«Εγώ είμαι μέλος του ΚΚΕ και στο ΔΣΕ έχασα δυο αδέλφια. Δεν απαρνούμαι το αίμα των αδελφών μου!»
Ο 92χρονος σήμερα Χρήστος, είναι ένας από αυτούς που δεν κεφαλαιοποίησαν την αγωνιστική διαδρομή τους για να αποκομίσουν ανταμοιβές και άλλα προσωπικά οφέλη, δεν βούλιαξαν με τα χρόνια στη ζεστασιά του καναπέ τους, επαναπαυόμενοι αυτάρεσκα στα «παλιά μεγαλεία», αλλά συνεχίζουν με όσες δυνάμεις τους απομένουν να αγωνίζονται για το δίκιο και για να ξημερώσουν καλύτερες μέρες για το λαό και τον τόπο.
Το σημερινό μέρος του αφιερώματός μας ανήκει στον Χρήστο Νταβαντζή, έναν από τους χιλιάδες «ανώνυμους» αγωνιστές, που με τη στάση ζωής και τη δράση τους έγραψαν χρυσές – και, όποτε χρειάστηκε, ματωμένες – σελίδες στην ιστορία των αγώνων του λαού μας.
Ο 92χρονος σήμερα Χρήστος, άξιο τέκνο της γενιάς της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης, είναι ένας από αυτούς που δεν κεφαλαιοποίησαν την αγωνιστική διαδρομή τους για να αποκομίσουν ανταμοιβές και άλλα προσωπικά οφέλη, δεν βούλιαξαν με τα χρόνια στη ζεστασιά του καναπέ τους, επαναπαυόμενοι αυτάρεσκα στα «παλιά μεγαλεία», αλλά συνεχίζουν με όσες δυνάμεις τους απομένουν να αγωνίζονται για το δίκιο και για να ξημερώσουν καλύτερες μέρες για το λαό και τον τόπο.
Το βιβλίο του με τίτλο Όσα επέζησαν στη μνήμη… Οδοιπορικό μιας ζωής έρχεται να προσθέσει στα όσα έχουν γραφτεί για την τρισένδοξη ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση και την αθάνατη εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) μια ακόμα αξιόλογη και πολύτιμη αυθεντική μαρτυρία μιας 90χρονης αγωνιστικής ζωής και δράσης.
Το βιβλίο είναι πολύτιμο ιδιαίτερα για τη νέα γενιά. Ο συγγραφέας με την στάση που κράτησε και συνεχίζει να κρατά στη ζωή του δίνει το παράδειγμα και, χωρίς να κουνάει το δάχτυλο, διδάσκει τους νεότερους να μην συμβιβάζονται με όσα το σύστημα προσπαθεί να τους επιβάλλει ως «ρεαλισμό» και «κανονικότητα». Αντίθετα, τους παρακινεί να μην αποδέχονται την εκμετάλλευση και τη βαρβαρότητα ως… φυσικά φαινόμενα και να ξεσηκώνονται ενάντια στο φασισμό.
Από το βιβλίο επιλέξαμε (δυσκολευτήκαμε είναι η αλήθεια ποια θα επιλέξουμε για τον περιορισμένο χώρο μιας ανάρτησης) μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα.
Στα δεκαεφτά του χρόνια, το 1943, ο νεαρός Χρήστος οργανώνεται στο ΚΚΕ:
«Μια μέρα ο Στέφανος Μπαρτζώκας με κάλεσε μαζί με τον Μάνθο Αγγέλη και μας έδωσε το βιβλίο του Γκόρκι «Η μάνα», να το διαβάσουμε και να του το επιστρέψουμε. Διαβάζοντας το βιβλίο αυτό ενθουσιαστήκαμε πάρα πολύ. Τότε κατάλαβα καλά τι θα πει καταπίεση και από πού προέρχεται η φτώχεια μέσα στην οποία ζούσα, αλλά και με ποιον τρόπο αυτή η άσχημη κατάσταση μπορούσε ν’ ανατραπεί. Μόλις επιστρέψαμε το βιβλίο ο Στέφανος μάς πρότεινε να γίνουμε μέλη του ΚΚΕ. Εμείς δεχτήκαμε. Μας καλούσε συχνά και πηγαίναμε μέσα στην εκκλησία, στον Άγιο Νικόλαο στην πλατεία του χωριού, όπου στο γυναικωνίτη μάς έκανε μαθήματα για τη θεωρία του κομμουνισμού και τις υποχρεώσεις των κομματικών μελών. Πέντε έξι μήνες περίπου μετά από αυτή τη διαδικασία μάς κάλεσε μια μέρα στην κομματική οργάνωση του χωριού (Οκτώβρης του 1943) κι έκανε εισήγηση για να γίνουμε μέλη του Κόμματος. Η Κομματική Οργάνωση έδωσε την έγκριση να παίρνουμε μέρος στις συνελεύσεις».
Μετά τη λήξη του εμφυλίου, τον Σεπτέμβρη του 1949 ο Χρήστος Νταβαντζής καλείται στο στρατό. Παίρνει την ειδικότητα του νοσοκόμου, αλλά χαρακτηρισμένος ως «επικίνδυνος κομμουνιστής» δεν του δίνουν όπλο. Όταν, το 1951, το Γενικό Επιτελείο Στρατού ζητάει από τη μονάδα του δυο εθελοντές νοσοκόμους για να πάνε με το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα να πολεμήσουν στην Κορέα, και κανένας δεν δέχεται να πάει, ο διοικητής προτείνει στον Χρήστο να πάει αυτός, αλλά ο Χρήστος αρνείται. Εδώ, να σημειωθεί ότι ο Χρήστος με την εργατικότητα, τις ικανότητες, αλλά και τον χαρακτήρα του είχε κερδίσει από τις πρώτες μέρες την εμπιστοσύνη και τη συμπάθεια του διοικητή του. Μετά από λίγο καιρό και αφού ο ένας από τους δυο νοσοκόμους που ο διοικητής έστειλε με το έτσι θέλω στην Κορέα, σκοτώνεται εκεί, εξελίσσεται μεταξύ του Χρήστου και του διοικητή του ο παρακάτω διάλογος:
«Πέρασαν αρκετές μέρες. Ο διοικητής βαρύς αλλά σιγά–σιγά μαλάκωνε. Ένα πρωί με φώναξε να πάμε σ’ ένα χωριό έξω απ’ τον Λαγκαδά, να δούμε κάτι ασθενείς. Ειδοποίησα τον οδηγό του τζιπ να έρθει να μας πάρει. Στη διαδρομή δεν είχαμε πολλά-πολλά. Μόνο κάποια στιγμή όταν φτάναμε στο χωριό μού είπε: «Νταβαντζή, με χαρακτήρισες ότι είμαι κακός άνθρωπος. Αύριο θα κουβεντιάσουμε και θα σου πω τι σκέφτομαι για σένα, για να με θυμάσαι». Την άλλη μέρα το απόγευμα με φώναξε στο γραφείο του.
― Κάτσε τώρα Χρήστο να κουβεντιάσουμε σαν φίλοι, μου λέει. Είσαι καλό παιδί και θαρραλέος τύπος, όμως είσαι χαρακτηρισμένος και έχεις έναν φάκελο που σ’ ακολουθεί. Όπως καταλαβαίνεις όταν απολυθείς από τον στρατό δεν θα μπορείς να βρεις δουλειά. Σκέφτηκα έναν τρόπο να σε απαλλάξω από αυτό.
― Τι είδους «χαρακτηρισμό» έχω κύριε διοικητά; τον ρωτάω.
Ξεκλειδώνει ένα σιδερένιο κασάκι, το ανοίγει και βγάζει από μέσα ένα παχύ φάκελο.
― Το βλέπεις αυτό; Όλο για σένα γράφουνε.
― Μπορείτε να μου πείτε τι γράφουνε για μένα κύριε διοικητά; Λήστεψα; Σκότωσα; Καταδικάστηκα; Τι κακό έκανα;
― Όχι… όχι τέτοια πράγματα.
― Αλλά, τι;
― Να, διάβασε κι εσύ αλλά προς Θεού μην πεις τίποτα, σε κανέναν. Είπαμε, τώρα μιλάμε σα φίλοι. Αυτό που κάνω απαγορεύεται, εάν το μάθουν θα με ξηλώσουν.
Βγάζει ένα χαρτί και μετά και άλλα κομμάτια χαρτιά.
― Να σου διαβάσω εγώ ή θα διαβάσεις μόνος σου;
― Διαβάστε μου εσείς, του λέω.
― «Ο Χρήστος Νταβαντζής ήταν στην ΕΠΟΝ καθοδηγητής και αντάρτης στον ΕΛΑΣ και από τις κινήσεις του και τα σημειώματα που επισυνάπτουμε, το συμπέρασμά μας είναι ότι είναι επικίνδυνος κομμουνιστής».
― Ποιος το υπογράφει αυτό;
― Δες το. Θα τους ξέρεις. Απ’ το χωριό σου είναι. «Αριστείδης Τσιρώνης, Ευάγγελος Νταβαντζής, Γεώργιος Παππάς» (Παπαχρήστος).
Κάτω απ’ αυτό το φύλλο υπήρχαν διάφορα μικρά σημειώματα. Μερικά μου τα έδωσε να τα διαβάσω. Αναφέρονταν με κάθε λεπτομέρεια στο πώς κινιόμουν, πού πήγαινα, με ποιον μίλαγα.
― Οπότε, όπως καταλαβαίνεις, δεν μπορείς να πιάσεις δουλειά αύριο. Αυτά θα σε κυνηγάνε από κοντά.
― Αυτά που γράφουν για μένα αυτοί οι «κύριοι», κύριε διοικητά, εγώ τα θεωρώ τιμή μου. Εμπιστεύομαι τον εαυτό μου και τα χέρια μου και θα μπορώ να δουλέψω.
― Άκουσε όμως και τη δική μου πρόταση. Σκέφτηκα να σου αλλάξω το επώνυμο και να το κάνω Δαβάκης. Ξέρεις ποιος ήταν ο Δαβάκης;
― Μάλιστα, έχω ακουστά.
― Ο Δαβάκης ήταν ένας αξιωματικός ο οποίος σκοτώθηκε όταν μπήκαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα και τον έχουν άγαλμα στην πλατεία της Καλλιθέας. Αφού θα σου αλλάξω το όνομα και θα σου βάλω το Δαβάκης που είναι ιστορικό και ηρωικό, πρέπει να το έχεις και καμάρι. Όπως καταλαβαίνεις θα γίνει και ο αποχαρακτηρισμός σου με αυτόν τον τρόπο και θα φύγει ο φάκελος απ’ τη μέση. Αυτό θέλω να στο κάνω για να με θυμάσαι και να μη σου μείνει η ιδέα ότι ο Δελιβάνης ήταν κακός άνθρωπος.
― Κύριε διοικητά, αυτά που γράφουν ότι είμαι δεν τα αρνούμαι. Αλλά πώς θα αλλάξω εγώ τ’ όνομά μου που είμαστε οχτώ αδέλφια στη Χώσεψη και αυτοί θα λέγονται Νταβαντζής; Θα με κυνηγήσουν τ’ αδέλφια μου. Και κάτι ακόμα. Τα χαρτιά αυτά ποιος θα τα υπογράψει; Ο πρόεδρος που έβαλε την υπογραφή του κάτω από κάθε χαρτί που μου διαβάσατε τώρα;
― Θα μου δώσεις τη διεύθυνση του χωριού σου, θα γράψω εγώ ένα γράμμα στον πρόεδρο και αν θέλει ας μην τα αναιρέσει. Εγώ θα τα φτιάξω όλα τα χαρτιά. Εσύ δεν θα κάνεις τίποτα απολύτως, μόνο μια υπογραφή θα βάλεις στο τέλος. Φύγε τώρα και θα τα ξαναπούμε.
Μετά από λίγες μέρες με ξανακαλεί στο γραφείο του.
― Τα χαρτιά τα έχω έτοιμα. Να, δες εδώ και ο πρόεδρος έστειλε βεβαίωση για τα χαρτιά του Νταβαντζή, για να τα χρησιμοποιήσεις για κάθε χρήση. Τα χαρτιά από τα Γιάννενα, από την Άρτα, από την Εισαγγελία ήρθαν όλα λευκά. Δεν προέκυψε τίποτα δικαστικό. Τώρα θα φτιάξω μια έκθεση για σένα. Εσύ μόνο μια υπογραφή θα βάλεις και θα πάνε στο Γενικό Επιτελείο και θα πάρεις απολυτήριο με το όνομα Δαβάκης.
― Κύριε Διοικητά, δεν μπορώ ν’ αλλάξω τ’ όνομά μου, του ξαναλέω. Εγώ είμαι μέλος του ΚΚΕ και στο ΔΣΕ έχασα δυο αδέλφια. Δεν απαρνούμαι το αίμα των αδελφών μου.
― Καλά ρε Νταβαντζή, εγώ πίστευα ότι με τέτοια προσφορά που σου κάνω, να σε αποχαρακτηρίσω και με τέτοιο όνομα, να μη σε κυνηγάει κανένας… Θα το αφήσω ανοικτό το θέμα, να το σκεφτείς. Εάν φύγεις από εδώ αυτά τα χαρτιά θα τα στείλω μαζί με το φάκελό σου στη μονάδα που θα πας. Ξανασκέψου το. Μόνο μια υπογραφή θα βάλεις και θα τελειώσει η δουλειά σου».
Μερικά χρόνια αργότερα, πολίτης πια ο Χρήστος, η ζωή τα φέρνει να συναντηθεί με τον πρώην διοικητή του μέσα σε ένα τρόλεϊ.
«Σε μια στάση ανέβηκε ένας με σκούρα γυαλιά και ημίψηλο καπέλο και κάθισε απέναντί μου. Με κοίταζε λίγο περίεργα αλλά και σε μένα φαινόταν γνωστός και αναρωτιόμουν από πού τον γνωρίζω. Από μια έκφραση του προσώπου του σκέφτηκα ότι μοιάζει με τον Δελιβάνη, τον διοικητή που είχα στον Λαγκαδά κι ετοιμαζόμουν να του κάνω την ερώτηση. Με πρόλαβε όμως αυτός και ήρθε στο κάθισμά μου.
― Είσαι ο Δαβάκης;
― Όχι, είμαι ο Νταβαντζής.
Με αγκαλιάζει ένθερμα.
― Ώστε δεν το άλλαξες το όνομά σου, ε;
― Δεν το άλλαξα, κύριε Δελιβάνη.
― Και τι κάνεις τώρα;
― Δουλεύω μέσα σε ιατρείο. Εσείς τι κάνετε;
― Αποστρατεύτηκα. Ανύπαντρος είμαι. Έχω μια αδελφή γεροντοκόρη και μένουμε σ’ ένα διαμέρισμα στο Παγκράτι.
Με πιάνει με τα δυο του χέρια ξανά και με σφίγγει δυνατά.
― Α, ρε Νταβαντζή!… Θα σε θυμάμαι όσο ζω, για την ειλικρίνεια και το θάρρος σου. Δεν ξέρω ρε Νταβαντζή, εκείνη την εποχή που έλεγες «όχι, δεν πάω στην Κορέα» είχες επίγνωση της κατάστασης; Το χώμα ήταν νωπό απ’ το αίμα που χύθηκε στον εμφύλιο. Η κατάσταση ήταν πολύ μαύρη τότε, γι’ αυτό σε ρωτάω αν είχες επίγνωση.
― Ναι, είχα επίγνωση και αντιμετώπιζα τα πράγματα με ψυχραιμία. Ο Άρης Βελουχιώτης, που ήμουν μαζί του, μου έλεγε ότι όταν υπερασπίζεσαι το πιστεύω σου μπορείς να νικήσεις κάθε εμπόδιο.
― Σε συγχαίρω Νταβαντζή και θα σε θυμάμαι πάντα.
Χαιρετηθήκαμε και χωρίσαμε στο Σύνταγμα».
Τελευταίο απόσπασμα επιλέξαμε αυτό που αναφέρεται στη δράση του Χρήστου Νταβαντζή στην περίοδο τέλη δεκαετίας του ΄80 – αρχές ΄90, όπου μετά από οξύτατη εσωκομματική διαπάλη, στην οποία μερίδα στελεχών, μέλη της ΚΕ του ΚΚΕ επιδίωκαν την κατάργηση του κομμουνιστικού του χαρακτήρα και τη διάχυσή του μέσα στον ενιαίο «Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου», επήλθε η διάσπαση του Κόμματος.
«Το 1989 είχα εκλεγεί μέλος στο γραφείο της Κομματικής Οργάνωσης Άη-Γιώργη και μου είχαν χρεώσει τον τομέα των οικονομικών για να εισπράττω τις συνδρομές των μελών της Οργάνωσης. Από κάποια στιγμή άρχισαν να μη μου δίνουν τα κουπόνια για να τα δίνω στους συντρόφους και μου λέγανε να κάνω μια κατάσταση των μελών που παίρνω τις συνδρομές και στην πορεία θα μου δίνανε τα κουπόνια. Είχαν αρχίσει οι διεργασίες για τη διάσπαση, αλλά εμείς δεν είχαμε πάρει είδηση ότι κάτι γίνεται.
Όταν οριστικοποιήθηκε πλέον η διάσπαση, έγινε και η διάλυση των Κομματικών Οργανώσεων του Νέου Κόσμου (Λεύκας, Αγίου Σώστη, Άη Γιώργη). Εγώ έμεινα μόνος μου στην Οργάνωση του Αη Γιώργη γιατί όλα τα υπόλοιπα μέλη του γραφείου εξαφανίστηκαν μαζί με τη Γραμματέα, που ήταν κόρη πολιτικού πρόσφυγα στην Πολωνία. Είχα κλειδί και πήγαινα στα γραφεία χωρίς να υπάρχει κανένας. Μια μέρα που ήμουν εκεί ήρθε ο Κ. [σ.σ.: τα ονόματα που αναφέρουμε εδώ με τα αρχικά τους, αναφέρονται στο βιβλίο], ο οποίος ήταν από την Κομματική Οργάνωση Αγίου Σώστη. Του λέω: «(…) τι θα γίνει; Να τους μαζέψουμε εδώ να ξαναφτιάξουμε την Οργάνωση; Να κανονίσουμε να τους μαζέψουμε, να ειδοποιήσουμε όσους θέλουν από αυτούς που μείνανε να φτιάξουμε οργάνωση ξανά. Να κανονίσουμε την ερχόμενη βδομάδα. Τετάρτη απόγευμα». Μου απάντησε θετικά.
Κλείσαμε το ραντεβού και αρχίσαμε να τους ειδοποιούμε, όσοι θέλουν να έρθουν. Εγώ ξεκίνησα συνεργασία με τον Μ., ο οποίος ήταν θετικότατος άνθρωπος και την Α. Τους είπα ότι συνεννοήθηκα με τον Κ. και μου λένε:
― Τι τον θέλεις αυτόν; Αυτός είναι από κάτω, απ’ τον Άγιο Σώστη. Διαλύθηκαν όλοι αυτοί, φύγανε.
― Δεν πειράζει, άστον και θα τον δούμε στην πορεία τι θα κάνει, τους λέω.
Ενώ εγώ και ο Μ. ειδοποιούσαμε τους συντρόφους για τη μέρα που είχαμε καθορίσει, ο Κ. ερωτώμενος απ’ τους συντρόφους αν την Τετάρτη έχουμε συνέλευση, τους έλεγε: «Όχι, ποιος σας είπε για συνέλευση, δεν έχουμε». Και όταν οι σύντροφοι του απαντούσαν ότι τους είχα ειδοποιήσει εγώ για τη συνέλευση, αυτός τους έλεγε ότι η συνέλευση αναβλήθηκε. Οπότε έφτασε στ’ αυτιά μου αυτή η είδηση και είπα στους συντρόφους ότι η συνέλευση ισχύει και όποιος θέλει να έρθει.
Ήρθαν οι σύντροφοι και μαζευτήκαμε τριάντα άτομα. Ήρθε και ο Κ., μπαίνει μέσα και λέει:
― Τι κάνετε εδώ πέρα;
― Δεν κανονίσαμε σήμερα τη συνέλευση; του λέω. Γιατί έλεγες ότι την αναβάλλαμε; Εδώ θα γίνει συνέλευση, αν θέλεις κάθισε, δε θέλεις φύγε.
― Θα καθίσω.
Αφού κάθισε, παίρνω την πρωτοβουλία και λέω:
― Σύντροφοι, μαζευτήκαμε εδώ να φτιάξουμε μια οργάνωση γιατί μετά τη διάσπαση όλες οι οργανώσεις του Κόμματος διαλύθηκαν. Δεν έχουμε να πούμε πολλά πράγματα πάρα μόνο ένα. Ποιοι είναι με την Κεντρική Επιτροπή με Γραμματέα την Αλέκα Παπαρήγα και ποιοι είναι με τους σαράντα διασπαστές που κάνανε τη σύσκεψη μόνοι τους στην Πλατεία Αμερικής;
Σηκώνουν τα χέρια είκοσι εφτά με την Κεντρική Επιτροπή και Γραμματέα την Αλέκα Παπαρήγα και οι υπόλοιποι τρεις σηκώθηκαν και έφυγαν και μαζί πήγε να φύγει κι ο Κ. Τότε του λέω:
― Δεν θα φύγεις, θα καθίσεις να κουβεντιάσουμε λίγο μαζί.
Του ζήτησα να μας δώσει όσα χαρτιά της οργάνωσης είχαν περάσει στα χέρια του και μετά να φύγει. Και μάς τα παρέδωσε. Αφού έφυγε με πρωτοβουλία μου αλλάξαμε την κλειδαριά στα γραφεία για να μη μπορούν να ξαναέρθουν.
Μετά την ψηφοφορία για το ποιοι θα μείνουν έπρεπε να κάνουμε συνέλευση και να βγάλουμε Γραφείο. Συμφώνησαν όλοι και ο Μ. πρότεινε εμένα για Γραμματέα. Εγώ με τη σειρά μου προτείνω τον Μ. για μέλος Γραφείου και στη συνέχεια έγιναν προτάσεις για την Δ., την Α. και τον Φ. Η ψηφοφορία έγινε δια ανατάσεως του χειρός. Όλοι συμφωνήσαμε να έρχονται στα γραφεία οι σύντροφοι και να ξεκινήσει και πάλι η δράση της Κομματικής Οργάνωσης Νέου Κόσμου.
Μόλις συγκροτήθηκε η οργάνωση ενημερώθηκε η ΚΟΑ και ήρθε στα γραφεία μας ο σύντροφος Β. Κ. από την καθοδήγηση του Κόμματος. Μας συγχάρηκε και μας είπε ότι όποτε χρειαστούμε τη βοήθεια του Κόμματος να τον αναζητήσουμε στην ΚΟΑ. Στη συνέχεια, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, μας καθοδηγούσε ο σ. Λ. Β.
Οι σύντροφοι στην οργάνωση με ορμή και ενθουσιασμό βγήκαμε στο Νέο Κόσμο και προπαγανδίζαμε τις θέσεις μας και την ανασυγκρότηση του Κόμματος. Αυτή η οργάνωση ανδρώθηκε και λειτουργεί μέχρι σήμερα και παραμένω μάχιμο μέλος της.
Δυο–τρεις μέρες μετά τη συνέλευση ήρθε στα γραφεία ο Λ. που ήταν στην ΚΟΒ της Λεύκας και μου ζήτησε να του παραδώσω όλα τα λεφτά που είχα μαζέψει ως οικονομικός υπεύθυνος.
― Δεν έχεις καμία θέση εδώ, του λέω. Ούτε πρόκειται να πάρεις τα χρήματα. Εσείς φύγατε απ’ το Κόμμα, γιατί να σου τα δώσω; Το Κόμμα τώρα έχει νέα οργάνωση.
Διαπληκτιστήκαμε λίγο και έφυγε.
Μετά από τρεις–τέσσερις μέρες έρχεται και με βρίσκει ο ιδιοκτήτης των γραφείων.
― Ξέρετε, εδώ χρωστάτε ενοίκια, μου λέει.
― Μα καλά, δεν σε πλήρωσαν οι προηγούμενοι;
― Όχι, μου χρωστάτε τρία ενοίκια και αν δεν μου τα δώσετε να φύγετε.
Συνεννοούμαι με το γραφείο και παίρνουμε απόφαση να πληρώσουμε τα ενοίκια για να κρατήσουμε τα γραφεία. Κλειδιά είχαμε εγώ και ο Μ., ο οποίος ανέλαβε και τα οικονομικά. Πήραμε και καινούρια κουπόνια από την οργάνωση της Αθήνας και η οργάνωσή μας άρχισε να λειτουργεί κανονικά».
Περισσότερα για τον Χρήστο Νταβαντζή και το βιβλίο του δείτε εδώ.
Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του αφιερώματος της Κατιούσα στα 100 χρόνια του ΚΚΕ και τα 50 χρόνια της ΚΝΕ