Η δύση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ
«Είναι ντροπή και προσβολή για την ηγεσία του ΚΚΣΕ να καλεί εμάς, τους απλούς κομμουνιστές, να δεχτούμε τις σχέσεις αγοράς και, για να το πούμε καθαρά, να εγκαταλείψουμε το σοσιαλισμό».
Το βιβλίο του Α.Μ. Γεριόμιν «Η διαδικασία παλινόρθωσης του καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ» εκδόθηκε από τη «Σύγχρονη Εποχή» το 1994, στα πλαίσια της σειράς «Ζητήματα Σοσιαλισμού – Προβληματισμοί», που σκοπό είχε παρουσιάζοντας μελέτες, άρθρα, ντοκουμέντα κλπ να αναδείξει την πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στον 20ο αιώνα, της αιτίες της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης και της ανατροπής του σοσιαλισμού στις λεγόμενες «ανατολικές χώρες» και τη διαδικασία παλινόρθωσης του καπιταλισμού στις χώρες αυτές.
Από το βιβλίο μεταφέρουμε το πρώτο κεφάλαιο, στην επικεφαλίδα του οποίου αστερίσκος εξηγεί ότι «Το δημοσίευμα είναι το κείμενο της εισήγησης με τίτλο Η δύση τον σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, που ο επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Οικονομίας της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών, καθηγητής Α.Μ. Γεριόμιν, παρουσίασε στα τέλη του Μάρτη 1992 στο κέντρο «Προβλήματα της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού» που ιδρύθηκε, πάνω σε κοινωνικές αρχές, στα πλαίσια του Ινστιτούτου αυτού».
Οποιεσδήποτε επιστημονικές έρευνες, γύρω από την κοινωνική εξέλιξη εδράζονται στην εκτίμηση της υφιστάμενης κατάστασης, στην αποκάλυψη των αιτιών εμφάνισής της. Παίρνοντας υπόψη αυτό το δεδομένο και, εννοείται, τις θεωρητικές αντιλήψεις της κοινωνικής ανέλιξης, είναι δυνατό να βγουν έπειτα και κάποια σχετικά συμπεράσματα, έστω για το άμεσο μέλλον. Στην εκτίμηση της κατάστασης δε δίνουμε έμφαση στην περιγραφή αυτών καθεαυτών των γεγονότων, αλλά στην αξιολόγηση της ουσίας τους και τον καθορισμό της θέσης τους στη γενική αλυσίδα της ιστορικής ανέλιξης.
Οι ριζικές αλλαγές που συντελέστηκαν τα τελευταία χρόνια στο κοινωνικό σύστημα της χώρας είναι εμφανείς και χωρίς καμιά επιστημονική ανάλυση. Λίγο διαφορετικά έχουν τα πράγματα όσον αφορά την αποτίμηση της ουσίας των αλλαγών που έγιναν. Αυτό σχετίζεται, μάλλον, με το γεγονός ότι οι πολιτικές ηγεσίες των τελευταίων χρόνων και οι επίσημοι ιδεολόγοι ερμήνευσαν και εξακολουθούν να ερμηνεύουν τις αλλαγές αυτές (καθώς και τους σκοπούς τους) πάρα πολύ αόριστα. Ο συντάκτης της παρούσας εισήγησης(1) έχει προσδιορίσει πολύ έγκαιρα την ουσία των συντελούμενων αλλαγών ως κατάλυση του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος του σοσιαλισμού και ως παλινόρθωση του αστικού, καπιταλιστικού συστήματος.
Τα τελευταία χρόνια είναι δυνατό να χαρακτηριστούν, από την άποψη αυτή, ως ένα είδος μεταβατικής περιόδου «σε αντίθετη κατεύθυνση», μιας μεταβατικής περιόδου οπισθοδρόμησης. Για να πούμε την αλήθεια, αναφορές στη «μεταβατική περίοδο» συναντάμε, ακόμη από το 1989-90, αρκετά συχνά στο λεξιλόγιο των οικονομολόγων και των πολιτικών, μόνο που οι αναφορές αυτές δεν επισήμαναν συνήθως την κατεύθυνση της εν λόγω «μετάβασης». Ο όρος «ατομική ιδιοκτησία» δεν υπήρχε στο κείμενο του νόμου για την ιδιοκτησία στην ΕΣΣΔ, αν και στην ουσία καθρεφτιζόταν έντονα στο νόμο αυτόν.
Από τους πολιτικούς το μόνο που μπορούμε να μνημονεύσουμε εδώ είναι ο πρόεδρος της Πολωνίας Λ. Βαλέσα, ο οποίος δεν έκρυβε την κατεύθυνση της πορείας που ακολουθούσε η χώρα υπό την ηγεσία του: από το σοσιαλισμό στον καπιταλισμό. Οι δικοί μας πολιτικοί ηγέτες απέφευγαν για πολύ καιρό να μιλήσουν ανοιχτά για επάνοδο στην ατομική ιδιοκτησιακή βάση της παραγωγής. Σχολιάζοντας, για παράδειγμα, αυτό το χρονικό διάστημα «απόκρυψης», ο πρωθυπουργός Β. Πάβλοφ ομολόγησε ότι ήταν υποχρεωμένος για κάμποσο καιρό να «ελίσσεται». Ακόμα και για τον Μ. Γκορμπατσόφ το «να διατυπώσει δημόσια την ιδέα της ατομικής ιδιοκτησίας μπορούσε να σημάνει πολιτική αυτοκτονία» (Ισβέστια, 1991, αριθμός φύλλου 142).(2)
Στο βαθμό που προχωρούσε η «περεστρόικα», ο χαρακτηρισμός της ουσίας των τεκταινόμενων ως παλινόρθωση του καπιταλισμού άρχισε να διαδίδεται όλο και περισσότερο. Ενώ το 1989 γινόταν γι’ αυτό λόγος μόνο στα πλαίσια του Ενιαίου Μετώπου των εργαζομένων ή του συλλόγου «Ενότητα», το σχετικό γκάλοπ μεταξύ των αντιπροσώπων στο 28ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ έδειξε ότι το 45% του συνόλου τους θεωρούσε ότι εμφανίστηκαν στην κοινωνία δυνάμεις που ωθούν προς το αστικό καθεστώς και έχουν πιθανότητες επιτυχίας. Βέβαια, δεν «αποκρυπτογραφήθηκαν» στο Συνέδριο οι «δυνάμεις» αυτές.
Πιο κατηγορηματικός ήταν ο εργάτης από το Κίεβο Β. Γκριτσένκο: «Είναι ντροπή και προσβολή για την ηγεσία του ΚΚΣΕ να καλεί εμάς, τους απλούς κομμουνιστές, να δεχτούμε τις σχέσεις αγοράς και, για να το πούμε καθαρά, να εγκαταλείψουμε το σοσιαλισμό» (Πράβντα, 1990, αριθμός φύλλου 227).
Άλλωστε, το ίδιο συμπέρασμα επιβεβαίωναν φωνές από την αντίθετη πλευρά. Από το 1987, ακόμα ο ηγέτης της περεστρόικα υπογράμμιζε τον «επαναστατικό χαρακτήρα» της, αλλά, επικαλούμενος τον Λένιν, υποσχόταν «περισσότερο σοσιαλισμό». Τότε θα μπορούσε να φανεί πως το επίθετο «επαναστατικός» είναι απλό συνώνυμο των λέξεων «βαθύς» και «σοβαρός». Στο βαθμό, όμως, που προχωρούσε η περεστρόικα άρχισαν να μιλούν για «επανάσταση από τα πάνω» κάτι το απόλυτα σωστό, αφού ο λαός δε μετείχε στην αλλαγή πολιτικής (του μιλούσαν ακόμη για σοσιαλισμό). Αλλά μια μερίδα ιδεολόγων διατύπωνε τη γνώμη της με όλο και μεγαλύτερη ειλικρίνεια. Λόγου χάρη, ο καθηγητής, ιστορικός Π. Βασίλιεφ, ο οποίος ζητούσε την επιστροφή στον καπιταλισμό, έλεγε απερίφραστα: «Έχουμε σήμερα μια αντισοσιαλιστική επανάσταση.» (Νέοι καιροί, 1990. τεύχος 45, σελ. 34-35). (3)
Ο πολιτειολόγος Α. Μπόβιν έγραφε για πέρασμα «από την περεστρόικα στην επανάσταση», διατυπώνοντας το συμπέρασμά του πιο κομψά. «Η υπόθεση προχωρεί στην πλήρη διάλυση του σοσιαλισμού “στρατώνα” και στην αντικατάστασή του όχι από έναν ανανεωμένο σοσιαλισμό, αλλά από μια παραλλαγή του νεοκαπιταλισμού» (Ιζβέστια, 1991, αριθμός φύλλου 215).
Εννοείται ότι η παλινόρθωση του παλαιού κοινωνικού συστήματος ονομάζεται αντεπανάσταση και όχι επανάσταση. Είναι ευνόητο ότι η λέξη «αντεπανάσταση» υποκαθίσταται εδώ αποκλειστικά και μόνο επειδή είναι «κακόηχη» από προπαγανδιστική άποψη. Η ουσία της διαδικασίας που συντελείται σήμερα συνίσταται, αναμφίβολα, στην απόπειρα παλινόρθωσης του καπιταλιστικού συστήματος με αντεπανάσταση. Για παλινόρθωση, για επάνοδο της ΕΣΣΔ στον καπιταλισμό γράφει συχνά και ο αστικός τύπος της Δύσης. Ο Τζον Γκαλμπρέιθ τιτλοφόρησε το άρθρο του για τις αλλαγές στην Ανατολική Ευρώπη «Φυγή προς τον καπιταλισμό». Τίποτε το διαφορετικό δεν μπορεί να σημαίνουν η «αποκρατικοποίηση», η «ιδιωτικοποίηση» και η «αγορά», που έχουν αποβεί σήμερα βασικές οικονομικές έννοιες. «Στην οικονομία, ισχυρίζεται ένας από τους ιδεολόγους της παλινόρθωσης, ο Γκ. Ποπόφ, οφείλουμε να πραγματοποιήσουμε την αποκρατικοποίηση και την ιδιωτικοποίηση, να δημιουργήσουμε νοικοκυραίους, αγορά, ανταγωνισμό…» (Ιζβέστια, 1992, αριθμός φύλλου 236). Επίσημη επιβεβαίωση της κατάλυσης του σοσιαλισμού αποτελεί η απάλειψη από την ονομασία των περισσότερων Δημοκρατιών του προσδιορισμού «σοσιαλιστική».
Η παρούσα εισήγηση είναι αφιερωμένη στην ανάλυση ορισμένων πτυχών της παλινόρθωσης του καπιταλισμού, ασχέτως της προτεινόμενης παραλλαγής του («άγριος», «κολομβιανός» ή «αναπτυγμένος καπιταλισμός», από άποψη αποτελέσματος). Φυσικά, στα περιορισμένα πλαίσια μιας εισήγησης δεν είναι δυνατό να θιγούν όλα τα προβλήματα που έχουν ανακύψει από την παλινόρθωση.
Δε θα θίξουμε τις πτυχές που αφορούν την τύχη των άλλων πρώην σοσιαλιστικών χωρών, αν και, προφανώς, έχουν άμεση σχέση με τα δρώμενα στην ΕΣΣΔ. Δε δίνεται ιδιαίτερη έμφαση ούτε στις ειδικές πτυχές της διαδικασίας αποσύνθεσης της χώρας, δεδομένου ότι, σε όλες τις εκφάνσεις της, η ουσία της διαδικασίας αυτής είναι για την ώρα ίδια, αν δε λάβουμε υπόψη τις αστικές-εθνικιστικές αποχρώσεις. Η προσοχή επικεντρώνεται κατά προτίμηση στην οικονομία, μολονότι είναι τελείως αδύνατο να κάνουμε αφαίρεση του εποικοδομήματος, εφόσον αυτό είχε συχνά αποφασιστική σημασία για την πορεία της διαδικασίας παλινόρθωσης.
Η πτυχή της παλινόρθωσης, της «δύσης του σοσιαλισμού» δεν υποδηλώνει απαισιοδοξία εκ μέρους του γράφοντος. Και σήμερα κάποια θεμέλια του υπό κατεδάφιση καθεστώτος διατηρούνται. Αναμφίβολα, τα θεμέλια αυτά είναι γερά μέσα στις ψυχές των ανθρώπων και στην αποτίμηση απ’ αυτούς της συγκεκριμένης ζωής. Είναι αμφίβολο αν η μαζική συνείδηση χώνεψε ακόμη τις «μοιραίες αλλαγές» είναι αμφίβολο, αν οι μάζες συνειδητοποίησαn τι τους συνέβη, πού τις οδήγησαν. Είναι χαρακτηριστική η γνώμη της δεξιάς εφημερίδας Ιζβέστια (1992, αριθμό φύλλου 48) για τους βετεράνους και άλλους που πήγαν στη συγκέντρωση της Μόσχας στις 23 Φλεβάρη. Η εφημερίδα τους θεωρεί ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουν καλά τι γίνεται τέλος πάντων μ’ αυτούς και με τη χώρα. Ο Γ. Λιγκατσόφ μάλιστα θεωρεί ακόμη και σήμερα ότι, παρ’ όλες τις αλλαγές που έχει υποστεί, ο σοσιαλιστικός χαρακτήρας του συστήματος προς το παρόν διατηρείται (Γκλάσνοστ, 1992, τεύχος 4).(4) Ίσως ο ισχυρισμός του αυτός είναι μια προσπάθεια να δείξει το «καλό πρόσωπο» του ανθρώπου που κατείχε υψηλή θέση στο ξεκίνημα της διαδικασίας, χωρίς να συνειδητοποιεί τι ακριβώς υπηρετεί. Άλλο πράγμα είναι η μαζική ψυχολογία που μνημονεύουμε πιο πάνω.
Ο γράφων, ως εξωκομματικός, οπαδός των κομμουνιστικών αντιλήψεων για το ιστορικό γίγνεσθαι, είναι στις κρίσεις και τις εκτιμήσεις του πρόδηλα μεροληπτικός. Οι εκτιμήσεις του είναι συνυφασμένες με την πείρα της ζωής, με το έργο του παππού και του πατέρα του που δεν τους απαρνιέται. Αυτό δε σημαίνει πως δεν έχει επιδιώξει να είναι όσο γίνεται πιο αντικειμενικός στις κρίσεις του. Κάτι περισσότερο, η επιθυμία του να διατηρήσει την αντικειμενικότητα εκφράζεται και με την ευρύτατη προβολή της γνώμης οπαδών της αντίθετης ιδεολογίας.
Η συνεχώς επιταχυνόμενη διαδικασία της παλινόρθωσης πέρασε από κάμποσα στάδια. Η «περεστρόικα» που διακήρυξε ο Μ. Γκορμπατσόφ το 1985, μόνο στην αρχική της φάση έκανε μερικά βήματα προς την αναζήτηση του δρόμου εξέλιξης του σοσιαλισμού. Δεν άργησε, όμως, να εγκαταλείψει τα συνθήματα για «επιτάχυνση της κοινωνικο-οικονομικής εξέλιξης», για «κοινωνική δικαιοσύνη» κλπ., οπότε με την παλιά σάλτσα της «ανανέωσης του σοσιαλισμού» άρχισε η κατάλυσή του. Σε ορισμένα σημείο της, η έννοια «σοσιαλισμός» υποβαλλόταν σε όλο και πιο επιθετικό εξοστρακισμό. Ο αφορισμός: «Η χώρα μας επί 70 χρόνια δεν πήγαινε προς τα εκεί που έπρεπε» (Β. Τίχονοφ, Γ. Αφανάσιεφ) έπαιρνε όλο και ευρύτερη διάδοση στα πολιτικά σενάρια, στο περιβάλλον της ελίτ των διανοουμένων. Το 1986 υπήρξε πρακτικά χρόνος καμπής. Ακόμη από τις αρχές του 1986 ο οικονομολόγος της περεστρόικα Π. Μπούνιτς πανηγύριζε από τις στήλες της Λιτερατούρναγια Γκαζέτα (τεύχος 7): «Οι αλλαγές άρχισαν!» Ο άνθρωπος αυτός «βελτιώνει» και σήμερα την οικονομία, λες και τα αποτελέσματα της δραστηριότητάς του δεν είναι πλέον ολοφάνερα. Το 1987 σημαδεύτηκε από την οικονομική μεταρρύθμιση, που καλυπτόταν με τη σημαία της εξυγίανσης του σοσιαλιστικού συστήματος. Το 1987 νεοτερισμός ήταν η κατάλυση του πολιτικού καθεστώτος ως όρος για την αλλαγή των σχέσεων παραγωγής. Έτσι, δόθηκε η δυνατότητα να θεσπιστούν πολλοί και διάφοροι νόμοι που κατεδαφίζουν το οικονομικό σύστημα του σοσιαλισμού. Μολονότι η κρατική ιδεολογία διατηρούσε τη σοσιαλιστική της πρόσοψη, οι δεξιές δυνάμεις απόκτησαν τη δυνατότητα να οργανωθούν, να βγουν στα μπαλκόνια, να πιέσουν την κυβέρνηση.
Η υπονόμευση του παλιού συστήματος δε στηριζόταν πια μόνο στο νόμο για τις επιχειρήσεις, αλλά και στο νόμο για τους συνεταιρισμούς. Ωστόσο, τον οικονομικό και ιδεολογικό ρόλο-κλειδί τον έπαιξε ο νόμος για την ιδιοκτησία. Αυτός θεσμοθέτησε την ανατροπή της βαθύτερης οικονομικής σχέσης: η κρατική ιδιοκτησία προσέλαβε διά νόμου συμβατικό χαρακτήρα («πλήρης οικονομική αρμοδιότητα»), ενώ η ατομική ιδιοκτησία απόκτησε με πολλαπλές μορφές το δικαίωμα ανάπτυξης, αν και οι νομοθέτες δε χρησιμοποίησαν σκόπιμα το επίθετο «ατομική».
Το προπαρασκευαστικό στάδιο της παλινόρθωσης έληξε με την ψήφιση του νόμου για την ιδιοκτησία και άρχισε το λανθάνον (κρυφό) στάδιο της άμεσης παλινόρθωσης με την κατάργηση του σχεδιασμού, με την «εκτροφή» της τάξης των επιχειρηματιών κλπ. Η κρυψίνοια διασφαλιζόταν με τη διατήρηση σε καίριες θέσεις ανθρώπων με κομματικά βιβλιάρια του ΚΚΣΕ. Εκτός από αυτό, η πάλη (στα κοινοβούλια, στις συγκεντρώσεις, ο «πόλεμος των νόμων» μεταξύ κέντρου και Δημοκρατιών) ανάμεσα στη γκορμπατσοφική γραμμή της παλινόρθωσης και τις δεξιές ριζοσπαστικές ομάδες (από την «Ντεμσογιούζ της κυρίας Νοβοντβόρσκαγια ως το Μ Γκ Ντ και τους άλλους εκκολαπτόμενους «δημοκράτες») συγκάλυπτε την ουσία της διαδικασίας. Η κεντρώα στάση του Μ. Γκορμπατσόφ δεχόταν τις επιθέσεις των δήθεν αντιπάλων, ενώ δεν επρόκειτο παρά για σύγκρουση πολιτικών φιλοδοξιών. Στη σκιά έμενε η ουσία της διαδικασίας, η ταύτιση των σκοπών της κεντρώας τάσης και του δεξιού ριζοσπαστισμού.
Το απόστημα ανάμεσα στους αντίζηλους του ίδιου προσανατολισμού έσπασε ξαφνικά τον Αύγουστο του 1991, με αποτέλεσμα την αυθόρμητη, σπασμωδική, αδέξια, χωρίς την εξασφάλιση της υποστήριξης των λαϊκών μαζών, απόπειρα των ανώτατων κρατικών παραγόντων να απομακρύνουν από το πηδάλιο τον Μ. Γκορμπατσόφ. Ενώ έταξαν σκοπό τους (όπως μπορούμε να κρίνουμε για την ώρα μόνο από τις δηλώσεις της Κρατικής Επιτροπής Έκτακτης Κατάστασης) να ανακόψουν το οικονομικό χάος και την αποσύνθεση της χώρας, να διατηρήσουν κάποιες σοσιαλιστικές βάσεις της κοινωνίας, στην πραγματικότητα επέτρεψαν να αντικατασταθεί η κρυφή από την ανοιχτή γραμμή της παλινόρθωσης. Όπως ομολόγησε σε τηλεοπτική εκπομπή ο Γκ. Ποπόφ, ένας από τους ιδεολόγους της δεξιάς γραμμής, «δεν υπολογίζαμε μάλιστα σε τόσο ταχεία νίκη». Η δεξιά κεντρώα τάση αντικαταστάθηκε από το δεξιό ριζοσπαστισμό, με φανερό πια σκοπό την επιτάχυνση της αντίστροφης πορείας προς το καπιταλιστικό σύστημα. Στο μεταξύ, τον Αύγουστο εντάθηκαν οι επιθέσεις ενάντια στο κέντρο, δηλαδή ενάντια στην ενότητα της ΕΣΣΔ.
Αυτή ήταν, σε γενικές γραμμές, η πορεία της διαδικασίας κατάλυσης του σοσιαλισμού. Τώρα θα ήταν σκόπιμο να σταθούμε στην προηγούμενη, τη σοσιαλιστική ανάπτυξη.
Παραπομπές
(1) Βλέπε: Α. Γεριόμιν, «Δεν πάει άλλο!» (σκέψεις με αφορμή την εισήγηση του πρωθυπουργού Ν. I. Ριζκόφ). Μοσχοβίτης οικοδόμος, 1990, τεύχος 20. Α. Γεριόμιν, «Το συνέδριο έληξε – και τι μ’ αυτό;», Μοσχοβίτης οικοδόμος, 1990, τεύχος 30. Α. Γεριόμιν, «Χτυπούν τα τύμπανα της αγοράς», Η Ρωσία μας, 1991, τεύχος 2.
Βλέπε επίσης: Εναλλακτική λύση: η επιλογή του δρόμου, Μόσχα, 1990. Μπ. Κουρασβίλι, «Αποκορύφωμα, η ΕΣΣΔ στο κατώφλι της δεκαετίας του ’90: ποιος θα επικρατήσει, οι καταλυτές του σοσιαλισμού ή οι αναμορφωτές του;» Διάλογος,1990, τεύχος 16. Σήμερα και ο οπαδός της αγοράς καθηγητής Β. Μανέβιτς αναγνωρίζει σαφώς: «Για δεύτερη φορά στη διάρκεια του 20ού αιώνα αλλάζει ριζικά στη χώρα μας το κοινωνικό-οικονομικό σύστημα», Πράβντα, 1992, αριθμός φύλλου 35.
(2) Το 1990, όταν η γραμμή της παλινόρθωσης ήταν πλέον καταφανής, ο ιδεολόγος της «περεστρόικα» A. Ν. Γιάκοβλεφ, υμνώντας την αγορά, δήλωνε με έμφαση: «Μήπως σκοπεύει κάποιος να παραδώσει τα εργοστάσια και τις φάμπρικες στην ατομική ιδιοκτησία; Τέτοια πρόθεση δεν υπάρχει.» (Κομμουνίστ, 1990, τεύχος 4, σελ. 20.) Είναι αμφίβολο, αν μπορεί κανείς να θεωρήσει αφέλεια τη δήλωση αυτή.
(3) Για την επανάσταση σήμερα βλέπε επίσης την εισήγηση των Β. Μάου και I. Σταροντουμπρόφσκαγια, Η νομοτέλεια της επαναστατικής διαδικασίας, η πείρα της περεστρόικα και οι προοπτικές μας, Μόσχα, 1991. Οι εισηγητές λένε πολλά και για το «Θερμιδόρ», δηλαδή για το αντεπαναστατικό πραξικόπημα στη Γαλλία που έθεσε τέρμα στην επανάσταση του 1789-1794, χωρίς να προσδιορίζουν πάντως την ουσία της διαδικασίας της «περεστρόικα». Γενικά, φαίνεται ότι περιμένουν να δημιουργηθούν «οι όροι πραγμάτωσης του Θερμιδόρ», αλλά σπεύδουν να ανακηρύξουν ως κεντρική μορφή του μέλλοντος τον επιχειρηματία (σελ. 44). Δηλαδή, υιοθετούν πρακτικά την παλινόρθωση. Ο Λ. Νικήφοροφ στην εισήγησή του Οι βάσεις για το μετασχηματισμό του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος στη Ρωσία, Μόσχα, 1992, έχει σαν γνώμονα τη «μη βιωσιμότητα του καθεστώτος που υπάρχει στη χώρα», συνηγορεί υπέρ της μετάβασης σ’ ένα «νέο σύστημα κοινωνικών σχέσεων», εξαιρεί τη «δυνατότητα κίνησης προς τον καπιταλισμό», την τάση για δημιουργία «μιας κοινωνίας καπιταλιστικού τύπου και ελεύθερου ανταγωνισμού», αλλά θέτει και το ζήτημα «της μετάβασης σε κάποια μετακαπιταλιστική κοινωνία» (σελ. 2,3,29,36). Η ουσία αυτής της μετακαπιταλιστικής κοινωνίας είναι πολύ ασαφής.
(4) Είναι αμφίβολο, αν ο Γ. Κ. Λιγκατσόφ και ο Ν. I. Ριζκόφ έχουν συνειδητοποιήσει το χαρακτήρα των τεκταινόμενων, αφού ήταν συνήθως υπάκουοι στο Γενικό Γραμματέα. Γι’ αυτό υποθέτουν ότι η «περεστρόικα», όπως σχεδιάστηκε, απλώς δεν πέτυχε. Τα ίδια υποστήριζε και ο I. Κ. Πολοζκόφ.
Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του Αφιερώματος της Κατιούσα στην Οχτωβριανή Επανάσταση