Γιάννης Ιωαννίδης – Ο κουρέας που βρέθηκε στο τιμόνι του ΚΚΕ
Όσο σημαντικά κι αν είναι τα υποκειμενικά γνωρίσματα προσώπων που βρίσκονται σε θέσεις-κλειδιά σε κρίσιμες συγκυρίες και σε επαναστατική κατάσταση, όπως δηλαδή το 1944 στην Ελλάδα, δεν αναιρούν τους αντικειμενικούς παράγοντες που καθορίζουν τα γεγονότα πάνω από τις όποιες αρετές και τις αδυναμίες των πρωταγωνιστών των ιστορικών γεγονότων.
Ο Γιάννης Ιωαννίδης ήταν γνήσιο παιδί της εργατικής τάξης, αφιέρωσε τη ζωή του στο λαϊκό κίνημα και συνέδεσε το όνομά του, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με τις κορυφαίες στιγμές της ταξικής πάλης στη χώρα μας.
Γεννήθηκε το 1900 στον Πύργο (Μπουργκάς) στην Ανατολική Ρωμυλία, που τότε ήταν υπό Οθωμανική κατοχή. Ακολούθησε την πολυμελή οικογένειά του που μετακινήθηκε στη Μαγνησία και μπήκε από μικρός στη βιοπάλη, για να καταπιαστεί με διάφορες ασχολίες και να κατασταλάξει στην εφηβεία του στην τέχνη του κουρέα. Αυτό ήταν και το επάγγελμα που άσκησε μέχρι που έγινε επαγγελματικό στέλεχος του ΚΚΕ και αφοσιώθηκε στην επαναστατική δράση, όντας μέλος του ΣΕΚΕ από το 1920.
Συμμετέχει στην εσωκομματική φραξιονιστική πάλη χωρίς αρχές, την περίοδο της κρίσης του κόμματος. Μετά από την παρέμβαση της Κομιντέρν, γίνεται μέλος της ΚΕ και λίγο αργότερα βουλευτής Λαρίσης του Ενιαίου Μετώπου (το 32′) και του Παλλαϊκού Μετώπου (το 36′), όπου συμμετέχει το ΚΚΕ. Στο ενδιάμεσο περνάει από τη Σχολή της ΚΟΥΤΒ στη Σοβιετική Ένωση, όπου είχε νοσηλευτεί και πιο πριν ως φυματικός.
Είναι από τα πρώτα στελέχη του ΚΚΕ που συλλαμβάνονται από τη δικτατορία του Μεταξά και καταλήγει στην Ακροναυπλία, όπου βρίσκεται ουσιαστικά το μεγαλύτερο μέρος της καθοδηγητικής ομάδας του Κόμματος, εκτός από το Ζαχαριάδη και μερικούς ακόμα. Ξεγελιέται αρχικά από την προβοκατόρικη ΚΕ (Προσωρινή Διοίκηση) που ήταν κατασκεύασμα της Ασφάλειας του Μανιαδάκη, δίνοντας πίστη στα στελέχη της. Μετά τον Ελληνο-Ιταλικό πόλεμο δίνει εντολή να ασκήσει προσωρινά χρέη Γραμματέα ο Α. Τσίπας, που αποδεικνύεται αποτυχημένη επιλογή, πολύ κατώτερη των περιστάσεων, για να τον διαδεχτεί σύντομα ο Γιώργης Σιάντος.
Κατηγορείται μεταγενέστερα από κάποιους συντρόφους του πως δίστασε κι απέτρεψε τα μέλη της οργάνωσης να επιχειρήσουν κάποια απόδραση από το φρούριο, όταν έμπαιναν στην Ελλάδα οι Γερμανοί, όπως συνέβη δηλαδή σε άλλους χώρους φυλακών κι εξορίας, που δεν είχαν όμως τα ίδια μέτρα ασφαλείας. Πολλοί από τους Ακροναυπλιώτες εκτελέστηκαν στη συνέχεια από τους κατακτητές, σε κάθε περίπτωση όμως είναι λάθος να χρεώνουμε την ευθύνη γι’ αυτό στον Ιωαννίδη κι όχι στους δράστες ή τις ελληνικές αρχές που παρέδωσαν τους κομμουνιστές στους ναζί.
Ο Γ. Ιωαννίδης δραπετεύει μαζί με άλλους συντρόφους το 42′ από το Σανατόριο της Πέτρας, όπου μεταφέρθηκε προσωρινά. Συνδέεται άμεσα με τον παράνομο μηχανισμό του Κόμματος, αναλαμβάνει καθήκοντα Οργανωτικού Γραμματέα κι ουσιαστικά αποτελεί το ηγετικό δίδυμο μαζί με το Σιάντο. Το 43′ μεταβαίνει στην ορεινή Ελεύθερη Ελλάδα και γενικά έχει μεγάλο κύρος στις τάξεις του κόμματος, καθώς ήταν το τελευταίο ηγετικό στέλεχος που είχε παρακολουθήσει σε διαδικασία του διεθνούς καθοδηγητικού κέντρου (Κομιντέρν).
Έχουν γραφτεί πολλά για το ρόλο που έπαιξε στην πολιτική γραμμή του ΚΚΕ και του ΕΑΜ στα χρόνια της Κατοχής, για τις σχέσεις του με τον Άρη Βελουχιώτη, το υπέρμετρο δέος του για τη δύναμη των Άγγλων (“τι να σου κάνει και η Ελλαδίτσα…” ήταν μια φράση που του αποδίδεται). Θεωρείται πχ πως διαφωνούσε με τη σύγκρουση στα Δεκεμβριανά, που ήταν τακτική “επιλογή” και “πρωτοβουλία” του Σιάντου, που ανασύστησε και την ΚΕ του ΕΛΑΣ, ενώ ο Ιωαννίδης νοσηλευόταν το ίδιο διάστημα. Έχει τονιστεί επίσης η ελλιπής μαρξιστική κατάρτισή του -που την αναγνώριζε αυτοκριτικά κι ο ίδιος σε μια αρκετά μεταγενέστερη κομματική διαδικασία- η ταξική του καταγωγή και οι περιορισμένες δυνατότητές του με βάση αυτά τα γνωρίσματα: ως εκεί μπορούσε, ως εκεί έφτασε…
Άλλοι πάλι εστιάζουν στο χαρακτήρα του, ενώ σε παρεμφερείς κρίσεις φαίνεται να προβαίνει κι ο ίδιος στις “Αναμνήσεις” του. Όλα αυτά όμως πάσχουν κατά κανόνα από άκρατο υποκειμενισμό, αγνοώντας τις αντικειμενικές συνθήκες που καθόρισαν τα γεγονότα, αλλά και παράγοντες όπως η στρατηγική που είχε διαμορφώσει διεθνώς το Κομμουνιστικό Κίνημα εκείνη την εποχή, τα οποία υπερέβαιναν σαφώς σε σημασία τα προσωπικά γνωρίσματα των πρωταγωνιστών της περιόδου.
Μετά την επιστροφή του Ζαχαριάδη, ο Ιωαννίδης περνάει σε δεύτερο πλάνο. Στη διάρκεια του εμφυλίου σχετίζεται καθοδηγητικά με τα γεγονότα στο Μπούλκες και γίνεται Επίτροπος (υπουργός) στην Κυβέρνηση του Βουνού, χωρίς όμως να είναι οργανικά σε θέση να πάρει μέρος στο πεδίο των μαχών. Μετά την ήττα και την υπερορία, καθαιρείται από το Πολιτικό Γραφείο, στην 3η Ευρεία Ολομέλεια του 52′ και στέλνεται για “δουλειά στη βάση” στην Τασκένδη. Δεν είναι γνωστό να έχει ενεργό ρόλο στα γεγονότα της Τασκένδης το 55′ ή στην καθαίρεση και τη διαγραφή του Ν. Ζαχαριάδη τα επόμενα χρόνια. Μάλιστα στο 8ο Συνέδριο του ΚΚΕ, το 61′, δεν εκλέγεται καν στην ΚΕ και πεθαίνει έξι χρόνια αργότερα, στο Βουκουρέστι, πριν οριστικοποιηθεί το ρήγμα και το σχίσμα με την αναθεωρητική ομάδα που συγκρότησε το λεγόμενο ΚΚΕ εσ.
Μετά το θάνατό του, κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με τις “Αναμνήσεις” του από τις Εκδόσεις “Θεμέλιο” -που είχαν μείνει στα χέρια των αναθεωρητών. Το βιβλίο είναι ουσιαστικά η απομαγνητοφώνηση των συζητήσεων που είχε με τον Α. Παπαναγιώτου και πέρα από τον προφορικό τους χαρακτήρα και την πνευματική διαύγεια του Ιωαννίδη τον καιρό που έγιναν οι συζητήσεις, είναι ζήτημα προς διερεύνηση αν πρόκειται αποκλειστικά για τις δικές του απόψεις ή αν υπήρξε κάποια μορφή αλλοίωσης και συμπλήρωσής τους.
Όπως είπαμε κι εισαγωγικά, ο Γιάννης Ιωαννίδης ήταν μια μορφή που συνέδεσε όλη τη ζωή του με τους αγώνες του ΚΚΕ και του λαϊκού κινήματος. Η περίπτωσή του πάντως προσφέρεται για ευρύτερα συμπεράσματα σχετικά με το ρόλο της προσωπικότητας. Όσο σημαντικά κι αν είναι τα υποκειμενικά γνωρίσματα προσώπων που βρίσκονται σε θέσεις-κλειδιά σε κρίσιμες συγκυρίες και σε επαναστατική κατάσταση, όπως δηλαδή το 1944 στην Ελλάδα, αυτό δεν αναιρεί πως υπάρχουν αντικειμενικοί παράγοντες που καθορίζουν τα γεγονότα υπερβαίνοντας τις όποιες αρετές και τις αδυναμίες των πρωταγωνιστών των ιστορικών γεγονότων.
Η ανάρτηση είναι μέρος του αφιερώματος στα 100 χρόνια του ΚΚΕ και τα 50 χρόνια της ΚΝΕ