Αυτός τάξερε καλά τα συνήθεια σας, και στο κορμί σας δεν έμεινε σταλιά αίμα από την τρομάρα, από το τρελό ξάφνιασμα. «Καθήστε. Σας το παρακαλώ, κοντεσίνα Φελιτσιτά. Τώρα είμαι ήσυχος. Πέστε μου: Εγώ…ο ποσοστός είμαι που έρχεστε να κοιμηθείτε μαζί του λίγες ώρες πριν να τον συλλάβουνε, λίγες βδομάδες πριν να τον αποκεφαλίσουνε; Ο ποσοστός που λαχταράτε να είστε εσείς η τελευταία ερωτική του περιπέτεια;»
Και του ψιθυρίσατε μέσα στην αγκαλιά του όπου σας άρπαξε: «Είσαι ο έβδομος…», γιατί η αγκαλιά του έμοιαζε με τόσες άλλες αγκαλιές ώστε η τρομάρα σα να λιγόστεψε και την άφησε τη φωνή σας να βγει: «Είσαι ο έβδομος!» «Δούλος σας, κοντεσίνα, και κάτω από τη γούνα είστε ολόγυμνη, όπως και με τους άλλους έξι. Επιτρέψτε μου μονάχα να σας βγάλω τα σκαρπίνια και τις κάλτσες…»
Και γονάτισε εμπρός σας. Τον αφήνατε. Και τα μάτια σας ορθάνοιχτα, σαν του τρελού. Τα δάχτυλά σας πονούσανε σαν από το κρύο! Κι ένα σφύριγμα ατέλειωτο. «Δούλος σας, κοντεσίνα. Έχω έναν πατριώτη που παίζει σαξόφωνο στο Κανέντιαν’ς Μπαρ κι είναι φίλος του ιδιαίτερου γελωτοποιού σας. Μα δεν ήξερα πως ήταν έξι…Μου είχανε πει λιγότερους.» Σας πήρε και σας σήκωσε στην αγκαλιά του. Πάρα πολύ ελαφρά. Κάτω, θα το θυμάστε, κοντεσίνα, έπαιζε ακόμα ως εκείνη την ώρα η μουσική, μια φυσαρμόνικα σαν κι αυτήν εδώ, ταμ ταμ, ταρά ραράμ…Έπεσε μαζί σας. Είχε ξεχάσει πάνω στο κρεβάτι τα κομπολόγια του και τάσπρωξε με το χέρι που τόχε από κάτω σας, να μη σας πονέσουνε. Αυτό δε θα το θυμάστε. Δεν είχε κανέναν άλλο θόρυβο μέσα στον κόσμο, παρά το ντάνσινγκ κι εκείνο το σφύριγμα. Τίποτ’ άλλο. Μια στιγμή, όπως πάντα, τα χείλια σας, τα δόντια ενώθηκαν, όπως πάντα, πάρα πολύ σφιχτά, να σπάσουνε. Δεν είχατε σταλιά αίμα στο κορμί σας κι ήσαστε φριχτά ζωντανή. Φριχτά! Ο Τζίμυ κατόπι ανασηκώθηκε, και με τις φούχτες του στα γόνατά σας άρχισε ένα τραγούδι που τόλεγε…τόλεγε ο θειός του στο Ελ Μουζαφίτ, που ήτανε ζητιάνος, στο Ελ Μουζαφίτ έξω από τα τζαμιά: Χελέ, χελέ, γιαβάζ γιουζ ταρί…χελέ, χελεέ!
Ούτε το ντάνσινγκ πια. Ξημέρωνε. Σας πήρε στην αγκαλιά του, ξαπλώθηκε στη ρόκιν – τσαίαρ και σας άφησε να γλιστρήσετε στο χαλί, έτσι που το κεφάλι σας να στηρίζεται στις γάμπες του. Έσκυψε. Σιγά σας έβαλε το ένα χέρι του πάνω στο στόμα, και τ’ άλλο σιγά στο λαιμό, στο καρύδι. «Χορεύτρια κοντεσίνα Φελιτσιτά, είναι πάρα πολύ όμορφα τα πόδια σου, το κορμί σου, έτσι που μακραίνει ως κάτω στ’ αστραφτερά νύχια. Ξέρεις, δε σκότωσα ποτέ μου γυναίκα. Κι οι άντρες όλοι είχανε ένα σπασμό μέσα στα χέρια μου, ένα κίνημα πάρα πολύ κωμικό…Κανένας τους δεν πέθανε με χάρη, κανένας τους δεν έδειξε την αρχοντιά που ήθελα… Τρέμανε τόσο από το φόβο! Ένας τους, θυμάμαι, έκανε με τη μύτη του ένα ροχαλητό βάρβαρο, σίχαμα. Ο λόρδος Γκόλντενσον! Όλοι τους τρέμανε και μούσφιγγαν τα χέρια με μια σκυλίσια απελπισιά. Πφ! Ένας έφηβος μονάχα, στη Νύρνμπεργκ, αυτός δεν πήρε καμιά στάση κωμική…Τόσο ήσυχος! Το σημάδι μόλις φάνηκε στο λαιμό. Τόσο ήσυχα. Μα γυναίκα, ούτε μια. Εσείς μονάχα, κοντεσίνα Φελιτσιτά. Και θα σας θυμάμαι…Σε λίγη ώρα θα ρθεί η αστυνομία. Θα σας θυμάμαι όταν κι εγώ…εμπρός στη λαιμητόμο, ύστερα από μερικούς μήνες…Το πιστεύω πια τώρα. Καμιά άλλη περιπέτεια δεν αξίζει. Ναι, κι εγώ τώρα. Πώς μπορούν και λένε οι άνθρωποι ότι νιώσανε τον κόσμο πριν να χαρούνε την πιο ενδιαφέρουσα απ’ όλες τις περιπέτειες: το θάνατο! Πάρα πολύ θα σας θυμάμαι. Εμπρός στο πλήθος, που θα συναχτεί να δοκιμάσει μια δυνατή συγκίνηση παρακολουθώντας την καρατόμησή μου. Όλο το πλήθος! Η ανατριχίλα που θα νιώσει όλο εκείνο το πλήθος εξ αιτίας μου, Κοντεσίνα, είναι πάρα πολύ όμορφο το κορμί σας, έτσι ήσυχο, αυτή η στάση, έτσι που πάει ως κάτω. Χελέ, χελέ, γιαβάζ γιουζ ταρί, χελέ, χελεέ…» Και με τα μάτια σας, κοντεσίνα, που ήτανε ορθάνοιχτα σαν του πεθαμένου, και με τα μάτια του, που ήταν πάρα πολύ άσπρα, κοιτάζατε εκείνο το μικρό τίναγμα, το σπασμό κάτω στα νύχια σας που η αγριεμένη τους σκληρότητα πήγε να μπει στο χαλί. Αλήθεια, κοντεσίνα, το κορμί σας!…
Δούλος σας, όποιο εμπορικό δε θάτανε του γούστου σας ή δε θα τάχε καλά βαλμένα τα φώτα του και θα τύχαινε να σας θυμώσουνε καμιά φορά το μάτι, μπορώ να τ’ αγοράσω, και δίνω διαταγή και το γκρεμίζουνε και φτιάνουνε απάνω στα θεμέλια του τα πιο τρελά πράματα, έναν πελώριο σταθμό, πελώριο, πελώριο… για τους σιδηρόδρομους που παίζουν τα παιδιά. Δούλος σας, κοντεσίνα Φελιτσιτά. Το βραχιόλι που φορούσε ο Μπάυρον. Έχω ένα γιωτ που με προσμένει στις Κάννες…Μπορώ ν’ αγοράσω και τα μυστικά του Αγγλικού Επιτελείου, φτάνει να το θέλει το καπρίτσιο σας, που είναι πάρα πολύ ωραίο έτσι όπως μακραίνει τώρα πάνω από τη ζωή…Έχω κι ένα άλλο γιωτ, που είναι αραγμένο στο Αρκανσόν. Έχω και το πρώτο ερωτικό γραμματάκι της Βιτόριας. Το κορμί σας είναι πάρα πολύ ωραίο έτσι όπως μακραίνει πάνω από το χαλί…Δούλος σας, κοντεσίνα Φελιτσιτά. Κι η ζωή είναι πάρα πολύ όμορφη. Δούλος σας. Και τα λυκόσκυλα, κι ένα ραντεβού στο Μόντε Κάρλο. Μια γυναίκα πάρα πολύ σας έμοιαζε.
Δεν χρειάζεται να έχει διαβάσει κανείς πολύ Καββαδία για να καταλάβει γιατί ο αρμενιστής ποιητής γοητεύεται από την κοντεσίνα Φελιτσιτά. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μια από τις εξωτικές υπάρξεις που μαγεύουν τους ναυτικούς στους σταθμούς των υπερωκεάνιων ταξιδιών τους, ή μια άγνωστη στον ίδιο πρωταγωνίστρια ενός από τα πολύστιχα ποιήματά του. «Πες το παραξενιά, πες το μοίρα, μου ’λαχε να ζήσω τα όσα έζησα και να τα κάνω ποίηση. Αν δεν τα ’χα ζήσει και τα έγραψα παρ’ όλα αυτά, τότε ίσως να ’μουνα μεγάλος ποιητής», έλεγε με σεμνότητα ο Νίκος Καββαδίας.
Στο οπισθόφυλλο της έκδοσης «Η χορεύτρια κοντεσίνα Φελιτσιτά και Το Παρίσι της νύχτας και του έρωτα», ο εκδότης Μιχάλης Μεϊμάρης που έχει εκδόσει ολόκληρο το έργο του του Θράσου Καστανάκη από τις εκδόσεις Πλειάς, αναφέρεται στις δυο συλλογές διηγημάτων:
«Με αυτά τα δύο βιβλία – ήδη μέσα σε μια πενταετία από τη δημοσίευση του πρώτου μυθιστορήματός του – ο Καστανάκης τοποθετείται στην πρωτοπορία της ευρωπαϊκής πεζογραφίας. Ο συμβατικός χώρος όπου ξετυλίγονται, αμέσως μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα δέκα διηγήματα που δημοσιεύονται σήμερα σε ένα τόμο αντανακλά κάθε γωνιά του γνωστού οργανωμένου κόσμου, από τη Στοκχόλμη ως την Πόλη, κι από το Παρίσι και τη Βιέννη ως τη Νέα Υόρκη. Οι ήρωές του, ο π τ ι κ ά μόνο σπάνιες εξαιρέσεις κι άλλοτε καταφανείς μεγεθύνσεις, όπως τους χαρακτήρισε ο Πέτρος Χάρης, αποτελούν στην ουσία επάλληλους άξονες ενός συνόλου, και με απροσδόκητα αμείλικτους κανόνες αξιοποιούν τελικά μια κοινωνική “ηθική”.
Από διήγημα σε διήγημα ο Καστανάκης, αρνούμενος τη χρονική ακολουθία, κατορθώνει να επιβεβαιώσει πόσο δύσκολα θα γεννηθεί ο μέσος πολίτης του κόσμου: όποιο τυπικό μοντέλο ευαγγελίζεται κάθε πολιτική (εδώ ο πόλεμος) και πολιτιστική (εδώ η αδιέξοδη στάση ζωής) αναστάτωση.
Κάνοντας τα πάντα στη δική τους ατμόσφαιρα γνώριμα, προσιτά στον αναγνώστη, ο συγγραφέας επινοεί με ξαφνιαστική σαφήνεια τον ιστό της αράχνης όπου μπλεγμένο το απτό σύμβολό του μάχεται ένα σύμπαν κατάμεστο «λογικά» όντα για να ραγίσει τον εφησυχασμό του.
Με λόγο και σάρκα, χωρίς αφηρημένους σχηματισμούς, αδιαφορώντας για την «άμεμπτη», για την παραδοσιακά δουλεμένη λογοτεχνική μορφή, καταφέρνει να βάλει σε μεγάλη δοκιμασία τα κριτήρια της εποχής του, να μη γίνει ανεκτίμητο αντικείμενο μελέτης των ερευνητών μέχρι σήμερα, αλλά να κερδίσει το παιχνίδι του χρόνου: να διαβάζεται, και μάλιστα όχι σαν αβασάνιστη τέρψη».
(Πηγή φωτογραφιών: Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο)