Νίκος Κιτσίκης – Ένας επιστήμονας ταξικός αποστάτης
Αντάλλαξε μια άνετη ζωή με εγγυημένη σταδιοδρομία με μια πορεία αγώνα γεμάτη δυσκολίες και διώξεις από τις εμφυλιακές και μετεμφυλιακές κυβερνήσεις.
Ένας πραγματικός αποστάτης της τάξης του, ο Νίκος Κιτσίκης όχι μόνο έθεσε την σπουδαία επιστημονική του κατάρτιση στην υπηρεσία του ελληνικού λαού, αλλά και αντάλλαξε μια άνετη ζωή με εγγυημένη σταδιοδρομία με μια πορεία αγώνα γεμάτη δυσκολίες και διώξεις από τις εμφυλιακές και μετεμφυλιακές κυβερνήσεις. Ήρθε στον κόσμο σαν σήμερα το 1887 στο Ναύπλιο και ο πατέρας του ήταν εφέτης. Εισήχθη πρώτος στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και αποφοίτησε το 1907 ως πολιτικός μηχανικός. Συνέχισε με υποτροφία σπουδές στο Βερολίνο και αργότερα στο Παρίσι, όπου παράλληλα παρακολούθησε και διαλέξεις φιλοσοφίας. Στη διάρκεια του Β ‘Βαλκανικού επέστρεψε στην Ελλάδα συμμετέχοντας ως στρατιώτης στην πρώτη γραμμή. Ακολούθησε σταδιοδρομία σε μια σειρά μέρη της Ελλάδας ενώ σε ηλικία μόλις 28 ετών, το 1916 εκλέχθηκε τακτικός καθηγητής στο ΕΜΠ, στην έδρα Σιδηρών Γεφυρών, Στεγών και Έργων Σιδηρού κονιάματος, ενώ την ίδια χρονιά αναδείχθηκε και σε κοσμήτορα της Σχολής Πολιτικών Μηχανικών.
Μέλος της σοσιαλδημοκρατικής “Ομάδας των Κοινωνιολόγων” του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, διορίστηκε από τον Βενιζέλο γενικός διευθυντής Δημοσίων Έργω το διάστημα 1917-1920, αναλαμβάνοντας μεταξύ άλλων μια μελέτη ανοικοδόμησης της Θεσσαλονίκης μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 1917. Αργότερα διετέλεσε τεχνικ σύμβουλος ή διευθυντής σε μια σειρά ξένων εταιρειών, ενώ το 1937 και για 8 χρόνια υπήρξε τεχνικός σύμβουλος του ΟΛΠ. Ασχολήθηκε ενεργά με το ΤΕΕ του οποίου πρόεδρος υπήρξε το διάστημα 1931 -1935. Επί ημερών του το Επιμελητήριο διοργάνωσε το διάστημα 1931-1932 μια σειρά διαλέξεων στην Αρχαιολογική Εταιρεία Αθηνών, όπου αναδείκνυε τις δυνατότητες να αναπτυχθεί η Ελλάδα βιομηχανικά χάρη στο πλούσιο υπέδαφός της. Με τον τρόπο αυτό έγινε ένας από τους πρώτους που αντιπάλεψαν τη θεωρία της “Ψωροκώσταινας” αναδεικνύοντας τις παραγωγικές προοπτικές του τόπου.
Στενός φίλος του Βενιζέλου, εξελέγη γερουσιαστής με το κόμμα των Φιλελευθέρων το 1929, σώμα που καταργήθηκε από τους Λαϊκούς μετά το κίνημα του Πλαστήρα το 1935. Οι ίδιοι εκδικητικά τον απέλυσαν τόσο από το ΤΕΕ, όσο και από το ΕΜΠ, την ίδια ώρα που το Πολυτεχνείο του Βερολίνου τον ανακήρυττε διδάκτορα. Επανήλθε στη θέση του στις αρχές του 1936 ενώ την επόμενη χρονιά εκλέχθηκε αντιπρύτανης, θέση που εναλλασσόταν με εκείνη του πρύτανη ως το 1945.
Επί ημερών του το ΕΜΠ ήταν το μόνο πανεπιστήμιο στο οποίο υπήρχαν φοιτητές χωρίς να είναι παράλληλα και μέλη της νεολαίας του Μεταξά. Στη διάρκεια της κατοχής άρχισε να προσεγγίζει το λαϊκό κίνημα μέση της εαμικής αντίστασης.Ο Κιτσίκης όταν χρειάστηκε δε δίστασε να εμπλακεί με προσωπική πάλη κατά χαφιέδων που προσπαθούσαν να παραβιάσουν το πανεπιστημιακό άσυλο τη μέρα της απεργίας του Πολυτεχνίου στις 6 Μάρτη 1942. Το 1944 ομάδα “εθνικοφρόνων” φοιτητών του ζήτησε το λόγο για την ευνοϊκή του στάση προς τους φοιτητές της ΕΠΟΝ. Εκείνος, αψηφώντας τις προτροπές επονιτών φοιτητών που φοβήθηκαν για τη σωματική του ακεραιότητα πήγε και δήλωσε ευθαρσώς τη στήριξή του με τα εξής λόγια:
«Πράγματι προσπαθώ να συμπαρασταθώ σ’ αυτά τα παιδιά, δηλαδή τους ΕΠΟΝίτες, γιατί αυτοί κάθε μέρα παλεύουν στους δρόμους εναντίον των κατακτητών. Τραυματίζονται ή σκοτώνονται στα συλλαλητήρια, συλλαμβάνονται, βασανίζονται και εκτελούνται από τα εκτελεστικά αποσπάσματα. Κυνηγιούνται και είναι υποχρεωμένοι να ζούνε σε παρανομία μακριά από τα σπίτια τους. Εχουμε υποχρέωση και εγώ και οι άλλοι καθηγητές να βρισκόμαστε πλάι τους, να τους βοηθάμε με κάθε τρόπο και, κυρίως, να τρέχουμε για να τους γλιτώσουμε από τα νύχια των Γερμανών ή της Ειδικής Ασφάλειας. Και εσείς δε θα πρέπει να τους κυνηγάτε αλλά να παλεύετε πλάι τους, διαφορετικά θα πρέπει να ξέρετε ότι με αυτά που κάνετε βοηθάτε τους Γερμανούς». Για τη δράση του συνελήφθη και φυλακίστηκε τόσο από τους Ιταλούς όσο και από τους Γερμανούς. Το Μάη του 1944, με το τέλος της κατοχής να διαφαίνεται, συμμετείχε στις ΟΜΣΑ( Ομάδες Μελέτης Σχεδιοποιημένης Ανοικοδόμησης), που είχαν δημιουργηθεί με πρωτοβουλία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ με στόχο τη χάραξη ενός σχεδίου για την ελληνική οικονομία μετά την απελευθέρωση. Αυτή η πτυχή της δράσης του συνεχίστηκε μετακατοχικά όταν ανέλαβε πρόεδρος της ΕΠΑΝ, μια ένωση προοδευτικών επιστημόνων, που μέσα από το περιοδικό “Ανταίος” κι άλλες μελέτες αναδείκνυαν τις πλουτοπαραγωγικές δυνατότητες της χώρας. Γνωστότερη μελέτη στα πλαίσια της ΠΕΑΝ υπήρξε εκείνη του Δημήτρη Μπάτση με τίτλο “Η βαριά βιομηχανία στην Ελλάδα”.
Το μεταβαρκιζιανό κράτος ωστόσο ξέσπασε με μισαλλοδοξία εναντίον όσων είχαν κάνει το λάθος να προδώσουν την κοινωνική τους θέση συντασσόμενοι με τους κομμουνιστές, κι έτσι ο Κιτσίκης απολύθηκε όπως και άλλοι συνάδελφοί του από το πανεπιστήμιο. Ο καθοριστικός ρόλος αυτής της εμπειρίας για την ένταξή του στο επαναστατικό κίνημα αποτυπώνεται κι από μαρτυρία του ίδιου:
«Δεν είμαι παλιός μαρξιστής. Δεν πήρα μέρος στη γένεση του σοσιαλισμού στην Ελλάδα, στους αγώνες της εργατικής τάξεως για την απελευθέρωσή της… Μόνο το 1945 ύστερα από την απόλυσή μου από καθηγητής και πρύτανης του Πολυτεχνείου για τα κοινωνικά και πολιτικά μου φρονήματα… απέκτησα φρονήματα… Δάσκαλοί μου, διαφωτιστές μου ήσαν τα υπέροχα παιδιά του Πολυτεχνείου, που βασανίστηκαν, φυλακίστηκαν, σκοτώθηκαν, αλλά δε λύγισαν…».
Το διεθνές του κύρος απέτρεψε τη σύλληψή του, οι κυβερνώντες όμως ήξεραν πώς να τον χτυπήσουν συλλαμβάνοντας το 1947 την αγαπημένη του σύζυγο Μπεάτα, που καταδικάστηκε σε θάνατο και γλίτωσε την εκτέλεση λόγω του αγώνα που έδωσε ο σύζυγός της και επειδή ο Θεμιστοκλής Σοφούλης παρενέβη υπέρ της καθώς την γνώριζε από παιδική ηλικία. Το 1951 τελικά απελευθερώθηκε και το ζεύγος πήγε στο Παρίσι ως το 1956. Μετά την επιστροφή του συνέχισε την πολιτική του δράση ως μέλος της Εκτελεστικής και Διοικούσας Επιτροπής της ΕΔΑ, κατορθώνοντας να εκλεγεί συνεχόμενα βουλευτής από το 1956 ως το 1964. Μάλιστα στις δημοτικές εκλογές του 1964 κέρδισε τις περισσότερες ψήφους στο δήμο Αθηναίων, μη έχοντας όμως απόλυτη πλειοψηφία έχασε στην έμμεση εκλογή από το Γ. Πλυτά.
Η Χούντα δε δίστασε να συλλάβει τον 80χρονο πια Κιτσίκη και να τον εξορίσει στη Γυάρο, απ’όπου απελευθερώθηκε λίγους μήνες μετά, καθώς η χούντα φοβόταν να αναλάβει το ρίσκο της εξόντωσής του από πιθανό μοιραίο πλήγμα στην ήδη εύθραυστη υγεία του. Ο ίδιος κατέφυγε στο Παρίσι ως τη μεταπολίτευση. Έφυγε από τη ζωή στις 26 Ιούλη 1978 και τάφηκε δημοσία δαπάνη στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Προτομή του κοσμεί από το 2003 το Λιμάνι του Ηρακλείου, καθώς υπήρξε ο κατασκευαστής του κατά το μεσοπόλεμο.
Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις στο Αφιέρωμα για τα 100 χρόνια ΚΚΕ και τα 50 χρόνια ΚΝΕ