Ο Λένιν, η Ρούλα Κουκούλου και η διαχειρίστρια!
Πάνω από την πολυθρόνα της Ρούλας, υπήρχε μια προσωπογραφία του Λένιν. Την βλέπει η διαχειρίστρια και της λέει: “Ωραίος ο σύζυγος, λεβεντάνθρωπος, αριστοκράτης”. “Δεν της χάλασα το όνειρο, αλλά με έπιασαν κάτι γέλια. Τι Ζαχαριάδης, τι Λένιν μου ήρθε να της πω, αλλά δεν ήξερε κανέναν από τους δύο, οπότε την άφησα να με φαντάζεται να κόβω βόλτες με το Βλαντιμίρ’.
Όταν ήμουν μικρή στο σπίτι μας μπαινόβγαιναν διάφορες ιστορικές προσωπικότητες, που ακριβώς επειδή ήμουν παιδί μου φαίνονταν άνθρωποι κανονικοί. Άλλωστε την ιστορία τη γράφουν άνθρωποι σαν και μας.
Μπαίνει μια μέρα ο μπαμπάς στο σπίτι ενθουσιασμένος, κάτι σιγοψιθυρίζει με τη μαμά, αυτή ενθουσιώδης καθώς είναι, χειροκροτά και καταλήγει με ένα “Να είστε έτοιμες στις οχτώ και βάλε στη μικρή το κόκκινο το φόρεμα”. Από μέσα μου σκέφτηκα πως κάπου πάλι επισήμως θα πάμε, θα είναι βαρετά και θα έχει όλο “γέρους” και κανένα παιδί, ο μπαμπάς θα μιλάει για το Μαρξ, η μαμά θα σιγοντάρει κοιτώντας τον κι εγώ θα κόβω βόλτες με το καθόλου άνετο φουστάνι μου.
Εκείνο το απόγευμα θα πηγαίναμε να γνωρίσουμε η μαμά κι εγώ τη Ρούλα Κουκούλου. Ο μπαμπάς έλεγε το όνομά της και το μάτι του λαμπύριζε. Ήταν λέει για αυτόν πνευματική του μητέρα. Θύμωνα εγώ που τον άκουγα, γιατί ο μπαμπάς μαμά είχε, τη γιαγιά τη Μαρίκα και δε μας χρειαζόταν άλλη.
Φτάσαμε σε ένα διαμέρισμα, χτυπήσαμε και μας άνοιξε μια μεγάλη κυρία, που μου φάνηκε κάπως σαν γιαγιά- παιδί. Η μαμά την χαιρέτησε και δάκρυσε. Εγώ πάλι χώθηκα στο σπίτι και περιεργαζόμουν φωτογραφίες. Νομίζω δεν είχα ξαναδεί πιο ενδιαφέρον σπίτι. Η γιαγιά-παιδί έφερε κάτι γλυκά. Είχε πολλές φωτογραφίες στον τοίχο με μια γυναίκα με όπλο, άλλες με μικρόφωνο κι άλλες με έναν κύριο κι ένα μωρό.
Δεν άκουγα τι συζητούσαν, καθίσαμε ώρες σε εκείνο το πεντακάθαρο, μικρό διαμέρισμα. Είχα κάτσει και κοιτούσα τη γυναίκα αυτή, με τα μάτια σαν μικρές κουμπότρυπες που όμως μου φαίνονταν τα πιο φλογερά του κόσμου.
Σιγά-σιγά η Ρούλα μπήκε στην καθημερινότητά μας, η μαμά την έπαιρνε τηλέφωνο μέχρι και για μαγειρικές συμβουλές. Εγώ είχα ξεθαρρέψει και κάθε τρεις και δύο όταν ο μπαμπάς δεν μου έκανε το χατήρι του έλεγα “Θα το πω στη Ρούλα και θα δεις”.
Είχε γίνει πια όντως η δεύτερη γιαγιά που δεν είχα, καθώς δεν γνώρισα τη μαμά της μαμάς μου. Στο σπίτι της, στο δικό μας, ή όταν βγαίναμε βόλτες περνούσα ζάχαρη! Φορούσα και τζιν που ο μπαμπάς άλλοτε δεν μου επέτρεπε, γιατί ήταν έλεγε μια αηδιαστική αμερικανιά. Η Ρούλα, από όσο μπορώ να θυμάμαι, ήταν πιο προοδευτική από τον πατέρα μου και από όσο ο κόσμος θα μπορούσε να φανταστεί.
Μια μέρα την βρήκαμε ξεκαρδισμένη. Είχε κατέβει στο διαμέρισμά της η διαχειρίστρια να πληρωθεί τα κοινόχρηστα. Στους τοίχους υπήρχαν δεκάδες φωτογραφίες, μα πάνω από την πολυθρόνα της Ρούλας, υπήρχε μια προσωπογραφία του Λένιν. Την βλέπει η διαχειρίστρια και της λέει: “Ωραίος ο σύζυγος, λεβεντάνθρωπος, αριστοκράτης”. “Πού να ήξερε”, της λέει ο πατέρας μου. “Δεν της χάλασα το όνειρο, παιδί μου, αλλά με έπιασαν κάτι γέλια που δεν ήξερα από πού να κρυφτώ. Τι Ζαχαριάδης, τι Λένιν μου ήρθε να της πω, αλλά δεν ήξερε κανέναν από τους δύο, οπότε την άφησα να με φαντάζεται να κόβω βόλτες με το Βλαντιμίρ’.
Εγώ, όπως και η διαχειρίστρια, ούτε κατάλαβα γιατί γελούσαν τόσο οι τρεις τους.
Θυμάμαι πως όταν πέθανε η Ρούλα, είδα πρώτη φορά τον πατέρα μου να κλαίει. Χρόνια πέρασαν για να μου διηγηθεί ο ίδιος ποια ήταν η γιαγιά η Ρούλα.
Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του αφιερώματος της Κατιούσα στα 100 χρόνια του ΚΚΕ και τα 50 χρόνια της ΚΝΕ