Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: «Χριστούλη τον μπαμπά μου…»
Στη μνήμη του Στρατή Περγαλίδη, του κομμουνιστή προέδρου του ΕΚ Ηρακλείου, που έπεσε αλύγιστος μετά από απάνθρωπα βασανιστήρια των ασφαλιτών, στα χρόνια της μεταβαρκιζιανής τρομοκρατίας.
Ήταν μικρό κοριτσάκι, όταν οι Γερμανοί μαζί με ντόπιους συνεργάτες τους μπήκαν στο σπίτι και απείλησαν τον αγωνιστή πατέρα της, Στρατή Περγαλίδη. Το 1947, ό,τι άφησαν στη μέση οι Γερμανοί τ’ αποτέλειωσαν οι ασφαλίτες του μεταβαρκιζιανού ελληνικού κράτους. Τον έκαναν κομμάτια και τον έθαψαν με απαγόρευση κηδείας. Πενήντα εννιά χρόνια μετά, το 2006, η Εριέτα Κυριακού θα γράψει στη «Στήλη Αγωνιστών» του Ριζοσπάστη για τον πατέρα της: «Εύχομαι οι άνθρωποι για τους οποίους αγωνίστηκε και πέθανε να μην τον ξεχάσουν, καθώς και όσους χάθηκαν στον τίμιο αγώνα»…
Η μνήμη του Στρατή Περγαλίδη και όσων έπεσαν στον τίμιο αγώνα μένει για μας ζωντανή και θα μείνει και στο μέλλον. Η μνήμη δεν σβήνει όταν ο αγώνας συνεχίζεται…
Από μια παλιά ΚΟΜΕΠ, του 1985, που ανασύραμε από το Αρχείο, μεταγράψαμε το παρακάτω κείμενο του Στέλιου Παπαδομιχελάκη. Στη μνήμη του κομμουνιστή ήρωα Στρατή Περγαλίδη.
Της καρδιάς γιοι
Καταγωγή Μικρασία. Περιφέρεια Προύσας. Και μοναχογιός, και μοναχοπαίδι. Στα δεκατέσσερά του πλάκωσε η συμφορά.
Σφαγές, ξεσπιτωμοί, χαλασμός, τρομάρα, φευγιό. Να βλέπεις και να μην πιστεύεις στα μάτια σου. Πού πήγαινε, πώς έφτασε και που, η οικογένεια, δεν ήξεραν. Πρώτα, άκουσαν Μυτιλήνη κι ύστερα τους είπαν Σαλονίκη. Ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες ψυχές, σκορπίστηκαν. Με την τρομάρα στην καρδιά. Όπου πρόλαβαν. Όπου τους πήγαν. Σαν σκιαγμένα κυνηγημένα πουλιά. Μα όπου έφτασαν, όπως έφτασαν, πού να κουρνιάσουν; Σε καπνομάγαζα, σε σκολειά, σε ταρσανάδες, στ’ αμπάρια καρβουνιάρικων, σε χαλασμένα βαγόνια, τρένων, σε τσαντίρια. Κι ο ένας πάνω στον άλλο…
Στη Σαλονίκη που βρέθηκε η οικογένεια, πείνα, απλυσιά και στο τέλος πλάκωσε η πανούκλα. Να φύγουν. Όπου να ’ναι μην τους πιάσει. Έτσι έφτασαν στο Ηράκλειο της Κρήτης. Μα κι εδώ, τζαμιά, σκολειά, αποθήκες, στρατώνες, παράγκες, λαγούμια στα βενετσάνικα τειχιά του Κάστρου και σπηλιές που κάποτε έμεναν λεπροί, όλα φίσκα.
Όπου τους είχανε στοιβάξει αν κοίταζες από την «πόρτα», κουρελούδες, τσουβάλια κρεμασμένα σε σκοινιά από άκρη σ’ άκρη και σταυρωτά χώριζαν τις οικογένειες. Κι αν έμπαινες, ξαπλωμένοι κατάχαμα, άντρες, γυναίκες, παιδιά ανάκατα. Δεν μπορούσες να περάσεις. Νεροζούμια για φαί, τενεκάκια κάθε λογής για πιάτα, άθλια στρωσίδια, και ψείρα.
Κορυφαίος καρπός της «ΜΕΓΑΛΗΣ ΙΔΕΑΣ» που τάφηκε άδοξα στη Μικρασία αφού πρώτα κατάντησε θλιβερό όργανο του εγγλέζικου ιμπεριαλισμού, γεμίζοντας με άγνωστους τάφους «ηρωικών νεκρών» τις εκτάσεις από τη Σμύρνη ως τις όχθες του Σαγγάριου. Κι αφήνοντας στην αιχμαλωσία, την πείνα και την κακομοιριά χιλιάδες αιχμάλωτους.
Και να τ’ ακούς μόνο αυτά αρρωσταίνεις. Πώς να τα βλέπεις; Και πώς να τ’ αντέχεις; Να τα ζεις;
Μέσα σ’ αυτόν το χαλασμό μεγάλωσε ο μοναχογιός της οικογένειας. Προσφυγάκι και να σπουδάσει κείνα τα χρόνια, έπρεπε να ’χει πατέρα «Τζορμπατζή». Τον πήγαν να μάθει τέχνη, κουρέα. Ας πούμε και τ’ όνομά του. Ο λόγος είναι για τον Στρατή τον Περγαλίδη, παραγιό σε κουρείο, αστράτευτον ακόμα. Το 1928 τον παίρνουν φανταράκι. Τον πάνε στον «ουλαμό υπαξιωματικών». Τον κάναν επιλοχία και τον στέλνουν στα σύνορα. Στη Θράκη: Ενας φαντάρος του αρρωσταίνει. Του δίνει τη χλαίνη του. Κρυώνει κι ο ίδιος και κληρονομά βρογχικά.
Στο στρατό — όπως και στο εργοστάσιο — αρρώστησες; Δεν τους κάνεις πια. Και σε διώχνουν. Δεν σε θεραπεύουν.
Οι πρόσφυγες φέρανε στο Ηράκλειο την καλλιέργεια της σουλτανίνας. Μέσα σε τέσσερα -πέντε χρόνια το βορεινό κομμάτι του κάμπου έγινε καταπράσινο. Άλλαξε η μορφή της οικονομίας. Τέσσερα – πέντε σταφιδεργοστάσια. Δυόμισι χιλιάδες εργατομάνι σταφιδεργάτες το καλοκαίρι, σκαφτιάδες την άνοιξη, τον Αύγουστο τρυγητές και τρυγήτριες. Δεν άργησε η κρίση του εικοσιεννιά-τριάντα. Αναδουλειές, μικρά μεροκάματα, βαριά η δουλειά στα σταφιδεργοστάσια με την υγρασία, την ξυπολυσιά, τους ατμούς από το θειάφι στους φούρνους. Και τσουβάλια φορτοξεφόρτωμα πάνω από εξήντα οκάδες καθένα. Και να τρέχει ο ιδρώτας ποτάμι από πάνω σου ν’ ανακατεύεις τη σταφίδα να γίνει το «πατσάλι», ο τύπος, το «νούμερο».
Οι σταφιδέμποροι πλουτίζανε, οι τράπεζες εισπράττανε τόκους και κρατούσανε και συγκεντρώνανε την οικονομία του τόπου. Κι οι εργάτες όλο και χειρότερα. «Ο κόμπος στο χτένι» στις σταφιδαποθήκες.
Οι σταφιδεργάτες, το πιο μαζικό σωματείο (δυόμισι χιλιάδες). Τα ζητήματα δεν λύνονταν. Απεργία. Πορεία προς τη Νομαρχία. Στις πέντε Αυγούστου. Το τριάντα πέντε. Πυροβολισμοί μέσα από τη Νομαρχία. Έξι εργάτες νεκροί θάφτουνται τη νύχτα. Το έγκλημα κι η νύχτα. Τα δυο σκοτεινά που πάνε κατά συνήθεια μαζί. Τα προτιμά η αντίδραση. Και της μοιάζουν και τη βολεύουν.
Σε τέτοιες στιγμές η οργή πλανιέται στον αέρα. Μπαίνει στα σπίτια από το, παράθυρο, από τη χαραμάδα της πόρτας, από την κλειδαρότρυπα. Αναστατώνει τις ψυχές κι ανοίγει τα μάτια στο φως.
«Οι μάζες διδάσκονται από την πείρα που οργώνει σκληρά την πλάτη τους», είπε ο ΛΕΝΙΝ.
Το σπίτι του Στράτου ούτε διακόσια μέτρα από το φονικό. Το φονικό ούτε εκατό από το μαγαζί που δουλεύει. Στην τσέπη του σακακιού του έχει λίγα ένσημα της «Εργατικής Βοήθειας». Μετά το φονικό έρευνες η χωροφυλακή. Δεν του βρίσκουν τίποτε. Κι αθωώνεται στη δίκη που τον πάνε.
Μετά εννιά μήνες η εργατιά γιορτάζει την Πρωτομαγιά. Συμμετοχή καθολική. Πειθαρχία, ενότητα, ενθουσιασμός. Ο Στράτος εκεί. Μ’ όλη την οικογένειά του.
Στις εννιά του μήνα οι σκοτωμοί των εργατών στη Θεσσαλονίκη θυμίζουν στην εργατιά του Ηράκλειου τα περσινά δικά της. Αποφασίζεται εικοσιτετράωρη απεργία πανεργατική. Και γίνεται από το πρωί παλλαϊκή. Τίποτε δεν κινήθηκε. Κι ο Νομάρχης ζήτησε άδεια από την απεργιακή επιτροπή να κινηθεί το αυτοκίνητό του. Χωρίς τέτοια άδεια ο οδηγός του δεν δέχτηκε να το κινήσει. Ο Μεταξάς προετοίμαζε τη διχτατορία του. Κι εξεκαθάριζε τους «θύλακες» με συλλήψεις από την Ασφάλεια. Και «θύλακες» είναι πάντα οι πρωτοπόροι της εργατιάς, οι κομμουνιστές. Αυτούς χτυπάει όποιος θέλει να πάρει κάτι από το λαό.
Το πρώτο δεκαήμερο του Ιούλη του ’36, η Ασφάλεια του Ηράκλειου έπιασε μεσονυχτιάτικα έξι συνδικαλιστικά στελέχη μαζί και τον Σουκατζίδη, ξάδερφο του Περγαλίδη. Ούτε τα ρούχα τους άφησε να πάρουν. Ο Στράτος το μαθαίνει και πάει στον ξάδερφό του στην Ασφάλεια ό,τι του χρειάζονταν.
Έρχεται — σ’ ένα μήνα η διχτατορία του Μεταξά — Γλύξμπουργκ. Φασιστική. Απειλές από τη Χωροφυλακή, πιέσεις από τον εισαγγελέα, ο Περγαλίδης αναγκάζεται να φύγει για την Αθήνα. Ένας βαρκάρης, ένας ναυτεργάτης τον βοηθάνε. Και περνά με το επώνυμο της μάνας του. Το τριάντα εννιά επιστροφή στο Ηράκλειο. Εκεί τον βρίσκει η επίθεση του Μουσολίνι. Αν λέω τα ονόματα είναι για τους νέους και τις χρονολογίες. Γιατί Μεταξάς – Μουσολίνι, θύλακες, είναι της κεφαλαιοκρατίας ψευδώνυμα.
Λοιπόν, είκοσι οχτώ Οχτώβρη, μέρα Δευτέρα. Λίγη ώρα που ’χε φύγει για τη δουλειά γυρίζει. Γιατί; ρωτά η γυναίκα του. Πόλεμος της απαντά.
Ύποπτον κομμουνιστή, καθαιρεμένου γι’ αυτό επιλοχία τον παίρνουν; Χμ! Καλύτερα Γερμανοί στην Αθήνα παρά κομμουνιστές στο Μέτωπο. Να μη θυμηθώ τώρα την Κομμούνα του Παρισιού και τη συνεργασία της αντίδρασης με τους Γερμανούς στρατηγούς στις πύλες του Παρισιού για να την καταστρέψουν μαζί; Η αντίδραση πάντα προδίδει το λαό στον εχθρό του έθνους για να σώσει την εξουσία της που κινδυνεύει. Το 1941, οι έμπιστοι στρατηγοί του Μεταξά τ’ απόδειξαν κι σ’ εμάς εδώ. Κι ο Μανιαδάκης παράδωσε δεμένους τους εχθρούς του φασισμού στους Γερμανούς καταχτητές. Και του ’ρθε λουκούμι του Χίτλερ.
Οι Γερμανοί στο Ηράκλειο το ’42, απ’ ό,τι άρπαξαν από τον κοσμάκη — λάδι — σταφίδες — κάτι έδιδαν στ’ αφεντικά. Κι είπε ο Στράτος, στ’ αφεντικά. Δώσετε και στους παραγιούς. Καλά τους έχετε και βουρτσίζουν τα σακάκια χωρίς πληρωμή — μόνο με το χαρτζιλίκι του πελάτη.
Και σένα δικηγόρο σε βάλανε; είπαν εκείνοι. Αφεντικά δεν ήταν; Τον απείλησαν κιόλα: Βάλε μυαλό. Μετά λίγον καιρό οι Γερμανοί, έρευνα στο σπίτι του. Ψάχνανε. Βρήκαν κάτι δελτάρια του Ναπολέοντα παλιά. Η μάνα του Στράτου έκλαιγε. Το μικρό κοριτσάκι του — Εριέτα το ’λεγαν — σμιχτά τα παλαμάκια, γονατιστό, ψηλά τα λιγνά χεράκια προσεύχονταν: «Χριστούλη τον μπαμπά μου».
Ο διερμηνέας είπε στους Γερμανούς «δεν είναι του Σουκατζίδη τα δελτάρια». Δεν φταίμε είπαν εκείνοι. Σε κάρφωσαν. Και τον άφησαν την ίδια μέρα. Όμως να μη φύγει για άλλο μέρος του ’πανε. Να μη φύγεις του ’πανε του Στρατή. Όποιος υπακούει σε τέτοιες εντολές από τέτοιους, δεν είναι με τα καλά του.
Τ’ άλλο πρωί, ένα γαϊδούρι φορτωμένο σταφύλια που το χτυπούσε ο Στράτος έφυγε από κάποιον συνοικισμό ανατολικά της πόλης με το οχτάχρονο αγόρι του. Το απογευματάκι έφτασε στη Μίλατο. Εκεί σε λίγο μεταφέρθηκε η οικογένεια όλη. Κι από κει στη Νεάπολη, όπου έχασε ένα άλλο αγόρι της τριών χρόνων αυτό. Ένα γερμανικό αυτοκίνητο το σκότωσε.
Αποχωρούσαν οι Γερμανοί από το Ηράκλειο. Ανασυγκροτούνταν τα εργατικά σωματεία. Κλήθηκε ο Περγαλίδης εκεί. Και πήγε. Στο σαράντα έξι ήταν πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Ηρακλείου, εκλεγμένος. Και μέλος της διοίκησης της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος.
Ο Ναπολέοντας, ο ξάδελφός του ο Σουκατζίδης, το ξέρουμε εκτελέστηκε την Πρωτομαγιά του σαράντα τέσσερα στο σκοπευτήριο. Τον Στρατή τον Περγαλίδη τον πρόεδρο του Εργατικού Κέντρου Ηρακλείου τον έπιασε η Ασφάλεια στις έντεκα του Ιούνη του σαράντα εφτά. Μαζί με τον γραμματέα του Κέντρου. Μέσα σ’ αυτό. Ο γραμματέας συνθηκολόγησε. Τα αργύρια ήταν η προεδρία του Κέντρου.
Τον Στρατή Περγαλίδη, τον πρόεδρο του Εργατικού Κέντρου Ηρακλείου, με σπασμένα και τα δυο πόδια, με ανοιχτές πληγές στο κεφάλι από τον κεφαλοσφίχτη, μαύρο το κορμί του όλο τον πήγαν από την ασφάλεια κρυφά σε μια κλινική. Από κει, τυλιγμένο το κορμί του σ’ ένα σεντόνι — ό,τι είχε απομείνει — το ’θαψαν με απαγόρευση κηδείας στις 14 του Ιούνη του ’47. Τέσσερις μέρες μετά τη σύλληψή του. Σάββατο μέρα.
Τ’ όνομα του Σουκατζίδη δόθηκε στην αίθουσα συνελεύσεων του Εργατικού Κέντρου μετά την απελευθέρωση.
Τ’ όνομα του Περγαλίδη δόθηκε στην αίθουσα συνεδριάσεων του ΔΣ του Εργατικού Κέντρου κι η φωτογραφία του κρεμάστηκε και στην αίθουσα του ΔΣ και σε κείνην των Συνελεύσεων. Σ’ έναν δρόμο της εργατικής συνοικίας Δειλινά δόθηκε τ’ όνομά του.
Να τολμήσω μιαν ερώτηση στη ΓΣΕΕ; Ήταν εκλεγμένος στη διοίκησή της. Τον θυμήθηκε ποτέ;
Εμείς σύντροφε Στράτο — το ξέρεις — δεν είμαστε ξεχασιάρηδες και το θυμούμαστε πως ήσουνα μέλος της ΠΕ Ηρακλείου του κόμματός μας.
«Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ». Κάθε δεύτερη Τρίτη (εναλλάξ με τη μουσική στήλη «Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι»), η στήλη θα παρουσιάζει πτυχές από γνωστά και λιγότερο γνωστά γεγονότα, θα φιλοξενεί αναμνήσεις αγωνιστών και θα καταγράφει μικρές και μεγάλες στιγμές, που χαράχτηκαν με αίμα στις χρυσές σελίδες της Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Δείτε τις όλες εδώ.