Ευγένιος Ντελακρουά – Η τέχνη του διαπνέεται από ουμανιστικό ζήλο και αγωνιστικό πάθος
Η δημοκρατική στάση του Ντελακρουά, η ζωντάνια των εικόνων του και η μοναδική φρεσκάδα της ζωγραφικής του προκάλεσαν τις βίαιες αντιδράσεις των σύγχρονων κριτικών.
Ο Γάλλος ζωγράφος Φερντινάν Βικτόρ Ευγένιος Ντελακρουά (Ferdinand Victor Eugène Delacroix) γεννήθηκε στις 26 του Απρίλη 1798 στο Σαίν Μωρίς, κοντά στο Παρίσι, και έφυγε από τη ζωή στις 13 του Αυγούστου 1863, στο Παρίσι).
Γιος διπλωμάτη ο Ντελακρουά, είχε λάβει πλατιά μόρφωση. Από το 1816 ως το 1822 μαθήτευσε στο εργαστήριο του κλασικιστή ζωγράφου Γκερέν· εκεί συνδέθηκε φιλικά με τον Ζερικώ και δέχθηκε την επίδρασή του. Μελέτησε στο Λούβρο τη ζωγραφική των παλιών μεγάλων δασκάλων (ιδιαίτερα του Π. Ρούμπενς) και γοητεύτηκε από τη σύγχρονή του βρετανική ζωγραφική (Τζ. Κόνσταμπλ). Το 1825, επισκέφθηκε την Αγγλία. Καλλιτέχνης με φλογερό ταμπεραμέντο και δυναμική, δημιουργική φαντασία, ο Ντελακρουά προσχώρησε στο ρομαντισμό από την αρχή της σταδιοδρομίας του και γρήγορα αναδείχθηκε ηγέτης της ρομαντικής σχολής και ο μαχητικότερος εκπρόσωπος των προοδευτικών της τάσεων· μια σειρά έργων του εκφράζουν το επαναστατικό της περιεχόμενο.
Το 1822 εξέθεσε τον πίνακα «Δάντης καί Βιργίλιος στην κόλαση» («Η βάρκα του Δάντη», Λούβρο, Παρίσι), που διαπνέεται από συγκινησιακή ένταση και αυστηρό, τραγικό πάθος.
Τα πραγματικά γεγονότα που παρουσιάζει στους πίνακές του από την Ελληνική Επανάσταση, ο Ντελακρουά, δεν τα έζησε. Αλλά είχε το σφοδρό πόθο να τα ζήσει. Και η τέχνη του ήρθε να αναπληρώσει την απουσία του από τα γεγονότα με την αναπαράστασή τους και τη συμμετοχή του καλλιτέχνη σε μια πλασματική δράση. Θαυμαστής του Μπάιρον, που πολέμησε και πέθανε για τη λευτεριά της Ελλάδας, επηρεασμένος ακόμα και από τους φλογερούς στίχους του Β. Ουγκώ, αρχίζει να διαβάζει καθετί σχετικό με την Ελλάδα. Οι περιγραφές των ξένων περιηγητών, οι γκραβούρες και οι ελληνικές στολές που του έφερνε από την Ελλάδα ο φίλος του Μονσιέρ Αγκούστ, συλλέκτης ανατολικών ενδυμασιών, εξάπτουν τη φαντασία του.
Οι σφαγές τής Χίου, το 1822, τον συγκλονίζουν. Θρεμμένος με φιλελεύθερες ιδέες αδυνατεί να φανταστεί πως οι Τούρκοι θα έσφαζαν ένα λαό, πού είχε δημιουργήσει στην αρχαιότητα τις βασικές άξιες του ευρωπαϊκού πολιτισμού, επειδή ζητούσε το δικαίωμα να ξαναζήσει ελεύθερος.
Έτσι, αρχίζει τις προπαρασκευαστικές σπουδές για το έργο «Η σφαγή της Χίου», που θα αποτελούσε αιώνιο στίγμα της βαρβαρότητας. Τον τεράστιο αυτό πίνακα (4,17 χ 3,54, Λούβρο) τον τελείωσε ύστερα από 7 μήνες. Και πριν τον εκθέσει στο Σαλόν, τον ζωγράφισε ολόκληρο ξανά μέσα σέ πέντε μέρες.
«Η σφαγή της Χίου» άνοιξε για μια σειρά πίνακες εμπνευσμένους από την Ελληνική Επανάσταση: «Η Ελλάδα ξεψυχά στα Ερείπια του Μεσολογγίου» (1826, 1827, ελαιογραφία 2,09 x 1,47 Μουσείο Καλών Τεχνών, Μπορντώ), «Σπουδή από σουλιώτικες φορεσιές» (0,443 χ 0,455, Λούβρο), «Ορφανή στο κοιμητήρι» (1834, 0,65 χ 0,54, Λούβρο). «Μονομαχία Έλληνα πολεμιστή και πασά» (1835, 0,71 χ 0,60, Μουσείο Πτι Παλέ, Παρίσι), «Έλληνες πολεμιστές χορεύουν» (0,32 χ 0,65, Λούβρο), «Ο Μάρκος Μπότσαρης αιφνιδιάζει το στρατόπεδο των Τούρκων» (προσχέδιο και σχέδιο 0,55 x 0,92). Συλλογή Ζακ Ντιπόν και πλήθος άλλα σχέδια.
Σε αντίθεση με την ψυχρή, ανούσια, ακαδημαϊκή ζωγραφική, που ήταν απομακρυσμένη από τη ζωή, η τέχνη του Ντελακρουά πλημμυρίζει από αίσθημα και ένταση και διαπνέεται από ουμανιστικό ζήλο και αγωνιστικό πάθος. Η δημοκρατική στάση του καλλιτέχνη, η ζωντάνια των εικόνων του και η μοναδική φρεσκάδα της ζωγραφικής του προκάλεσαν τις βίαιες αντιδράσεις των σύγχρονων κριτικών.
Χαρακτηριστικά του στυλ του είναι: η δροσερή προσέγγιση του θέματος, η δυναμική σύνθεση, η εκφραστική πινελιά και οι πλούσιοι χρωματισμοί με τις έντονες αντιθέσεις των φωτοσκιάσεων. Αναζητώντας εντυπωσιακά θέματα, δυνατούς, ευγενικούς ήρωες και βαθύ, δυνατό πάθος, ο καλλιτέχνης στράφηκε συχνά στα έργα των Σαίξπηρ, Γκαίτε, Μπάυρον καί Σκότ («Ο Τάσσο στο φρενοκομείο», 1824, Μουσείο Τέχνης, Βίντερθουρ, «Η Εκτέλεση του Δόγη Μαρίνο Φαλιέρο», 1826, Συλλογή Ουάλλας, Λονδίνο, Ο «θάνατος του Σαρδανάπαλου», 1827, Λούβρο, «Η δολοφονία του Επισκόπου της Λιέγης», 1929, Μουσείο Καλών Τεχνών, Λυών). Στις λιθογραφίες του «Φάουστ» (1827 – 28) και «Άμλετ» (1834 -43), ο Ντελακρουά απέδωσε τις λεπτότερες αποχρώσεις της συγκινησιακής εμπειρίας και απέσπασε το εγκώμιο του Γκαίτε.
Το 1830, επηρεασμένος από την Ιουλιανή Επανάσταση, ο Ντελακρουά ζωγράφισε το μεγάλο πίνακα «Η Ελευθερία οδηγεί το Λαό» («Η Ελευθερία στο οδόφραγμα», Λούβρο). Ο καλλιτέχνης απεικόνισε τους πραγματικούς μαχητές της εξέγερσης πλάι στην αλληγορική μορφή της Ελευθερίας, δημιουργώντας μια εντυπωσιακή εικόνα της λαϊκής επανάστασης, που συνδυάζει την ηρωική πραγματικότητα με ένα ευγενικό, ρομαντικό όραμα της Ελευθερίας.
Το 1831, φιλοτέχνησε δύο πίνακες με θέματα από τη Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση: «Ο Μπουασσύ ντ’ Ανγκλά στην Εθνοσυνέλευση» (Μουσείο Καλών Τεχνών, Μπορντώ) και «Μιραμπώ και Ντρέ – Μπρεζέ» (Γλυπτοθήκη Νύ Κάρλσμπεργκ, Κοπεγχάγη).
Στις συνθέσεις του με σκηνές μάχης («Η Μάχη του Πουατιέ», 1830, Λούβρο «Η Μάχη του Νανσύ», 1831 – 34, Μουσείο Καλών Τεχνών, Νανσύ· «Η Μάχη στο Τάγεμπουργκ», 1837, Εθνικό Μουσείο Βερσαλλιών και Τριανόν), που αναφέρονται σε εθνικά ιστορικά γεγονότα, ο Ντελακρουά έδωσε μια ζωντανή απεικόνιση των σκηνών της μάχης και των μορφών των μαχητών και απέδωσε τη δραματική ένταση των συγκρούσεων.
Μετά την επιστροφή του από ένα ταξίδι στην Αλγερία και στο Μαρόκο, το 1832, ο Ντελακρουά χρησιμοποίησε πολλά από τα σκίτσα του, για να φιλοτεχνήσει πίνακες όπως οι «Γυναίκες της Αλγερίας» (1833 – 34) και ο «Εβραίικος γάμος στο Μαρόκο» (1839), και τα δύο στο Λούβρο· «Άραβες μουσικοί» (1848, Μουσείο Καλών Τεχνών, Τούρ) και «Κυνήγι λιονταριών στο Μαρόκο» (1854, Ερμιτάζ, Λένινγκραντ). Οι ρομαντικές, οι τόσο πλούσιες σε χρώμα απεικονίσεις της Ανατολής χαρακτηρίζονται από ποιητικό τόνο, από μια ζωντανή αίσθηση των μοναδικών χαρακτηριστικών ενός ορισμένου τρόπου ζωής, εθίμων και χαρακτήρων.
Τα επιτεύγματα του Ντελακρουά στο ρεαλισμό εκφράζονται παραστατικά στα διεισδυτικά του πορτραίτα (αυτοπροσωπογραφία, 1829· πορτραίτο του Σοπέν, 1838, Λούβρο), καθώς και στα πρωτότυπα τοπία του και τις νεκρές φύσεις. Πολλά από τα μνημειακά έργα του, όπως οι τοιχογραφίες στο Ανάκτορο των Βουρβώνων (1833 – 47), στο Ανάκτορο του Λουξεμβούργου (1845 – 47) στο Δημαρχείο (1849 – 53), στο Λούβρο (1849 – 51) και στο Ναό του Αγ. Σουλπικίου στο Παρίσι (1849 – 61), διακρίνονται για τον κομψό, διακοσμητικό τους χαρακτήρα, τον άνετο ρυθμό, τα λαμπερά χρώματα και την εκφραστικότητά τους, αλλά ταυτόχρονα χαρακτηρίζονται από θεατρικότητα, υποκειμενικότητα και υπερβολικό πάθος.
Ανάλογα χαρακτηριστικά διαπιστώνονται σε πολλά έργα του Ντελακρουά, των δεκαετιών του 1840 και του 1850, που αναφέρονται σε Ιστορικά, Θρησκευτικά και μυθολογικά θέματα («Η Κρίση του Τραϊανοϋ», 1840, Μουσείο Καλών Τεχνών, Ρουέν «Η Άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους», 1840 – 41, Λούβρο· «Ο Άγιος Γεώργιος και ο δράκος», περίπου 1854, Μουσείο Καλών Τεχνών, Γκρενόμπλ).
Το έργο του Ντελακρουά, χάρη στο ηρωικό και φιλελεύθερο πνεύμα του καλλιτέχνη, την αίσθηση των αντιφάσεων της ζωής, την τόλμη της σκέψης, των αισθημάτων και της φαντασίας, το πάθος και τη γραφικότητα της έκφρασής του κατατάσσεται ανάμεσα στις ωραιότερες δημιουργίες της παγκόσμιας ζωγραφικής του 19ου αι.
Ο Ντελακρουά έδωσε στο χρώμα ζωντάνια, συναίσθημα και εκφραστικότητα και ήταν από τους πρώτους που εφάρμοσαν την αρχή του «ντιβιζιονισμού» και το σύστημα των συμπληρωματικών τόνων, των χρωματικών σκιών και των αντανακλάσεων, ξεπερνώντας, μερικές φορές, τις ανακαλύψεις των ιμπρεσιονιστών. Το ημερολόγιο του Ντελακρουά (από το 1822), τα άρθρα του και οι πολυάριθμες επιστολές του περιέχουν επικρίσεις του αστικού πολιτισμού, σκέψεις για την τέχνη και εγκώμια για το έργο παλαιότερων και σύγχρονών του καλλιτεχνών.
Κείμενα: Σ. Β. Μορόζοβα – Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια και Ελληνική έκδοση της Μεγάλης Σοβιετικής Εγκυκλοπαίδειας