Η ελευθερία της συνείδησης στην ΕΣΣΔ και οι αρχές της Σοβιετικής νομοθεσίας για τα θρησκεύματα – Οι μουσουλμάνοι στην ΕΣΣΔ
Στους πολίτες της ΕΣΣΔ εξασφαλίζεται η ελευθερία συνείδησης, δηλαδή το δικαίωμα να πιστεύουν σε οποιαδήποτε θρησκεία είτε να μη πιστεύουν σε καμμιά θρησκεία, να εκτελούν τις θρησκευτικές τελετές, να κάνουν αθεϊστική προπαγάνδα. Η καλλιέργεια εχθρότητας και μίσους για λόγους θρησκευτικών πεποιθήσεων απαγορεύεται.
Στα πλαίσια του αφιερώματος της Κατιούσα στα 100 χρόνια της Οχτωβριανής Επανάστασης παρουσιάσαμε σε προηγούμενες αναρτήσεις το πρώτο και το δεύτερο μέρος του βιβλίου «Ελευθερίες και δικαιώματα του ατόμου», που είναι ενταγμένο σε σειρά εκδόσεων υπό τον γενικό τίτλο «Γνωριμία με την ΕΣΣΔ». Σήμερα παρουσιάζουμε το τρίτο και τελευταίο μέρος.
Οι φωτογραφίες είναι του Σοβιετικού φωτογράφου Μαξ Ζαχάροβιτς Πένσον και απεικονίζουν στιγμές από τη ζωή των μουσουλμάνων στην ΕΣΣΔ, πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η ΕΜΠΡΑΚΤΗ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ ΣΤΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ
Η ελευθερία της συνείδησης στην ΕΣΣΔ και οι αρχές της Σοβιετικής νομοθεσίας για τα θρησκεύματα
Στις κατακτήσεις της Μεγάλης Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης σημαντική θέση κατέχει η εξασφάλιση πλατειών δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών στους σοβιετικούς πολίτες, συμπεριλαμβανομένης και της ελευθερίας της συνείδησης.
Στη Τσαρική Ρωσία το απολυταρχικό καθεστώς ήταν κατά της ισονομίας των θρησκευτικών οργανώσεων. Η Ορθόδοξη Χριστιανική θρησκεία, λόγου χάρη βρισκόταν σε πιο προνομιούχα θέση. Τα συμφέροντά της προστατεύονταν από την κρατική εξουσία. Το Δημόσιο Ταμείο χορηγούσε τεράστια ποσά, όχι μόνο για την συντήρηση του κλήρου και των εκκλησιαστικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, αλλά και για τη διάδοση του Χριστιανισμού. Η Τσαρική διοίκηση ακολουθούσε πολιτική βίαιου εκχριστιανισμού των βουδιστών, των μουσουλμάνων, των ιουδαίων, των ειδωλολατρών. Παράλληλα, άλλα θρησκευτικά ρεύματα, καθώς και οι οπαδοί τους γίνονταν αντικείμενο διακρίσεων ακόμη και διωγμών.
Ο νόμος απαγόρευε, στους λεγόμενους «αλλόθρησκους» μαζί και στους μουσουλμάνους, καθώς επίσης και στους άθεους, να κατέχουν θέσεις σε δημόσιες υπηρεσίες και να σπουδάζουν σε εκπαιδευτικά ιδρύματα. Οι γάμοι μεταξύ χριστιανών και αλλοθρήσκων, δεν αναγνωρίζονταν από το κράτος.
Αυτούς τους νόμους, ο Βλαντίμιρ Ίλιτς Λένιν, τους χαρακτήρισε σαν τους πιο άδικους, τους πιο βίαιους, τους πιο επαίσχυντους.
Το 1905, ακόμα, δηλαδή πολύ πριν να εγκαθιδρυθεί η Σοβιετική εξουσία, ο Β. I. Λένιν έγραφε για το ποιες πρέπει να είναι οι σωστές σχέσεις μεταξύ κράτους, θρησκείας και θρησκευόμενων: «Το κράτος δεν πρέπει να αναμιγνύεται στις υποθέσεις της θρησκείας, οι θρησκευτικές οργανώσεις πρέπει να είναι ανεξάρτητες από την κρατική εξουσία. Ο καθένας πρέπει να είναι απόλυτα ελεύθερος να ασπάζεται οποιαδήποτε θρησκεία ή να μην αναγνωρίζει καμιά, δηλαδή να είναι άθεος όπως και είναι συνήθως, ο κάθε σοσιαλιστής. Δεν επιτρέπεται καμιά διάκριση στα δικαιώματα των πολιτών, που να έχει σχέση με τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις».
Βασικό ντοκουμέντο της πολιτικής του Σοβιετικού κράτους σχετικά με τη θρησκεία και την εκκλησία είναι το διάταγμα του Συμβουλίου των λαϊκών Επιτρόπων της 23 του Γενάρη 1918 «Για το διαχωρισμό της εκκλησίας από το κράτος και του σχολείου από την εκκλησία».
Το διάταγμα αυτό, όχι μόνο διακήρυξε, αλλά και εξασφάλισε την εφαρμογή στη ζωή της πραγματικής ελευθερίας της συνείδησης. Τη μεγαλύτερη εγγύηση αποτελεί το ίδιο το γεγονός του ολοκληρωτικού διαχωρισμού της εκκλησίας από το κράτος: το κράτος δεν αναμιγνύεται στην εσωτερική και εκκλησιαστική δράση των θρησκευτικών οργανώσεων, και η εκκλησία με τη σειρά της δεν αναμιγνύεται στις κρατικές υποθέσεις.
Αυτό, δεν σημαίνει, φυσικά, ότι οι θρησκευόμενοι ή οι ιερωμένοι μπορούν ν’ αποφεύγουν την εκπλήρωση των πολιτικών τους καθηκόντων ή και ότι στερούνται οποιωνδήποτε πολιτικών δικαιωμάτων. Όλοι είναι ισότιμοι πολίτες του Σοβιετικού κράτους.
Στο διάταγμα αναφέρεται: «Ο κάθε πολίτης έχει δικαίωμα ν’ ασπάζεται οποιαδήποτε θρησκεία, ή να μην ασπάζεται καμιά». Το διάταγμα απαγόρεψε κατηγορηματικά ν’ αναφέρεται στα επίσημα έγγραφα ακόμη και ποιο θρήσκευμα ασπάζεται ο καθένας.
Στο διάταγμα υπογραμμίζεται το βαθύ δημοκρατικό πνεύμα της ισότητας όλων των θρησκειών. Σε καμιά απ’ αυτές δεν δίνεται ακόμα και η παραμικρή προτίμηση και καμιά δεν υποβάλλεται σε οποιαδήποτε δίωξη ή περιορισμό.
Τις αρχές που διακήρυξε το διάταγμα τις εγγυάται το Σοβιετικό Σύνταγμα. Το άρθρο 52 του Συντάγματος της ΕΣΣΔ αναφέρει:
«Στους πολίτες της ΕΣΣΔ εξασφαλίζεται η ελευθερία συνείδησης, δηλαδή το δικαίωμα να πιστεύουν σε οποιαδήποτε θρησκεία είτε να μη πιστεύουν σε καμμιά θρησκεία, να εκτελούν τις θρησκευτικές τελετές, να κάνουν αθεϊστική προπαγάνδα. Η καλλιέργεια εχθρότητας και μίσους για λόγους θρησκευτικών πεποιθήσεων απαγορεύεται. Η εκκλησία στην ΕΣΣΔ είναι χωρισμένη από το κράτος και το σχολείο από την εκκλησία».
Συνεπώς μαζί με τα βασικά κοινωνικο-οικονομικο-πολιτικά και ατομικά δικαιώματα του πολίτη, όπως το δικαίωμα της εργασίας, της μόρφωσης, της ολικής εξασφάλισης των γηρατειών, το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στα όργανα της κρατικής εξουσίας και άλλα, το Σύνταγμα της ΕΣΣΔ εγγυάται και την ελευθερία της συνείδησης του πολίτη.
Η Σοβιετική νομοθεσία απαγορεύει κατηγορηματικά, την οποιαδήποτε διάκριση των θρησκευομένων. Οποιαδήποτε απόπειρα διοικητικής παρέμβασης στις υποθέσεις της θρησκείας καταστέλλεται αυστηρότατα και τα πρόσωπα που προσπαθούν να περιορίσουν τα δικαιώματα των θρησκευμένων τιμωρούνται. Το κράτος θέσπισε την ποινική ευθύνη για ενέργειες που εμποδίζουν τον πολίτη στην εκτέλεση των θρησκευτικών του καθηκόντων για κάθε άρνηση πρόσληψης σε εργασία και εισαγωγή σε εκπαιδευτικά ιδρύματα, για κάθε απόλυση εργαζομένων ή και αποβολή από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα για κάθε στέρηση των πολιτών από τα πλεονεκτήματα και τις διευκολύνσεις που δίνει με νόμο, για οποιαδήποτε άλλο περιορισμό των δικαιωμάτων που σχετίζεται με το ποια στάση κρατάει ο πολίτης απέναντι στη θρησκεία.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, το Σοβιετικό κράτος δήλωσε την άκαμπτη επιδίωξή του να διαφυλάξει τα δικαιώματα των θρησκευόμενων και να καταστέλλει αυστηρά τις ενέργειες εκείνων των δημοσίων υπαλλήλων που θα επιχειρούσαν με διοικητικές μεθόδους να καταπολεμήσουν την θρησκευτική ιδεολογία. Κι’ αυτή η γραμμή του Σοβιετικού κράτους εφαρμόζεται σταθερά.
Το Σοβιετικό κράτος παρέχει στους πολίτες της ΕΣΣΔ πλήρες δικαίωμα να ιδρύουν θρησκευτικές οργανώσεις. Είκοσι άτομα ενός θρησκεύματος, που συμπλήρωσαν το 18ο έτος της ηλικίας, μπορούν να σχηματίσουν μια τέτοια οργάνωση. Αν ο αριθμός των θρησκευόμενων είναι λιγότερος από 20 άτομα, τότε μπορούν να σχηματίσουν μια θρησκευτική ομάδα. Η νομοθεσία προβλέπει ότι κάθε θρησκευτική οργάνωση, προτού αρχίσει το έργο της, είναι υποχρεωμένη να καταγράφεται στις τοπικές αρχές.
Τα τελευταία χρόνια, το Σοβιετικό κράτος ψήφισε μια σειρά από καινούργιους νόμους. Έτσι, τα θρησκευτικά κέντρα και οι ενώσεις έχουν το δικαίωμα ν’ αποκτήσουν μεταφορικά μέσα, να εκμισθώνουν, να κτίζουν και ν’ αγοράζουν για λογαριασμό τους κτίρια, να παράγουν εκκλησιαστικά είδη και αντικείμενα θρησκευτικών λειτουργιών. Έχουν δικαίωμα ν’ ανοίγουν λογαριασμούς σε τράπεζες για τη διαφύλαξη των χρηματικών ποσών που συγκεντρώνουν. Τα κρατικά όργανα παρέχουν στις θρησκευτικές οργανώσεις υλικά για την οικοδόμηση ή την επισκευή ιδιόκτητων κτιρίων τους ή οικημάτων που χρησιμοποιούν, υλικά για την κατασκευή διάφορων αντικειμένων, χαρτί, και τυπογραφεία για την έκδοση θρησκευτικής φιλολογίας.
Σήμερα στη Σοβιετική Ένωση λειτουργούν πάνω από 20 χιλιάδες Εκκλησίες: ορθόδοξες καθολικές, συναγωγές, τζαμιά, λουθηρανικοί και παλαιοημερολογίτικοι και βουδιστικοί ναοί, και 20 περίπου ανδρικά και γυναικεία μοναστήρια.
Οι μουσουλμάνοι στην ΕΣΣΔ
Οι μουσουλμάνοι στη Σοβιετική Ένωση ζουν σ’ όλες τις δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας: στο Ουζμπεκιστάν, την Κιργιζία, το Τατζικιστάν, την Τουρκμενία και στο Καζχαστάν, στον Καύκασο Αζερμπαϊτζάν, Νταγκεστάν, Τσετσενο-Ινγονσετία, Οσετία, Καρατσάγιεβο-Τσερκεσία, στο ευρωπαϊκό τμήμα της ΕΣΣΔ — Ταταρία, Μπασκιρία, καθώς επίσης και σε μερικές περιοχές της Σιβηρίας.
«Η διακήρυξη των δικαιωμάτων των λαών της Ρωσίας» (Γενάρης του 1917) κατήργησε όλα τα εθνικά και θρησκευτικά προνόμια και τους περιορισμούς, καθώς και το διαχωρισμό όλων των θρησκειών που υπάρχουν στη χώρα σε «κυρίαρχες», «ανεκτές» και «μη ανεκτές». Μ’ αυτό τον τρόπο εξαλείφτηκε η ανισότητα των εκκλησιών στη χώρα, και αποκλείστηκε διά παντός από την κοινωνική ζωή της η πολιτική του διαχωρισμού των εθνοτήτων σε «ανώτερες» και «κατώτερες» και η υποδαύλιση του ενός λαού ενάντια στον άλλον, με βάση τα θρησκευτικο-εθνικιστικά κριτήρια.
Στις 20 του Νοέμβρη (3 Δεκέμβρη) 1917, ο Λένιν υπόγραψε την διακήρυξη «Προς όλους τους μουσουλμάνους εργαζόμενους της Ρωσίας και της Ανατολής», στην οποία έλεγε: «Από τώρα και στο εξής, το θρησκευτικό πιστεύω σας, οι συνήθειές σας, τα εθνικά και πολιτιστικά σας ιδρύματα ανακηρύσσονται ελεύθερα και απαραβίαστα».
Η Σοβιετική εξουσία έθεσε τέρμα στη δίωξη και στον περιορισμό των δικαιωμάτων των εθνοτήτων, ιδιαίτερα, στις προσπάθειες της βιαίας προσάρτησης στον χριστιανισμό.
Φωτεινό παράδειγμα, της μεταχείρισης της μουσουλμανικής θρησκείας είναι η απόδοση στους μουσουλμάνους ενός από τα αρχαιότερα και σπανιότερα χειρόγραφα —του κορανίου του Οσμάν. Αυτό το κοράνι, θεωρείται ένα από τα κειμήλια, που σέβονται ιδιαίτερα οι μουσουλμάνοι όλου του κόσμου. Μετά την ένωση της Κεντρικής Ασίας με την Τσαρική Ρωσία το κοράνι του Οσμάν αφαιρέθηκε από τους μουσουλμάνους και δόθηκε στην αυτοκρατορική βιβλιοθήκη της Πετρούπολης. Ο μουσουλμανικός κλήρος επανειλημμένα αποτάνθηκε στην Τσαρική κυβέρνηση με την παράκληση να του επιστραφεί αυτό το κειμήλιο. Όμως η απολυταρχία κώφευε σ’ αυτές τις παρακλήσεις.
Το Δεκέμβρη του 1917 οι μουσουλμάνοι αποτάνθηκαν στον Λένιν, με την παράκληση να τους επιστρέψει το κοράνι του Οσμάν. Η σοβιετική κυβέρνηση ανταποκρίθηκε αμέσως στην παράκληση. Το κοράνι του Οσμάν παραδόθηκε στους μουσουλμάνους. Τώρα φυλάγεται στην Τασκένδη —πρωτεύουσα του Σοβιετικού Ουζμπεκιστάν.
Αργότερα, ο Βλαντίμιρ Ίλιτς Λένιν, έδειξε βαθιά κατανόηση στην ανάγκη για επιδιόρθωση του φημισμένου μητροπολιτικού τζαμιού της Σαμαρκάνδης. Παρά τον εμφύλιο πόλεμο, την καταστροφή, τις οικονομικές δυσκολίες, με διάταγμα που έφερε την υπογραφή του για την επιδιόρθωση αυτού του υπέροχου μνημείου της ανατολικής τέχνης παραχωρήθηκαν σημαντικά ποσά.
Το Σοβιετικό κράτος, δείχνει και σήμερα φροντίδα για τα μουσουλμανικά μνημεία πολιτισμού και αρχιτεκτονικής. Αναστηλώθηκε το φημισμένο σύμπλεγμα των μαυσωλείων του Σαχ—η—Ζίντα, του Γκουρ—η—Εμίρ και μια σειρά άλλα αρχαία τζαμιά στην πλατεία Ρεγκιστάν στη Σαμαρκάνδη, το αριστούργημα της παγκοσμίου αρχιτεκτονικής —το μαυσωλείο του Σαντζάρ στην Τουρκμενία, πολλά σπουδαία μνημεία της ισλαμικής αρχιτεκτονικής στη Μπουχάρα, την Τασκένδη, και άλλες πόλεις. Η κυβέρνηση του Ουζμπεκιστάν αποφάσισε να μετατρέψει σε μουσείο ολόκληρη την πόλη — την αρχαία Χιβά με τις δεκάδες από υπέροχα τζαμιά και σχολεία.
Πολλά μνημεία αρχιτεκτονικής και πολιτισμού των μουσουλμάνων βρίσκονται κάτω από τη κρατική προστασία. Για τη συντήρηση και την αναστήλωσή τους, το κράτος διαθέτει μεγάλα ποσά.
Η οργάνωση της εκκλησιαστικής ζωής των μουσουλμάνων
Η διοίκηση των εκκλησιαστικών υποθέσεων των μουσουλμάνων στη Σοβιετική Ένωση γίνεται από τέσσερα, ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, θρησκευτικά κέντρα, τις λεγόμενες, Εκκλησιαστικές Διευθύνσεις των μουσουλμάνων:
1) Η Εκκλησιαστική Διεύθυνση των μουσουλμάνων της Κεντρικής Ασίας και του Καζαχστάν με κέντρο την Τασκένδη, ασχολείται με εκκλησιαστικές υποθέσεις των μουσουλμάνων που ζουν στο Ουζμπεκιστάν, την Κιργιζία, το Τατζικιστάν, την Τουρκμενία και το Καζαχστάν.
2) Η Εκκλησιαστική Διεύθυνση των μουσουλμάνων της περιοχής Καυκάσου με κέντρο το Μπακού διευθύνει τις εκκλησιαστικές υποθέσεις των μουσουλμάνων Σιιτών και Σουνιτών που ζουν στο Αζερμπαϊντζάν, τη Γεωργία, την Αρμενία.
3) Η Εκκλησιαστική Διεύθυνση των μουσουλμάνων του Βορείου Καυκάσου με κέντρο την πόλη Μαχατσκαλά.
4) Η Εκκλησιαστική Διεύθυνση των μουσουλμάνων του Ευρωπαϊκού τμήματος της ΕΣΣΔ και της Σιβηρίας διευθύνει τις υποθέσεις των μουσουλμάνων που διαμένουν στο Ευρωπαϊκό Τμήμα της ΕΣΣΔ και στη Σιβηρία. Το κέντρο βρίσκεται στην Ουφά.
Κάθε Διεύθυνση ενεργεί σύμφωνα με το καταστατικό που ψηφίζεται σε συνέδριο. Το συνέδριο είναι το ανώτατο εκκλησιαστικό όργανο. Καλείται μια φορά στα πέντε χρόνια. Εξετάζει τα βασικά ζητήματα της θρησκευτικής ζωής των μουσουλμάνων, συζητάει έκθεση της δουλειάς της απερχόμενης διοίκησης και εκλέγει καινούργια διοίκηση.
Στο διάστημα ανάμεσα στα συνέδρια την απόλυτη εξουσία την έχει η εκκλησιαστική διοίκηση και το προεδρείο. Μέλη του προεδρείου εκλέγονται πρόσωπα με γνώσεις του Ισλαμισμού, εξέχοντες Ιμάμηδες και πιστοί με κύρος.
Για πολλά χρόνια τώρα, πρόεδρος της Εκκλησιαστικής διοίκησης των μουσουλμάνων της Κεντρικής Ασίας και του Καζαχστάν είναι ο μουφτής Ζιγιαουντίν—Χαν ιμπν Ισάν Μπαμπαχάν. Η γενεαλογική του ρίζα του ξεκινάει από τις γνωστές προσωπικότητες του Ισλαμισμού της Κεντρικής Ασίας. Ο πατέρας του ο Ισάν Μπαμπαχάν ιμπν Αμπουλματζιχάν, ο πάππος του και ο προπάππος του, έπαιξαν στον καιρό τους σημαντικό ρόλο στη θρησκευτική ζωή των μουσουλμάνων. Ο μουφτής Μπαμπαχάν απόχτησε μια σπουδαία θρησκευτική μόρφωση. Το όνομά του, η δραστηριότητά του, που είχε σαν σκοπό την σύσφιγξη των δεσμών ανάμεσα στους μουσουλμάνους και τη διατήρηση της ειρήνης μεταξύ των λαών, είναι γνωστά και πέρα από τα σύνορα της Σοβιετικής Ένωσης. Είναι μέλος του Σοβιετικού συμβουλίου για την υπεράσπιση της ειρήνης, μέλος του προεδρείου του συμβουλίου για την αλληλεγγύη ανάμεσα στις χώρες της Ασίας και της Αφρικής, είναι μέλος του Σοβιετικού συμβουλίου της ειρήνης, και επικεφαλής του τμήματος των διεθνών σχέσεων των μουσουλμανικών οργανώσεων της ΕΣΣΔ.
Ο μουφτής Ζιγιαουντίν ιμπν Ισάν Μπαμπαχάν, πήγε πολλές φορές για προσκύνημα στους άγιους τόπους στη Σαουδική Αραβία. Στη Μέκκα πήρε ειδικό δίπλωμα για τη μεγάλη ικανότητά του να διαβάζει το κοράνι. Πήρε μέρος σέ πολλές διεθνείς διασκέψεις των μουσουλμάνων.
Σήμερα ο μουφτής παίρνει ενεργό μέρος στις εργασίες της διεθνούς προπαρασκευαστικής επιτροπής για τη Παγκόσμια συνδιάσκεψη: «οι θρησκευτικοί παράγοντες για τη σταθερή ειρήνη, τον αφοπλισμό, και για τις καλές σχέσεις ανάμεσα στους λαούς».
Για τις μεγάλες υπηρεσίες στον αγώνα για την ειρήνη και την σύσφιγξη της φιλίας ανάμεσα στους λαούς, ο μουφτής Μπαμπαχάν παρασημοφορήθηκε με το σοβιετικό «μετάλλιο τιμής». Ανάμεσα στις διακρίσεις τιμήθηκε με το Μαροκινό «παράσημο της Αξίας» πρώτου βαθμού, με το Ιορδανικό «παράσημο του Αστέρος» πρώτου βαθμού, με μετάλλια του Παγκοσμίου συμβουλίου Ειρήνης και του Σοβιετικού συμβουλίου για την υπεράσπιση της Ειρήνης.
Εκδοτική δραστηριότητα των Σοβιετικών μουσουλμάνων
Οι Εκκλησιαστικές Διευθύνσεις των μουσουλμάνων στην ΕΣΣΔ έχουν τους δικούς τους εκδοτικούς οίκους. Έτσι, η διοίκηση των μουσουλμάνων της Κεντρικής Ασίας και του Καζαχστάν εκδίδει το περιοδικό «Οι μουσουλμάνοι της Σοβιετικής Ανατολής». Εκδίδεται σε 4 γλώσσες — στα ουζμπέκικα, αραβικά, αγγλικά και γαλλικά.
Στα τελευταία αυτά χρόνια το κοράνι εκδόθηκε δύο φορές. Σήμερα, ετοιμάζεται μια καινούργια έκδοσή του.
Τακτικά εκδίδονται πολύχρωμα, καλά φιλοτεχνημένα ημερολόγια και άλμπουμ, όπου περιγράφονται τα ιστορικά μνημεία του Ισλαμισμού στη Σοβιετική Ανατολή και η ζωή των Σοβιετικών μουσουλμάνων.
Από τον θεολόγο της Τασκένδης Ισμαήλ Μαχμούτα Ζατίεφ, εκδόθηκε μια μελέτη για το κοράνι του Οσμάν που αναφέρουμε πιο πάνω. Πριν λίγο καιρό εκδόθηκε η πιο σημαντική εργασία του Ιμάμ Αλ Μπουχαρί, «το Τζαμί Ας – Σαχίχ».
Εκτός απ’ αυτά, εκδίδονται ταχτικά διάφορα θρησκευτικά φυλλάδια με ερμηνείες και φετφάδες για τα ιδιαίτερα θεολογικά προβλήματα.
Κατά παράκληση ξένων αναγνωστών η Εκκλησιαστική Διεύθυνση τους στέλνει το έντυπο υλικό που εκδίδει.
Οι μουσουλμάνοι της ΕΣΣΔ είναι υπέρ της ειρήνης
Η έντονη δραστηριότητα των μουσουλμανικών θρησκευτικών οργανώσεων δείχνουν, ότι οι μουσουλμάνοι της Σοβιετικής Ένωσης είναι πατριώτες, που συμμετέχουν ενεργά, στην κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας.
Οι μουσουλμάνοι της ΕΣΣΔ έχουν να επιδείξουν σημαντική δραστηριότητα και σε διεθνή κλίμακα. Το 1970 συνήλθε στην Τασκένδη η διεθνής Συνδιάσκεψη των μουσουλμάνων με σύνθημα «Για την ενότητα και τη συνεργασία στην πάλη για την ειρήνη». Το 1974 έγινε συνδιάσκεψη για τη συμπλήρωση των 1200 χρόνων από την γέννηση του Ιμάμ Αλ Μπουχαρί.
Τον Οκτώβρη του 1976 πραγματοποιήθηκε στη Σοβιετική Ένωση συνάντηση μουσουλμάνων, αφιερωμένη στα 30 χρόνια από την ίδρυση της Εκκλησιαστικής Διεύθυνσης των μουσουλμάνων της Κεντρικής Ασίας και του Καζαχστάν. Στη συνάντηση πήραν μέρος πολλές σημαντικές μουσουλμανικές προσωπικότητες από τη Συρία, την Ιορδανία, το Μαρόκο και άλλες χώρες. Στο διάγγελμά τους, οι συμμετέχοντες στην συνάντηση, υπογράμμισαν ότι η ζωή και η δραστηριότητα των μουσουλμάνων της Κεντρικής Ασίας και του Καζαχστάν αποτελούν φωτεινό παράδειγμα εφαρμογής στη ζωή των διδαχών του κορανίου και της Σούνας στις σημερινές συνθήκες.
Τα τελευταία χρόνια, αντιπροσωπείες από μουσουλμάνους της Σοβιετικής Ένωσης επισκέφθηκαν επανειλημμένα την Αίγυπτο, την Τύνιδα, τη Σαουδική Αραβία, τη Σενεγάλη, τη Γουινέα, και άλλες χώρες. Εμφανίστηκαν από το ραδιόφωνο, την τηλεόραση και τον τύπο αυτών των χωρών και μίλησαν για τη ζωή των μουσουλμάνων στην ΕΣΣΔ με την ευκαιρία της σύγκλησης το 1977 στη Μόσχα Παγκόσμιας Συνδιάσκεψης θρησκευτικών παραγόντων για την ειρήνη, τον αφοπλισμό, και τις καλές σχέσεις ανάμεσα στους λαούς.
Οι μουσουλμάνοι της ΕΣΣΔ, με διάγγελμά τους, κάλεσαν όλους τους ανθρώπους καλής θέλησης «να συσπειρώσουν τις γραμμές τους για την εξάλειψη όλων των επικινδύνων εστιών πολέμου, για την εξάλειψη της αποικιοκρατίας και της νεοαποικιοκρατίας, του ρατσισμού και της πολιτικής των φυλετικών διακρίσεων, για τον θρίαμβο των ιδανικών της ειρήνης και της δικαιοσύνης πάνω στη γη».
Δείτε εδώ το πρώτο μέρος
Δείτε εδώ το δεύτερο μέρος
Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του Αφιερώματος της Κατιούσα στην Οχτωβριανή Επανάσταση