Αντώνης Γιαννίδης – «Πέθανε σε σκληρές διαπραγματεύσεις βήμα στο βήμα…»
Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος έζησε στην πολιτική προσφυγιά δίπλα στον Αντώνη Γιαννίδη, γράφει για τον ίδιο και θυμάται τις τελευταίες στιγμές του κομμουνιστή ηθοποιού, που έφυγε σαν σήμερα από τη ζωή.
Ο Αντώνης Γιαννίδης υπήρξε σημαντική μορφή του θεάτρου και ένας σπουδαίος άνθρωπος. ΕΑΜίτης κομμουνιστής ηθοποιός με συμμετοχή στην Εθνική Αντίσταση, μαχητής στο πλευρό του ΔΣΕ, ηγετική μορφή του θιάσου πολιτικών προσφύγων στην ΕΣΣΔ, έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα, στις 14 του Σεπτέμβρη 1968, στη Μόσχα.
Ο Αντώνης Γιαννίδης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1901, έκανε τα πρώτα καλλιτεχνικά του βήματα το 1922 στη «Δραματική Σχολή Κωνσταντινουπόλεως», παρακολούθησε μαθήματα υποκριτικής και σκηνοθεσίας στο Παρίσι και το 1926 ήρθε στην Αθήνα.
Στα χρόνια της Κατοχής συμμετέχει στο ΕΑΜ και μετά την Απελευθέρωση στο θίασο «Ενωμένων Καλλιτεχνών», που συνέχισε την προσπάθεια του ΕΑΜικού «Λαϊκού Θεάτρου». Το 1947 ξαναγυρνά για λίγο στο Παρίσι και στη συνέχεια περιοδεύει με ερασιτεχνικό θίασο στις Λαϊκές Δημοκρατίες της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας.
Το 1948 – ’49 επιστρέφει στην Ελλάδα, όπου μάχεται στο πλευρό του ΔΣΕ και ορίζεται υπεύθυνος του Καλλιτεχνικού Συγκροτήματος.
Ακολουθεί η πολιτική προσφυγιά στην ΕΣΣΔ, όπου το Μάρτη του 1951 ορίζεται διευθυντής στο «Κεντρικό Συγκρότημα του Θιάσου Πολιτικών Προσφύγων» με σκηνοθέτη τον Γιώργο Σεβαστίκογλου. Από το 1956 και μέχρι το θάνατό του, στις 14 του Σεπτέμβρη 1968, εργάστηκε ως ραδιοφωνικός εκφωνητής στη Μόσχα.
Ο λογοτέχνης – συγγραφέας Μήτσος Αλεξανδρόπουλος έζησε στην πολιτική προσφυγιά δίπλα στον Αντώνη Γιαννίδη, γράφει για τον ίδιο και θυμάται τις τελευταίες στιγμές του ηθοποιού, τη σκληρή μάχη που έδωσε με το θάνατο. Αντιγράφουμε από το βιβλίο του «Αυτά που μένουν – Α΄» (εκδ. Δελφίνι, Αθήνα 1994).
Όποιος γνώρισε τον Αντώνη Γιαννίδη, δεν μπορεί να μην είχε χαρεί τον άνθρωπο, και στη δουλειά του, αν τον είχε δει στη σκηνή, κι έξω στο περιβάλλον του, κάτι σήματα που μόνο εκείνος μπορούσε να στέλνει – ν’ ακτινοβολεί για την ακρίβεια. Από τον Αντώνη πάντα ελάβαινες αυτό που ήξερες και περίμενες, πάντα κάτι φιλικό, συμπαθητικό, έξυπνο, κάτι εντελώς δικό του, που ήταν στο αίμα του, στο πνεύμα του, στο ίδιο του το σώμα. Ήταν το σήμα που έπεμπε σ’ όλους ο μοναδικός Αντώνης. Και μια άλλη τέχνη να είχε, ένα πιο εξειδικευμένο ή πρακτικό επάγγελμα, αυτά τα ωραία του χαρίσματα δεν θα τ’ αποχωριζόταν και δεν τ’ αποχωρίστηκε ως την τελευταία του μέρα, ας είχαν προ πολλού χαθεί όλα τ’ άλλα, η δουλειά, οι συνήθειες μιας άλλης ζωής, το περιβάλλον, μες στο οποίο είχε ζήσει και διαμορφωθεί σε μια τόσο συμπαθητική, αξιαγάπητη, σημαντική μορφή του δικού μας θεάτρου τότε.
Απ’ όλους τους πολιτικούς πρόσφυγες, αυτός έχασε τα περισσότερα. Δεν του έμεινε τίποτα. Τίποτα απολύτως η ξενιτιά δεν του έδωσε, ίσα ίσα τον λεηλάτησε ως το τέλος. Όλοι οι άλλοι κάτι πήραμε, κάτι κερδίσαμε κι εφτιάξαμε. Εκείνος υπήρξε ο μεγάλος χαμένος. Και, από πάνω, η προσφυγιά η δική του δεν στάθηκε μια φάση, έστω μεγάλη, που κάποτε επιτέλους έκλεισε, όπως συνέβη μ’ εμάς. Η παρένθεση για τον Αντώνη έκλεισε μ’ ένα από κείνα τα πλακίδια στο νεκροταφείο Νοβοντέβιτσι, όπου εντοιχίσαμε την τέφρα του. Αυτός ο ωραίος άνθρωπος -έτσι τουλάχιστον που τον γνωρίσαμε εμείς τα τελευταία χρόνια- όσα πολλά του είχαν λείψει, τόσο ήταν γιομάτος δίψα, έρωτα, πείσμα για τη ζωή. Αυτή τη ζωή την πραγματική που είχε στα χέρια του, όπως ήταν, με τα καλά και τ’ άσχημα, έτσι που την είχε τώρα και μπορούσε να τη ζει, να την χαίρεται με τις δικές του χαρές, τόσο συμπαθητικές, ενός από τους πιο αληθινούς ρωμιούς, τόσο λίγους άλλωστε, που είχαμε μαζί μας. Αυτό στον Αντώνη ήταν κι από το θέατρο, αλλά σε μεγάλο βαθμό κι από το πολίτικο σκαρί του, από το οποίο και μόνο φτιάχνονται κάτι απαράμιλλοι ρωμιοί, ένα άλλο είδος που και Έλληνες μπορούν να είναι και ανατολίτες και ευρωπαίοι και πολύ λίγο (ή καθόλου) βαλκάνιοι.
Ο θάνατος του Αντώνη στη Μόσχα ήταν μια αποκάλυψη σαν αυτήν που είπα πιο πάνω – για μένα τον ίδιο. Αλλά νομίζω ότι κι όσοι τον ήξεραν καλύτερα από μένα, δεν θα φαντάζονταν τι σκληρή δύναμη ήταν στην ψυχή του και στο μικρούλικο μπόι του. Όλοι τον ξέραμε, τον είχαμε συνηθίσει αλλιώς. Τα ωμά και τα σκληρά δεν ήταν στο δικό του κλίμα, καμιά φορά έπαιζε και τέτοια, αλλά μόνο τα έπαιζε. Όταν τον άκουγες να εξιστορεί κανένα περιστατικό και να χρησιμοποιεί, μιλώντας για τον εαυτό του, σκληρούς τόνους -αυτό τα τελευταία χρόνια του άρεσε-, όσοι τον άκουγαν γελούσαν, όπως άλλωστε και το ήθελε, το κα-λούσε ο ίδιος.
Μια φορά στο κέντρο της Μόσχας, στην οδό Γκόρκι, κάποιοι από αυτούς που μαζεύονταν μπροστά σ’ ένα μαγαζί για ν’ αγοράσουν ένα μπουκάλι βότκα και να το πιούν μαζί στα ίσια από το μπουκάλι πιο πέρα στη γωνία, τον πήραν για εβραίο, κάτι του είπαν, κάτι πήγαν να του κάνουν. Ο Αντώνης έβαλε τις φωνές. Βρέθηκαν κάποιοι αστυφύλακες, το επεισόδιο κατέληξε στο τμήμα. Κάθε φορά που τα εξιστορούσε αυτά, αυτοσχεδίαζε, πρόσθετε και κάποιες άλλες, καινούργιες λεπτομέρειες πολλαπλασιάζοντας τα ηρωικά, έριχνε ακόμα καμιά γροθιά, καμιά σφαλιάρα – στα σημεία αυτά ο Γιώργος ο Σεβαστίκογλου, που τον ήξερε καλύτερα απ’ όλους, τον σταματούσε: “Αυτά μετά τα σκέφτηκες”.
Τα τελευταία χρόνια είχε πολύ ταλαιπωρηθεί. Η πάθηση ήταν χρόνια, οδυνηρή. Ήταν εκείνη η πάθηση, από την οποία λίγο πριν απ’ αυτόν έφυγαν στη σειρά μερικοί παλιοί του φίλοι εδώ στην Αθήνα – τα νεφρά. Δυσκολίες στα φάρμακα, στη διατροφή, ακριβομετρημένα και τα λεφτά, επήγαινε κι ερχόταν νοσοκομείο-σπίτι. Κάποτε ήταν τόσο κρίσιμη η κατάσταση, που έλεγες ότι δεν θα ξαναβγεί. Όμως σε λίγο τον έβλεπες να πηγαίνει πέρα γοργός κι ευθύς σαν να είχε παιχτεί άλλη μία μικρή σκηνή.
Στα νοσοκομεία της Μόσχας οι θάλαμοι είναι συνήθως μεγάλοι, πολλά κρεββάτια, πολλοί άρρωστοι. Οι άνθρωποι, όλοι σχεδόν της ηλικίας τού Αντώνη, ταλαιπωρημένοι στη ζωή τους από διάφορες κακουχίες του πολέμου και της ειρήνης, πέθαιναν – όταν υπέφεραν κι από χρόνια νοσήματα- ήσυχα στο κρεβάτι τους. Από κάπου έφερναν ένα παραβάν, τον χώριζαν από τους άλλους να μην φαίνεται. Κι αυτός από κει μέσα έφευγε χωρίς ν’ ανησυχήσει τους άλλους.
Όταν πέθαινε ο Αντώνης, τον θάλαμο τον εκκένωσαν. Αυτός πέθανε σε σκληρές διαπραγματεύσεις βήμα στο βήμα.
Το καταλάβαινε άριστα. Τον έβλεπε που ερχόταν και δεν εννοούσε να υποκύψει με κανένα τρόπο. Το βασανιστικότερο απ’ όλα για κείνον ήταν πως διατηρούσε καθαρή τη σκέψη και τη φαντασία του, όλη τη νοημοσύνη, τα δυνατά ένστικτα, τις ρίζες όλες. Και κυρίως τη δίψα, τη λαχτάρα της ζωής. Είχε και τόση γνώση, τόσες φορές αυτά τα ίδια τα είχε ζήσει, τα είχε υποδυθεί, τα’ ξερε καλά.
Πέθανε σαν ένας αποκλεισμένος, που από παντού τον έχουν φράξει, πιασμένα τα περάσματα παντού, όπου να πας. Τον έβλεπες ν’ ανεβαίνει όλο πιο ψηλά, από μια πέτρα σ’ άλλη, ρίχνοντας σφαίρες, πολεμώντας. Ήταν φοβερές εκείνες οι μέρες που πέθαινε ο Αντώνης – ατελείωτες. Ένιωθες το χέρι του, μαυρισμένο και φαγωμένο από το έκζεμα, να σε κρατά και να σε σφίγγει με απίστευτη δύναμη. Τη μάσκα μόνος του τη βάσταγε να μην του φύγει, να μην διαφεύγει το πολύτιμο οξυγόνο. Τη στρίμωχνε κι αυτήν πάνω του, ώσπου να φράξει η αναπνοή. Την πέταγε πέρα και πάλι τη ζητούσε με τα χέρια, με το βλέμμα, μ’ όλο το κορμί, διευθύνοντας ο ίδιος μία από τις πιο σκληρές μάχες που θα έδωσε ποτέ ανθρώπινο κορμί με τον θάνατο. Ακόμα συμβαίνει να τον βλέπω, καθώς προσπαθούσαμε να τον γυρίσουμε πίσω, να τον ξαναβάλουμε πάνω στα μαξιλάρια. Αμέσως ξανακυλούσε ορμητικός, με κάτι απίθανα σφοδρές κινήσεις, με το βλέμμα άγριο και μαύρο, καρφωμένο εκεί μπροστά σαν να τον έβλεπε, “έλα, έλα” τον ακούσαμε κάμποσες φορές μεσ’ από τα δόντια, “έλα”. Και ήταν τόσο καθαρή η έκφραση που και η γριά Ρωσίδα νοσοκόμα κατάλαβε τη λέξη κι ενώ τόσα είχε δει, χρόνια σ’ αυτή τη δουλειά, έκανε με τον Αντώνη το θαύμα της. Και θαύμα ήταν πώς φεύγοντας ένα πρωί δεν επήρε κι από μας δυό τρεις μαζί του…