Η τελευταία εξορία (Γυάρος, 1973)
Μια ζωή αλύγιστος και στην πρώτη γραμμή του αγώνα ο κομμουνιστής αξιωματικός Στέφανος Παπαγιάννης (1908-1996) υπηρέτησε από διάφορες θέσεις μέχρι το τέλος της ζωής του με αυταπάρνηση το ΚΚΕ. Το 1973 συνελήφθη εκ νέου, κρατήθηκε στα μπουντρούμια της ΕΣΑ και στη συνέχεια εκτοπίστηκε στη Γυάρο μέχρι την κατάρρευση της δικτατορίας. Πέρασε όλες τις δοκιμασίες αλύγιστος.
Μια ζωή αλύγιστος και στην πρώτη γραμμή του αγώνα ο κομμουνιστής αξιωματικός Στέφανος Παπαγιάννης (1908-1996) υπηρέτησε από διάφορες θέσεις μέχρι το τέλος της ζωής του με αυταπάρνηση το ΚΚΕ.
Γεννήθηκε στο χωριό Μαυράτο της Ικαρίας το 1908. Το 1926 μπήκε στη Σχολή Ευελπίδων. Πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο και σε συνέχεια εντάχθηκε στο ΕΑΜ – ΕΛΑΣ. Στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, ήταν γενικός επιτελάρχης του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ).
Ο Στέφανος Παπαγιάννης συμμετείχε στον αγώνα κατά της δικτατορίας του Μεταξά, όντας αξιωματικός του Πυροβολικού, μέσα από παράνομη αντιφασιστική οργάνωση που είχε ιδρυθεί στις Ένοπλες Δυνάμεις. Το 1942 έγινε μέλος του ΚΚΕ. Το 1946 εξορίστηκε στη Φολέγανδρο, απ’ όπου δραπέτευσε το 1947 μαζί με άλλους 11 εξόριστους αξιωματικούς.
Μετά τον Εμφύλιο, έζησε στις σοσιαλιστικές χώρες, μέχρι το 1955, οπότε ήρθε παράνομος στην Ελλάδα. Πιάστηκε από την Ασφάλεια το 1956. Δικάστηκε από στρατοδικείο και καταδικάστηκε σε θάνατο με την κατηγορία της κατασκοπίας, ποινή που αργότερα μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη. Έμεινε στη φυλακή μέχρι τον Ιούνη του 1966.
Τον Απρίλη του 1967, εξορίστηκε στη Γυάρο, στη Λέρο και σε συνέχεια στον Ωρωπό. Απελευθερώθηκε το 1970 και εντάχθηκε αμέσως στον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ. Το 1973 συνελήφθη εκ νέου, κρατήθηκε στα μπουντρούμια της ΕΣΑ και στη συνέχεια εκτοπίστηκε στη Γυάρο μέχρι την κατάρρευση της δικτατορίας. Πέρασε όλες τις δοκιμασίες αλύγιστος.
Ο Στέφανος Παπαγιάννης εκλέχθηκε μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ στο 9ο, 10ο και 11ο Συνέδριο.
Το 1991 κυκλοφόρησε από το εκδοτικό Σύγχρονη Εποχή το βιβλίο του Στέφανου Παπαγιάννη «Από εύελπις αντάρτης – Αναμνήσεις ενός κομμουνιστή αξιωματικού», από το οποίο παραθέτουμε το απόσπασμα που ακολουθεί, που αποτελεί και το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου.
Τα πράγματά μας στην ασφάλεια τα παρέλαβε η υπηρεσία χωρίς να επιτρέψουν να ανταμώσουμε με τους δικούς μας.
Δεν τα έδωσαν για να μην έχουν αυτοί την ευθύνη της έρευνας και άφησαν να μας τα παραδώσουν οι χωροφύλακες που θα μας συνόδευαν στη Γυάρο.
Αυτό με είχε βάλει σε μεγάλη ανησυχία και να γιατί.
Λίγο πριν φτάσει το οπλιταγωγό στον προορισμό του μας είχαν ειδοποιήσει να ανέβουμε στο κατάστρωμα και να βρει ο καθένας τα πράγματά του που τα είχαν ξεφορτώσει οι χωροφύλακες. Άνοιξα τη βαλίτσα μου και τι να δω! Μέσα σ’ ένα χάρτινο κουτάκι η κόρη μου είχε χώσει ανάμεσα στα πράγματα ένα μικρό ραδιοφωνάκι παγκόσμιας λήψης μαζί με το ακουστικό του. Δίπλα μου έψαχνε τα δικά του πράγματα στο κατάστρωμα ο Ζήνωνας Ζορζοβίλης, παλιός συμμαχητής από το ΓΑ του Δημοκρατικού Στρατού. Του είπα το «νέο». Μαζί σκεφτόμασταν πώς θα το περάσουμε από την έρευνα που προβλεπόταν αυστηρή και ο τρόπος βρέθηκε.
Ο κυβερνήτης του οπλιταγωγού μας είχε δώσει άφθονη ξηρά τροφή: ελιές, τυρί, κουραμάνα, αφού μας ζήτησε συγνώμη «γιατί δεν πρόλαβε να μας ετοιμάσει ρόφημα». Τα περισσότερα απ’ αυτά τα τρόφιμα είχαν περισσέψει.
Όταν πλησιάζαμε στη Γυάρο μας έδωσε 2-3 μεγάλες σακούλες νάιλον για να τα πάρουμε μαζί μας. «Πάρτε τα, μας είπε, γιατί και κει που θα πάτε μπορεί να σας χρειαστούν, γιατί δε θα σας έχουν αμέσως έτοιμο συσσίτιο».
Σε μια απ’ αυτές τις σακούλες λοιπόν, κάτω από τα ανάκατα ψωμιά, ελιές, τυριά χώθηκε και το ραδιοφωνάκι και πέρασε την έρευνα που ήταν εξονυχιστική. Πού να φανταστεί ο «ερευνητής» ότι κάτω από την κουραμάνα που μας είχε δώσει ο διοικητής του οπλιταγωγού έμπαινε και η καθημερινή επαφή και σύνδεσή μας με τον έξω κόσμο! Αυτό το ραδιοφωνάκι ήταν η παρηγοριά μας ως το τέλος της εξορίας. Κάποτε η χωροφυλακή κάτι σαν να μυρίστηκε και έφαγε τον τόπο στο θάλαμο ψάχνοντας. Ποτέ όμως δεν το βρήκε. Και όχι μόνο αυτό αλλά και στην πορεία κατορθώσαμε να αποκτήσουμε και άλλο εφεδρικό. Αξίζει στη συνέχεια σε άλλο σημείο να αναφερθεί πώς ενεργήσαμε για το δεύτερο ραδιόφωνο και για μπαταρίες.
Μας εγκατέστησαν σ’ ένα κτίριο της παλιάς φυλακής. Ο θάλαμος που διατέθηκε για μας ήταν μεγάλος, έτσι για τους είκοσι περίπου κρατουμένους που είμαστε εμείς, έφτανε και περίσσευε ο χώρος. Είχαμε λοιπόν αρκετή ευρυχωρία και καλό αερισμό, αλλά ήδη είχε αρχίσει το κρύο και έπρεπε αμέσως να πάρουμε κάποια μέτρα.
Κατά καλή μας τύχη ανάμεσά μας, εκτός από τους ηλικιωμένους και τους φοιτητές, υπήρχαν και μερικοί εργάτες οικοδόμοι, ηλεκτρολόγοι και υδραυλικοί. Η πρώτη μας δουλειά ήταν να επισκευάσουμε αμέσως και να θέσουμε σε λειτουργία τα παλιά μαγειρεία. Εκεί στην αποθήκη υπήρχαν όλα τα απαραίτητα μαγειρικά σκεύη, η μηχανή πήρε εύκολα μπρος και από τη δεύτερη μέρα είχαμε ζεστό φαγητό. Μάγειρας ανέλαβε ο Γιάννης ο Κοκωβός που είχε σπουδάσει το επάγγελμα προδικτατορικά στην εξορία.
Πέρα από το μάγειρα είχαμε και έναν τεχνικό σύμβουλο στο θέμα του συσσιτίου τον Αντώνη Ασμάνη, μεταπολιτευτικά οδηγό στο αυτοκίνητο του Γενικού Γραμματέα του Κόμματος X. Φλωράκη. Κάτι ήξερε ο Α. Ασμάνης από την κυρα-Χριστίνα τη μάνα του, κάτι ξέραμε και μεις οι άλλοι, με το συνδυασμό όλων των γνώσεων φτιάχναμε καλά φαγητά.
Ιστορικό θα μείνει π.χ. το φρικασέ της Γυάρου με κρέας και αγριόχορτα που υπήρχαν λογής λογής άφθονα στο νησί όπως και τα γκιουβέτσια που φτιάχναμε από τότε που μας επέτρεψε η διοίκηση να λειτουργήσουμε ένα χωριάτικο φούρνο, που ήταν λίγο μακριά από τα κτίρια.
Τρόφιμα παραγγέλναμε στη Σύρο και μας τα έφερναν με το καΐκι της γραμμής μαζί με το ταχυδρομείο. Πολλές φορές ο ταγματάρχης της χωροφυλακής δοκίμαζε το συσσίτιο την ώρα της διανομής και έδινε συγχαρητήρια στους μαγείρους. Έλεγε πως το δικό μας φαγητό είναι καλύτερο από το συσσίτιο της φρουράς, παρ’ όλο που το εφόδιο γι’ αυτούς είναι αρκετά μεγαλύτερο.
Στο συσσίτιό μας πήραν αργότερα μέρος και άλλοι εξόριστοι, μη αριστεροί, που τους έφερνε η χούντα στη Γυάρο και αποτέλεσαν την ομάδα των Κεντρώων, όπως τη λέγαμε. Μαζί μ’ εμάς είχε έρθει ο Γ. Χαραλαμπόπουλος συνταγματάρχης ε.α. και πρώην Βουλευτής της ΕΚ και αργότερα ο Στάθης Παναγούλης, ο Γεώργιος Μαύρος, ο Νίκος Ψαρουδάκης της Χριστιανικής Δημοκρατίας, ο καθηγητής Παύλος Γεωργίου, ο σκηνοθέτης Παντελής Βούλγαρης, ο ηθοποιός Σταύρος Παράβας και άλλοι.
Αρχικά μάλιστα ο ταγματάρχης προσπάθησε να κόψει την επικοινωνία μας με τους κεντρώους αλλά το κοινό συσσίτιο και οι κοινές γενικά ανάγκες τον υποχρέωσαν να κάνει πίσω. Όσο ήταν οι θάλαμοι ανοικτοί μπορούσαν ελεύθερα να ’ρχονται εκείνοι σε μας ή να πάμε και μεις στο θάλαμο το δικό τους. Αναπτύξαμε φυσικά πολύ καλές σχέσεις και τον πρώτο καιρό που δεν είχαν θέρμανση ορισμένοι κάθονταν με τις ώρες στο θάλαμό μας κοντά στη σόμπα.
Πέρα από το μαγειρείο πολύ σύντομα αντιμετωπίσαμε και μια σειρά άλλες ανάγκες. Πρώτα πρώτα από παλιές θερμάστρες που υπήρχαν αρκετές, επισκευάσαμε την πιο καλή και την τοποθετήσαμε στο θάλαμό μας. Ξύλα υπήρχαν αρκετά. Οι παλιές παράγκες που χρησιμοποιούνταν από το προσωπικό όταν λειτουργούσε στην περίοδο του εμφυλίου και μετά η φυλακή, είχαν αρχίσει να γκρεμίζονται. Τις απογκρεμίσαμε κι εμείς και τα σανίδια, τα δοκάρια πήγαν στη σόμπα. Χωρίς θέρμανση το χειμώνα θα την είχαμε άσχημα.
Στη Γυάρο από παλιά υπήρχε ολόκληρο δίκτυο υδραυλικής εγκατάστασης. Στο λόφο ψηλά ήταν ένα μεγάλο ντεπόζιτο που γέμιζε νερό με λάστιχο από τη Φοντάνα το πλοίο που έφερνε νερό. Από κει διοχετεύονταν στα κτίρια όπου υπήρχαν νιπτήρες. Οι ίδιοι οι κρατούμενοι είχαν φτιάξει και κανονικά λουτρά χωρισμένα σε μικρά δωμάτια.
Κάναμε γρήγορα επισκευή του δικτύου. Βάλαμε και ένα μεγάλο βαρέλι πετρελαίου πάνω από τα λουτρά και εξασφαλίσαμε ζεστό νερό.
Τις πρώτες μέρες που είχαμε φτάσει στη Γυάρο, ο Χαραλαμπόπουλος, αμάθητος από τέτοιες περιπέτειες, ήταν όλο παράπονα. Πώς θα ζήσουμε εδώ πέρα, έλεγε. Πώς θα ζεσταθούμε, πώς θα πλυθούμε κλπ. Έννοια σου, κυρ-Γιάννη, του έλεγα εγώ και ο Τρικαλινός, σε λίγες μέρες θα έχουμε απ’ όλα και θα σε φωνάξουμε να κάνεις κανονικά το λουτρό σου σαν στο σπίτι σου. Γελούσε, νόμιζε πως τον πειράζουμε.
Η πρώτη έκπληξη γι’ αυτόν ήταν όταν τη δεύτερη μέρα της εκεί άφιξής μας του είπαμε νέα. Στην αρχή νόμισε ότι μας τα λέει κάποιος δικός μας χωροφύλακας, πού να φανταστεί ότι ύστερα από την εξονυχιστική έρευνα που μας έκαναν καταφέραμε να περάσουμε ραδιόφωνο. Αργότερα βέβαια του το είπαμε.
Η δεύτερη έκπληξη ήταν το λουτρό. Τον παίρνουμε σε λίγες μέρες, αφού πήρε ρούχα και σαπούνι και τον πάμε στα λουτρά. Ήταν ένας χώρος φωτισμένος και στην απέναντι πλευρά τρία δωμάτια με φως επίσης και κανονική εγκατάσταση κρύου-ζεστού νερού.
Ο Χαραλαμπόπουλος σήκωσε τα χέρια ψηλά. Σας παραδέχομαι, είπε, εσάς τους κομμουνιστές στα οργανωτικά. Ήταν βέβαια από τους κεντρώους τους δημοκρατικούς και μας έδειχνε συμπάθεια αλλά ήταν και φορές που δεν μπορούσε να κρύψει ολότελα κάποιον αντικομμουνισμό. Αυτό είναι κατανοητό, άμα σκεφτεί κανείς πως ήταν αξιωματικός ε.α. και είχε υποστεί κι αυτός την πλύση εγκεφάλου στη Σχολή Ευελπίδων και σε συνέχεια στο στρατό.
Πιο κοντινός σε μας παρουσιαζόταν ο Ν. Ψαρουδάκης, ο οποίος μας έλεγε συχνά ότι ο Λένιν δεν είπε καινούργια πράγματα, αλλά επανέλαβε με δικό του τρόπο τα λόγια του Χριστού. Βέβαια αργότερα κι αυτός σε άλλες συνθήκες δεν παρέλειψε να δείξει τη συντηρητικότητά του.
Αργότερα στη Γυάρο εκτός από τους κεντρώους έφεραν και άλλους αριστερούς ύστερα από νέες συλλήψεις που έκανε η χούντα. Σε μας ήρθε ο Κώστας Κουκουβίτης, ο Γεράσιμος Κοτροκόης, ο Χρήστος Παπαναστασίου και από την πλευρά του ΚΚΕ-εσωτερικού οι Τ. Μπενάς, Στέλιος Παπάς, Ανδρέας Νεφελούδης και άλλοι.
Παρ’ όλο που στην ομάδα των αριστερών υπήρχαν όλες οι τάσεις μέχρι και τροτσκιστές, δεν υπήρξαν σοβαρά προβλήματα μεταξύ μας και απέναντι στη χωροφυλακή παρουσιαζόμαστε ενωμένοι.
Αν και στη Γυάρο τα καταπιεστικά μέτρα της χωροφυλακής ήταν σχετικά ήπια και είχαμε κάποια ελευθερία κίνησης σε αρκετό χώρο έξω από τα κτίρια, η ζωή μας εκεί στην ερημιά ήταν μονότονη, πληκτική. Σε όλη τη διάρκεια της κράτησής μας δεν επιτράπηκε ούτε ένα επισκεπτήριο.
Γι’ αυτό είμαστε απαιτητικοί και μαχητικοί απέναντι στη χωροφυλακή, κάναμε αγώνες για βελτίωση των όρων της ζωής μας και σ’ αυτούς έπαιρναν μέρος και οι κεντρώοι με πρωτοπορία τον Ψαρουδάκη. Η μόνη επαφή μας με τον έξω κόσμο εκτός από την αλληλογραφία με τους δικούς μας, ήταν με τον Επίσκοπο Σύρου Δωρόθεο που ενδιαφέρθηκε για όλους χωρίς διάκριση και επανειλημμένα τις γιορτές μας έστειλε δώρα. Το Πάσχα μάλιστα του 1974 έστειλε παπά για να κάνουμε ανάσταση και αρκετά κόκκινα αβγά και γλυκά.
Για να τον ευχαριστήσουμε για όλα αυτά του στείλαμε γράμμα ομαδικά με ευχές και μαζί μια ωραία πέτρα που την είχε κατάλληλα ζωγραφίσει ο Τρικαλινός -σπουδαίος δεξιοτέχνης στα χειροτεχνήματα- που έδειχνε σε ανάγλυφο την προτομή ενός πατριάρχη. Ο δεσπότης πολύ το χάρηκε και όταν απολυθήκαμε και περάσαμε από τη Σύρο, ήρθε ο ίδιος στην προκυμαία να μας δει και να μας ευχαριστήσει.
Και τώρα πώς έγινε και αποκτήσαμε το δεύτερο ραδιοφωνάκι. Ο Τρικαλινός έγραψε στην αδερφή του στον Αλμυρό ότι υποφέρει από τη μέση του και ζητούσε να του στείλει κάποιο φάρμακο. Μάλιστα, θα ’πρεπε να επικοινωνήσει με την Αύρα την Παρτσαλίδου που ξέρει πού θα το βρει. Αντί όμως για όνομα του φαρμάκου έβαλε τη λέξη «Όρβο», που ήταν γνωστή στην Αύρα μάρκα μικρού ραδιόφωνου. Πήρε η αδελφή το σημείωμα, ανησύχησε και έσπευσε στην Αύρα. Η τελευταία κατάλαβε αμέσως περί τίνος πρόκειται και αγόρασε το μικρό ραδιόφωνο.
Ύστερα από κάμποσο καιρό πήρε δέμα ο Τρικαλινός. Ανάμεσα στα άλλα ήταν και ένα κουτί γλυκό βύσσινο σφραγισμένο κανονικά. Το κοίταξε ο χωροφύλακας που έκανε τον έλεγχο καλά καλά, δεν είδε τίποτε το ύποπτο το παρέδωσε στον Τρικαλινό.
Ανοίγει ύστερα στο θάλαμο τη γυάλα ο Τρικαλινός, βγάζει από μέσα μια σακουλίτσα νάιλον και μέσα σε άλλη σακουλίτσα ένα μικρούτσικο ραδιοφωνάκι και δυο τρεις μπαταρίες. Έτσι αποκτήσαμε και το δεύτερο ραδιοφωνάκι.
Και από τότε, έχοντας και το εφεδρικό ακούγαμε πια περισσότερες εκπομπές. Ο Ζ. Ζορζοβίλης ήταν υπεύθυνος της διαφώτισης. Για να ακούει τους διάφορους σταθμούς ξάπλωνε στο κρεβάτι, σκεπαζόταν μέχρι το κεφάλι με την κουβέρτα και παρίστανε τον άρρωστο. Για να μην ακούγεται η φωνή, χρησιμοποιούσε ακουστικά. Τον πείραζαν οι άλλοι λέγοντάς του ότι όλο κοιμάται και ονειρεύεται.
Όμως το δελτίο ειδήσεων που έφτιαχνε το διάβαζαν όλοι με ενδιαφέρον και όχι μόνο οι αριστεροί.
Από μορφωτικό πρόγραμμα δεν είχαμε και σπουδαία πράγματα. Περισσότερο διαβάζαμε κανένα βιβλίο και συζητούσαμε. Η ανομοιογένεια άλλωστε στα ιδεολογικά, εμπόδιζε τα πολιτικά και ιδεολογικά μαθήματα στην ομάδα των αριστερών. Όσο για τους κεντρώους, ύπνο, ανάπαυση και διάβασμα.
Να σημειωθεί ακόμα ότι στις αγγαρείες, το καθάρισμα των τροφίμων, το πλύσιμο των μαγειρικών σκευών παίρναμε όλοι μέρος αριστεροί, κεντρώοι και δεξιοί. Απαλλαγή από τις διάφορες δουλειές δεν είχε παρά μόνο ο Γιώργος Μαύρος λόγω ηλικίας.
Ακόμα, ότι ο καθηγητής πανεπιστημίου, ο Γεωργίου, έκανε συχνά μαθηματικά στους φοιτητές που ήταν της φυσικομαθηματικής σχολής.
Ορισμένοι ασχολούνταν και με τα χειροτεχνήματα. Θυμάμαι, ο φίλος μου ο Βασίλης ο Τσιγγούνης έφτιαχνε με λουλούδια πολύ ωραία πράγματα και τα ’στελνε στη μνηστή του.
Καθώς παρακολουθούσαμε κάθε μέρα τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα και σ’ όλο τον κόσμο, έγκαιρα πήραμε είδηση ότι η χούντα καταρρέει και ότι γρήγορα θα είμαστε ελεύθεροι. Τότε ζητήσαμε άδεια από τη χωροφυλακή να επισκεφτούμε το νεκροταφείο της Γυάρου, που ήταν αρκετά μακριά από τα κτίρια.
Πήγαμε όλοι οι αριστεροί. Υπήρχαν συνολικά είκοσι τάφοι αγωνιστών που ήταν κρατούμενοι στη Γυάρο και πέθαναν στη φυλακή γιατί στις συνθήκες που επικρατούσαν τότε, ήταν πολύ δύσκολο να μεταφερθεί ένας άρρωστος στην Αθήνα. Αλλά η μισαλλοδοξία δεν επέτρεπε ούτε πεθαμένοι να μεταφερθούν στον τόπο τους και να ταφούν εκεί.
Είχαμε πάρει μαζί μας μερικά σκαπάνια και φτυάρια και καθαρίσαμε το μέρος από τους θάμνους. Στήσαμε στη θέση τους τους σταυρούς, σημειώσαμε τα ονόματα των νεκρών. Τιμή σ’ αυτούς τους μάρτυρες του αγώνα, που πέθαναν στο ερημονήσι της Γυάρου και δεν είχαν κοντά τους στις τελευταίες τους στιγμές κάποιο δικό τους να τους κλείσει τα μάτια. Τιμή τους, γιατί μέχρι την τελευταία τους πνοή έμειναν πιστοί στα ιδανικά τους.
Την 24 του Ιούλη εγκαταλείψαμε τη Γυάρο. Το πλοίο που μας παρέλαβε από τη Σύρο, αντί να μας πάει στον Πειραιά μας έβγαλε στον Πόρτο Ράφτη. Προφανώς αυτό έγινε γιατί ήθελαν να αποφύγουν τις λαϊκές εκδηλώσεις.
Στον Πόρτο Ράφτη με περίμεναν η γυναίκα μου και η κόρη και μαζί τους ο γαμπρός. Ο γάμος της κόρης έγινε στη διάρκεια της απουσίας μου στη Γυάρο. Η χαρά μου και η συγκίνηση ήταν μεγάλη όταν τους αντάμωσα. Πολύ περισσότερο που ο γαμπρός μου, ο Αντώνης ο Κακαράς, ήτανε συνάδελφος, αξιωματικός του ναυτικού και μάλιστα σφόδρα αντιχουντικός. Γι’ αυτή μάλιστα την πολιτική του τοποθέτηση και ανάλογες εκδηλώσεις στις οποίες προέβηκε, είχε περάσει ναυτοδικείο, είχε τιμωρηθεί με δυόμισι χρόνια φυλάκιση και είχε διωχθεί από τις ένοπλες δυνάμεις.
Εδώ, αγαπητέ αναγνώστη, τελείωσε η μικρή μου ιστορία. Θέλησα να την αφηγηθώ γιατί δεν είναι παρά μια πτυχή της μεγάλης ιστορίας των αγωνιστών στην περίοδο από τη δικτατορία του Μεταξά και μέχρι την πτώση της χούντας. Αυτά τα δύσκολα χρόνια σαν και μένα χιλιάδες Έλληνες άνδρες, γυναίκες και παιδιά υπέφεραν τα πάνδεινα και πρόσφεραν το κατά δύναμη, ο καθένας με τον τρόπο του, για ένα καλύτερο μέλλον.
Θα ήμουν ευτυχής αν αυτές οι λίγες γραμμές μπορούσαν να θεωρηθούν άξιες για ένα ελάχιστο φόρο τιμής σε όλους, όσοι ανάλωσαν τη ζωή τους στον ευγενικό αγώνα, για τη δημοκρατία, την εθνική ανεξαρτησία και την κοινωνική πρόοδο του τόπου μας.
***
Η Γυάρος ή Γιούρα, όπως την έλεγαν οι εξόριστοι πολιτικοί κρατούμενοι, είναι ένα ξερονήσι που βρίσκεται ανάμεσα στην Κέα (Τζια), Κύθνο, Σύρο, Τήνο και Άνδρο.Την είπαν «νησί του διαβόλου», «Νταχάου της Μεσογείου», «Βαστίλλη». Στην πραγματικότητα δεν μπορεί να συγκριθεί με άλλους τόπους βασανιστηρίων και φυλακών. Γιατί η Γυάρος ήταν το στρατόπεδο – φυλακή, στο οποίο συμπυκνώθηκαν και εφαρμόστηκαν πάνω στους πολιτικούς κρατουμένους αγωνιστές που απελευθέρωσαν την Ελλάδα από τη ναζιστική κατοχή και πρώτ’ απ’ όλα στους κομμουνιστές, οι πιο βάρβαρες εγκληματικές μέθοδοι βασανισμού που ξεπερνούσαν ακόμη και αυτές του χιτλερικού φασισμού.
Η Γυάρος άνοιξε από το μοναρχοφασιστικό καθεστώς ως τόπος εξορίας πολιτικών κρατουμένων κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, στα μέσα του 1947 και σταμάτησε ως τέτοιος στα τέλη του 1953. Ξανάνοιξε από την κυβέρνηση Συναγερμού στα μέσα του 1955 και έκλεισε, τυπικά, το 1958. Η στρατιωτικοφασιστική δικτατορία ξαναχρησιμοποίησε το ξερονήσι ως τόπο φυλακής και εξορίας από το 1967 ως το 1968 και από το τέλος του 1973 από τη χούντα του Ιωαννίδη ως τη μεταπολίτευση. Στο κάτεργο αυτό εξορίστηκαν και βασανίστηκαν χιλιάδες λαϊκοί αγωνιστές. Μόνο την πρώτη περίοδο έφτασαν τους 10.000 περίπου.
Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του αφιερώματος της Κατιούσα στα 100 χρόνια του ΚΚΕ και τα 50 χρόνια της ΚΝΕ