“Οι ΗΠΑ δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση να ριχτεί στην αγκαλιά του ‘ανατολικού μπλοκ’…”
Εκτός από την Ισπανία, όπου κυβερνούσε ακόμη ο δικτάτορας στρατηγός Φράνκο, και την Ελλάδα, η νεοσύστατη Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, που είχε ιδρυθεί μόλις το 1949, ήταν το μοναδικό κράτος της Ευρώπης όπου, έντεκα χρόνια μετά την απελευθέρωση από τον φασισμό, το κομμουνιστικό κόμμα είχε τεθεί και πάλι εκτός νόμου.
Χτες ήταν η επέτειος από την ανακοίνωση του θανάτου της Ουλρίκε Μάινχοφ, που παρουσιάστηκε ως αυτοκτονία. Με αυτή την αφορμή, παρουσιάζουμε ένα πολύ ενδιαφέρον απόσπασμα από τη βιογραφία της Μάινχοφ, που έγραψε η Γιούτα Ντίτφουρτ και κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις “Νάρκισσος” -δυστυχώς η έκδοση είναι εξαντλημένη.
Όλη η βιογραφία είναι μια ενδιαφέρουσα και διεισδυτική ματιά στη μεταπολεμική Γερμανία. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα γίνεται αναφορά στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, την απαγόρευση του ΚΚ Γερμανίας έντεκα χρόνια μετά την ήττα του φασισμού, την πρόσδεση της ΟΔΓ στο ΝΑΤΟ και τους σχεδιασμούς για εγκατάσταση πυρηνικών όπλων στο έδαφός της.
Η κυβέρνηση και η αστυνομία έπαιρναν πλέον ολοένα και πιο σκληρά μέτρα, ακόμη και εναντίον των διαδηλώσεων: Οποιαδήποτε άσκηση αντιπολίτευσης θεωρούνταν “κομμουνιστική”. Τόσο τα μέλη του KPD όσο και άλλων αριστερών οργανώσεων κατηγορούνταν ως εχθροί του Συντάγματος, με αποτέλεσμα να τους επιβληθεί απαγόρευση εργασίας στο δημόσιο τομέα. Δεκάδες χιλιάδες πολίτες έχασαν τις θέσεις εργασίας τους, ενώ περίπου 200 οργανώσεις τέθηκαν εκτός νόμου. Μια από τις πολλές αποφάσεις, η οποία όμως ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, αφορούσε την απαγόρευση της Ένωσης Διωχθέντων από το Ναζιστικό Καθεστώς (VVN). Καθοριστικές για την άρση της απαγόρευσης υπήρξαν οι αντιδράσεις από την υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη.
Αν στη μεγάλη τους πλειονότητα οι Γερμανοί ήταν ενάντιοι στον επανεξοπλισμό, άλλο τόσο ονειρεύονταν την οικοδόμηση του “οικονομικού θαύματος”, που χρωστούσε σε μεγάλο βαθμό την πραγμάτωσή του στην αναπτυξιακή στήριξη των ΗΠΑ, οι οποίες είχαν επενδύσει τουλάχιστον 20 δισεκατομμύρια μάρκα έως το 1954. Ως αντάλλαγμα, οι Αμερικανοί προσέβλεπαν σε έναν αξιόπιστο σύμμαχο στο κέντρο της Ευρώπης, απρόσβλητο από κοινωνικές αναταραχές και αντικαπιταλιστικές ιδεολογίες. Ήταν επιτέλους καιρός να μπει τέλος στις εργατικές εξεγέρσεις, στις γενικές απεργίες, και σε αιτήματα ανάλογα με εκείνα που προβάλλονταν μεταξύ 1945 και 1952, προπάντων στην περιοχή του Ρουρ, από τους συνδικαλιστές, σοσιαλιστές και κομμουνιστές, για κοινωνικοποίηση της βαριάς βιομηχανίας και για ίδρυση μιας σοσιαλιστικής Γερμανίας. Ο πληθυσμός της ΟΔΓ δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να ριχτεί στην “αγκαλιά του ανατολικού μπλοκ”. Στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 1953, η CDU απέσπασε περισσότερες ψήφους από ποτέ. Το 1954, με τις Συμβάσεις των Παρισίων, οι δυτικοί σύμμαχοι άνοιξαν στην ΟΔΓ την πόρτα για την ένταξή τους στο ΝΑΤΟ, στο οποίο προσχώρησε το 1955. Η μόλις εξάχρονη ΟΔΓ ήταν πλέον υποχρεωμένη να συγκροτήσει τις δικές της ένοπλες δυνάμεις, γεγονός που προϋπέθετε τροποποιήσεις στο Σύνταγμα της χώρας. Το Μάρτιο του 1956 η ολομέλεια της ομοσπονδιακής Βουλής αποφάσισε με πλειοψηφία δύο τρίτων να συγκροτήσει στρατό για αμυντική χρήση, ενώ τον Ιούλιο του ίδιου έτους καθιέρωσε τη γενική υποχρεωτική στράτευση, προς δυσάρεστη έκπληξη πολλών νέων και όλων των ειρηνιστών και αντιμιλιταριστών.
Τον Οκτώβριο του 1956 η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι 31 από τους 38 στρατηγούς και 100 από τους 237 συνταγματάρχες της Μπούντεσβερ ανήκαν κάποτε στο επιτελείο της Βέρμαχτ. Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου της Μπούντεσβερ ανέλαβε ο πρώην στρατηγός της Βέρμαχτ, Άντολφ Χόισινγκερ, ο οποίος “από το 1940 έως το 1944 είχε διατελέσει αρχηγός του Τμήματος Επιχειρήσεων της Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης […] Η Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση διηύθυνε τον πόλεμο εξόντωσης κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Μιλώντας με συμβολικούς όρους, στο τραπέζι με την πράσινη τσόχα ο Χόισινγκερ καθόταν δίπλα ακριβώς στον Χίτλερ και ασφαλώς ήταν πλήρως ενήμερος για όλα όσα διαδραματίζονταν στο ανατολικό μέτωπο ενώ, σύμφωνα με δηλώσεις του, γνώριζε και ότι η Βέρμαχτ συμμετείχε στη συστηματική μείωση του “σλαβικού και εβραϊκόυ πληθυσμού”, κάτω από τον μανδύα “της καταπολέμησης των συμμοριτών”. Ο αντιστράτηγος Ράινχαρντ Γκέλεν, πρώην αρχηγός κατασκοπίας της Βέρμαχτ στο ανατολικό μέτωπο, παρουσίασε στη CIA μια έκθεση με στόχο τη διενέργεια πραξικοπήματος στην ΟΔΓ, σε περίπτωση που στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση εισχωρούσαν “οπαδοί της φιλοσοβιετικής πολιτικής”. Ωστόσο, ο Γκέλεν δεν χρειαζόταν να ανησυχεί. Τον Αύγουστο του 1956, αμέσως μετά τη συγκρότηση της Μπούντεσβερ, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο έθεσε εκτός νόμου το KPD. Η δικονομική διαδικασία διήρκεσε πέντε ολόκληρα χρόνια. Μετά την ίδρυσή του από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και τον Καρλ Λήμπκνεχτ το 1919, το κόμμα είχε κηρυχτεί για πρώτη φορά παράνομο το 1933, ενώ τα στελέχη, τα μέλη και οι οπαδοί του είχαν υποστεί διώξεις και δολοφονηθεί κατά δεκάδες χιλιάδες. Εκτός από την Ισπανία, όπου κυβερνούσε ακόμη ο δικτάτορας στρατηγός Φράνκο, και την Ελλάδα, η νεοσύστατη Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, που είχε ιδρυθεί μόλις το 1949, ήταν το μοναδικό κράτος της Ευρώπης όπου, έντεκα χρόνια μετά την απελευθέρωση από τον φασισμό, το κομμουνιστικό κόμμα είχε τεθεί και πάλι εκτός νόμου.
Το Μάρτη του 1957 ένας Βρετανός διοικητής του ΝΑΤΟ αποκάλυψε σε δημοσιογράφους ότι είχαν ήδη μεταφερθεί και αποθηκευτεί σε γερμανικό έδαφος αμερικανικά πυρηνικά όπλα. Τρεις μήνες νωρίτερα, ο υπουργός Άμυνας Στράους είχε δηλώσει ότι ο πυρηνικός εξοπλισμός ήταν τετελεσμένο γεγονός. Η δήλωσή του προκάλεσε την αγανάκτηση πολλών πολιτών της ΟΔΓ. Κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης Τύπου, στις 5 Απριλίου του 1957, ο καγκελάριος Αντενάουερ προσπάθησε να καθησυχάσει την κοινή γνώμη: “Κατά βάθος, τα τακτικά πυρηνικά όπλα δε συνιστούν παρά μετεξέλιξη του πυροβολικού”. Τα λόγια του πυροδότησαν την πρώτη μεγάλη δημόσια αντιπαράθεση για τα πυρηνικά όπλα στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.
Επτά ημέρες αργότερα, 18 συντηρητικοί, ως επί το πλείστον, πυρηνικοί φυσικοί -ανάμεσά τους ο Μαξ Μπορν, ο Όττο Χαν, ο Βέρνερ Χάιζενμπεργκ, ο Καρλ Φρήντριχ φον Βάιτσζαικερ και ο Μαξ φον Λάουε- απευθύνθηκαν στον Τύπο με τη “Διακήρυξη του Γκαίττινγκεν”, προειδοποιώντας για το ενδεχόμενο πυρηνικού εξοπλισμού της Μπούντεσβερ και υπογραμμίζοντας ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θα υπηρετούσε “καλύτερα την παγκόσμια ειρήνη” αν εγκατέλειπε “ρητώς και αυτοβούλως την επιδίωξη να αποκτήσει πυρηνικά όπλα παντός είδους”. Κανένας τους δεν ήταν διατεθειμένος να συμμετάσχει στην “κατασκευή, δοκιμή ή χρήση πυρηνικών όπλων”. Το μανιφέστο εντυπωσίασε βαθύτατα την Ουλρίκε Μάινχοφ, ενώ η άποψη των επιστημόνων έβρισκε σύμφωνη και την πλειονότητα των Δυτικογερμανών.
Η πίεση στον Αντενάουερ υπήρξε τεράστια. Σε μια προσπάθεια να ικανοποιήσει την κοινή γνώμη, προσκάλεσε σε συνομιλία πέντε από τους πυρηνικούς φυσικούς στα ανάκτορα του Σάουμπουργκ, όπου τους υποδέχτηκε συνοδευόμενος από τον υπουργό Άμυνας Φραντζ Γιόζεφ Στράους (CSU), τον υφυπουργό Εξωτερικών Βάλτερ Χάλλσταϊν (CDU), τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου της Μπούντεσβερ, Άντολφ Χόισινγκερ, τον αντιστράτηγο Χανς Σπάιντελ πρώην στρατηγό της Βέρμαχτ, όπως και ο Χόισινγκερ) και τον σύμβουλο επί θεμάτων εθνικής ασφαλείας Χανς Γκλόμπκε, διαβόητο νομικό του εθνικοσοσιαλισμού. Ο Αντενάουερ κατόρθωσε να πείσει τους πυρηνικούς ερευνητές να μην προβούν δημοσίως σε άλλες δηλώσεις μέχρι τη διεξαγωγή των επόμενων κοινοβουλευτικών εκλογών. Από την άλλη, στάθηκε αδύνατον να αποτρέψει διάφορα συνδικάτα, εκκλησιαστικές ενορίες, περιφερειακά συμβούλια και πολλές αντιμιλιταριστικές πρωτοβουλίες να δηλώσουν την αλληλεγγύη τους προς τους ερευνητές.