«Σήμερα γίνηκες πιο σύντροφος, σύντροφε»! – Ο Αλέξης και ο Πέτρινος Χρόνος (Μακρονησιώτικα)

Ο “Αλέξης”, το εμβληματικό τραγούδι που ερμηνεύει αξεπέραστα η Μαρία Δημητριάδη στην Καντάτα για τη Μακρόνησο, σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου και μουσική Θάνου Μικρούτσικου, περιλαμβάνεται στη συλλογή ποιημάτων του πρώτου «Πέτρινος Χρόνος», ή «Μακρονησιώτικα» όπως κυκλοφορεί στις μέρες μας από τις εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή (Αθήνα 2015).

«Σήμερα γίνηκες πιο σύντροφος, σύντροφε»! – Ο Αλέξης και ο Πέτρινος Χρόνος (Μακρονησιώτικα)

«Σήμερα γίνηκες πιο σύντροφος, σύντροφε»! – Ο Αλέξης και ο Πέτρινος Χρόνος (Μακρονησιώτικα)

Ο “Αλέξης”, το εμβληματικό τραγούδι που ερμηνεύει αξεπέραστα η Μαρία Δημητριάδη στην Καντάτα για τη Μακρόνησο, σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου και μουσική Θάνου Μικρούτσικου, περιλαμβάνεται στη συλλογή ποιημάτων του πρώτου «Πέτρινος Χρόνος», ή «Μακρονησιώτικα» όπως κυκλοφορεί στις μέρες μας από τις εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή (Αθήνα 2015).

«Τα ποιήματα αυτά γράφτηκαν στην Μακρόνησο τον Αύγουστο και το Σεπτέμβρη του 1949 στο Δ’ Τάγμα Πολιτικών Εξορίστων, πριν ακόμα μεταφερθούμε στο Β’ Τάγμα, πριν ακόμα ζήσουμε όλη τη φρίκη της Μακρονήσου», γράφει ο Γιάννης Ρίτσος…

Ακολουθεί ολόκληρο το ποίημα (τονισμένοι, οι στίχοι που μελοποίησε ο Θάνος Μικρούτσικος) και βίντεο με το τραγούδι:

Ο Αλέξης

Ο Αλέξης ήταν ήσυχος
Όπως εκείνος πούχει κάνει πάντα το καθήκον του.
Όταν πλάγιαζε κοιμόταν αμέσως
όπως εκείνος πούχει κάνει το καθήκον του.

Δυο χοντρές χωματένιες πατούσες
έμεναν έξω απ’ την κουβέρτα

και τότες τα πλατάνια της σιγουριάς
Φύτρωναν μεσ’ στη νύχτα.
(Και τότε μεγάλα πλατάνια κι ευκάλυπτοι
φύτρωναν μες στη νύχτα)

Όταν λέγαμε, Αλέξη, τ’ όνομά σου
ήτανε σα να λέγαμε «αύριο θάχει λιακάδα».

Τι ήσυχος που ήσουν, Αλέξη, —
νύχτα-νύχτα σε ξύπνησαν, σύντροφε
δεν πρόφτασες καλά καλά να δέσεις το μπόγο σου
δεν πρόφτασες να δέσεις τις αρβύλες σου. Προσέχαμε
σα δρασκελούσες την πόρτα του αντίσκηνου
τόνα κορδόνι σου λυμένο σέρνονταν στο χώμα. Φοβηθήκαμε,
μη και σκοντάψεις, σύντροφε. Κατάλαβες
και χαμογέλασες. Χαμογελάσαμε.

Α, ναι, δεν ήταν φόβος να σκοντάψεις
εσύ ποτέ δε σκόνταψες στη ζωή σου.
Δρασκέλησες την πόρτα
κρατώντας την καρδιά σου στην παλάμη σου
σαν ένα μεγάλο κλειδί να ξεκλειδώσεις τον ήλιο.

Πάνου στο ξύλινο κρεβάτι σου έμεινε
ένα κομμάτι ψωμί κι ή τσατσάρα σου.
Και κείνο το λυμένο σου κορδόνι
σέρνεται ακόμη ολόγυρα στην έγνοια μας
όπως σέρνεται η λύπη στην ψυχή μας. Δε φοβόμαστε.

Σε πήρανε για το Στρατοδικείο
κι από κει για το θάνατο, σύντροφε,
κι από κει για να γυρίσεις πίσω σ’ όλες τίς καρδιές
σ’ όλη τη ζωή, σ’ όλα τα μάτια, σ’ όλα τα δέντρα, σύντροφε

Γι’ αυτό είσαι τόσο πικραμένος
τόσο χαρούμενος
Τόσο σίγουρος
ένα άστρο αναβοσβήνει μες στα μάτια σου
αυτό το κόκκινο άστρο που ποτέ δε μας ξεχνάει.

Σήμερα γίνηκες πιο σύντροφος, σύντροφε.

Πάρε μαζί σου τα δυο τελευταία μας τσιγάρα
δεν έχουμε άλλο — μόνο την καρδιά μας, σύντροφε
πάρε τα δυο τσιγάρα μας
τόνα για σένα τ’ άλλο για τον χάροντα
θαν τ’ ανάψετε με το ίδιο σπίρτο μπρος στο μεγάλο τοίχο
θα κουβεντιάσετε ήσυχα σα δυο σωστοί άντρες
για τις χτεσινές παρελάσεις
για τις αυριανές παρελάσεις
για τα καθήκοντα των κομμουνιστών
για την παγκόσμια λευτεριά
θα κουβεντιάσετε ήσυχα
εσύ κι ο χάροντας
σα δυο παλιοί ακροναυπλιώτες
ώσπου να τελειώσετε το τσιγάρο σας
ώσπου ν’ ακουστεί η ομοβροντία
κόβοντας στη μέση την κουβέντα σας
και την καρδιά μας.

Εσύ το ξέρεις, σύντροφε,
πως εμείς θα συνεχίσουμε την καρδιά σου και το έργο σου
γι’ αυτό είσαι τόσο σίγουρος
τόσο ήσυχος
τόσο χαρούμενος.

Και μεις είμαστε χαρούμενοι, σύντροφε. Δεν κλαίμε.
Όχι, σύντροφε. Κλαίμε. Δεν το κρύβουμε.
Γιατί ’μαστε κομμουνιστές, και σ’ αγαπάμε, σύντροφε,
και θα λείψεις απ’ τον αγώνα μας, και θα μάς λείψεις.
Όσο κι αν είσαι μέσα μας και δίπλα μας θα μάς λείψεις,
θα μάς λείψουν τα μάτια σου
που ήταν σα δυο γαλάζια παράθυρα ανοιγμένα στο βάθος του διαδρόμου της πίκρας
και θα μάς λείψει το χαμόγελό σου
που ήταν σα μια σημαία στο μπαλκόνι τού φτωχομαχαλά
και κείνα τα χέρια σου τα δυνατά μαζί και ντροπαλά
πούχαν μια βιαστική και σιωπηλή κίνηση
σα να τοιχοκολλούσαν μες στη νύχτα μιαν αφίσα της Επανάστασης.

Είμαστε πικραμένοι σύντροφε, δεν το κρύβουμε
και το Κόμμα πικραίνεται — κι ας φαίνεται έτσι σοβαρό κι αμίλητο
κι είναι πιότερο σοβαρό το Κόμμα σήμερα — για να μην κλάψει, σύντροφε
καθώς τακτοποιεί την αλέκιαστη κομματική σου ταυτότητα στο αρχείο των ηρώων τού Λαϊκού Αγώνα.

Σήμερα γίνηκες πιο σύντροφος, σύντροφε.
Σήμερα γίναμε πιο σύντροφοι, σύντροφε.
Γειά σου σύντροφε. Κοιμήσου ήσυχος
έτσι με τις αρβύλες σου — έτσι με το λυμένο σου κορδόνι
ήσυχος όπως εκείνος πούχει κάνει το καθήκον του
ήσυχος — μη φοβάσαι, σύντροφε
και μεις θα κάνουμε το καθήκον μας.

«Ο Γιάννης Ρίτσος το 1948 εξορίστηκε αρχικά στο Κοντοπούλι της Λήμνου και το Μάη του 1949 μεταφέρθηκε στο κολαστήριο της Μακρονήσου. Εκεί άντεξε όλες τις δοκιμασίες και τους βασανισμούς και αρνήθηκε ν’ αποκηρύξει το ΚΚΕ.

Είναι χαρακτηριστική η απάντησή του στην ερώτηση γιατί έμεινε κομμουνιστής σε συνέντευξή του στο προσωπικό του Ριζοσπάστη, τον Απρίλη του 1987: «Είναι, λοιπόν, όχι σα να εγκαταλείπω εσάς πια. Είναι σα να εγκαταλείπω τον εαυτό μου. Δε θα μπορούσε να γίνει. Δεν μπορώ να σκεφτώ τον εαυτό μου μακριά από σας.»

Από τη Μακρόνησο απολύθηκε τον Ιούλη του 1950, ως βαριά άρρωστος, για να συλληφθεί ξανά λίγες μέρες αργότερα και να καταλήξει στον Αη Στράτη. Εκεί παρέμεινε έως το 1952, οπότε και αφέθηκε ελεύθερος μετά από την παγκόσμια κατακραυγή και τις σχετικές παρεμβάσεις μεγάλων ανθρώπων του πνεύματος, όπως ο Λουί Αραγκόν, ο Πάμπλο Νερούντα, ο Πάμπλο Πικάσο κ.ά.

Τα Μακρονησιώτικα γράφτηκαν τον Αύγουστο και το Σεπτέμβρη του 1949 στη Μακρόνησο και φυλάχτηκαν, με τη βοήθεια των συντρόφων, θαμμένα στο χώμα μέσα σε σφραγισμένα μπουκάλια. Από εκεί τα διέσωσε ο Μάνος Κατράκης, παίρνοντας τα μαζί του όταν μεταφέρθηκε τον Ιούλη του 1950 στον Αη Στράτη.

Εκδόθηκαν για πρώτη φορά από το εκδοτικό του ΚΚΕ, Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, τον Ιούλη του 1957 στο Βουκουρέστι, στην πολιτική προσφυγιά. Αν και ο τίτλος που είχε δώσει ο ποιητής στη συλλογή ήταν Πέτρινος χρόνος, κατά την αποστολή των δακτυλογραφημένων χειρογράφων στο Βουκουρέστι παράπεσε το εξώφυλλο κι έτσι πρωτοκυκλοφόρησαν με τον αυτοσχέδιο τίτλο Μακρονησιώτικα.

Ο Πέτρινος Χρόνος, με τον αρχικό του πια τίτλο, εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1974 σε αναθεωρημένη από τον ποιητή έκδοση, από τις εκδόσεις Κέδρος. Η συλλογή περιλήφθηκε τον Οκτώβρη του 1975 στα Επικαιρικά (Ε’ τόμο των Ποιημάτων) μαζί με τις Γειτονιές του κόσμου, τα Ημερολόγια Εξορίας και άλλες συλλογές γραμμένες στο διάστημα 1945-1969.

Η παρούσα έκδοση αποτελεί πιστή φωτογραφική αναπαραγωγή της πρώτης εκείνης έκδοσης του 1957, που αντίτυπό της είχε διασωθεί στη βιβλιοθήκη του Πολυχρόνη Βάη (Αχιλλέα Πετρίτη) και σήμερα φυλάσσεται στο Αρχείο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ». (Από την εισαγωγή της έκδοσης της Σύγχρονης Εποχής, 2015).

Από το εκδοτικό Σύγχρονη Εποχή κυκλοφορεί επίσης το βιβλίο – CD «Θάνος Μικρούτσικος. Καντάτα για τη Μακρόνησο – Σπουδή σε ποιήματα του Βλαδίμηρου Μαγιακόβσκη». Η συλλεκτική έκδοση περιλαμβάνει νέα, αναθεωρημένη ηχογράφηση στα δύο έργα που μελοποίησε ο Θάνος Μικρούτσικος το 1976 -«Σπουδή σε ποιήματα του Βλαδίμηρου Μαγιακόβσκη», σε ποιητική απόδοση Γιάννη Ρίτσου και «Καντάτα για τη Μακρόνησο», σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου- και είναι αφιερωμένη στα 100 χρόνια ηρωικής ζωής και δράσης του ΚΚΕ. Το βιβλίο – CD περιλαμβάνει την ομιλία του ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτρη Κουτσούμπα, στο Γαλάτσι, στην πρώτη από τις τρεις συναυλίες που αφιέρωσε τον περασμένο Μάρτη ο συνθέτης στα 100χρονα του Κόμματος. Ακολουθούν κείμενο του Θάνου Μικρούτσικου, καθώς και στοιχεία από τη ζωή και το έργο των δύο μεγάλων ποιητών. Ξεχωρίζουν, ακόμα, το πλούσιο φωτογραφικό υλικό, αλλά και κριτικές που έχουν γραφτεί στον ελληνικό και ξένο Τύπο για τον Θ. Μικρούτσικο.

 

Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του αφιερώματος της Κατιούσα στα 100 χρόνια του ΚΚΕ και τα 50 χρόνια της ΚΝΕ

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: