Θέμος Κορνάρος: «Σημασία δεν έχει αν είσαι πιο ηρωικός από τους άλλους…αλλά αν κατάφερες να ξεπεράσεις τον ίδιο τον εαυτό σου»
Αυτός ο βαρύς λόγος είναι η ουσία και το μεγάλο επίτευγμα της Εθνικής Αντίστασης. Κι αυτό ακριβώς έπρεπε να σβήσει από τη μνήμη κι από τη συνείδηση του Λαού που ξεπέρασε τον εαυτό του.
Ο κομμουνιστής λογοτέχνης Θέμος Κορνάρος (1906-1970) ρίχτηκε από μικρός στη βιοπάλη, ταξιδεύοντας ανά την Ελλάδα ως εργάτης αναζητώντας δουλειά.
Πιάστηκε από τους χιτλερικούς καταχτητές το 1944 και φυλακίστηκε στο Χαϊδάρι, ενώ αργότερα, με αφορμή το κείμενό του «Αγύρτες και κλέφτες στην εξουσία», πιάστηκε το 1947 και εξορίστηκε έως το 1952.
Έργα του: «Το Άγιον Όρος», «Σπιναλόγκα», «Ο Αλήτης», «Ο Δαίμονας», «Ο εσταυρωμένος λαός μου» «Αγύρτες και κλέφτες στην εξουσία», «Στρατόπεδο Χαϊδαρίου », «Στάχτες και φοίνικες», «Το ξεκίνημα μιας νέας γενιάς», «Η αιχμαλωσία της νύχτας», «Με τα παιδιά της θύελλας», «Δε θα πεθάνουμε», «Αιχμαλωσία της νύχτας». Το «Θεσσαλονίκη 9-11 Μάη 1936» και δύο τόμους με ταξιδιωτικές εντυπώσεις από τη λαϊκο-δημοκρατική Κίνα, την ΕΣΣΔ, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ελβετία και τη Ρώμη, «Γη της Ανάστασης» και «Οδός Προμηθέως».
Αυτό που χαρακτηρίζει το έργο του Θέμου Κορνάρου είναι ότι σε καιρούς δύσκολους κήρυξε τη μαχητικότητα, την αισιοδοξία, την ελπίδα, την καλοσύνη, την αγάπη και την ανθρωπιά. Την πίστη του στο λαό και τους αγώνες του.
Από τη σπάνια έκδοση «Θέμος Κορνάρος – Χειρόγραφα και άλλα τεκμήρια» (εκδ. Χρόνος, Αθήνα 1974), παραθέτουμε ένα κείμενο του κομμουνιστή λογοτέχνη, που βρέθηκε χειρόγραφο μέσα σ’ ένα μπλοκ με σημειώσεις του.
Έρχομαι από το πιο μακρινό ταξίδι της ζωής μου. Κι από το πιο δύσκολο: Από την Ελλάδα. Κράτησε πάνω από χρόνο. Το ήθελα πάνω από χρόνο. Διαβατήριο μου χορηγούσανε οι αρχές για όλα τα μέρη του κόσμου, από τη Σκανδιναβική ως την Κίνα. Στο χωριό μου, στην πατρίδα μου, να μην πάω! Αυτό ήτανε απαγορευμένο. Από το 1957 πολιορκούσα το χωριό που γεννήθηκα. Δυο φορές με γυρίσανε από το λιμάνι του Ηρακλείου. Πολλές φορές μου δηλώσανε οι αρχές πως η παρουσία μου στη Θράκη ή στη Μακεδονία είναι ανεπιθύμητη. Για την Πελοπόννησο ή για την Ήπειρο εισιτήριο δεν υπήρχε. Από τους Αμπελόκηπους και πέρα χρειαζότανε πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Για ποιο λόγο άραγε; τις επιφανειακές δικαιολογίες τις έχομε μπουχτίσει. Τον αληθινό λόγο ζητούμε. Τον υποψιαζόμουνα αυτό το λόγο. Μα και πάλι υπήρχανε αμφιβολίες. Δεν αποφασίζει κανείς τόσο εύκολα να καταδικάσει τον αντίπαλο όταν αυτός περπατάει όρθιος με τα δυο του πόδια. Πάντα ελπίζεις πως κάτω από το στρώμα των εφήμερων παθών, κάτω από την επιφάνεια του μίσους και του φόβου, υπάρχει — έστω αλυσοδεμένη κι’ αιχμάλωτη μια ψυχή ανθρώπινη.
Έτσι δεν ήθελα ποτέ ν’ αφήσω τον εαυτό μου να πιστέψει πως οι απαγορεύσεις και οι διωγμοί, αποσκοπούσανε, στο να μην υπάρξει μαρτυρία για το φονικό, ενός ολάκερου λαού. Σήμερα είμαι σέ θέση να έχω προσωπική αντίληψη και γνώμη για την κατάντια αυτού του λαού, για τους λόγους που την υπαγορεύσανε. Και για τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν.
Αισθάνομαι, ύστερ’ από το ταξίδι στην Ελληνική επαρχία, στο ελληνικό χωριό, πως βγαίνω από ένα πεδίο μάχης. Μάχης πού κράτησε είκοσι χρόνια, κι’ είχε σκοπό να γονατίσει, να εξευτελίσει, ή να σκοτώσει την Ελλάδα την ίδια.
Και είμαι σέ θέση να φέρω υπεύθυνα πια το φριχτό μήνυμα στους ανθρώπους της βιτρίνας των πόλεων και στους ανθρώπους που τάξανε σκοπό τους να γνωρίσουνε, να εκφράσουνε και να διαφωτίσουνε την ανθρώπινη ψυχή.
Και το μήνυμα λέει: Στόν αέρα δουλεύει η μηχανή των ταλαντούχων. Μελετούμε και γράφουμε — σε δουλειά να βρισκόμαστε. Για ένα λαό που δεν γνωρίζουμε τη μαύρη του μοίρα. Υποθέσεις κάνουμε σε αδιέξοδα ή σε βιτρινοπόλεις περιπλανούμαστε, όχι γιατί δεν έχουμε συνείδηση του σφαλερού δρόμου που ακολουθούμε, αλλά γιατί φοβηθήκαμε να βγάλουμε τη φωνή διαμαρτυρίας την ώρα του σφαγιασμού αυτού του λαού, και τώρα πάμε να κρυφτούμε από τη συνείδηση που, μυρίζοντας το πτώμα, ετοιμάζεται να ζητήσει λογαριασμούς και ευθύνες.
Δεν υπάρχει τόπος να κρυφτεί κανείς. Εδώ έχει συντελεστεί ένα φριχτό έγκλημα, στιγμή με στιγμή από το 1944 ως το 1964. Κι ο καθένας έχει το μερτικό του στις ευθύνες είτε με σπαθί και τουφέκι βοήθησε, είτε με την ανοχή και τη σιωπή του.
Στην αρχή – αρχή τού τραγικού πίνακα της Ελληνικής αυτής εικοσαετίας βλέπεις μια μεγαλόπρεπη σκηνή. Πάνοπλο το 1821, τους θρυλικούς ήρωες και με τους μάρτυρες και τους αγώνες του, να γονατίζει μπροστά στην Αρματωμένη Εθνική αντίσταση των νεωτέρων χρόνων αναγνωρίζοντάς της πως αυτή βοήθησε την Ελλάδα πιο θαρραλέα, πιο ολοκληρωμένα, να ξεπεραστεί.
Και προλαβαίνεις ακόμη, συμμάχους κι εχθρούς, στα τελευταία τους χειροκροτήματα για το σύμμαχο που έδωσε την αναμφισβήτητη νίκη. Ακούς ξεκάθαρα τις ζητωκραυγές τους και τα παινέματα για τον πιο γενναίο Λαό της Γης, για τον πιο αφιλοκερδή, για τον αξεπέραστο σε αρετή και ηρωισμό. Και σ’ όλα αυτά αποκρίνεται σεμνός ο νικητής λαός, πηγαίνοντας ν’ αποσυρθεί από τη σκηνή πως «σημασία δεν έχει αν είσαι πιο ηρωικός από τους άλλους. Σημασία δεν έχει ποιον άλλο ξεπερνάς αλλά αν κατάφερες να ξεπεράσεις τον ίδιο τον εαυτό σου».
Αυτός ο βαρύς λόγος είναι η ουσία και το μεγάλο επίτευγμα της Εθνικής Αντίστασης. Κι αυτό ακριβώς έπρεπε να σβήσει από τη μνήμη κι από τη συνείδηση του Λαού που ξεπέρασε τον εαυτό του.
Και ριχτήκανε απάνω του, οι ίδιοι που τον χειροκροτούσαν λίγο πριν, ριχτήκανε με όλα τα μέσα από το στιλέτο ως το αυτόματο, από την ατομική ως την ανοιχτή ομαδική σφαγή να φτυαρίσουνε τρόμο στην ψυχή που πέτυχε τον μεγαλύτερο άθλο της νεώτερης ιστορίας: το ξεπέρασμά της. Έπρεπε ν’ αρχίσει ο άνθρωπος, ο Έλληνας να αμφιβάλει για τη μνήμη του, για την κρίση του, για τους γύρω του. Πρώτο βήμα της σύγχυσης στους δρόμους της εικοσαετίας. Όποιος έκανε πως αμφέβαλε για ότι έγινε, ή όποιος έκανε πως ξέχασε, έπαιρνε μια άδεια να πουλάει σκόρδα ή μια θέση στην Ακαδημία, ή μια άδεια να φέρει την κεφαλήν επί των ώμων του. Κι όποιος έγραφε εναντίον αυτού που έγινε, ή κατηγορούσε και τον εαυτό του και τους άλλους που πήρανε μέρος σ’ αυτό που έγινε, αυτός μπορούσε να πάρει μέρος και στή διεύθυνση των κοινών. Γινότανε και υπουργός και βασανιστής και δάσκαλος τού νέου γενιτσαρισμού.
Αυτός ο δάσκαλος εξασφάλισε πολυτιμότερες υπηρεσίες στην περιοδεία τής σύγχυσης ανάμεσα στον Ελληνικό χώρο. Η επικοινωνία επαρχίας με επαρχία κόπηκε. Η επικοινωνία χωριού με χωριό σταμάτησε. Ήτανε το εύκολο, το πετύχανε με διαταγές και αστυνομικά μέτρα. Οι δάσκαλοι του γενιτσαρισμού έπρεπε να πετύχουνε το δύσκολο: Να κοπούνε οι γέφυρες ανάμεσα σε γονείς και παιδιά, να κοπεί η σύνδεση ψυχής με ψυχή. Κι ανάμεσα ο τρόμος μόνιμος φύλακας. Το παιδί σου πέθαινε, τα μέσα για να προλάβεις λείπανε, το νοσοκομείο θ’ άνοιγε μόνο αν είχες πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, που τόπαιρνες αν αποκήρυσσες τον εαυτό σου, κι’ αν έλεγες το δαίμονα Θεό και την Εθνική ’Αντίσταση προδοσία.
Μεροκάματο ήθελες; Φτύσε τα δοξασμένα ελληνικά χρόνια, φέρε απόδειξη πως ερύπανες τάφους μαρτύρων και ηρώων.
Γράμματα για τα παιδιά σου; Υπόγραψε πως Εθνική Αντίσταση θα πει μεγαλοψυχία των Γερμανών.
Καφενείο θέλεις; Κρέμασε στους τοίχους τη φωτογραφία του συνεργάτη των Γερμανών, διαφορετικά η άρνηση είναι τεκμήριο πως μισείς τους Γερμανούς.
Άρα πήρες μέρος στην Αντίσταση.
Δε συμμορφώνεσαι; Μήνυση γιατί οι πελάτες σου συνομιλούνε. Μήνυση την ίδια μέρα γιατί βρέθηκε έξω στην αυλή ένα σπίρτο πεταμένο. Μήνυση το μεσημέρι γιατί ο ντενεκές των σκουπιδιών δεν έχει το χρώμα που θάπρεπε.
Πέρασε από το τμήμα. Κάθισε τρεις ώρες στους διαδρόμους. Ξαναπέρασε το απόγευμα. Ξέρεις; Πριν από οχτώ χρόνια, σε είδανε που χαιρέτισες τον πατέρα σου, ενώ τον είχες με δήλωσή σου αποκηρύξει.
Διορισμό σκουπιδιάρη στο Δήμο θέλεις; Απάντησε στο ειδικό ερωτηματολόγιο που σου δίδει την ευκαιρία να βρίσεις παιδιά σου, γονείς σου, σύμβολα ιερά των εθνικών μας αγώνων, να πεις το πούλημα της Κύπρου μεγαλόπνοη εθνική ενέργεια, και τους πουλητές προστάτες και εθνικούς ευεργέτες.
Αθλητής θέλεις να συνεχίσεις να είσαι; Θα έρχεσαι τρεις, τέσσερεις ώρες τη βδομάδα να δέρνεις πρώην φίλους και συναγωνιστές σου.
—Γιατί διαβάζεις Εθνικό Κήρυκα κι’ όχι Ακρόπολη;
—Μα κι οι δυο, απαντάς, είναι της εθνικοφροσύνης.
—Χμ, σου λένε, δεν είναι έτσι! Διαβάζεις αυτή επειδή με το να γράφει εθνικούς σου θυμίζει εθνική αντίσταση.
Το σπίτι του ανθρώπου είχε καταντήσει ανοιχτό κρατητήριο. Μέρα και νύχτα είχε δικαίωμα ο κάθε «εθνικόφρονας» να κάνει έρευνα. Και κείνο ιδιαίτερα που ήτανε αποδειχτικό στοιχείο του ανθελληνικού σου ήτανε το τυπωμένο χαρτί.
—Γιατί διαβάζεις; Τι τα θέλεις τα γράμματα; Για να κάνεις έλεγχο, ε; Για να ξυπνήσεις, ε;
—Μα είναι ευαγγέλιο.
—Να το ακούς στην Εκκλησία. Δε σου χρειάζεται να τόχεις.
Κάνει κακό αν δεν ξέρεις πώς πρέπει να το διαβάζεις.
Η καθημερινή πίεση ήτανε τόσο ασίγαστη, επίμονη, που έφερε σ’ αντίθεση τα μέλη της ίδιας οικογένειας, έσπασε δεσμούς ιερούς, σκότωσε όνειρα, έκανε ύποπτα τα αισθήματα, η μνήμη έγινε φόβητρο, η σκέψη μπαμπούλας, κι η ζωή του σκύλου φάνταζε πια για παραδεισένια.
Ο άνθρωπος μπαΐλτισε, άρχισε να μη σκέφτεται, ζούσε καθ’ υπαγόρευσιν, ψήφιζε όπου του λέγανε, έκανε ό,τι του υπαγορεύανε, παντρευότανε ή χώριζε σύμφωνα με το πρόγραμμα σκοπιμότητας, και στο τέλος, ξέμαθε νάχει δική του γνώμη, ξέμαθε να σκέφτεται από μόνος του, ήθελε κολαούζο.
Ένα πρόγραμμα είχε ολοκληρωθεί.
Ποιο είναι αυτό το πρόγραμμα; Όταν απαντήσουμε σωστά σ’ αυτό το ερώτημα, τότε έχουμε βρει το βαθύτερο λόγο των διωγμών που ακολουθήσανε την εθνική αντίσταση.
Το πρόγραμμα είναι παλιό. Επιστημονικά καταρτισμένο. Για την εφαρμογή του χρειάστηκαν πολλά αίματα! πολύς πόνος, και πολλή ψευτιά. Επιστημονική εφαρμογή. Σύμφωνα μ’ αυτόν τον προγραμματισμό ο Έλληνας έπρεπε να πάψει να σκέφτεται, να ονειρεύεται, να έχει εμπιστοσύνη στην πρωτοβουλία και προ πάντων έπρεπε ν’ αυτοταπεινώνεται κάθε στιγμή ως που να κηρύξει τον εαυτό του καμωμένο από άχρηστα υλικά, με μηδαμινή αξία μπροστά στους άλλους.
Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του αφιερώματος της Κατιούσα στα 100 χρόνια του ΚΚΕ και τα 50 χρόνια της ΚΝΕ