Θέατρο τη Δευτέρα: «Bρυκόλακες» του Ερρίκου Ίψεν
Συμμεριζόμενος τις σοσιαλιστικές ιδέες ο Ίψεν, με τους «Βρυκόλακες», υπονοεί ότι η αστική «Αγία οικογένεια» είναι σάπια και οι απόγονοί της «πληρώνουν» τα αίσχη της.
«Στο συνταρακτικό δράμα «Βρυκόλακες» (1881) ο Ίψεν τολμά να κρίνει τον εκφυλισμό της αστικής τάξης – διαφθορέα και των υπηρετών της, τις «αγοραπωλησίες» της, και μέσω του θεσμού του γάμου, και τις «ευεργεσίες» της για να κρύβει τις ενοχές της, την υποκρισία και τις συμφεροντολογικές «συναλλαγές» της εκκλησίας με «ευεργέτες». Συμμεριζόμενος τις σοσιαλιστικές ιδέες ο Ίψεν, με τους «Βρυκόλακες», υπονοεί ότι η αστική «Αγία οικογένεια» είναι σάπια και οι απόγονοί της «πληρώνουν» τα αίσχη της. Η κυρία Άλβινγκ, αν και προτιμά τον πάστορα Μάντερς, «πουλά» τα νιάτα και την ομορφιά της στον πλούσιο γαιοκτήμονα και συνταγματάρχη Άλβινγκ.
Πικρή και μοναχική η ζωή της μαζί του. Η συμβατική «ηθική» και η γέννηση του μοναχογιού της, Όσβαλντ, επιβάλλουν στη γυναίκα, να ανέχεται τα σεξουαλικά όργια του μέθυσου άντρα της, ακόμα και το βιασμό της υπηρέτριάς τους, την οποία ο Άλβινγκ πάντρεψε, με το αζημίωτο, με το θεληματάρη του Ένγκστραν. Να ανεχτεί και να δεχθεί ως «ψυχοκόρη» την Ρεγγίνε – το νόθο της υπηρέτριας. Παρότι μετανιωμένη που παντρεύτηκε και ανέχτηκε τον Άλβινγκ, μετά το θάνατό του, ονοματοδοτεί και εγκαινιάζει την «αγαθοεργία» του, ένα ορφανοτροφείο, που καίγεται. Η Άλβινγκ, για να μη μεγαλώσει ο Όσβαλντ, με τον άσωτο πατέρα, οκτάχρονο τον είχε στείλει εσώκλειστο στο Παρίσι. Μετά το θάνατο του πατέρα, ενήλικος πια, ο γιος επιστρέφει. Αλλά «αι αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα». Ο γιος «κληρονόμησε» τη σύφιλη του πατέρα και η γυναίκα του τον εφιάλτη του θανάτου του».
«(…)μάστιγα στην εποχή του Ίψεν (και μέχρι τη φαρμακευτική καταπολέμησή της) ήταν η σύφιλη (νόσος παιδεύουσα πολύμορφα επτά γενιές, έλεγαν οι παλιοί). Τη νόσο της σύφιλης, ως πρόσχημα, μεταχειρίστηκε ο κορυφαίος δραματουργός, πρωτοπόρος του κριτικού κοινωνικού ρεαλισμού στο θέατρο, Ίψεν, στο αριστουργηματικό δράμα του «Βρικόλακες», για να μιλήσει για άλλες μάστιγες της αστικής κοινωνίας σε βάρος των δικαιωμάτων, των πόθων και της φύσης του ανθρώπου. Για να καυτηριάσει τους «βρικόλακες» μιας βαριά νοσούσας κοινωνίας.
Την υποκρισία, τον πουριτανισμό, τον εκφυλισμό, το ρόλο της εκκλησίας, τη θρησκοληπτική τύφλωση, αλλά και το θεσμό του γάμου σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, η οποία θεωρούσε προνόμιο, ως εκ φύσεως, και επόμενα συγχωρητέες, τις εξωσυζυγικές ερωτικές σχέσεις του άνδρα, αλλά και απαγορευμένα, ως εκ φύσεως, όλα τα ανθρώπινα και κοινωνικά δικαιώματα της γυναίκας και κάθε γυναίκα «ιδιοκτησία» κάποιου άνδρα. Τη σύζυγο «ιδιοκτησία» ακόμα και ενός έκφυλου, μοιχού συζύγου – αφέντη και κάθε κόρη «ιδιοκτησία» ακόμα και ενός θετού και εκπορνευτή πατέρα – αφέντη. Το αγέραστο αυτό ιψενικό έργο (γράφτηκε το 1881), που δεν παύει να συναρπάζει με τη δραματουργική δύναμη και οικονομία του, με την ψυχογραφική και χαρακτηρολογική εμβέλεια των προσώπων, αλλά και με την κοινωνική αλήθεια του». (Αποσπάσματα από 2 κριτικές της αξέχαστης «Θυμέλης» – Αριστούλας Ελληνούδη, στο Ριζοσπάστη).
Η παράσταση προβλήθηκε από την ΕΤ2 στα πλαίσια της εκπομπής «Το θέατρο της Δευτέρας». Μετάφραση: Λέων Κουκούλας. Σκηνικά: Μανώλης Δασκαλάκης. Κοστούμια: Έλλη Πανούση. Σκηνοθεσία: Γιώργος Μούλιος. Παίζουν: Βούλα Ζουμπουλάκη, Νικηφόρος Νανέρης, Μάκης Ρευματάς, Άννυ Πασπάτη, Θόδωρος Μορίδης.
Η Κατιούσα αγαπάει το θέατρο και προβάλει κάθε Δευτέρα από τις σελίδες της μια σειρά από ξεχωριστά έργα που βρίσκονται «αποθηκευμένα» στο πλούσιο Αρχείο της ΕΡΤ.
Για πολλά χρόνια «Το θέατρο της Δευτέρας» που προβαλλόταν από την κρατική ΕΡΤ αποτελούσε μια όαση πολιτισμού στο άνυδρο τηλεοπτικό (και όχι μόνο) τοπίο της εποχής, που καθήλωνε κάθε βδομάδα μπροστά στους δέκτες τους χιλιάδες τηλεθεατές.
Οι μεγαλύτεροι συγγραφείς του κόσμου, αλλά και πολλοί νεότεροι, Έλληνες και ξένοι, έργα του κλασικού και νεότερου ρεπερτορίου, δοσμένα από σημαντικούς θεατράνθρωπους κι ερμηνευμένα από μερικούς από τους καλύτερους ηθοποιούς που γέννησε αυτός ο τόπος, πέρασαν από τις ασπρόμαυρες και στη συνέχεια έγχρωμες οθόνες των τηλεοράσεων κι έφεραν κοντά στο θέατρο έναν κόσμο που δεν του δινόταν άλλου τύπου κίνητρα (ούτε λόγος για την απαραίτητη παιδεία…), για να προσεγγίσει, να απολαύσει και ν’ αγαπήσει τη συγκεκριμένη μορφή τέχνης.