Κοιτώντας μουσικά την ποίηση του Καββαδία
“Ένα μουσικό έργο για να δικαιώνεται πρέπει να αποκαλύπτει κρυμμένες πλευρές του ποιήματος, να οδηγεί, μέσα από ηχητικούς δρόμους, σε στοιχεία που δεν είναι φανερά στον καθένα με την πρώτη ματιά…”
Αν και το έργο του είναι τεράστιο και πολυσχιδές, ο Θάνος Μικρούτσικος ταυτίστηκε στη συνείδηση του περισσότερου κόσμου με τον Νίκο Καββαδία. Η μουσική του ήταν ο αέρας που φούσκωσε τα πανιά της ποίησης του Καββαδία, βοηθώντας τη να ταξιδέψει στους «ωκεανούς» της ψυχής και να δέσει στο «λιμάνι» εκατομμυρίων ανθρώπων, στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Σαράντα χρόνια πέρασαν απ’ όταν ο συνθέτης πρωτόντυσε με μουσική στίχους του ποιητή των πιο μακρινών οριζόντων. Κι εδώ και σχεδόν σαράντα χρόνια ο Σταυρός του Νότου συνεχίζει να «ταξιδεύει» με κάθε φορά και νέους επιβάτες. Φροντίζει άλλωστε γι’ αυτό ο ίδιος ο συνθέτης, με την ανήσυχη ματιά, την έμπνευση, την τόλμη και τη φαντασία του, τις επίκαιρες και εμπνευσμένες ενορχηστρώσεις του, με την επιτυχημένη επιλογή των ερμηνευτών του.
Ο Μικρούτσικος έχει βαλθεί να μας εκπλήσσει, κάθε φορά ευχάριστα με τη δημιουργική φρεσκάδα που καταφέρνει να εμφυσήσει στο έργο. Tο καταφέρνει όχι απλά επειδή κατέχει τη γνώση (κι άλλοι την κατέχουν), αλλά γιατί ο ίδιος δεν κάθεται ποτέ «ήσυχος», δεν επαναπαύεται στις δάφνες του, δεν σπαταλάει τον χρόνο του να μετράει παλιά παράσημα, είναι εχθρός της αδράνειας και της ακινησίας, ζει την εποχή του κι αφουγκράζεται τον παλμό της. Γιατί η ανικανοποίητη λάβα της σκέψης και της έμπνευσής του συμπορεύονται με την αμείωτη ένταση της δουλειάς του μυρμηγκιού, που δεν σταματά για όσο το κρατάνε τα πόδια του. Ο Μικρούτσικος δεν αντιμετωπίζει τη μουσική, την τέχνη, σαν είδος μουσειακό, —το κάναμε και τέλειωσε—, σαν κάτι στατικό. Ό,τι μένει ακίνητο σαπίζει, είναι νόμος της ζωής.
Ανήκω (αναπόφευχτος εδώ ο προσωπικός τόνος) στους πλέον δύσπιστους σ’ ό,τι αφορά τις επανεκτελέσεις (συχνά «εκτελούν» το έργο) και τις «νέες ματιές». Ένα έργο από τη στιγμή που θα περάσει κάτω, στον κόσμο, στο λαό, παύει πια ν’ ανήκει στους δημιουργούς του, που όμως έχουν υποχρέωση να το σέβονται, να το υπερασπίζονται και να το περιφρουρούν. Ο Μικρούτσικος το καταφέρνει, αφού και οι πέρα από τον ίδιο επιλογές του τον δικαιώνουν. Εκτός αν κάποιος μπορεί να αξιολογήσει ως τυχαίο το γεγονός ότι σήμερα δεκαπεντάρηδες – δεκαεφτάρηδες γνωρίζουν (και τραγουδούν) ποιήματα του Νίκου Καββαδία.
Πρωτάκουσα το Σταυρό του Νότου από τον Κούτρα, το Βασίλη και τη Σαρρή, από μια κασέτα που έλιωσε απ’ το παίξιμο, και μετά από άλλη κι από άλλη. Και πέρασαν μάλλον τριανταπέντε Αύγουστοι από την αξέχαστη εμπειρία της συναυλίας του Θάνου Μικρούτσικου στο χωράφι ενός ορεινού χωριού των Τζουμέρκων (Καταρράκτης). Από τότε μέχρι σήμερα, καμιά δεν έμοιαζε με την προηγούμενη, ούτε συναυλία, ούτε εκτέλεση, ούτε ερμηνεία, όλοι όμως οι συντελεστές συνέκλιναν και συνεργάζονταν, κάθε φορά, με τρόπο μαγικό, έτσι που τα νέα στοιχεία δεν αναιρούσαν και δεν πρόσβαλαν την «πρώτη φορά», αλλά της πρόσθεταν γοητεία ενισχύοντας τη διαχρονικότητα του έργου. Πέρα από τη μουσική εκτέλεση, οι στίχοι του Καββαδία εκπλήσσουν με τα αξεθώριαστα χρώματά τους, με τη φρεσκάδα και τη ρώμη που αντιμετωπίζουν το χρόνο στο πέρασμά του.
Η μουσική αποτελεί κατάλληλο όχημα για να φτάσει η ποίηση στην πλατιά μάζα. Ο Νίκος Καββαδίας είναι από τους πιο αγαπημένους ποιητές και το έργο του συγκαταλέγεται στα πιο σημαντικά. Όμως θα το γνώριζαν πολύ λιγότεροι αν δεν είχε προκύψει η μαγική συγκυρία της «συνάντησης» του ποιητή με τον Θάνο Μικρούτσικο, σε κείνο το στούντιο της κρατικής τηλεόρασης πριν σαράντα χρόνια. Κι αν ο συνθέτης δεν το αντιμετώπιζε όπως περιγράψαμε πιο πάνω· αν δεν έβαζε κάθε φορά κι αυτός το χέρι του για ν’ ανακαλύψουμε έναν καινούργιο προορισμό, ένα λιμάνι που δεν σταματήσαμε, ένα μισοφωτισμένο στενό που δεν περπατήσαμε με τον ποιητή, στην ίδια πάντα διαδρομή -μα όχι ίδιο ταξίδι- των τραγουδιών τους.
Για τη συνάντηση των δυο μεγάλων δημιουργών αρμοδιότεροι όλων να μιλήσουν θα ήταν οι ίδιοι. Όμως ο ίδιος ο Καββαδίας έφυγε από τη ζωή χωρίς ποτέ να μάθει γι’ αυτή· χωρίς να νιώσει την ευχαρίστηση και τη χαρά ν’ ακούσει μελοποιημένους τους στίχους του να τραγουδιούνται από χιλιάδες στόματα.
Ο Θάνος Μικρούτσικος αναφέρεται πάντα στη σχέση του με τον ποιητή, στις συναυλίες και στις συνεντεύξεις του, έχει γράψει όμως και κείμενα. Ένα από αυτά παρουσιάζουμε σήμερα. Δημοσιεύτηκε το 1983 στο περιοδικό «Η Λέξη» και το μεταγράφουμε από το βιβλίο «Ο τελευταίος ρομαντικός» (εκδ. Τέχνη και λόγος, 1988).
Κοιτώντας μουσικά την ποίηση του Καββαδία
Με την ποίηση του Καββαδία ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή όταν ήμουν μαθητής του γυμνασίου. Μου είχαν κάνει μεγάλη εντύπωση τα κλασικά του ποιήματα, κυρίως το Μαραμπού ―όσο κι αν αυτό που λέω μπορεί σήμερα να φαίνεται λίγο φολκλόρ―, και είχα νιώσει έντονη επιθυμία τότε να τα μελοποιήσω. Πράγματι, μελοποίησα πολλά απ’ αυτά. Τα χρόνια πέρασαν, οι αναζητήσεις μου στο χώρο της μουσικής πήραν άλλους δρόμους και η παλιά δουλειά μου πάνω στον Καββαδία δε μου ’λεγε πια απολύτως τίποτα. Είχε πάντως ήδη δημιουργηθεί με την ποίησή του μια συναισθηματική σχέση, μια σχέση ανικανοποίητη, μια σχέση που είχε αρχίσει αλλά δεν μπόρεσε να προχωρήσει όσο θα ήθελα.
Όλο αυτό το διάστημα που μεσολάβησε ως τη δεύτερη συνάντησή μας ―κάπου δεκαπέντε χρόνια― δεν ασχολήθηκα καθόλου με τον Καββαδία, τον είχα απωθήσει μέσα μου βαθιά. Οι συνθήκες της επανασύνδεσής μου μαζί του είναι λίγο πεζές, πρέπει όμως να τις αναιρώ, γιατί αυτή είν’ η αλήθεια. Επρόκειτο να γυριστεί ένα σήριαλ για την τηλεόραση, με τίτλο Πορεία μηδέν ενενήντα, που το θέμα του ήταν ναυτικό. Οι παραγωγοί μου ζήτησαν να γράψω τη μουσική, εγώ δέχτηκα. Το πρόβλημα όμως που αντιμετωπίζαμε ήταν ότι έπρεπε να βρεθούν στίχοι σχετικοί με το θέμα, για να μπορέσουν να γραφτούν τα τραγούδια. Τότε μου ήρθε η φαεινή ιδέα: τα ποιήματα του Καββαδία! Οι παραγωγοί στην αρχή είχαν κάποιες αμφιβολίες για το αν θα ταίριαζε μια τέτοια ποίηση σε σήριαλ λαϊκό, ωστόσο εγώ είχα ήδη αρχίσει να γράφω τα πρώτα τραγούδια. Μου συνέβη μάλιστα το εξής παράδοξο: ανεξάρτητα από το πως έχω ή δεν έχω εμπνεύσεις, συνήθως τα πράγματα που καίω απαιτούν αρκετό χρόνο για να γραφτούν· (θυμάμαι ότι ένα τραγούδι από τη Μουσική πράξη στον Μπρεχτ, πολύ εύκολο σαν μελωδία, το Άννα μην κλαις, χρειάστηκα τρεις μήνες για να το ολοκληρώσω). Με τον Καββαδία έγινε το αντίθετο. Καθόμουνα τα βράδια και, σαν στιγμές έμπνευσης, βγαίναν ένα-ένα τα τραγούδια, πάρα πολύ εύκολα. Αυτό μου δημιούργησε ένα εσωτερικό πρόβλημα. Άρχισα να φοβάμαι μήπως ήμουν πολύ βιαστικός ή πολύ απλοϊκός, μήπως δεν κατόρθωνα να κινηθώ στο επίπεδο του ποιητή, στο επίπεδο ενός αντάξιου μουσικού λόγου. Εν πάση περιπτώσει, έγραψα εφτά ή οχτώ τραγούδια που μπήκαν στην τηλεοπτική σειρά, άρεσαν πολύ κι έτσι πήραν το δρόμο για δισκογράφηση.
Εν τω μεταξύ συνέχισα τη δουλειά πάνω στην ποίηση του Καββαδία, έγραψα συνολικά δεκάξι τραγούδια, απ’ τα οποία επιλέχθησαν έντεκα για το δίσκο. Ο δίσκος βγήκε με τίτλο Ο Σταυρός του Νότου και η ανταπόκριση που είχε από το κοινό ήταν συγκινητική. Εντούτοις εγώ χρειάστηκα ενάμιση χρόνο για να δω το έργο από απόσταση και να πειστώ ο ίδιος για την ποιότητά του, πέρ’ από το δυνατό συναισθηματικό δεσμό που με συνέδεε μαζί του.
Ένα στοιχείο που με δυσκόλεψε πολύ στη μελοποίηση του Καββαδία ―μολονότι εκ πρώτης όψεως φαίνεται ίσως σαν στοιχείο επιβοηθητικό― είναι η ύπαρξη του μέτρου και της ρίμας. Αυτό το είδος ποίησης μοιραία σε ωθεί σε επαναληπτική χρήση της ίδιας μουσικής, πράγμα που αυτόματα δημιουργεί τον κίνδυνο της μονοτονίας. Μερικοί κριτικοί μάλιστα είπαν ότι τα κομμάτια μου αυτά παραείναι μονότονα και δεν τους ρίχνω άδικο. Είναι ένα πρόβλημα που με απασχόλησε και δεν ξέρω τελικά αν το ’λυσα με τον καλύτερο τρόπο. Η απλή μορφή των στίχων του Καββαδία μου επέβαλλε την ανάγκη να βρω το αντίστοιχό της στη μουσική, που όμως, αν δεν κατέφευγα σε άλλες παραμέτρους για να εξασφαλιστεί μια ποικιλία, μπορούσε να δίνει την εντύπωση της απλοϊκότητας.
Όμως είναι πράγματι η ποίηση του Καββαδία απλή; Είναι απόλυτα παραδοσιακή, όπως γενικά πιστεύεται; Η μορφή της βέβαια είναι σαφώς παραδοσιακή ― και μόνο η χρήση της ρίμας αρκεί για να την κατατάξουμε σ’ αυτή την κατηγορία. Υπάρχουν ωστόσο κάποιες πλευρές της που πιστεύω πως τη διαφοροποιούν από την παλιά παραδοσιακή ποίηση, πού όλοι ξέρουμε, και της δίνουν ένα χαρακτήρα μοντέρνο. Πρώτα-πρώτα υπάρχει στον Καββαδία μια ιδιότυπη διαδοχή συνηθισμένων και ασυνήθιστων εικόνων, που σπάει την αυστηρή λογική αλληλουχία και δημιουργεί μια παράξενη αίσθηση. Δεν θα μπορούσε να πει βέβαια κανείς πως είναι σουρεαλιστής — αν και σε αρκετά ποιήματά του, όπως το Mal du depart, υπάρχουν μικρές λογικές ανατροπές, θαυμάσιες, που τον κάνουν να συγγενεύει κάπως με τους σουρεαλιστές. Περισσότερο μου θυμίζει περιπτώσεις όπως του Μέτερλινγκ, ο οποίος μέσα σε ποιήματα σχεδόν παιδικά εισάγει αναπάντεχα ένα εφιαλτικό στοιχείο, ή της ζωγραφικής του Μαγκρίτ, όπου σ’ έναν πίνακα άψογης εξπρεσιονιστικής τεχνικής ανατρέπονται οι λογικές ή αναμενόμενες θέσεις και λειτουργίες των αντικειμένων, φτάνοντας έτσι σε αποτελέσματα που δεν μπορούν να θεωρηθούν εξπρεσιονιστικά.
Ένα άλλο μοντέρνο στοιχείο της ποίησής του είναι ο εσωτερικός της ρυθμός, διάφορος από τον εξωτερικό ρυθμό του μέτρου που χρησιμοποιείται. Αυτό νομίζω πως είναι ένα γενικότερο ζήτημα, που πρέπει να απασχολεί όχι μόνο τον μουσικό, αλλά και οποιονδήποτε άνθρωπο αντιμετωπίζει κριτικά ένα ποίημα, είτε είναι γραμμένο σε παραδοσιακό είτε σε ελεύθερο στίχο. Εξάλλου, η διάκριση της ποίησης σε παραδοσιακή και σε μοντέρνα, που γίνεται με αποκλειστικό κριτήριο τη μορφή, είναι αφελής και επιπόλαιη το 80%ο της υποτιθέμενης μοντέρνας ποίησης, της γραμμένης σε ελεύθερο στίχο, είναι στην πραγματικότητα παραδοσιακή επί της ουσίας. Ο εσωτερικός ρυθμός λοιπόν στην ποίηση του Καββαδία είναι πιο πολύ σημαντικός από τον ρυθμό που βγαίνει από το ιαμβικό ή το τροχαϊκό του μέτρο και είναι ένας ρυθμός ισχυρός που οδηγεί σε εντάσεις και υφέσεις ανάλογες μ’ εκείνες που μπορούμε να συναντήσουμε σε στίχους του Σεφέρη ή άλλων σύγχρονων ποιητών. Αυτό είναι κάτι που ως μουσικός το αισθάνθηκα πολύ έντονα και θέλω να το υπερασπιστώ. Ίσως μάλιστα εδώ να βρίσκεται η εξήγηση για το πως μια τέτοια ποίηση, γραμμένη πριν από μισό περίπου αιώνα, φαίνεται να καλύπτει ανάγκες σημερινές και συγκινεί τόσο πολύ τους νέους.
Η επιτυχία που είχε Ο Σταυρός του Νότου πιστεύω πως οφείλεται, κατά το μεγαλύτερο μέρος, στην αξία της ίδιας της ποίησης του Καββαδία και πολύ λιγότερο στη δική μου μουσική, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι καθαρά υποκρουστική. Συνειδητά θέλησα να προβάλλεται η ποιητική δουλειά σε πρώτο πλάνο και η μουσική να τη συνοδεύει σ’ ένα δεύτερο επίπεδο. Εκείνο που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι το ότι, ενώ στις μελοποιήσεις του δίσκου κινούμαι στο χώρο της μπαλάντας ―ένα χώρο που μπορεί να φαίνεται οικείος και σε ακροατές με ηχητικές εντυπώσεις της δεκαετίας του ’60―, μετά την έκδοση του δίσκου άρχισα να παίζω διάφορα κομμάτια του σε συναυλίες με συνεχείς αυτοσχεδιασμούς, φτάνοντάς τα πολλές φορές στην περιοχή της τζαζ μουσικής. Και το πιο σημαντικό: αυτή η σύζευξη της ποίησης του Καββαδία με τους ρυθμούς της τζαζ όχι μόνο δεν κλώτσαγε, αλλά φαινότανε απόλυτα φυσιολογική και νόμιμη. Εδώ βρίσκεται μια ακόμη απόδειξη πως ένας παλιός στίχος, όταν είναι γνήσιος, μπορεί να δεθεί πάρα πολύ ομαλά με μορφές εντελώς σύγχρονες, χωρίς να γίνεται καμιά παραβίαση ή αλλοίωσή του. Το Κουροσίβο που περιέχεται στο δίσκο και κρατάει τρία λεπτά, το έχω παίξει σε κονσέρτο με μορφή αυτοσχεδιασμού στη τζαζ κι έχει κρατήσει εικοσιτέσσερα ολόκληρα λεπτά! Σε κάποιες συναυλίες που έκανα στο εξωτερικό, και σ’ άλλες που σκοπεύω να κάνω εδώ στην Ελλάδα, υπάρχει ένα πρόγραμμα με έξι τραγούδια όλα κι όλα, που διαρκούν δύο ώρες. Τα τρία από τα τραγούδια αυτά είναι του Καββαδία.
Δεν ξέρω ποιό είναι το κύριο στοιχείο της γοητείας του Καββαδία, εκείνο πάντως που μου κάνει εντύπωση είναι το πόσο μεγάλη ανταπόκριση βρίσκει από τους νέους των 18-25 χρονών. Ίσως είναι η διάθεση της φυγής που διατρέχει όλους τους στίχους, ίσως είναι η εξωτική μαγεία των ταξιδιών που περιγράφει ― δεν ξέρω. Όπως επίσης δεν ξέρω αν η ποίησή του είναι μια ποίηση φυγής και φαντασίας ή αν είναι μια ρεαλιστική αναπαράσταση της ζωής, όπως τη ζούσε στο καράβι και στα λιμάνια. Αυτό όμως που ίσως έχει μεγαλύτερη σημασία είναι πως για τον αναγνώστη η ποίηση του Καββαδία είναι φυγή, απόδραση σ’ ένα κόσμο ολωσδιόλου διαφορετικό από τον κόσμο της καθημερινότητας. Αυτό ακριβώς το αίσθημα της φυγής είναι που θέλησα περισσότερο να τονίσω με τις δικές μου μελοποιήσεις. Διαβάζοντας τους στίχους του και ντύνοντάς τους μουσικά, ένιωθα σα να έχω το σακάκι στον ώμο και να προχωράω μόνος προς άγνωστη κατεύθυνση. Φυγή και ερημιά αισθάνθηκα και στο υπέροχο εκείνο ποίημά του, τη Γυναίκα, που μου ’δινε την εντύπωση ενός εντελώς ερημωμένου χώρου, μ’ έναν άντρα και μια γυναίκα χαμένους μέσα του. Έναν άντρα και μια γυναίκα, μοναδικούς κατοίκους της γης, όχι τη στιγμή της δημιουργίας αλλά ίσως μετά τον Γ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Καταλαβαίνω πως η άποψή μου είναι εντελώς υποκειμενική, όμως υποκειμενικές ερμηνείες δίνουμε πάντα με ό,τι κι αν κάνουμε. Η ίδια δουλειά της μελοποίησης ενός ποιητικού έργου είναι μια απόπειρα ερμηνείας του και κοιτάγματός του μέσα από ένα προσωπικό πρίσμα, με όλα τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που έχει ένα τέτοιο κοίταγμα. Αυτό άλλωστε ήταν και η κύρια πρόθεσή μου όταν άρχισα να ασχολούμαι με την ποίηση του Καββαδία. Στόχος μου ήταν να γράψω μια καλή μουσική πάνω σ’ ένα πάρα πολύ καλό καινούριο κείμενο ― γιατί ο Καββαδίας σε μένα ηχούσε πολύ καινούριος και ήθελα αυτό να το αποδείξω. Δεν είχα τη φιλοδοξία «να γνωρίσω τον Καββαδία στον ελληνικό λαό», έστω κι αν εκ των υστέρων τα τραγούδια βοήθησαν στο να γίνει η ποίησή του περισσότερο γνωστή και προσιτή σε μεγαλύτερο κοινό. Γενικότερα, δεν πιστεύω ότι η μουσική πρέπει να παίζει το ρόλο μεταφορέα της ποίησης και η αξία της να κρίνεται μ’ αυτό το κριτήριο. Διαφωνώ πλήρως με την άποψη που δικαιώνει ένα μουσικό έργο που στηρίζεται σε μελοποίηση ποιητικών κειμένων με το σκεπτικό ότι, επειδή «κατέβασε» την ποίηση στο λαό, είναι σπουδαίο το έργο.
Πιστεύω ακράδαντα ότι τα μουσικά έργα, είτε είναι μελοποιημένη ποίηση είτε όχι, πρέπει να κρίνονται αποκλειστικά με μουσικά κριτήρια ―μερικά απ’ αυτά είναι και αντικειμενικά, όπως και να το κάνουμε―, κι από κει και πέρα το αν βοήθησαν να γίνουν κάποιοι ποιητές γνωστότεροι στον πολύ κόσμο είναι στοιχείο θετικό μεν, αλλά δευτερεύουσας σημασίας. Η ποίηση σε πολλές περιπτώσεις έχει βλαφτεί από παρόμοιες μεγαλεπήβολες μελοποιητικές προσπάθειες ανθρώπων που δεν διαθέτουν γνώση ή ταλέντο, με αποτέλεσμα να την εκχυδαΐζουν. Άλλοτε, όμως, όταν υπάρξει ευτυχής συγκυρία, δημιουργούνται έργα σημαντικά ― όπως είναι η μελοποίηση του Λόρκα από τον Χατζιδάκι το ’47· και δεν είναι τυχαίο το ότι ακούγονται ακόμα και σήμερα και ηχούνε σαν σύγχρονα αυτά τα κομμάτια.
Ένα μουσικό έργο για να δικαιώνεται πρέπει να αποκαλύπτει κρυμμένες πλευρές του ποιήματος, να οδηγεί, μέσα από ηχητικούς δρόμους, σε στοιχεία που δεν είναι φανερά στον καθένα με την πρώτη ματιά. Υπάρχουν βέβαια και κάποια απλά τραγούδια που, μολονότι περιγράφουν πράγματα γνωστά, έχουν ένα ήθος, μαρτυρούν σεβασμό απέναντι στο ποιητικό κείμενο κι έτσι δικαιώνονται στη συνείδησή μας. Όμως είναι τόσο σπάνιες αυτές οι περιπτώσεις, ώστε αποτελούν την εξαίρεση που επικυρώνει τον κανόνα.