Η κατάληψη των Χειμερινών Ανακτόρων
Ο Νικολάι Ποντβοΐσκι ήταν μέλος της Επαναστατικής Στρατιωτικής Επιτροπής κι ένας από τους ηγέτες της εφόδου στα Χειμερινά Ανάκτορα. Το επόμενο διάστημα κατέλαβε υπεύθυνες θέσεις στον πολιτικό και στρατιωτικό τομέα, μέχρι το θάνατό του, το 1948.
Λόγω πληθώρα της ύλης χτες για την Οχτωβριανή Επανάσταση, ανεβάζουμε σήμερα μια μαρτυρία του Ν. Ποντοβοΐσκι για την έφοδο στα χειμερινά ανάκτορα, από το βιβλίο «Η επανάσταση του Οκτώβρη – Αναμνήσεις και μαρτυρίες των πρωταγωνιστών» (εκδ. Α/συνέχεια), που δίνει με γλαφυρό τρόπο τα γεγονότα, αλλά και το κλίμα της εποχής (στο τέλος παραθέτουμε και σύντομο βιογραφικό σημείωμα).
Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΕΙΜΕΡΙΝΩΝ ΑΝΑΚΤΟΡΩΝ
Στις 25 Οκτώβρη ξεκίνησαν οι εργασίες του 2ου Πανρωσικού Συνεδρίου των Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών. Προτάθηκε να θέσουμε το Συνέδριο μπροστά στο τετελεσμένο γεγονός της πτώσης της Προσωρινής Κυβέρνησης. Η καθυστέρηση στην κατάληψη των Χειμερινών Ανακτόρων ανησυχούσε έντονα το Σμόλνι. Κάθε λεπτό αναμονής έμοιαζε μια ώρα. Ο Β. Ι. Λένιν έστειλε σε εμένα, στον Αντόνοφ και στον Τσουντνόβσκι δεκάδες σημειώματα στα οποία μας επέπληττε ότι καθυστερούσαμε την έναρξη του Συνεδρίου: “Είναι δυνατόν να ξεκινήσουν οι εργασίες του Συνεδρίου, τη στιγμή που ακόμα δεν έχουν καταληφθεί τα Χειμερινά Ανάκτορα;”
Με ακόμα μεγαλύτερη αγωνία οι στρατιώτες περιμένουν τη στιγμή της εφόδου. Ζητούσαν συνεχώς διευκρινίσεις για το λόγο που δε δινόταν το σύνθημα να αρχίσει η επιχείρηση. Τα αποσπάσματα των κοκκινοφρουρών, αποτελούμενα από εργάτες, ήταν λιγότερο ανυπόμονα. Είχαν συγκεντρωθεί στην πρώτη γραμμή, μετακινούνταν στοιχημένοι, σίγουροι για τον εαυτό τους και με μεγάλη αξιοπρέπεια, φυλούσαν σκοπιά με μεγάλη προσοχή.
Οι γραμμές των ανδρών ώρα με την ώρα πλησίαζαν όλο και περισσότερο προς την πλατεία των Χειμερινών Ανακτόρων και πύκνωναν όλο και πιο πολύ. Στις 6 το απόγευμα, είχαν καταλάβει όλα τα σταυροδρόμια και τα σημεία άμυνας κατά μήκος του ποταμού Νέβα, του Ναυστάθμου και των Ανακτόρων, της Παραθαλάσσιας οδού, κατά μήκος της λεωφόρου Νιέφσκι και στο βουλεβάρτου Κονογκβαρντέτσκι, που ήταν αναγκαία για να μπορέσει να ξεκινήσει η έφοδος.
Ο κλοιός των ανθρώπων απλωνόταν από τον περίβολο των Χειμερινών Ανακτόρων, ο οποίος έχει πέσει ήδη στα χέρια μας, από το τόξο που από την Παραθαλάσσια οδό καταλήγει στην πλατεία των Χειμερινών Ανακτόρων, από την τάφρο κοντά στο Ερμιτάζ, από την αρχή του κήπου του Αλεξάνδρου, που έφτανε ως την πλατεία των Χειμερινών Ανακτόρων, ως τις γωνιές του Ναυστάθμου και της λεωφόρου Νιέφσκι. Στην οδό Μιλιόναγια, κατά μήκος του ποταμού και στα σημεία τα εκτεθειμένα στα εχθρικά πυρά, οι στρατιώτες μας είχαν καταλάβει κάθε σημείο που θα μπορούσε να τους προστατέψει και είχαν γίνει ένα με τα τοιχώματα από γρανίτη.
Παντού επικρατούσε ένταση και αναμονή της στιγμής της εφόδου. Στα μετόπισθεν οι στρατιώτες ήταν μαζεμένοι γύρω από φωτιές και κάπνιζαν μέσα στο σκοτάδι. Η ανυπομονησία αύξανε όσο περνούσε η ώρα. Άρχισαν να γκρινιάζουν. Ήθελαν να επιτεθούν τώρα αμέσως, πέταγαν κουβέντες περιπαιχτικές:
-Οι μπολσεβίκοι άρχισαν να κάνουν διπλωματία!
Οι γιούνκερ, οχυρωμένοι πίσω από σωρούς ξύλων στις πύλες των Ανακτόρων, παρακολουθούσαν με προσοχή τις κινήσεις της εμπροσθοφυλακής μας και σε κάθε μας μετακίνηση απαντούσαν με τουφεκιές και πυροβολισμούς.
Ενώ εμείς ετοιμαζόμασταν για την έφοδο, μέσα στα Χειμερινά Ανάκτορα ο Π. Ι. Παλτσίνσκι, σαν υπεύθυνος για την προστασία της Προσωρινής Κυβέρνησης, μιλούσε στους γιούνκερ που είχαν αρχίσει να ταλαντεύονται, στους κοζάκους και στους στρατιώτες των ταγμάτων εφόδου του Αγίου Γεωργίου, καθώς και στο τάγμα γυναικών. Τους είπε ότι οι ενισχύσεις έφταναν από στιγμή σε στιγμή, ότι ο Κερένσκι θα έφερνε στρατιωτικές μονάδες από το μέτωπο. Με αυτές τις υποσχέσεις, κατόρθωσε να ξεγελάσει τα μέλη της κυβέρνησης και τους υπερασπιστές των Ανακτόρων. Αυτό όμως κράτησε μόνο λίγες ώρες.
Στις έξι το απόγευμα στάλθηκε στην Προσωρινή Κυβέρνηση το πρώτο τελεσίγραφο παράδοσης. Τα κανόνια του καταδρομικού Αβρόρα και του φρουρίου Πετροπαβλόφσκ σημάδευαν τα Χειμερινά Ανάκτορα, και θα ‘πρεπε λογικά να έχουν υπαγορεύσει στους πολιορκημένους την απάντηση.
Αργότερα μου ζήτησαν περισσότερες από μία φορά να ξεκαθαρίσω γιατί, αν και είχα τις δυνάμεις αλλά και τη δυνατότητα να τελειώνω με την Προσωρινή Κυβέρνηση από τις έξι το απόγευμα κιόλας, το καθυστερήσαμε τόσο πολύ. Εγώ απαντούσα ως εξής: σίγουρα, η θέση μας στα Χειμερινά Ανάκτορα ήταν τέτοια, ώστε έφτανε να δοθεί το σύνθημα για επίθεση κι αυτά θα έπεφταν στα χέρια μας. Άξιζε όμως τον κόπο να χυθεί έστω και μια σταγόνα από το αίμα των επαναστατών, εάν μπορούσαμε να έχουμε το ίδιο αποτέλεσμα αναγκάζοντας τον αντίπαλο να παραδώσει τα όπλα, κι αφού κάθε λεπτό που περνούσε όλο και περισσότερες στρατιωτικές δυνάμεις εγκατέλειπαν τα Χειμερινά Ανάκτορα συνειδητοποιώντας ότι δεν είχαν άλλη λύση; Πράγματι, μετά το πρώτο τελεσίγραφο που απέρριψε η Προσωρινή Κυβέρνηση, έφυγαν οι κοζάκοι, έφυγε και μια πυροβολαρχία της Στρατιωτικής Ακαδημίας Κονσταντίν.
Στις οχτώ το βράδυ τους στείλαμε και δεύτερο τελεσίγραφο. Και πάλι την Προσωρινή Κυβέρνηση την εγκατέλειψε ένα ακόμη μέρος από τους υπερασπιστές της. Αποχώρησαν οι μονάδες του Αγίου Γεωργίου και το τάγμα γυναικών.
Κανένας δεν προσπάθησε να τους εμποδίσει, και τους άφησαν να βγουν από τα Ανάκτορα…
Στις γραμμές μας και στις κοντινές εφεδρείες, στη θέση της ανυπομονησίας, της ανησυχίας, της γκρίνιας κυριάρχησε τώρα ο ενθουσιασμός και η περηφάνεια. Ο ενθουσιασμός της νίκης τιθάσευσε την ψυχή των στρατιωτών.
Οι μαχητές αισθάνονταν ότι ζούσαν τον επίλογο του αγώνα για την εξουσία, που είχε κρατήσει οχτώ μήνες. Ήταν η τελευταία πράξη του αγώνα… Ο παλιός διεφθαρμένος κόσμος πέθαινε και μέσα από τη θύελλα, ξεπρόβαλλε ένας κόσμος νέος, ενθουσιώδης, χαρούμενος, αγαπημένος… δικός μας…
Συμμεριζόμασταν όλοι την καλή διάθεση των μαζών… Μαζί με το μέλος του γραφείου της στρατιωτικής μας οργάνωσης, τον Κ. Σ. Ερεμέεφ, επιθεώρησα τις θέσεις μας. Πλησιάσαμε στα μετόπισθεν. Στην έδρα του Αρχηγείου, γεμάτη συλληφθέντες, όλοι είχαν πέσει πάνω στα τηλέφωνα. Περίμεναν μια απάντηση: τελείωσε ή όχι; Εκεί σώσαμε και τον στρατηγό Μπαγκρατούνι, τον οποίο οι ναύτες κάποιου πληρώματος από τη Βαλτική ήθελαν να εκτελέσουν με συνοπτικές διαδικασίες.
Από το Αρχηγείο των πληρωμάτων της Βαλτικής πήραμε την παραποτάμια οδό του Ναυστάθμου και, μέσω της γέφυρας των Ανακτόρων, πήγαμε στο φρούριο Πετροπαβλόφσκ. Εδώ πήραμε μαζί μας το διοικητή του φρουρίου Γ.Ι. Μπλαγκονράνοφ και με πατημένα τα γκάζια του αυτοκινήτου τρέξαμε, από την οδό Μιλιόναγια, προς τα Χειμερινά Ανάκτορα. Ο ένας έδινε συγχαρητήρια στον άλλο: όλα είχαν τελειώσει χωρίς να πέσει ούτε μια κανονιά.
Το αυτοκίνητο, με πάντα αναμμένα τα φώτα, πέρασε τη γέφυρα της τάφρου του Ερμιτάζ… Ξαφνικά, ένα εκκωφαντικό κροτάλισμα, όμοιο με αυτό μιας μεγάλης ηλεκτρικής εκκένωσης, ο ήχος από τα πολυβόλα και τα ντουφέκια ανακατωμένα… μια βροχή από σφαίρες… μια στιγμή μεταξύ ζωής και θανάτου… Ο οδηγός παρ’ όλη την ταχύτητα του αυτοκινήτου έκανε αμέσως όπισθεν και το αυτοκίνητο βρέθηκε στην κατωφέρεια της γέφυρας. Είχαμε σωθεί.
Προφανώς είχαμε βιαστεί να δώσουμε συγχαρητήρια ο ένας στον άλλο, μπερδεύοντας την επιθυμία μας με την πραγματικότητα! Τα “ζήτω!” και το θέαμα των αιχμαλωτισμένων ταγμάτων εφόδου τα οποία οδηγούσαμε στη φυλακή του φρουρίου Πετροπαβλόφσκ, μας είχαν ξεγελάσει. Στα Ανάκτορα βρισκόταν ακόμα το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων της Προσωρινής Κυβέρνησης, οι γιούνκερ, που μας έκαναν να ζήσουμε μερικά λεπτά κάθε άλλο παρά όμορφα.
Έδωσα εντολή στον Γ.Ι. Μπλαγκονράνοφ να κατευθυνθεί στο φρούριο Πετροπαβλόφσκ και να δώσει το προσυμφωνημένο σύνθημα για επίθεση. Την ίδια στιγμή το καταδρομικό Αβρόρα θα ‘πρεπε να αρχίσει τον κανονιοβολισμό των Ανακτόρων. Εγώ ο ίδιος κατευθύνθηκα προς τους κοκκινοφρουρούς, που βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή.
Στη διαδρομή μου με σταμάτησε μια ομάδα μενσεβίκων, μελών της Δούμας. Παραπονιόντουσαν ότι δεν τους επέτρεπαν να πάνε στο Αρχηγείο, απ’ όπου θα τηλεφωνούσαν στα Χειμερινά Ανάκτορα και θα έπειθαν την κυβέρνηση να “μην αφήσει να χυθεί αίμα”.
Τους απάντησα ότι ήταν πια αργά για να αλλάξει η ροή των γεγονότων, που είχαν ήδη πάρει ένα δρόμο χωρίς γυρισμό, κι έτσι δεν ήταν ανάγκη να τηλεφωνήσουν. Εξάλλου κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο: οι τηλεφωνικές γραμμές των Χειμερινών Ανακτόρων είχαν κοπεί. Και το να προσπαθήσουν να διασχίσουν την πλατεία ήταν αδύνατο: πυροβολούσαν και επικρατούσε βαθύ σκοτάδι. “Τραβάτε καλύτερα σπίτια σας”, τους συμβούλεψα. Οι εκπρόσωποι της “δημοκρατίας” με παρακολουθούσαν με βλέμμα οργίλο και χαμένο.
Λίγες στιγμές… και, για πρώτη φορά μετά τη σύγκρουση των Δεκεμβριστών με την απολυταρχία [εξέγερση ευγενών και στρατιωτικών που κατεστάλη με αγριότητα στις 26 Δεκέμβρη του 1825), μετά από εκατό σχεδόν χρόνια σιωπής, στους δρόμους της Πετρούπολης σφύριζαν τα βλήματα των κανονιών όχι κατά του λαού, αλλά υπέρ του.
Μερικά βλήματα έσκασαν στους διαδρόμους των Χειμερινών Ανακτόρων. Μπήκε ένα τέλος στην αβεβαιότητα. Οι ναύτες, οι κοκκινοφρουροί, οι στρατιώτες, κάτω από τα διασταυρούμενα πυρά των πολυβόλων, διέσχισαν τα οδοφράγματα μπροστά στα Χειμερινά Ανάκτορα, διέλυσαν τους υπερασπιστές τους και ρίχτηκαν πάνω στην πύλη των Ανακτόρων… εισέβαλαν στο προαύλιο… ανέβηκαν σαν αέρας τις σκάλες… στα πλατύσκαλα συγκρούστηκαν με τους γιούνκερ… πέρασαν από πάνω τους… ρίχτηκαν στο δεύτερο πάτωμα.. κυνήγησαν μακριά τους κυβερνητικούς… διασκορπίστηκαν… ανέβηκαν στο τρίτο πάτωμα. Παντού στο πέρασμά τους νίκησαν τους γιούνκερ και τους άφησαν άφωνους… Οι γιούνκερ παρέδωσαν τα όπλα τους… οι στρατιώτες, οι κοκκινοφρουροί, οι ναύτες, σαν χείμαρρος ορμητικός, προχώρησαν ακόμα πιο μπροστά, ψάχνοντας τους ενόχους τόσων δεινών. Έσπασαν τις πόρτες των κλειδωμένων δωματίων… πλησίασαν την πόρτα που φύλαγαν οι τελευταίοι γιούνκερ, καρφωμένοι στη θέση τους λόγω του καθήκοντος, αλλά παράλυτοι από το φόβο.
-Εδώ βρίσκεται η Προσωρινή Κυβέρνηση!
Σημάδεψαν τους γιούνκερ με τις ξιφολόγχες: “Ουστ, δρόμο!”. Σε μεγάλες ομάδες μπήκαν στην αίθουσα, ανάμεσά τους και ο Αντόνοφ-Οβσέενκο. Αυτό που ονόμαζαν Προσωρινή Κυβέρνηση βρισκόταν εδώ… σωματικά, αλλά σχεδόν πεθαμένοι… πεθαμένοι από φόβο!…
-Στο όνομα της Επαναστατικής Στρατιωτικής Επιτροπής των Σοβιέτ της Πετρούπολης καθαιρώ την Προσωρινή Κυβέρνηση, δηλώνει ο Β. Α. Αντόνοφ – Οβσέενκο. Είστε όλοι υπό κράτηση!
Οι καθαιρεμένοι κάτι πήγαν να ψελλίσουν περί υπεράσπισης των μαζών. Οι ναύτες τους έβγαλαν έξω από την αίθουσα. Ακούστηκαν φωνές: “Κερένσκι… Κερένσκι…”, αυτός όμως την είχε κοπανήσει την παραμονή από την Πετρούπολη, δήθεν για να φέρει στρατεύματα από το μέτωπο.
Στους διαδρόμους ακούγονταν κραυγές αγανάκτησης, οργής, περιφρόνησης. Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν κάτω… στο προαύλιο… στην πύλη… στα οδοφράγματα… στην πλατεία των Χειμερινών Ανακτόρων…
Στην πλατεία οι οργισμένες φωνές αυξήθηκαν, εξαπλώθηκαν…
-Τουφέκισμα… θάνατος… θάνατος…
Ο Τερεστσένκο, ο Κονοβάλοφ και κάποιος άλλος τους αρπάζουν… οι κοκκινοφρουροί ηρεμούν ένα στρατιώτη:
-Ας μην κηλιδώσουμε το θρίαμβο του προλεταριάτου…
Απομάκρυναν τους οργισμένους στρατιώτες από τους συλληφθέντες. Οι κοκκινοφρουροί έφτιαξαν μια προστατευτική αλυσίδα γύρω από την πρώην κυβέρνηση:
-Εμπρός!
Η αλυσίδα ακολούθησε την οδό Μιλιόναγια, προς το φρούριο Πετροπαβλόφσκ. Στα κελιά που προόριζαν για τους επαναστάτες κατέληγαν τώρα οι εχθροί της επανάστασης.
Μια διαταγή: “Στις θέσεις σας!” και ολοκληρώθηκε η νικηφόρα 25η Οκτώβρη.
Το σύνταγμα Εγκέρσκι φρουρούσε τα γενικά επιτελεία και τα κτίρια που γειτονεύουν με την πλατεία των Χειμερινών Ανακτόρων.
Στα Χειμερινά Ανάκτορα ναύτες και στρατιώτες αισθανόντουσαν αφεντικά. Ερεύνησαν όλα τα δωμάτια. Τα πολύτιμα αντικείμενα προκαλούσαν περίεργες σκέψεις. Από το δωμάτιο του Νικολάι Ρομανόφ πήραν τα ξένα βιβλία με ακριβό δέσιμο. Πήραν ό,τι πολύτιμο. Αυτοί που ερευνούσαν το προαύλιο μπήκαν στις καντίνες των Ανακτόρων. Οι πεινασμένοι έπεσαν πάνω στις προμήθειες των τροφίμων: τα χοιρομέρια και τις μποτίλιες τις κουβάλησαν στην πλατεία και στους στρατώνες. Παρόλα αυτά οι πιο συνειδητοί στρατιώτες τους υπενθύμισαν την επαναστατική πειθαρχία. Οργανώθηκε αμέσως η φρουρά των Ανακτόρων. Επικεφαλής τοποθετήθηκε ο ναύτης Πριτσότκο. Η στιβαρή διοίκησή του έγινε αισθητή. Εκκένωσε αμέσως τα Ανάκτορα και τοποθέτησε παντού φρουρούς. Τώρα τα Ανάκτορα βρισκόντουσαν σε χέρια σίγουρα και δυνατά. Μετά από κάποιες ώρες, ο Ιγκνάτι Λβόβιτς Ζεβιαλτόφσκι διορίστηκε διοικητής και επίτροπος των Χειμερινών Ανακτόρων.
Τα μεσάνυχτα, στο Σμόλνι, στο Συνέδριο των Σοβιέτ, έφτασε το νέο της κατάληψης των Χειμερινών Ανακτόρων και της σύλληψης της πρώην Προσωρινής Κυβέρνησης. Δύο ώρες αργότερα ο Β. Α. Αντόνοφ Οβσέενκο ενημέρωσε ο ίδιος για τη μεταφορά των πρώην υπουργών στα κελιά του φρουρίου Πετροπαβλόφσκ.
Η είδηση της κατάληψης των Χειμερινών Ανακτόρων προκάλεσε αισθήματα χαράς και πανηγυρισμούς στο Συνέδριο.
Εγώ παρέμεινα στην πλατεία μέχρι που έφυγαν όλοι οι στρατιώτες. Οι φρουρές είχαν καταλάβει τις θέσεις τους. Τράβηξα προς το Σμόλνι. Ήταν δύο το πρωί. Πήγα στο Βλαντίμιρ Ιλίτς, δίπλα στον οποίο καθόταν ο Β. Ν. Μποντς-Μπρούεβιτς.
***
Ο Νικολάι Ποντβοΐσκι γεννήθηκε το 1880. Μέλος του ΣΔΕΚΡ από το 1901. Εργάστηκε στην παρανομία στην Ουκρανία, στο Μπακού και την Πετρούπολη, στο Γιαροσλάβ και στην Κοστρόμα, στο Ιβάνοβο-Βοζνεσένσκι και άλλες πόλεις. Μετά την επανάσταση του Φεβρουαρίου, που έριξε τον τσάρο, εκλέχτηκε μέλος της Επιτροπής Πετρούπολης του Μπολσεβίκικου Κόμματος. Υπήρξε ένας από τους οργανωτές και ηγέτες της στρατιωτικής οργάνωσης της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΔΕΚΡ (μπ). Στο διάστημα της προετοιμασίας και της ένοπλης εξέγερσης του Οκτώβρη ήταν μέλος της Επαναστατικής Στρατιωτικής Επιτροπής κι ένας από τους ηγέτες της εφόδου στα Χειμερινά Ανάκτορα. Το επόμενο διάστημα κατέλαβε υπεύθυνες θέσεις στον πολιτικό και στρατιωτικό τομέα, μέχρι το θάνατό του, το 1948.
Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του Αφιερώματος της Κατιούσα στην Οχτωβριανή Επανάσταση
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback