Καρδιά σκύλου
Ένα απόσπασμα από το κλασικό έργο του Μπουλγκάκοφ, χαρακτηριστικό πορτρέτο της μετεπαναστατικής εποχής και των αντιφάσεών της και βάζει το ζήτημα της κατοικίας, των αστών ειδικών και της ταξικής απέχθειάς τους για την εργατική τάξη και τον αγώνα της.
Βρισκόμαστε στα πρώτα χρόνια, μετά την επικράτηση της επανάστασης κι ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ γράφει το μυθιστόρημα “η καρδιά ενός σκύλου”. Ένας γιατρός αστικής καταγωγής περιμαζεύει ένα αδέσποτο και το σώζει από βέβαιο θάνατο. Αυτό ευγνωμονεί το νέο του αφεντικό και του υπόσχεται αιώνια αφοσίωση, αλλά γίνεται το πειραματόζωο σε ένα ιατρικό πείραμα του καθηγητή για τη λειτουργία του εγκεφάλου και γίνεται άνθρωπος. Ένας σοβιετικός πολίτης, με πολιτικές ανησυχίες, αλλά με περιορισμένες, παπαγαλίστικες ικανότητες, όπου επιβιώνουν σκυλίσια ένστικτα -μια θαυμάσια αλληγορία, για τις δυσκολίες γέννησης και διαμόρφωσης του νέου ανθρώπου στη σοβιετική κοινωνία. Διεκδικώντας τα δικαιώματα που του δίνει η σοβιετική εξουσία (στην εργασία, στην κατοικία, στην προσωπικότητα και την ανάπτυξή της) ο σκύλος έρχεται σε σύγκρουση με το αφεντικό του και υφίσταται τη σκληρή τιμωρία του για την απείθειά του.
Στο παρακάτω απόσπασμα, που εντάσσεται στα πλαίσια του αφιερώματος της “Κατιούσα” στα 100 χρόνια της Οχτωβριανής Επανάστασης, βλέπουμε τη σύγκρουση του αστού γιατρού -που είναι πρωτοπόρος επιστήμονας με διεθνή αναγνώριση, κι εκτός του σεβασμού, έχει πιθανότατα και κάποιες άκρες-διασυνδέσεις στο νέο, σοβιετικό κράτος- με μια εργατική επιτροπή, που διεκδικεί κάποιους χώρους για τις οξυμένες λαϊκές ανάγκες. Το απόσπασμα αυτό θέτει το οξυμένο πρόβλημα της κατοικίας, την ασυλία που διασφάλιζαν (ή επιζητούσαν) κάποιοι αστοί ειδικοί -εκμεταλλευόμενοι τη σχετική έλλειψη ατόμων που θα μπορούσαν να τους αντικαταστήσουν- και κυρίως την ταξική απέχθειά τους στο προλεταριάτο και τον αγώνα του, που απειλούσε τα δικά τους προνόμια. Με άλλα λόγια, είναι ένα πολύ χαρακτηριστικό πορτρέτο της εποχής και των αντιφάσεων που την χαρακτήριζαν.
Τελικά ο σκύλος ξύπνησε αργά το απόγευμα, όταν τα κουδούνια είχαν πάψει πια να χτυπούν και μάλιστα τη στιγμή που άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα κάτι ξεχωριστοί επισκέπτες. Μπήκαν τέσσερις μαζί, όλοι νέοι άνθρωποι και όλοι τους πολύ απλά ντυμένοι.
Μα τι είναι όλ’ αυτά; σκέφτηκε ο σκύλος με έκπληξη. Ο Φίλιππος Φιλίπποβιτς αυτούς τους επισκέπτες τους υποδέχτηκε με αξιοσημείωτη εχθρότητα. Στάθηκε όρθιος πίσω από το γραφείο του και τους κοίταξε όπως ένας στρατηγός που αντιμετωπίζει τον εχθρό. Τα ρουθούνια της γερακίσιας μύτης του είχανε μεγαλώσει. Η ομάδα έσυρε απαίσια τα πόδια της πατώντας πάνω από το χαλί.
“Ο λόγος που ήρθαμε να σε δούμε, Γιατρέ…” άρχισε να λέει ένας απ’ αυτούς, που η μακρά μαλλούρα του βλάσταινε πλούσια, κρεμασμένη από το κεφάλι του.
“Με αυτόν τον καιρό δεν έπρεπε να βγείτε έξω χωρίς να φορέσετε γαλότσες, κύριοι!” διέκοψε ο Φίλιππος Φιλίπποβιτς με μια δασκαλίστικη φωνή. “Πρώτα-πρώτα θα αρπάξετε πούντα, και δεύτερο λασπώσατε τα χαλιά μου, και όλα τα χαλιά μου είναι Πέρσικα”.
Ο νέος με τη μαλλούρα έμεινε άναυδος και οι τέσσερις τώρα μαζί κοιτάξανε με έκπληξη το Φίλιππο Φιλίπποβιτς. Η σιωπή διάρκεσε αρκετά λεπτά και διακοπτότανε μονάχα από το χτύπημα των δαχτύλων του Φίλιππου Φιλίπποβιτς πάνω σ’ ένα ζωγραφισμένο ξύλινο πιάτο, που βρισκότανε στο γραφείο του.
Τελικά ο πιο νέος απ’ αυτούς, με ένα πρόσωπο σα ροδάκινο, ειπε:
“Πρώτα-πρώτα, δεν είμαστε κύριοι!”
“Δεύτερο”, τον διάκοψε ο Φίλιππος Φιλίπποβιτς, “είσαι άντρας ή γυναίκα;”
Οι τέσσερις μείνανε με το στόμα ανοιχτό και ξανασώπασαν. Τούτη τη φορά ήταν ο νέος με τη μαλλούρα που βρήκε την αυτοκυριαρχία του και ρώτησε περήφανα:
“Τι διαφορά έχει, σύντροφε;”
“Είμαι γυναίκα”, ομολόγησε ο νεαρός με το πρόσωπο σαν ροδάκινο, που φορούσε δερμάτινο χιτώνιο και που είχε κατακοκκινίσει. Για κάποιο λόγο, ένας από τους άλλους, ένας ξανθός νέος άντρας με δερμάτινο καπέλο, κατακοκκίνισε κι εκείνος.
“Σ’ αυτή την περίπτωση, μπορείτε να μείνετε με το καπέλο, μα πρέπει να σας ζητήσω, αγαπητέ μου κύριε να βγάλετε το δικό σας κάλυμμα”, είπε επιβλητικά ο Φίλιππος Φιλίπποβιτς.
“Δεν είμαι αγαπητός σας κύριος!”, είπε κοφτά ο ξανθός νέος, βγάζοντας το δερμάτινο καπέλο του.
“Εμείς, ήρθαμε να σας δούμε”, ξανάρχισε το μελαχρινό αγόρι με τη μαλλούρα.
“Πρώτα απ’ όλα, ποιοι είσαστε “εμείς”;”
“Είμαστε η νέα Οικιστική Διαχειριστική Επιτροπή του οικοδομικού τετράγωνου αυτού του διαμερίσματος!” είπε με συγκρατημένη βιασύνη ο μελαχρινός νέος. “Εμένα με λένε Σβόντερ, το όνομά της είναι Βγιαζεμσκάγια και από δω, αυτοί οι δυο, είναι οι Σύντροφοι Πεστρουκίν και Σαροβκιάν. Έτσι, λοιπόν, εμείς…”
“Είσαστε οι άνθρωποι, που ήρθανε σαν κι άλλοι ένοικοι στο διαμέρισμα του Φιοντόρ Πάβλοβιτς Σαμπλίν;”
“Ναι, αυτοί είμαστε”, απάντησε ο Σβόντερ.
Πω, πω! Τι έχει να πάθει αυτό το μέρος!” αναφώνησε με απελπισία ο Φίλιππος Φιλίπποβιτς και χτύπησε τα χέρια του.
“Γιατί πράγμα γελάτε, Γιατρέ;”
“Ποιος γελάει; Είμαι στην πιο μεγάλη απελπισία!” φώναξε ο Φίλιππος Φιλίπποβιτς. “Τι θ’ απογίνει λοιπόν τώρα με τ πάστωμα;”
“Διασκεδάζετε μαζί μας, Καθηγητή Πρεομπραζένσκι;”
“Γιατί ήρθατε να με δείτε; Σας παρακαλώ, πέστε μου, όσο γίνεται πιο γρήγορα. Μόλις πήγαινα να δειπνήσω”.
“Εμείς η Διαχειριστική Επιτροπή”, είπε ο Σβόντερ με έχθρα, “που είμαστε επιφορτισμένοι με το πρόβλημα της επαύξησης της κατοχής αυτού του σπιτιού, ήρθαμε να σας δούμε ύστερα από απόφαση μιας γενικής συνέλευσης των ενοικιαστών αυτού του οικοδομικού τετράγωνου…”
“Τι εννοείτε ‘επιφορτισμένοι’;” φώναξε ο Φίλιππος Φιλίπποβιτς. “Σας παρακαλώ, προσπαθήστε να εκφραστείτε πιο καθαρά!”
“Είμαστε επιφορτισμένοι με την επαύξηση της κατοχής”.
“Εντάξει, καταλαβαίνω! Έχετε όμως υπόψη σας πως κάτω από τον κανονισμό της 12ης Αυγούστου αυτού του χρόνου, το διαμέρισμά μου είναι απαλλαγμένο από κάθε επαύξηση κατοχής;”
“Το ξέρουμε αυτό”, απάντησε ο Σβόντερ, “μα όταν η γενική συνέλευση εξέτασε αυτό το ζήτημα, έφτασε στο συμπέρασμα, λογαριάζοντάς τα όλα, πως κατέχετε πολύ τόπο! Πάρα πολύ τόπο! Ζείτε μονάχος μέσα σε εφτά δωμάτια!”
“Ζω και εργάζομαι σε εφτά δωμάτια”, απάντησε ο Φίλιππος Φιλίπποβιτς, “μα χρειάζομαι οχτώ! Έχω ανάγκη ένα δωμάτιο για βιβλιοθήκη!”
Οι τέσσερις έμειναν άλαλοι.
“Οχτώ! Χα, χα!” είπε ο ξεκαπέλωτος ξανθός νεαρός. “Αυτό είναι πολυτέλεια, να τι είναι!”.
“Είναι απερίγραπτο!” ξεφώνισε ο νεαρός, που αποδείχτηκε πως ήτανε γυναίκα.
“Έχω μια αίθουσα αναμονής, που όπως διαπιστώσατε, χρησιμεύει και σαν βιβλιοθήκη μου, μια τραπεζαρία και το γραφείο μου -όλ’ αυτά κάνουν τρία. Το ιατρείο, τέσσερα, το χειρουργείο, πέντε. Η κρεβατοκάμαρά μου, έξι και το δωμάτιο υπηρεσίας κάνει εφτά. Πραγματικά δεν είναι αρκετά! Το θέμα όμως δεν είναι αυτό! Το διαμέρισμά μου απαλλάσσεται και γι’ αυτό η συζήτησή μας τελείωσε! Μπορώ να πάω να φάω;”
“Με συγχωρείτε”, είπε ο τέταρτος, που έμοιαζε με παχύ σκαθάρι.
“Με συγχωρείτε”, τον διέκοψε ο Σβόντερ, μα ήταν ακριβώς εξαιτίας της τραπεζαρίας σας και του ιατρείου σας που ήρθαμε να σας δούμε. Η γενική συνέλευση σας παρακαλεί, ως θέμα εργατικής συνεργασίας, να παραχωρήσετε εθελοντικά την τραπεζαρία σας. Κανείς στη Μόσχα δεν έχει τραπεζαρία!”
“Ούτε κι η Ισιδώρα Ντάνκαν!” τσίριξε η γυναίκα.
Κάτι έγινε μέσα στο Φίλιππο Φιλίποβιτς, που έκανε το πρόσωπό του να γίνει μελιτζανί. Δεν είπε τίποτα περιμένοντας να ακούσει τη συνέχεια.
“Να παραχωρήσετε και το ιατρείο σας επίσης!” συνέχισε ο Σβόντερ. “Μπορείτε πολύ εύκολα να συνδυάσετε το γραφείο με το ιατρείο σας!”
“Μμ!” είπε ο Φίλιππος Φιλίπποβιτς με μια παράξενη φωνή. “Και πού υποτίθεται πως θα τρώω;”
“Στην κρεβατοκάμαρα!” απάντησαν και οι τέσσερις με μια φωνή.
Η μελιτζανιά επερμίδια του Φίλιππου Φίλίπποβιτς πήρε κάποια ασθενική γκρι χροιά. “Ώστε λοιπόν μπορώ να τρώω στην κρεβατοκάμαρα”, είπε με μια κάπως συγκρατημένη φωνή, “να διαβάζω στο ιατρείο, να ντύνομαι στον προθάλαμο, να χειρουργώ στο δωμάτιο υπηρεσίας και να εξετάζω τους ασθενείς στην τραπεζαρία. Υποθέτω πως έτσι κάνει η Ισιδώρα Ντάνκαν!”. Έγινε κατακίτρινος. “Θα τρώω στην τραπεζαρία και θα χειρουργώ στο χειρουργείο! Πέστε το αυτό στη γενική συνέλευση και στο μεταξύ πηγαίνετε αν έχετε την καλωσύνη και κοιτάξτε τη δουλειά σας και επιτρέψτε μου κι εμένα να πάω να φάω στο μέρος όπου τρώνε όλοι οι φυσιολογικοί άνθρωποι, στην τραπεζαρία εννοώ, και όχι στον προθάλαμο ή στο βρεφοκομείο!”
“Σ’ αυτή την περίπτωση σύντροφε Καθηγητή” είπε ο μανιώδης Σβόντερ, “θα παραπονεθούμε για σας στην ανώτερη αρχή”.
“Αχά”, είπε ο Φίλιππος Φιλίπποβιτς, “ώστε εκεί το πάτε, ε;” Και η φωνή του πήρε μια ύποπτη ευγενική απόχρωση. “Παρακαλώ, περιμένετε μια στιγμή!”
Τι άνθρωπος, σκέφτηκε ο σκύλος με ευχαρίστηση, είναι ίδιος μ’ εμένα! Από στιγμή σε στιγμή θα τους δαγκώσει! Δεν ξέρω πώς, μα όπου να ‘ναι θα τους δαγκώσει! Εμπρός λοιπόν! Απάνω τους! Θα μπορούσα ν’ αρπάξω τη γάμπα αυτού του μακροπόδη στη στιγμή… γκρρρρ…
Ο Φίλιππος Φιλίπποβιτς σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου, πήρε ένα αριθμό και είπε: “Παρακαλώ, δόστε μου… ναι… ευχαριστώ πολύ! Ενώστε με με τον Πιοτρ Αλεξάντροβιτς, παρακαλώ. Ο καθηγητής Πρεομπραζένσκυ τον θέλει. Ο Πιοτρ Αλεξάντροβιτς; … Τι κάνετε; … Είμαι τόσο ευχαριστημένος που κατάφερα να σας βρω! … Ευχαριστώ, είμαι πολύ καλά. Πιοτρ Αλεξάντροβιτς, φοβάμαι πως η εγχείρισή σας ματαιώνεται! Τι; … Ματαιώνεται! Και το ίδιο θα γίνουν κι όλες οι άλλες εγχειρίσεις μου. Να σας πω γιατί: Δε θα εργαστώ στη Μόσχα. Δηλαδή, από δω και πέρα δε θα εργαστώ πια καθόλου στη Ρωσία… Αυτή τη στιγμή μ’ έχουν επισκεφτεί τέσσερις άνθρωποι -ένας απ’ αυτούς μάλιστα είναι γυναίκα που κάνει τον άντρα- και δύο από τους υπόλοιπους είναι οπλισμένοι με ρεβόλβερς. Με τρομοκρατούνε μέσα στο διαμέρισμά μου και απειλούν να μου κάνουν έξωση!”
“Έι… έλα τώρα… Καθηγητή…”, άρχισε ο Σβόντερ, αλλάζοντας έκφραση.
“Με συγχωρείτε… Δεν μπορώ να επαναλάβω όλα όσα έχουν πει. Άλλωστε δεν τα καταλαβαίνω κιόλας! Σε γενικές γραμμές μου είπαν να παραχωρήσω το ιατρείο μου, πράγμα όμως που θα με αναγκάσει να κάνω τις εγχειρίσεις στο δωμάτιο που χρησιμοποιώ ίσαμε τώρα για την εξέταση των κουνελιών. Όχι μόνο δεν μπορώ να δουλέψω κάτω από τέτοιες συνθήκες, μα δεν έχω και το δικαίωμα! Έτσι σταματώ τη δουλειά μου, κλειδώνω το διαμέρισμά μου και πηγαίνω στο Σόκι. Θα δώσω τα κλειδιά στο Σβόντερ. Μπορεί να χειρουργεί για μένα!”
Οι τέσσερις είχανε μείνει αγάλματα. Το χιόνι έλιωσε πάνω στις μπότες τους.
“Φοβάμαι πως δεν μπορεί να γίνει τίποτα… Και βέβαια είμαι πολύ αναστατωμένος, αλλά… Τι; Α, όχι Πιοτρ Αλεξάντροβιτς! Α, όχι! αυτό πρέπει ολότελα να το αρνηθώ! Η υπομονή μου εξαντλήθηκε! Αυτή είναι η δεύτερη φορά από τον Αύγουστο… Τι; … Χμ! … Εντάξει, αν σας αρέσει! … Υποθέτω! … Μόνο αυτή τη φορά μ’ έναν όρο: Δε με νοιάζει ποιος το εκδίδει ή τι εκδίδουν, αρκεί να είναι ένα είδος βεβαίωσης, ένα είδος πιστοποιητικού, που να λέει ξεκάθαρα πως ούτε ο Σβόντερ ούτε κανείς άλλος μπορεί να χτυπάει την πόρτα μου. Το πιστοποιητικό των πιστοποιητικών! Αποτελεσματικό! Πραγματικό! Με ισχύ! Δε θέλω να γράφει το όνομά μου! Το αποτέλεσμα θέλω! Όσο για αυτούς που τους αφορά, είμαι νεκρός! Ναι, ναι! Παρακαλώ, κάντε το! … Ποιος; … Αχά… λοιπόν, αυτό είναι άλλο ζήτημα… Αχά… καλά! Θα του δώσω αμέσως το ακουστικό”. Ο Φίλιππος Φιλίπποβιτς γύρισε προς το Σβόντερ και με μια φωνή σαν του φιδιού του είπε: “Αν δε σε πειράζει, σε ζητάνε στο τηλέφωνο”.
“Έι, Καθηγητή”, είπε ο Σβόντερ με αποφασιστικότητα και δισταγμό μαζί, “δεν του τα ‘πες σωστά!…”
“Σε παρακαλώ, μη μου μιλάς εμένα έτσι”.
Ο Σβόντερ πήρε νευρικά το ακουστικό και είπε: “Εμπρός! Ναι… Είμαι ο πρόεδρος της Οικιστικής Διαχειριστικής Επιτροπής… Ενεργούσαμε μονάχα σύμφωνα με τους κανονισμούς… Ο Καθηγητής είναι μια ολότελα ειδική περίπτωση… Ναι, ξέρουμε για τη δουλειά του… Θα του αφήναμε πέντε ολόκληρα δωμάτια… Εντάξει τότε… αν έτσι έχει το πράγμα… Εντάξει…”
Κατακόκκινος, κρέμασε το ακουστικό και γύρισε.
Τι άνθρωπος! σκέφτηκε εκστατικά ο σκύλος, ξέρει πώς να τους φέρει βόλτα! Δεν μπορώ να καταλάβω ποιο είναι το μυστικό του! Μπορεί να με χτυπάει όσο του αρέσει τώρα, εγώ δεν το κουνά από δω πέρα!
Οι τρεις νέοι άνθρωποι κοίταξαν άφωνοι τον καταερειπωμένο Σβόντερ.
“Αυτό είναι ατιμία!” είπε αγαναχτισμένα.
“Αν αυτός ο Πιοτρ Αλεξάντροβιτς ήταν εδώ πέρα”, άρχισε να λέει η γυναίκα, κοκκινίζοντας από θυμό. “Θα του ‘δειχνα…”
“Με συγχωρείτε, θέλετε να του μιλήσετε αμέσως τώρα;” ρώτησε ευγενικά ο Φίλιππος Φιλίπποβιτς.
Τα μάτια της γυναίκας άστραψαν.
“Μπορείτε να σαρκάζετε, όσο θέλετε, Γιατρέ, τώρα όμως εμείς φεύγουμε… Επίσης σαν διευθυντής του πνευματικού τμήματος αυτού του χτήριου…”
“Διευθύντρια” τη διόρθωσε ο Φίλιππος Φιλίπποβιτς.
“Θέλω να σας ζητήσω”, στο σημείο αυτό η γυναίκα έβγαλε από το μπροστινό μέρος της μπλούζας της ένα μάτσο έγχρωμα περιοδικά, βρεγμένα από το χιόνι, “να αγοράσετε μερικά απ’ αυτά τα περιοδικά, που είναι για τη βοήθεια των παιδιών της Γερμανίας. Πενήντα καπίκια το τεύχος!”
“Όχι, δε θα αγοράσω”, είπε κοφτά ο Φίλιππος Φιλίπποβιτς, αφού έριξε μια γρήγορη ματιά στα περιοδικά.
Γενική κατάπληξη κάθισε στα πρόσωπα και η κοπέλα έγινε πράσινη από το κακό της.
“Γιατί όχι;”
“Γιατί δε θέλω”.
“Δε νιώθετε λύπη για τα παιδιά της Γερμανίας;”
“Ναι, νιώθω”.
“Δεν μπορείτε να διαθέσετε πενήντα καπίκια;”
“Πως, μπορώ”.
“Τότε γιατί δεν τα δίνετε”.
“Γιατί δε θέλω”.
Σιωπή!
“Ξέρετε, Γιατρέ”, είπε η κοπέλα, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, “αν δεν ήσασταν διεθνούς φήμης και αν δεν προστατευόσασταν από μερικά πρόσωπα με τον πιο αηδιαστικό τρόπο” (ο ξανθός νέος της τραβούσε την άκρη του σακακιού της μα εκείνη τον έσπρωξε) “πράγμα που θα προτείνουμε να ερευνηθεί, θα πιανόσασταν”.
“Για ποιο λόγο;” ρώτησε με περιέργεια ο Φίλιππος Φιλίπποβιτς.
“Γιατί μισείτε το προλεταριάτο!” είπε περήφανα η γυναίκα.
“Έχετε δίκιο! Δε μ’ αρέσει το προλεταριάτο!” συμφώνησε λυπημένα ο Φίλιππος Φιλίπποβιτς και πάτησε ένα κουμπί. Ένα κουδούνι χτύπησε μακριά. Η πόρτα στο διάδρομο άνοιξε.
“Ζίνα”, φώναξε ο Φίλιππος Φιλίπποβιτς. “Σέρβιρε το φαγητό, σε παρακαλώ! Σας πειράζει κυρίες και κύριοι;”
Σιωπηλά οι τέσσερις άφησαν το γραφείο, σιωπηλά συμπορευτήκανε στο διάδρομο και πέρασαν τον προθάλαμο. Η εξώπορτα έκλεισε δυνατά και βαριά πίσω τους.
Ο σκύλος μπροστά στο Φίλιππο Φιλίπποβιτς σηκώθηκε στα πισινά του πόδια και του ‘δειξε την υπακοή του.
Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του Αφιερώματος της Κατιούσα στην Οχτωβριανή Επανάσταση