Όταν μας χαρίζουν «πρόοδο» και την κοιτάζουμε στα δόντια
«Συνήθως, τα φοβερά πράγματα που γίνονται με το πρόσχημα ότι τα απαιτεί η πρόοδος, στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου πρόοδος, αλλά απλώς φοβερά πράγματα» – (Russell Baker)
Το ότι τα χρήματα δεν περισσεύουν στους Έλληνες μέσα στην κρίση είναι γνωστό. Αυτό που ίσως δεν γνωρίζαμε, όμως, είναι πως η οδοντιατρική φροντίδα θεωρείται πλέον πολυτέλεια για τους περισσότερους, που δεν μπορούν να καλύψουν το κόστος για τις καθιερωμένες επισκέψεις τους στον οδοντίατρο και απευθύνονται πλέον σ’ αυτόν μόνο αν έχει ήδη δημιουργηθεί κάποιο σοβαρό πρόβλημα στο δόντια τους.
Αυτό μπορεί πολλοί να το βρίσκουν ακραίο ή να νομίζουν πως είναι κάτι που δεν έχει παρατηρηθεί ξανά στο παρελθόν, αλλά οφείλουμε να ομολογήσουμε πως δεν είναι κάτι καινούργιο. Στη μεγάλη κρίση του 1929 στην Αμερική, είχε παρατηρηθεί και πάλι το ίδιο φαινόμενο.
Στο βιβλίο «Hard Times: An Oral History of the Great Depression», του συγγραφέα Studs Terkel, περιγράφονται εμπειρίες και βιώματα Αμερικανών πολιτών με διαφορετική κοινωνικοοικονομική κατάσταση κατά της διάρκεια της κρίσης. Αυτό που θα συμπεράνει κανείς αν διαβάσει το βιβλίο είναι πως οι πολίτες των κατώτερων οικονομικών στρωμάτων δεν είχαν τη δυνατότητα να πάνε σε οδοντίατρο και όταν ξεκίνησαν ξανά να πηγαίνουν, αυτό ισοδυναμούσε με την έξοδο από την κρίση.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, αποτελούσε απλώς μια τεχνητή έξοδο ή αλλιώς την είσοδο σε μία ακόμα μεγαλύτερη, αφού η πολεμική προετοιμασία για τον B’ Παγκόσμιο και η ανάγκη για ανθρώπινο δυναμικό στα εργοστάσια για την παραγωγή όπλων ήταν στην ουσία ο λόγος που ξεπεράστηκε η μεγάλη καπιταλιστική κρίση του 1929.
Η Βόρεια Ελλάδα και οι σχολές οδοντιατρικής
Επιστρέφοντας στη χώρα μας, είναι πολύ κατατοπιστικά σχετικά με τη στάση που επιδεικνύουν οι πολίτες απέναντι στην οδοντιατρική υγιεινή, όσα μου περιέγραψαν ο Π. και ο Β.
Ο Π. είναι οδοντίατρος στην Πτολεμαΐδα. Όταν τον ρώτησα πως πάει η δουλειά, μου απάντησε: «εγώ ακόμα αντέχω, αλλά είναι αρκετοί συνάδελφοι εδώ στη Βόρεια Ελλάδα, που δεν έχουν δουλειά και αναγκάζονται να κλείσουν τα οδοντιατρεία τους».
Διέκρινε την αμφιβολία στο βλέμμα μου και πρόσθεσε: «Ο κόσμος πάει σε οδοντίατρους στα Σκόπια. Το συνδυάζει πολλές φορές με το να πάρει και κανένα μπιτόνι βενζίνη ή να περάσει και μια βόλτα από το καζίνο».
Ο Β. σπουδάζει οδοντιατρική στην Αθήνα. Βρίσκεται στο τελευταίο έτος. «Τον τελευταίο χρόνο έχουν έρθει πολλοί για να τους φτιάξω τα δόντια», μου λέει. «Οι περισσότεροι δεν με κοιτούν στα μάτια. Ντρέπονται. Χαμηλώνουν το κεφάλι. Πενηντάρηδες που τους χτύπησε η κρίση κατακέφαλα. Νομίζω πως νιώθουν αμήχανα. Δεν ξέρουν τι να πουν σε ένα άτομο που είναι 23 χρονών».
Οι αριθμοί
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, τρεις στους τέσσερις Έλληνες δεν επισκέφτηκαν οδοντίατρο τον τελευταίο χρόνο, ενώ στην Ευρώπη οι αντίστοιχες αναλογίες είναι περίπου ένας στους δύο. Επίσης, το 13% των Ελλήνων δήλωσε πως παρότι είχαν πρόβλημα με τα δόντια τους, δεν επισκέφτηκαν οδοντίατρο λόγω οικονομικών δυσκολιών, ενώ στα παιδιά τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα με ένα στα δύο παιδιά ηλικίας 5 έως 12 ετών να έχουν δόντια με τερηδόνα.
Όσον αφορά τώρα τους Έλληνες που βάζουν εμφυτεύματα ή γέφυρες, αυτοί είναι πλέον ελάχιστοι, αφού τέτοιες προσθήκες έχουν μεγάλο κόστος.
Συμπέρασμα
Το 1929, για να ξεπεραστεί η κρίση και οι άνθρωποι να αρχίσουν ξανά να φροντίζουν τα δόντια τους, χρειάστηκε να σημάνουν οι πολεμικές καμπάνες. Σήμερα, 90 χρόνια μετά, με την κρίση να μοιάζει πλέον να αποτελεί όχι κάτι παροδικό, αλλά κάτι καλά ριζωμένο στην κοινωνία, ο κίνδυνος μιας γενικευμένης πολεμικής εμπλοκής μοιάζει να είναι και πάλι ορατός. Οι ανταγωνισμοί μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων δίνουν και παίρνουν, οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες αυξάνονται συνεχώς και εδώ στη χώρα μας ο πολιτικός λόγος ακροβατεί ανάμεσα σε δηλώσεις που κυμαίνονται από το «να σταλούν οι πρόσφυγες στα ξερονήσια» (Του ίδιου τύπου που δεν του αρέσουν τα «πολύ ναζιστικά») μέχρι το «σκόνη» και «σκουπίδια» οι πρόσφυγες και οι ακροαριστεροί (του εκπροσώπου της ΠΟΑΣΥ, Σταύρου Μπαλάσκα) και το «αν τρέξει και λίγο αιματάκι από μπαχαλάκια, μην πούμε πω πω το παιδί» (του νεοεκλεγή βουλευτή Α΄ Πειραιά με τη ΝΔ, Δημήτρη Μαρκόπουλου).
Όλα αυτά ενσωματώνονται σε μια γενικότερη προσπάθεια επιβολής ως κανονικότητα της αστυνομικής καταστολής και γενικότερα του δόγματος «νόμος και τάξη» και πλασάρονται από το κυβερνών κόμμα – που συνεχίζει ίδια και απαράλλαχτη την πολιτική των προκατόχων του – άλλοτε με τη συσκευασία της προόδου και του εκσυγχρονισμού και άλλοτε με αυτή της σοβαρότητας, λέξεις και έννοιες που αποτελούν πλέον την πεπατημένη για κάθε νέα κυβέρνηση αυτού του τόπου, που τις χρησιμοποιεί επικοινωνιακά για να δείξει πως εκπροσωπεί όλους τους πολίτες. Αυτό το τελευταίο συνήθως εκφράζεται ως άνοιγμα προς το κέντρο, που όλοι το αγαπούν επειδή δεν είναι ακραίο – αν και δεν υπάρχει τίποτα πιο ακραίο από εκείνους που συνεργάζονται με όλους και κολλάνε με όλα.
Σημείωση
Στην επικείμενη ΔΕΘ, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ θα κονταροχτυπηθούν για το ποιος από τους δύο εκπροσωπεί καλύτερα την πρόοδο και την ανάπτυξη σε αυτόν τον τόπο. Εμείς, όμως, επειδή γνωρίζουμε καλά πως η πρόοδος και η ανάπτυξη που καμώνονται και οι δύο πως εκπροσωπούν σημαίνει οπισθοδρόμηση για εμάς και πρόοδος και ανάπτυξη για τα συμφέροντα της αστικής τάξης, τους παραπέμπουμε στα λόγια του Αμερικανού δημοσιογράφου Russell Baker, που έλεγε: «Συνήθως, τα φοβερά πράγματα που γίνονται με το πρόσχημα ότι τα απαιτεί η πρόοδος, στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου πρόοδος, αλλά απλώς φοβερά πράγματα».