Ιούλιος Φούτσικ: Γραμμένο με τη θηλειά στο λαιμό
Κρατώ στα χέρια μου ένα παλιό βιβλίο. Οι φορτωμένες από το βάρος 65 χρόνων ζωής σελίδες του, λύγισαν. Το εξώφυλλο αποκόπηκε από το υπόλοιπο σώμα και το χαρτί κιτρίνισε. Όμως η ψυχή του στέκει εκεί ανάμεσα στις τυπωμένες αράδες, ζωντανή και καθάρια. Είναι η ψυχή του συγγραφέα του.
«Ξημερώματα 1ης Μαΐου (1943). Ξεψυχάω λίγο λίγο. Αργείς πολύ να έρθεις, θάνατε. Και όμως, περίμενα να σε γνωρίσω αργότερα, ύστερα από πολλά χρόνια. Περίμενα να ζήσω περισσότερο σαν ελεύθερος άνθρωπος: να μπορέσω να δουλέψω πολύ, ν’ αγαπήσω πολύ, να τραγουδήσω πολύ και να γυρίσω τον κόσμο. Και όλα αυτά θα τα έκανα σε τούτη ακριβώς την ηλικία: στο κατώφλι της ωριμότητας και ενώ θα είχα ακόμη πολλές δυνάμεις. Δεν τις έχω πια. Εξαντλούνται μέρα με τη μέρα. Αγαπούσα τη ζωή και ρίχτηκα στο πεδίο της μάχης επειδή πίστευα στην ομορφιά της. Άνθρωποι, σας αγάπησα. Ήμουν ευτυχής όταν ανταποκρινόσαστε στην αγάπη μου και υπέφερα όταν δεν με καταλαβαίνατε. Εκείνοι τους οποίους έβλαψα, να με συγχωρήσουν. Εκείνοι που τους έκανα να χαρούν, να με λησμονήσουν. Η θλίψη να μη συνδεθεί ποτέ με τ’ όνομά μου».
Κρατώ στα χέρια μου ένα παλιό βιβλίο: «Ιούλιου Φούτσικ: Γραμμένο με τη θηκειά στο λαιμό», σε μετάφραση από τα Γαλλικά της Έφης Πανσέληνου, Αθήνα 1954, από τις εκδόσεις «Παλμός». Οι φορτωμένες από το βάρος 65 χρόνων ζωής σελίδες του, λύγισαν. Το εξώφυλλο αποκόπηκε από το υπόλοιπο σώμα και το χαρτί κιτρίνισε πια. Όμως η ψυχή του στέκει εκεί ανάμεσα στις τυπωμένες αράδες, ζωντανή και καθάρια. Είναι η ψυχή του συγγραφέα του.
Ομολογώ πως είχα πλήρη άγνοια για την Τσέχικη λογοτεχνία. Αγνοούσα σχεδόν την ύπαρξή της. Ο λόγος δεν ήταν άλλος από την μικρή έως ελάχιστη ίσως προβολή της στη χώρα μας. Η πρώτη επαφή έγινε πριν από καιρό, με αυτό το βιβλίο, που μου έστειλε μια καλή φίλη με την προτροπή να το διαβάσω οπωσδήποτε.
Ο Γιούλιους (Ιούλιος) Φούτσικ – εθνικός ήρωας της Τσεχοσλοβακίας – γεννήθηκε στις 23 του Φλεβάρη 1903, στην Πράγα. Επηρεάστηκε από την Οκτωβριανή Επανάσταση και σε νεαρή ηλικία εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό κόμμα. Συγγραφέας, κριτικός και δημοσιογράφος, από το Φλεβάρη του 1941 ήταν μέλος της παράνομης Κεντρικής Επιτροπής και καθοδηγούσε τις παράνομες εκδόσεις του κόμματος. Συνελήφθη από την Γκεστάπο στις 24 Απρίλη 1942 στην Πράγα και στις 8 του Σεπτέμβρη 1943, δολοφονήθηκε στις φυλακές του Βερολίνου. Στο διάστημα της φυλάκισής του και μέχρι να εκτελεστεί, υπέστη φριχτά βασανιστήρια, όμως βρήκε την ψυχική δύναμη και τον τρόπο να γράψει αυτό το συγκλονιστικό βιβλίο, που μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε σε περισσότερες από 70 χώρες.
«Στην Ελλάδα ο Φούτσικ δεν μας είναι γνωστός, όπως άλλωστε και στη χώρα του δεν πρόλαβε να γίνει γνωστός όσο ζούσε. Γιατί εκτός από την εφημερίδα «Ρούντε Πράβο» που διηύθυνε, δημοσίευσε πολλά άρθρα πάνω σε λογοτεχνικά και θεατρικά θέματα, κριτικές, ανταποκρίσεις, όμως κύριο λογοτεχνικό έργο δεν πρόφτασε να δημοσιεύσει. Τον πρόφτασε ο θάνατος από τις σφαίρες στο εκτελεστικό απόσπασμα των ναζί καταχτητών. Όμως μας είναι άγνωστος όσο και ο Άγνωστος Στρατιώτης μας, όσο και οι Άγνωστοι όλων των λαών, δηλαδή σάρκα από τη σάρκα μας. Ανήκει στις χιλιάδες τους νέους απ’ όλες τις χώρες που οικοδομούν με το αίμα και το πνεύμα τους τη νέα Αναγέννηση της ανθρωπότητας. Και η Ελλάδα δεν έχει τους λιγότερους να παρατάξει στο διεθνές τιμητικό πεδίο. Ωστόσο αν στο πεδίο αυτό πέσανε πολλές χιλιάδες, λίγοι μπόρεσαν να κάνουν τέχνη τον ίδιο το θάνατό τους, και μάλιστα με τέτοια μορφή που να είναι στην ουσία ένας ύμνος για τη ζωή», γράφει στον πρόλογο του βιβλίου η μεταφράστριά του Έφη Πανσέληνου.
Η γυναίκα του Φούτσικ, φυλακισμένη σε στρατόπεδο συγκέντρωσης των ναζί, που γλίτωσε μαζί με χιλιάδες άλλους από βέβαιο θάνατο γιατί οι φασίστες δεν πρόλαβαν λόγω της ήττας τους να τους εκτελέσουν, περιγράφει στην εισαγωγή του βιβλίου πώς γράφτηκαν και διασώθηκαν τα χειρόγραφα:
«Έμαθα ακόμα πως ο Ιούλιος Φούτσικ έγραψε μέσα στη φυλακή του Πάνκρακ. Τα μέσα να γράψει του τα έδωσε ο φύλακάς του ο Α. Κολίνσκι, κουβαλόντας του στο κελλί του χαρτί και μολύβι. Ο ίδιος έβγαλε κρυφά και τα χειρόγραφα φύλλο φύλλο. Συνάντησα το φύλακα αυτόν και συγκέντρωσα σιγά σιγά αυτά που έγραψε ο Ιούλιος Φούτσικ στο κελί του στο Πάνκρακ. Τα φύλλα αριθμημένα είχανε κρυφτεί σε διαφορετικά πρόσωπα και σε διαφορετικά μέρη. Τα συγκέντρωσα και τα παρουσιάζω σήμερα στον αναγνώστη. Αυτό είναι το τελευταίο έργο του Ιούλιου Φούτσικ».
Το «Γραμμένο με τη θηλειά στο λαιμό» είναι να συγκλονιστικό βιβλίο. Συγκλονίζει τον αναγνώστη όχι με το φόβο του θανάτου, μα με την αγάπη για τη ζωή. Βλέπεις τον μελλοθάνατο Φούτσικ να πεθαίνει τραγουδώντας τη ζωή γιατί είναι σίγουρος πως χιλιάδες άλλοι θα πάρουν απ’ τα χείλη του το τραγούδι σαν αναμμένη λαμπάδα να το παραδώσουν σε άλλους κι αυτοί σε άλλους, για να γίνει η χαρά των ανθρώπων. Ο συγγραφέας πεθαίνοντας υμνεί τη ζωή και τις πιο υψηλές της έννοιες: την παληκαριά, την τιμιότητα, την ελευθερία και πάνω απ’ όλα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ολόκληρο το βιβλίο είναι μια κραυγή, πως μπορείς να πεθαίνεις τραγουδώντας, μα και να ζεις έτοιμος κάθε στιγμή να πεθάνεις αν πρόκειται να ζήσεις σαν σκουλήκι.
Αντιγράφω από το βιβλίο, τηρώντας την ορθογραφία της έκδοσης, δύο ενδεικτικά αποσπάσματα.
1ο απόσπασμα:
«Η ανάκριση δεν κράτησε πολύ. Ο αστυνομικός Φρίντρικ «άγγιξε» βαριεστισμένα το κορμί μου και ξαναγύρισα στη φυλακή αναίσθητος.
Κι έρχουνται τώρα πια μέρες που δεν έχω αμφιβολία πως βρίσκομαι στη ζωή. Ο πόνος, γκαρδιακό αδέρφι της ζωής, μου το θυμίζει πολύ καθαρά. Ακόμα και στη φυλακή του Πέτσεκ μάθανε πως κατά κάποιο λάθος απόμεινα ζωντανός και φτάσανε τα πρώτα χαιρετίσματα: από τους χοντρούς τοίχους όπου αντηχούνε τα μηνύματα κι από κι από τα μάτια των κρατουμένων που έχουνε υπηρεσία στους διαδρόμους για το μοίρασμα της σούπας.
Μονάχα η γυναίκα μου δεν έμαθε τίποτε για μένα. Είτανε μονάχη μέσα σ’ ένα κελλί στο κάτω κάτω πάτωμα, τρία ή τέσερα κελλιά πέρα από το δικό μου, και ζούσε ανάμεσα στην αγωνία και την απελπισία, έως τη στιγμή που ψιθύρισε πως όλα τελιώσανε για μένα και πως όπως λέγανε, δεν άντεξα τα βασανιστήρια στην «ανάκριση». Ύστερα τριγυρνούσε μέσα στην αυλή κι ο κόσμος στριφογύριζε γύρω της και δεν πήρε είδηση πως ο φύλακας την παρηγορούσε με γροθιές στα μούτρα για να την αναγκάσει να μπει στη γραμμή της, πράμα που στη φυλακή αντιπροσωπεύει την κανονική ζωή.
Τι να είδανε άραγε τα καλωσυνάτα μεγάλα μάτια της όταν κυττούσανε χωρίς να κλαίνε τους άσπρους τοίχους του κελιού; Και την άλλη μέρα ένα άλλο όραμα – πως δεν είτανε αλήθεια, πως δεν πέθανα από το ξύλο, αλλά μη μπορώντας ν’ αντέξω τους πόνους κρεμάστηκα στο κελλί μου. Κι όλον αυτό τον καιρό εγώ «μούδιαζα» στο φτωχό αχυρένιο στρώμα μου και κάθε βράδι και κάθε πρωί, προσπαθούσα να γυρίσω στο πλάϊ για να μπορέσω να τραγουδήσω στην Γκούστα μου τ’ αγαπημένα της τραγούδια.
Πώς μπόρεσε να μην ακούσει την ώρα που εγώ έβανα όλη μου τη φλόγα; Σήμερα το ξαίρει πια, ακούει, παρόλο που βρίσκεται πολύ μακριά από άλλοτε. Σήμερα κι οι φύλακες ξαίρουνε και συνειθίσανε ν’ ακούνε το κελλί 267 να τραγουδάει. Και δεν φωνάζουνε πια πίσω απ’ την πόρτα. Να σωπάσω.
Το κελλί 267 τραγουδάει. Σ’ όλη μου τη ζωή τραγουδούσα, δεν ξαίρω γιατί τώρα θάπρεπε να πάψω, τώρα στο τέλος, τη στιγμή που ζω όσο γίνεται πιο εντατικά.
Κι ο Πέτσεκ, ο πατέρας; Ω, αυτός είναι μια εξαιρετική περίπτωση! Του αρέσει να τραγουδάει με πάθος. Δεν έχει μήτε αυτί, μήτε μνήμη μουσική, ούτε φωνή, όμως του αρέσει το τραγούδι που λέει για μιαν αγάπη πιστή και νιώθει τέτοιαν ευχαρίστηση που σχεδόν δεν προσέχω αν γλιστράει τέτοιαν ευχαρίστηση που σχεδόν δεν προσέχω αν γλυστράει από τη μια τοναλιτέ στην άλλη κι επιμένει να τραγουδάει ντο εκεί που το αυτί ζητάει αποκλειστικά λα.
Και έτσι τραγουδάμε όταν μας διαποτίζει η θλίψη, τραγουδάμε όταν η μέρα είναι χαρούμενη, με το τραγούδι μας ξεπροβοδίζουμε το σύντροφο που φεύγει και που δεν θα τον ξαναϊδούμε πια ποτές, με το τραγούδι δεχόμαστε τα ευχάριστα νέα που έρχονται από τ’ ανατολικό μέτωπο και τραγουδάμε από χαρά όπως τραγουδάνε ανέκαθεν οι άνθρωποι κι όπως θα τραγουδάνε όσο θα υπάρχουνε.
Χωρίς τραγούδια δεν υπάρχει ζωή όπως δεν υπάρχει ζωή χωρίς τον ήλιο. Κι εμείς εδώ έχουμε δύο φορές περισσότερο ανάγκη από τραγούδι γιατί ποτές δεν μας βρίσκει ο ήλιος. Το κελλί 267 είναι βορεινό. Μοναχά τους καλοκαιρινούς μήνες για λίγα λεφτά στο ηλιοβασίλεμα, ο ήλιος ζωγραφίζει τα σιδερένια κάγκελα στον ανατολικό τοίχο – και τη στιγμή εκείνη ο πατέρας όρθιος ακουμπισμένος στο κρεβάτι του παρακολουθεί τη φευγαλέα τούτη επίσκεψη του ήλιου… Κι έχει το πιο θλιμμένο βλέμμα που μπορείς να βρεις εδώ μέσα.
Ο ήλιος, με πόσην απλοχεριά αστράφτει!
Αυτός ο καταστρόγγυλος μάγος, τι θαύματα που κάνει μπροστά στα μάτια των ανθρώπων, και τι λίγοι άνθρωποι που ζούνε μέσα στον ήλιο. Όμως θα λάμψει, κι οι άνθρωποι θα ζήσουνε μεσ’ τις αχτίδες του. Είναι ωραίο να το ξέρεις αυτό. Θέλεις ωστόσο να μάθεις και κάτι άλλο πολύ λιγότερο σημαντικό: Θα λάμψει άραγε και για μας;
Το κελλί μας είναι βορεινό, μονάχα μερικές φορές το καλοκαίρι, όταν η μέρα είναι αληθινά ώμορφη, βλέπουμε τον ήλιο να δύει. Ω, πατέρα, πόσο θάθελα ωστόσο έστω και μια φορά ακόμα να τον έβλεπα και ν’ ανατείλει!».
2ο απόσπασμα:
«Η ανάσταση είναι μιάν υπόθεση κάπως ξεχωριστή, ξεχωριστή σε σημείο που είναι αδύνατο να την περιγράψεις. Ο κόσμος είναι όλο θέλγητρα μιαν ώμορφη μέρα όταν έχεις κοιμηθεί καλά. Όμως τότε, στην ανάσταση, είναι σαν νάναι η ζωή ακόμα πιο ωραία και σαν νάχεις κοιμηθεί όσο ποτέ άλλοτε καλά. Σου φαίνεται πως ξαίρεις θαυμάσια τη σκηνή της ζωής, όμως είναι σαν εκείνος που διευθύνει το φωτισμό ν’ άναβε μονομιάς όλους μαζί τους προβολείς με τους δυνατούς φακούς και να σου πρόβαλλε ξαφνικά μπροστά σου ολοφώτιστη ολόκληρη τη σκηνή. Σου φαίνεται πως βλέπεις καλά, όμως τότε είναι σαν πρόσθεσες στα μάτια σου κιάλια προσαρμοσμένα σ’ ένα μικροσκόπιο. Μιαν ανάσταση είναι ολότελα υπόθεση άνοιξης, σαν την άνοιξη που σου αποκαλύπτει αναπάντεχες χαρές, ακόμα και στο πιο γνωστό σου τοπίο.
Και τούτο ακόμα κι όταν ξαίρεις πως δεν είναι παρά για μια στιγμή μονάχα. Κι όταν ακόμα το περιβάλλον σου είναι πλούσιο κι ευχάριστο όσο μπορεί να είναι το κελλί της φυλακής του Πάνκρακ.
Ωστόσο μια μέρα, στο τέλος, θα σε βγάλουν έξω στον κόσμο. Μια μέρα θα σε κουβαλήσουνε ξανά γι ανάκριση, και μάλιστα χωρίς φορείο, και παρ’ όλο που μπορεί αυτό να σου φαίνεται των αδυνάτων αδύνατο, θα περπατήσεις.
Στο διάδρομο έχει κάγκελα, στη σκάλα έχει κάγκελα και σέρνεσαι πιο πολύ στα τέσσερα παρά στα δυο σου πόδια, κάτω βρίσκεις τους συγκρατούμενούς σου που σε αναλαβαίνουνε και σε μεταφέρουνε στο αμάξι της φυλακής. Κι ύστερα βρίσκεσαι καθισμένος εκεί, δέκα, δώδεκα πρόσωπα μέσα σ’ ένα σκοτεινό κελλί με ρόδες. Καινούργιες φυσιογνωμίες, σου χαμογελάνε, τους χαμογελάς, κάποιος κάτι σου ψιθυρίζει και δεν ξαίρεις ποιος είναι, σφίγγεις το χέρι κάποιου και δεν ξαίρεις ποιανού – και τέλος το αμάξι μπαίνει μ’ ένα τράνταγμα στη μεγάλη πύλη του Μεγάρου Πέτσεκ. Οι σύντροφοι σε κατεβάζουνε. Μπαίνετε σε μιαν ευρύχωρη σάλλα με γυμνούς τοίχους, πέντε πάγκοι κολλητοί στη σειρά, κι απάνω τους καθισμένοι άνθρωποι σε στάση προσοχής, τα χέρια πάνω στα γόνατα, τα μάτια στηλωμένα, πάνω στο γυμνό τοίχο μπροστά σου…και τούτο είναι, παιδί μου, ένα κομμάτι απ’ τον καινούργιο κόσμο σου, που το βαφτίσανε: «το σινεμά…».