-Λες να γράφει στο μέτωπό μου ΚΚΕ;
Η ΕΠΟΝ δημιούργησε εκπολιτιστική λέσχη στο χωριό μας, όπου διοργάνωνε τακτικά χοροεσπερίδες. Οι γέροι ιδιαίτερα αντιστέκονταν στους ευρωπαϊκούς χορούς. Η γιαγιά μου έλεγε: “Τι ντροπής πράγματα είναι αυτά! Αγκαλιασμένοι χόρευαν! Παναγία μου, τι μπουρντέλο είναι αυτό! Σώσε μας”.
Δύο ανέκδοτα περιστατικά, όπως τα διηγείται η Όλγα Μάστορα – Ψαρογιάννη στο βιβλίο της “Στο δρόμο του χρέους” (Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή), με διάφορες αναμνήσεις από την αγωνιστική της διαδρομή. Στο πρώτο βλέπουμε πώς σπάει σιγά-σιγά η καχυποψία απέναντι στις γυναίκες που αποκτούν πρωταγωνιστικό ρόλο στην κοινωνική ζωή ως μέλη της ΕΠΟΝ, ενώ στο δεύτερο παρακολουθούμε μεταξύ άλλων το διασκεδαστικό φόβο μιας παράνομης κομμουνίστριας που βρίσκεται με αποστολή στην Ελλάδα και φοβάται μην την ανακαλύψουν.
Η δραστηριότητα των κατοίκων του χωριού δεν περιγράφεται σε μια κόλλα χαρτί. Οι ΕΑΜίτες και ΕΑΜίτισσες ασχολούνταν με τη φροντίδα των ανταρτικών ομάδων. Οι γυναίκες έπλεναν, μπάλωναν τα ρούχα των ΕΛΑΣιτών, έπλεκαν κάλτσες, κασκόλ και τους φρόντιζαν σαν να ήταν παιδιά τους. Πολλά ήταν και τα παιδιά τους που πολέμησαν από τις γραμμές του μόνιμου και του εφεδρικού ΕΛΑΣ.
Η Εθνική Αλληλεγγύη συγκέντρωνε τρόφιμα, ετοίμαζε το συσσίτιο και φρόντιζε τους τραυματίες. Το μαγειρείο και το αναρρωτήριο βρίσκονταν σε τρία σπίτια στο κέντρο του χωριού: του Θωμά Μάστροα, του Θωμά Βύζα και του Στέργιου Νεδέλκου. Μαζί με τους ΕΛΑΣίτες, οι ΕΠΟΝίτες και οι ΕΠΟΝίτισσες οργάνωναν εξορμήσεις για την καθαριότητα των δρόμων του χωριού. Το βρόμικο αυλάκι, που κυλούσε στη μέση του χωριού, καθαρίστηκε και έγινε χώρος πράσινου και ομορφιάς. Με προσωπική εργασία των νέων στο κάλεσμα της τοπικής αυτοδιοίκησης, διορθώθηκαν οι δρόμοι έξω από το χωριό: ο δρόμος προς την Κούκλαινα (Τρίλοφος), ο δρόμος προς τα Ισιώματα, προς Βάρσια και προς Κλαδάκι. Τότε δε γινόταν λόγος για αυτοκινητόδρομο, αλλά για τους αδιαπέραστους πεζόδρομους ή καλύτερα για τα ζώα (μεταφορικά μέσα της εποχής εκείνης ήταν τα γαϊδούρια, τα μουλάρια κι αν είχε κάποιος κανένα άλογο θεωρούνταν ο καλύτερος νοικοκύρης).
Η ΕΠΟΝ δημιούργησε εκπολιτιστική λέσχη στο χωριό μας, όπου διοργάνωνε τακτικά χοροεσπερίδες. Οι γέροι ιδιαίτερα αντιστέκονταν στους ευρωπαϊκούς χορούς. Η γιαγιά μου έλεγε: “Τι ντροπής πράγματα είναι αυτά! Αγκαλιασμένοι χόρευαν! Παναγία μου, τι μπουρντέλο είναι αυτό! Σώσε μας”.
Όταν ο πατέρας μου προσπάθησε να την καθησυχάσει, εκείνη επέμενε: “Το μπαρούρι με τη φωτιά μαζί… χάζεψες και συ, Θωμά, ξιφτιλίζεται το κορίτσι μας”.
“Ησύχασε, μητέρα, το κορίτσι μας, είναι Γραμματέας της ΕΠΟΝ, όλα οργανώνονται από κοινού με τους μεγάλους”.
Στα θέατρα που οργάνωνε η ΕΠΟΝ, έπαιξαν διάφορους ρόλους ο Βασίλης Νικολόπουλος (Γραμματέας της Κομματικής Οργάνωσης του χωριού), ο Στέφανος Χαλατζούκας (μέλος του Γραφείου του ΕΑΜ), όλο σχεδόν το γραφείο της ΕΠΟΝ: Όλγα, Κατίνα, Τασούλα, Κρυστάλω, Ευαγγελία, Αγγελική, Αποστόλης, Νίκος, Μαριορίτσα, Αντώνης, κ.ά. Το καλλιτεχνικό μας συγκρότημα έδωσε στη Νάουσα στην αίθουσα Τιτάνια δύο παραστάσεις. Μία θεατρική και μία με χορούς και τραγούδια.
Στις 23 Φλεβάρη 1944, γιορτάσαμε την πρώτη επέτειο της ΕΠΟΝ με πλούσιο καλλιτεχνικό πρόγραμμα, με απαγγελίες από συναγωνιστές και συναγωνίστριες της Βέροιας. Ακόμα θυμάμαι και γελάω ότι τον πανηγυρικό της ημέρας τον διάβασα εγώ. Μου τον είχε γράψει ο Βασίλης Νικολόπουλος, γραμματέας της Κομματικής Οργάνωσης. Αλλά πώς τον διαβάζουν. Σκεφτόμουνα την καζούρα από τους φίλους μου. Η πλατεία του χωριού μας ήταν γεμάτη. Στις καρέκλες κάθονταν οι ηλικιωμένοι, γύρω στέκονταν οι νέοι και νέες και όσοι ΕΛΑΣίτες βρίσκονταν στο χωριό. Ακόμα και τα παράθυρα των γύρω σπιτιών ήταν γεμάτα. Ο αρραβωνιαστικός μου Αντώνης πίσω από ένα παράθυρο μονολογύσε: “Τι ντροπές είναι αυτές”. Ο πατέρας μου και η μάνα μου στην πρώτη σειρά με σκυμμένο το κεφάλι για να μην τους ντροπιάσω. Ο πατέρας μου αργότερα, κουβεντιάζοντας με τη μάνα μου έλεγε:
“Μπράβο, Μαριορίτσα, στο κορίτσι μας. Τι φωνή, τι θάρρος και τι λόγια ήταν αυτά που έλεγε! Όλοι ενθουσιάστηκαν. Εγώ στην αρχή είχα σκυμμένο το κεφάλι αλλά σιγά-σιγά άρχισα να το σηκώνω και να περηφανεύομαι…”
“Εμ κι εγώ, Θωμά, το ίδιο έπαθα, αλλά ύστερα πήρα θάρρος…”
Όλοι χειροκροτούσαν, ακόμα και οι αντίθετοι στην ΕΠΟΝ.
Χαρούμενος ξετρύπωσε κι ο αρραβωνιαστικός μου, γλίτωσε την καζούρα και όλοι του έδιναν συγχαρητήρια. Έτσι, οι νέοι και οι νέες έσπαζαν τις προκαταλήψεις που κρατούσαν σε καθυστέρηση τους νέους των χωριών και πολεμώντας και τραγουδώντας έχτιζαν μια καινούρια ζωή.
“Αμ, τους ξέρω εγώ τους άντρες, για όλα οι γυναίκες φταίγουν… Έλα, μην ντρέπεσαι, θα σε πάω εγώ σ’ ένα γνωστό μας γυναικολόγο”.
Μόλις φτάσαμε στο ιατρείο, άρχισα να τρέμω. Όλους τους γιατρούς τους αντιπαθούσα, αλλά τους γυναικολόγους δεν ήθελα ούτε να τους ακούςσω. Όχι γιατί με πείραξαν οι άνθρωποι, αλλά γιατί με παραφρόντισαν σ’ όλο το διάστημα της εγκυμοσύνης με την κορούλα μου τη Μαρίτσα. Κάθε μήνα μου έκαναν γενικές εξετάσεις και τους τελευταίους μήνες κάθε δεκαπέντε μέρες. “Τώρα προς τα ‘δω είναι το παιδί, τώρα προς τα εκεί”. Μια μέρα δε βάσταξα και τους λέω: “Η μάνα μου γέννησε επτά παιδιά και κανένας γιατρός δεν την είδε!” Γέλασε με την ψυχή του ο γιατρός και μου είπε: “Νομίζεις ότι τη δικιά μου μάνα την είχε δει γιατρός; Κι εγώ σε στάβλο γεννήθηκα. Μα τώρα έχουμε λαϊκό κράτος που φροντίζει για όλους και για όλα, και για τις μητέρες και για τα παιδιά ιδιαίτερα”.
Τι το ‘θελα αυτό το ψέμα! Η συνείδησή μου φώναζε: “Δεν υπάρχει καλό ψέμα. Καλύτερα να σου δούνε το “πράμα”, είναι το μόνο που δεν είχε τραύμα”.
(…)
Το ακριβοπλήρωσα εκείνο το χαρτί για τα μπάνια, αλλά το πήρα. Αρχές του μήνα και το επόμενο ραντεβού μου ήταν στις 28. Κάθε μέρα που περνούσε μου φαινόταν χρόνος. Πολλές φορές καθόμασταν με τη νοικοκυρά στο καφενείο του ξενοδοχείου τους και διασκεδάζαμε με τις φλυαρίες και νοσταλγίες των στρατιωτών που εκπαιδευόταν στο πυροβολικό και στα άρματα μάχης.
Ένα απογευματάκι, μαζί μας κάθονταν η υπηρέτρια του σπιτιού και η προσωρινή καμαριέρα του ξενοδοχείου. Τα τρανταχτά γέλια της Καλλιόπης τράβηξαν την προσοχή των φαντάρων.
“Κοίταξε ένα μανούλι. Μπουκιά και συχώριο!”
“Και η μεσαία τι σου λέει;”
“Ε, κάτι λέει, αλλά σιτεμένη”.
“Και η αφεντικίνα;”
“Α, γι’ αυτήν δε δίνω δεκάρα”.
“Εγώ δίνω. Η παλιά η κότα έχει το ζουμί!”
“Ε, βέβαια, στην καιά την ξέρα, καλό και το χαλάζι”.
Η ματιά ενός στρατιώτη έπεσε επάνω μου. Κατακοκκίνισα. “Αυτό μας έλειπε τώρα!” Άθελα, σκούπισα τον ιδρώτα μου και σκέφτηκα: “Λες να γράφει στο μέτωπό μου ΚΚΕ; Α μπα!” Γέλασα με τη σκέψη μου. Το φανταράκι εξακολουθούσε να έχει τα μάτια καρφωμένα επάνω μου. (…)