«Κοιμήσου ήσυχα. Εμείς αγρυπνούμε!»

Στις 19 του Οχτώβρη 1951, στις 5 η ώρα το απόγευμα, στο στρατοδικείο της Αθήνας άρχισε η δίκη του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του.

Στις 19 του Οχτώβρη 1951, στις 5 η ώρα το απόγευμα, στο στρατοδικείο της Αθήνας άρχισε η δίκη του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του.

Στο εδώλιο του κατηγορουμένου υπήρχαν 93 αθώοι. Στην προεδρική έδρα ήταν ο βαμένος αντιδραστικός συνταγματάρχης Σταυρόπουλος. Από τη μια μεριά η ελπίδα κι η συνείδηση της Ελλάδας, από την άλλη το στίγμα της, οι εκπρόσωποι της άρχουσας δράκας των προδοτών.

Η δίκη αυτή κράτησε 25 μέρες κι έγινε πεδίο σκληρής μάχης ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, πεδίο μάχης των δυνάμεων της δημοκρατίας, της λευτεριάς και της ειρήνης με τις σκοτεινές δυνάμεις της αντίδρασης.

Οι πρώτες κιόλας ανόητες «καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας», τον ρόλο τον οποίον έπαιζαν κυρίως οι δασκαλεμένοι από νωρίς πράκτορες της αστυνομίας, απόδειξαν, ότι η δίκη αυτή είναι μια χοντροκομμένη σκηνοθεσία, ότι σκαρώθηκε όχι για να κριθεί η δράση των ανθρώπων, αλλά οι ιδέες τους, για να συκοφαντηθεί στο πρόσωπο του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του η δοκιμασμένη πρωτοπορία του ελληνικού λαού — του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Ο επιφανής άγγλος δικηγόρος Λεφλέρ, που παρακολούθησε τη δίκη σαν παρατηρητής, δήλωσε αργότερα: «Στη δίκη αυτή δίκαζαν μάλλον τις ιδέες, παρά τους ανθρώπους για τη δράση τους».

Προσπαθώντας να ευχαριστήσει τα αφεντικά του, ο Σταυρόπουλος διεξήγαγε τη δίκη με φοβερή ωμότητα και ελεεινή σκληρότητα. Διέκοπτε κάθε φράση, που ήταν ασύμφορη στην κατηγορία, διέκοπτε και αφαιρούσε το λόγο από τους δικηγόρους, έβριζε τους κατηγορούμενους, δεν τους άφηνε να αποτελειώσουν την απολογία τους, τους απαγόρευε να υποβάλλουν ερωτήσεις στους μάρτυρες. Μάλωνε τους μάρτυρες που μπερδεύονταν στις «καταθέσεις» τους, απειλούσε την υπεράσπιση και τους κατηγορούμενους. «Σιωπή!… Απαγορεύω!… Κτήνη!…», ούρλιαζε, βλέποντας πως οι σκηνοθετημένες κατηγορίες συντρίβονται πάνω στον ανδρισμό, την αντοχή και τη σταθερότητα των πατριωτών, που κατόρθωσαν να αποκαλύψουν και να ξεσκεπάσουν τον αισχρό ρόλο και τα ελεεινά τερτίπια των οργανωτών και εκτελεστών αυτής της επαίσχυντης δίκης.

Την ώρα που «κατέθετε» ο αστυνομικός Αγγελόπουλος γυρίζει ο Νίκος Μπελογιάννης και του λέει:

–Ισχυρίζεστε, ότι ήρθα εδώ για να εφαρμόσω τις αποφάσεις των ολομελειών της ΚΕ του ΚΚ Ελλάδας;

–Μάλιστα, απαντά ο αστυνομικός.

— Οι αποφάσεις αυτές λένε, ότι βάση της δράσης του ΚΚΕ είναι ο αγώνας για το ψωμί, τις δημοκρατικές ελευθερίες, την ειρήνη. Έτσι δεν είναι; ρωτάει ο Μπελογιάννης.

–’Έτσι, συμφωνεί ο «μάρτυρας».

–Επομένως, ο αγώνας για το ψωμί, τις δημοκρατικές ελευθερίες και την ειρήνη είναι συνωμοσία κατά της Ελλάδας;

–Όχι, απαντά συγχισμένος ο αστυνομικός.

–Ευχαριστώ, του λέει ο Μπελογιάννης. Αυτό μονάχα ήθελα να διευκρινίσω.

Η απάντηση του αστυνομικού οργάνου προκαλεί αίσθηση στο ακροατήριο. Ο «μάρτυρας» είναι ταραγμένος, ενώ οι πολυάριθμοι συνάδελφοί του τον αποκαλούν φωναχτά βλάκα και χαζό.

«Καταθέτει» ο αστυνομικός Χρονόπουλος:

–Από που ξέρετε, ότι οι κατηγορούμενοι είναι κομμουνιστές; τον ρωτάει ο συνήγορος.

–Μα… αφού είναι κρατούμενοι! αναφωνεί εκείνος.

Άλλες τόσες κουτές «καταθέσεις» και «αποδείξεις» παρουσιάζουν και πολλοί άλλοι «μάρτυρες».

Η δίκη απόδειξε πειστικά, ότι οι συμπάθειες του λαού είναι με το μέρος των κατηγορουμένων, ότι απολαμβάνουν μεγάλου σεβασμού και κύρους μεταξύ των πιο πλατιών στρωμάτων του προοδευτικού κοινού της Ελλάδας κι όλου του κόσμου. Οι θαρραλέοι λόγοι τους στο δικαστήριο δεν είχαν τον τόνο απολογίας, αλλά ήταν ένα φοβερό κατηγορητήριο ενάντια στους δημίους, που είχαν υψωμένο το ματωμένο τσεκούρι πάνω από την φιλελεύθερη Ελλάδα, πάνω σ’ όλους όσους λαχταρούν την ειρήνη, τη λευτεριά, την εθνική ανεξαρτησία και την ευτυχία πάνω στη γη.

Στις ομιλίες τους οι κατηγορούμενοι μίλησαν για τα σιχαμένα τερτίπια, τη σκληρότητα και το σαδισμό των δημίων τους, για τα μαρτύρια και τα βασανιστήρια με τα οποία προσπαθούσαν να αποσπάσουν «ομολογίες» και να αναγκάσουν τα θύματά τους να αποκηρύξουν τις πολιτικές τους πεποιθήσεις. «Δε με δικάζετε για τη δράση μου, αλλά γιατί είμαι κομμουνίστρια, δήλωσε στο λόγο της η Έλλη Ιωαννίδου, … προσπαθούσαν να μ’ επιβάλουν με τη βία να αποκηρύξω τις αρχές μου, σε αντάλλαγμα της «ελευθερίας» που θα μου δίναν… Αλλά εγώ πιστεύω στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας, που κρατάει στα χέρια του τη σωτηρία της Ελλάδας».

Φωτεινός, αντρίκιος ήταν ο λόγος του Νίκου Μπελογιάννη στο δικαστήριο. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου, προσπαθώντας να πνίξει τη φωνή του Μπελογιάννη, του έδοσε το λόγο μόνο στις δύο μετά τα μεσάνυχτα. Αλλά έπεσε έξω. Ο λόγος του Μπελογιάννη ακούστηκε σ’ όλες τις γωνιές της γης.

«Είμαι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας και γι’ αυτό ακριβώς δικάζομαι. Δικάζομαι γιατί το κόμμα μου παλέβει για την ειρήνη, την ανεξαρτησία, τη λευτεριά. Αυτήν ακριβώς την πολιτική του ΚΚ Ελλάδας προσπαθείτε να δικάσετε στο πρόσωπό μου», λέει ο Νίκος Μπελογιάννης.

Η ασφυχτικά γεμάτη αίθουσα ακούει με κομμένη ανάσα τα φλογερά και θαρραλέα λόγια του ανθρώπου, που το όνομά του μπήκε για πάντα στην ιστορία. Σαν βαριές πέτρες πέφτουν στα κεφάλια των δημίων, που κάθονται στην έδρα του δικαστή, οι φράσεις του ηρωικού τέκνου της Ελλάδας Μπελογιάννη, που ξεσκεπάζουν το πραγματικό νόημα και τη σημασία της ματωβαμένης κωμωδίας που παιζόταν σ’ εκείνη τη δίκη.

«Μια παράταξη, μια πολιτική ομάδα επιδιώκει να αναγκάσει την άλλη ομάδα ν’ απαρνηθεί τις ιδέες της, να παραδοθεί μπροστά στον κίνδυνο, ν’ αποκηρύξει τις πεποιθήσεις της, — συνεχίζει ο Μπελογιάννης. —… Εάν έκανα δήλωση αποκήρυξης, θα αθωωνόμουν κατά πάσα πιθανότητα μετά μεγάλων τιμών… Αλλά η ζωή μου συνδέεται με την ιστορία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας και τη δράση του… Δεκάδες φορές μπήκε μπροστά μου το δίλημμα: να ζω προδίνοντας τις πεποιθήσεις μου, την ιδεολογία μου, είτε να πεθάνω, παραμένοντας πιστός σ’ αυτές. Πάντοτε επροτίμησα το δεύτερο δρόμο και σήμερα τον ξαναδιαλέγω».

Ο Μπελογιάννης δεν αφήνει πέτρα πάνω στην πέτρα από τις συκοφαντικές επινοήσεις των «μαρτύρων κατηγορίας» σχετικά με τις «εχθρικές ενέργειες» του ΚΚΕ, που κατευθύνονται τάχα από έξω, από κάποια ξένη δύναμη. «Όταν ζούσε ο Μαρξ, λέει ο Μπελογιάννης, υπήρχε μόνο μια φούχτα κομμουνιστών. Σήμερα, κάτω από τη σημαία του σοσιαλισμού ευρίσκονται 800 εκατομμύρια άνθρωποι. Αύριο ο σοσιαλισμός θα επεκταθεί σ’ όλη τη γη. Είναι δυνατό ένα τόσο μεγαλειώδες κίνημα να δημιουργηθεί με την ξένη επίδραση»;

Ο Μπελογιάννης μιλάει για το βαθύ πατριωτικό χαρακτήρα του Κομμουνιστικού Κόμματος, για την καθημερινή επίμονη πάλη του για την ευτυχία και τις ανάγκες του λαού. Θυμίζει τις θυσίες που προσέφεραν οι κομμουνιστές στο βωμό της λευτεριάς και της ανεξαρτησίας της Ελλάδας.

Ο πρόεδρος διακόπτει τον Μπελογιάννη, όμως εκείνος δε δίνει προσοχή και τελειώνει την ομιλία του με τα λόγια: «Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας έχει μέσα στο λαό βαθιές ρίζες. Συνδέεται μαζί του με ακατάλυτους δεσμούς αίματος, και δεν μπορεί κανείς να το εξοντώσει, ούτε με τα στρατοδικεία, ούτε με τα εκτελεστικά αποσπάσματα… Τα δικαστήριά σας είναι δικαστήρια σκοπιμότητας. Γι’ αυτό δε ζητώ την επιείκειά σας. Αντικρύζω την καταδικαστική σας απόφαση με περηφάνεια κι ηρεμία και με το κεφάλι ψηλά θα σταθώ μπροστά στο εκτελεστικό σας απόσπασμα. Δεν έχω άλλο τίποτε να πω».

«Κοιμήσου ήσυχα. Εμείς αγρυπνούμε!»

Νίκος Μπελογιάννης: «…η ζωή μου συνδέεται με την ιστορία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας και τη δράση του… Δεκάδες φορές μπήκε μπροστά μου το δίλημμα: να ζω προδίνοντας τις πεποιθήσεις μου, την ιδεολογία μου, είτε να πεθάνω, παραμένοντας πιστός σ’ αυτές. Πάντοτε επροτίμησα το δεύτερο δρόμο και σήμερα τον ξαναδιαλέγω…»

Ο πρόεδρος λύσσαξε. Ο Μπελογιάννης γύρισε ήσυχα στη θέση του. Μια από τις κατηγορούμενες γυναίκες, που κρατούσε στα χέρια της ένα μπουκέτο κόκκινα γαρύφαλα, που της τα χάρισε κάποιος, του προσφέρει ένα λουλούδι. Παίρνει εκείνος το γαρύφαλο και το αδρό σοβαρό πρόσωπό του φωτίζεται από ένα χαμόγελο.

Τα χαράματα της 16 τον Νοέμβρη 1951 το στρατοδικείο έβγαλε τη φοβερή του απόφαση. Ο Νίκος Μπελογιάννης και 11 άλλοι σύντροφοί του — η Θεοδώρα Γεωργιάδου, Έλλη Ιωαννίδου, Αφροδίτη Μανιάτη, Λίζα Κότου, Καλλιόπη Παπαδοπούλου, Ευστάθιος Δρομάζος, Αθανάσιος Κανελλόπουλος, Στέργιος Γραμμένος, Δημήτριος Κανελλόπουλος, Πέτρος Παπανικολάου και Δημήτριος Καλοφωλιάς – πέντε γυναίκες κι εφτά άνδρες καταδικάστηκαν σε θάνατο.

«ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΗΣ ΑΥΤΟΥ ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΤΟΣ»

Η φοβερή απόφαση του δικαστηρίου σε βάρος των ελλήνων πατριωτών προκάλεσε -θύελλα αγανάκτησης και διαμαρτυρίας σ’ όλους τους τίμιους ανθρώπους της γης. Ακόμα κατά την πορεία της δίκης έγιναν παντού συλλαλητήρια και συγκεντρώσεις των εργαζομένων για την υπεράσπιση του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του. Χιλιάδες γράμματα και τηλεγραφήματα έντονης διαμαρτυρίας κατέφθαναν στο στρατοδικείο ενάντια στο ετοιμαζόμενο αιματηρό έγκλημα.

Οι εκδηλώσεις της διεθνούς αλληλεγγύης πήραν πρωτοφανείς διαστάσεις μετά την καταδικαστική απόφαση. Με πρωτοβουλία της Σοβιετικής Ένωσης το ζήτημα της σωτηρίας της ζωής των 12 ελλήνων πατριωτών δημοκρατών έγινε αντικείμενο συζήτησης στην VI σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Η σοβιετική αντιπροσωπεία υπέβαλε ειδικό σχέδιο απόφασης, που πρόβλεπε συνομιλίες του προέδρου της Γενικής Συνέλευσης με τους εκπροσώπους της ελληνικής κυβέρνησης «για να πετύχει την ακύρωση της θανατικής καταδίκης, που επέβαλε το στρατοδικείο Αθηνών στις δεκαέξη του Νοέμβρη 1951 στους δώδεκα πατριώτες».

Κάτω από την πίεση των αμερικανών η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ δεν υποστήριξε αυτή την ανθρωπιστική πρωτοβουλία της σοβιετικής αντιπροσωπείας. Αλλά οι ιθύνοντες κύκλοι της Ελλάδας δεν μπορούσαν να παραβλέπουν την παγκόσμια κοινή γνώμη, που στάθηκε στο πλευρό των θυμάτων της φασιστικής τρομοκρατίας. Κάτω από την πίεση της κοινής γνώμης ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Πλαστήρας αναγκάστηκε να δηλώσει, ότι η απόφαση του στρατοδικείου δεν πρόκειται να εκτελεστεί.

Όπως έδειξαν αργότερα τα γεγονότα, η δήλωση αυτή του Πλαστήρα δεν ήταν παρά ένας ελιγμός, που πήγαινε να ξεγελάσει τη διεθνή δημοκρατική κοινή γνώμη. Κινούμενη με εντολές των αμερικάνων, η ελληνική κυβέρνηση άρχισε αμέσως να προετοιμάζει μια καινούργια μεγάλη δίκη ενάντια στους κομμουνιστές, εξαγγέλλοντας παράλληλα ότι ανεκαλύφθη «κομμουνιστική συνωμοσία» και πρέπει να κοπούν με το μαχαίρι οι εγκληματικές ενέργειες των «ξένων πρακτόρων». Στη δίκη αυτή συμπεριέλαβαν και το Νίκο Μπελογιάννη μαζί με τους συντρόφους του.

«Κοιμήσου ήσυχα. Εμείς αγρυπνούμε!»

Νίκος Μπελογιάννης: «Δικάζομαι γιατί το κόμμα μου παλέβει για την ειρήνη, την ανεξαρτησία, τη λευτεριά. Αυτήν ακριβώς την πολιτική του ΚΚΕ προσπαθείτε να δικάσετε στο πρόσωπό μου…»

Η δεύτερη ψευτοδίκη σε βάρος του Νίκου Μπελογιάννη και των 28 άλλων ελλήνων πατριωτών δεν διέφερε και πολύ από την προηγούμενη. Η μόνη διαφορά ήταν, ότι τη φορά αυτή σαν βασική κατηγορία, που διατυπώθηκε ενάντια στους δημοκράτες, πρόβαλλε η «κατασκοπεία» προς όφελος μιας ξένης δύναμης. Άλλαξε η ταμπέλα, ο σκοπός όμως παρέμεινε ο προηγούμενος: να εξαιρέσουν τους καταδικασμένους σε θάνατο — τον Μπελογιάννη και τους συντρόφους του — από την αμνηστεία που είχε υποσχεθεί ο Πλαστήρας, να αντικαταστήσουν την πολιτική κατηγορία με την κατηγορία της κατασκοπείας και να τους δολοφονήσουν «νόμιμα».

Η πορεία της διαδικασίας έδειξε, ότι η «υπόθεση των 29» από την αρχή ως το τέλος είχε σκηνοθετηθεί από την ασφάλεια με εντολή των αμερικάνων.

Πού στηρίχτηκε λοιπόν όλο το σκεπτικό της κατηγορίας;

Το σκεπτικό ισχυριζόταν, ότι η αστυνομία κατόρθωσε δήθεν να ανακαλύψει «δίκτυον κατασκοπείας» του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας, που καθοδηγητής του ήταν ο Νίκος Μπελογιάννης. Η κατηγορία τόνιζε, ότι η αστυνομία ανεκάλυψε παράνομο ασύρματο, με τον οποίον, τάχα, γινόταν επαφή του «παράνομου κέντρου κατασκοπείας» με την καθοδήγηση του ΚΚ Ελλάδας, ότι έπιασε μυστικούς κώδικες και σήματα. Σαν «αποδειχτικά στοιχεία» στο δικαστήριο παρουσιάστηκαν μια σειρά πλαστά τηλεγραφήματα, τα οποία τάχα αντάλλαξαν οι κατηγορούμενοι με το «κέντρο του εξωτερικού», και άλλα «ντοκουμέντα».

Αλλά και για τους ανίδεους, ακόμα ήταν καθαρό ότι όλες οι «αποδείξεις» ήταν χτισμένες πάνω στην άμμο, ότι στη δίκη, παρά την κατηγορία για κατασκοπεία, δικάζονταν και πάλι οι ιδέες και οι πολιτικές πεποιθήσεις. Από την κατηγορούσα αρχή δεν παρουσιάστηκε κανένα αυθεντικό ντοκουμέντο που να επιβεβαιώνει την ενοχή των κατηγορουμένων. Ο μοναδικός μάρτυρας, ο Αργυριάδης, που πιάστηκε τάχα από την αστυνομία «επ’ αυτοφώρω», αποδείχτηκε ότι ήταν πράχτορας της αστυνομίας, που συνεργαζόταν δραστήρια με την ασφάλεια.

Στο ρόλο των «μαρτύρων» εμφανίστηκαν αστυνομικοί. «Οι μάρτυρες κατηγορίας, — δήλωσε ο Μπελογιάννης — είναι όλοι τους σχεδόν οι από 25ετίας διώκτες μας, όλοι οι διώκτες του κομμουνισμού. Και νομίζει κανείς ότι ήλθαν εδώ πέρα για να ξοφλήσουν όλους τους λογαριασμούς τους».

Παρά το ζήλο της ασφάλειας, κανένας, εκτός, από τους κατήγορους δεν πίστεψε, ότι οι κατηγορούμενοι είναι «κατάσκοποι», ότι επιβουλεύονταν την ασφάλεια της χώρας.

Όλες οι προσπάθειες να το αποδείξουν συντρίφτηκαν πάνω στην ακλόνητη σταθερότητα και παλληκαριά των κατηγορουμένων Μπελογιάννη, Ιωαννίδου, Γεωργιάδου, Γραμμένου και άλλων. Όλοι τους απέκρουσαν κατηγορηματικά τη συκοφαντική κατηγορία, ότι τα μέλη του ΚΚΕ ασχολούνταν τάχα με κατασκοπεία.

Στη διάρκεια όλης της δίκης ο Μπελογιάννης επέδειξε εξαιρετική ηρεμία και ψυχραιμία. Στην ομιλία του τσάκισε τις συκοφαντικές επινοήσεις της αντίδρασης σε βάρος των κομμουνιστών: «Την ευθύνη για το ότι η ελληνική γη είναι σπαρμένη με τάφους και ερείπια, τη φέρουν μόνο οι ξένοι ιμπεριαλιστές και οι έλληνες υπηρέτες τους — δήλωσε… Εμείς πιστεύουμε στην ορθότητα της θεωρίας, που γέννησαν τα μυαλά των πιο πρωτοπόρων ανθρώπων. Και το νόημα του αγώνα μας είναι η θεωρία αυτή να γίνει πραγματικότητα τόσο για την Ελλάδα, όσο και για όλον τον κόσμο… Παλέβουμε για να ξημερώσουν και για την πατρίδα μας καλύτερες μέρες, χωρίς πείνα και πόλεμο. Κι αν χρειαστεί θυσιάζουμε γι’ αυτό και τη ζωή μας».

Το δικαστήριο αποσύρεται σε σύσκεψη. Ύστερα από μερικές ώρες καταδικάζονται «Εν ονόματι της αυτού μεγαλειότητος…» και πάλι σε θάνατο… Ο Νίκος Μπελογιάννης, η Έλλη Ιωαννίδου και έξη άλλοι σύντροφοί τους.

ΟΣΟ ΧΤΥΠΑ Η ΚΑΡΔΙΑ

Για την υπεράσπιση του Νίκου Μπελογιάννη και των άλλων καταδικασμένων σε θάνατο πατριωτών ξεσηκώθηκε όλη η προοδευτική ανθρωπότητα. Συνδικαλιστικές, γυναικείες, νεολαιΐστικες και άλλες δημοκρατικές οργανώσεις, διάφοροι σύλλογοι και ομάδες, εκπρόσωποι του κλήρου, επιφανείς κοινωνικοί και πολιτικοί παράγοντες, εργάτες της επιστήμης, της λογοτεχνίας και της τέχνης έκαναν διαβήματα διαμαρτυρίας ενάντια στο προετοιμαζόμενο έγκλημα.

«Κοιμήσου ήσυχα. Εμείς αγρυπνούμε!»

Νίκος Μπελογιάννης: «Παλέβουμε για να ξημερώσουν και για την πατρίδα μας καλύτερες μέρες, χωρίς πείνα και πόλεμο. Κι αν χρειαστεί θυσιάζουμε γι’ αυτό και τη ζωή μας…»

Απευθυνόμενοι σ’ αυτούς από το κελί των μελλοθανάτων των φυλακών Καλλιθέας, ο Νίκος Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του έγραφαν: «Αγαπητοί και μεγάλοι φίλοι. Ποτέ δεν θα ξεχάσουμε τα όσα κάνατε για μάς. Οι τόσο συγκινητικές και ευγενικές σας προσπάθειες για να μάς αποσπάσετε από το θάνατο, είναι μια από τις ωραιότερες σελίδες της ιστορίας των ανθρώπων, που αγωνίζονται για ένα καλύτερο μέλλον, χωρίς το φόβο των πολέμων και της πείνας… Θα θυμάμαι μέχρι τις τελευταίες μου στιγμές με απέραντη ευγνωμοσύνη τις ευγενικές προσπάθειες των ανθρώπων, που προσπάθησαν και προσπαθούν να μας σώσουν από το δήμιο».

Αλλά δε στάθηκε δυνατό να κρατηθεί το χέρι των δολοφόνων.

Η ώρα τρεις τη νύχτα του Σαββάτου προς την Κυριακή 30 του Μάρτη 1952 ο δεσμοφύλακας ξύπνησε τον Μπελογιάννη. Ο βασιλικός επίτροπος συνταγματάρχης Αθανασούλης του ανακοίνωσε, καθώς και στον Καλούμενο, τον Αργυριάδη και το Μπάτση, ότι η αίτηση χάριτος απορρίφθηκε. Ο Μπελογιάννης κατάλαβε, ότι θα τους πάνε για εκτέλεση.

Στην αυλή της φυλακής περίμενε τους μελοθάνατους ο παπάς, αλλά ο Μπελογιάννης δεν δέχτηκε να εξομολογηθεί και να μεταλάβει. Βγαίνοντας από την αυλή της φυλακής, γύρισε προς τα παράθυρα του χτιρίου και φώναξε «Γεια σας, παιδιά!».

Τους τέσσερεις δεσμώτες τους βάλαν σε κλειστό αυτοκίνητο. Στις 3 και 20 η φάλαγγα βγήκε από τις πόρτες των φυλακών και όρμησε με μεγάλη ταχύτητα προς τον «συνήθη τόπον των εκτελέσεων», προς το Γουδί. Οι φυλακές, όλος ο δρόμος της συνοδείας, καθώς κι ο τόπος της εκτέλεσης ήταν ζωσμένοι με ενισχυμένα τμήματα της στρατονομίας και της χωροφυλακής.

Η εφημερίδα «Αλλαγή» έγραφε, ότι ο Μπελογιάννης δεν έχασε ούτε στιγμή το κουράγιο του. Όρθιος μπρος στο εκτελεστικό άκουσε ήρεμα την καταδίκη του και αρνήθηκε κατηγορηματικά να του δέσουν τα μάτια. Το ίδιο κάναν και οι άλλοι σύντροφοί του.

Η τραγωδία τελείωσε η ώρα 4 και 12 κάτω από το φως των προβολέων των αυτοκινήτων. Πριν αντηχήσει η ομοβροντία του εκτελεστικού ο Μπελογιάννης εκραύγασε: «Ζήτω το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας!».

Την άλλη μέρα οι εφημερίδες περιέγραψαν τη βάρβαρη μεταχείριση των πτωμάτων των εκτελεσμένων. Ως τις 6 και 45 τα πτώματα έμεναν στον τόπο της εκτέλεσης. Έπειτα τα φόρτωσαν σ’ ένα ανοιχτό αυτοκίνητο για σκουπίδια και τα μετέφεραν στο νεκροταφείο της Κοκκινιάς και έτσι όπως ήταν με τη στολή των φυλακών, χωρίς φέρετρα τους πέταξαν κυριολεκτικά σε… ξένα μνήματα. Ο επιστάτης του νεκροταφείου που έφτασε τρεχάτος ανακάλυψε το λάθος. Ξέθαψαν τα πτώματα και τα μετάφεραν σε άλλα μνήματα.

Το μεσημέρι της 30 του Μάρτη, σπαραγμένη από τον πόνο η μάνα του Μπελογιάννη έπεφτε στα γόνατα πλάι στον τάφο του γιού της να τον ράνει με λίγα αγριολούλουδα. «Είχα δυο παιδιά, είπε. Την κόρη μου την έφαγε το χτικιό στη «Σωτηρία». Λίγα μέτρα μακριά από το νοσοκομείο αυτό σκότωσαν και το γιο μου. Στη θέση των δυο παιδιών μου έχω τώρα δυο τάφους… Καταριέμαι τους φονιάδες του γιου μου… Δεν θέλω καμιά άλλη μάνα να δοκιμάσει έναν τέτοιο φριχτό πόνο».

Μέρα και νύχτα φύλαγε η αστυνομία το νεκροταφείο. Παρ’ όλα αυτά μια μέρα μετά τον ενταφιασμό πάνω στον τάφο του Νίκου Μπελογιάννη εμφανίστηκε ένα στεφάνι με την επιγραφή: «Κοιμήσου ήσυχα. Εμείς αγρυπνούμε!».

 

(Απόσπασμα από το βιβλίο της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, Μια ζωή δοσμένη στον αγώνα – Οι αθάνατοι στρατιώτες της λευτεριάς, εκδόσεις Γεωργ. Παπακωνσταντίνου, χ.χ.)

 

Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του αφιερώματος της Κατιούσα στα 100 χρόνια του ΚΚΕ και τα 50 χρόνια της ΚΝΕ

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: