Νίκου Καζαντζάκη Ταξιδεύοντας Ρουσία
Αυτή ’ναι η σημερινή Σοβιετική Ρουσία. Χωρίς προκατάληψη καμιά, με συγκίνηση και σαφήνεια, όσο μπορούσα, προσπάθησα να τη δω και να τη ζήσω. Επέβαλα συχνά πειθαρχία στην καρδιά μου, για ν’ αφήσει το νου να δει και να μιλήσει λεύτερα· συχνά δεν έβλεπα ό,τι επιθυμούσα, και το είπα· συχνά έβλεπα ό,τι περίμενα, και το είπα· δεν καταδέχτηκα να κρύψω μήτε το καλό μήτε το κακό.
«Αλίμονο στον άνθρωπο που, όταν ο Θεός σηκώνει τρικυμία, αυτός χύνει λάδι στη θάλασσα.»
Με αυτά τα λόγια κλείνει τον πρόλογο του ο Νίκος Καζαντζάκης στο βιβλίο του Ρουσία. Ο συγγραφέας πήγε στη Σοβιετική Ρωσία τρεις φορές από το 1925 – 1930 και έμεινε εκεί δύο χρόνια ταξιδεύοντας σε διάφορες περιοχές, ζώντας από κοντά την πορεία και την εφαρμογή της Οxτωβριανής Επανάστασης. Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά από τον Στοχαστή το 1928 σε δύο τόμους με τον τίτλο Τι είδα στη Ρουσία. Αργότερα κυκλοφόρησε σε ενιαίο τόμο, το 1956 από το Δίφρο και το 1960 από το Δωρικό. Η τέταρτη έκδοση έγινε το 1964 από τις Εκδόσεις Ελένης Ν. Καζαντζάκη. Έκτοτε γνώρισε πολλές ανατυπώσεις.
«Λέω την αλήθεια όπως την είδαν τα μάτια μου. Η στιγμή που περνούμε είναι τόσο κρίσιμη, που κάθε ψευτιά ή αποσιώπηση της αλήθειας θα’ ταν πράξη ατιμωτική.
Κι όμως, αν ήταν ανθρώπινα μπορετό, αλάκερη η αλήθεια – ο φωτεινός πυρήνας της και το δονούμενο θολό νεφέλωμά της – να στριμωχτεί μέσα σε λόγια, το βιβλίο τούτο θα’ πρεπε να’ ναι τραχύ, οραματικό, γιομάτο ανατριχίλα. Ό,τι σήμερα γίνεται στη Ρουσία συνειδητά, είναι μισερό κι αβέβαιο συγκρινόμενο με ό,τι γίνεται υποσύνειδα, χωρίς οι αρχηγοί να το ξέρουν – ή και να το θέλουν ακόμα. Θαμπά μαντεύουμε πως κοσμογονικά γεγονότα σπέρνουνται στην ακαταμέτρητη τούτη μουζίκικη Ρουσία. Δυστυχώς ζούμε ελάχιστα και δεν προφταίνουμε, απ’ ολόκληρο τον κύκλο, παρά να μαντέψουμε μονάχα – κι αυτό ακόμα σε μια μικρή αστραπή – την καμπύλη που παραμονεύει κι ορμάει στο εφήμερο τόξο της εποχής μας.
Τη Ρουσία, όποιος θέλει γόνιμα να συμμαχήσει με το Πνέμα που πάει μπροστά, συντρίβοντας και δημιουργώντας, πρέπει να την αγαπήσει ακέραια, έρριζα, χωρίς τις μίζερες επιφυλάξεις του μεταφυσικού λογισμού ή τα μικρόλογα ξεψαχνίσματα της αριθμητικής και της επιστήμης.
Η στιγμή ’ναι κρίσιμη· η Ρουσία βγαίνει εξαντλημένη και νικήτρια από τρομαχτικιά περιπέτεια, και τ’ αστικά κράτη την περικυκλώνουν με μίσος, η Ιδέα ακόμα δε στερέωσε το σώμα της, δε βρήκε την άρτια, καθάρια φωνή της, ρέει ακόμα, ψαχουλεύει, μάχεται να στερεωθεί και να μιλήσει. Η ανάγκη της αυτοσυντήρησης – να η πρώτη έγνοια. Πεινάει, θέλει να φάει· ο κόσμος γύρα της συντάζεται να της ριχτεί, πρέπει κι αυτή ν’ αρματώνεται, να’ ναι έτοιμη· ψωμί και τανκς – να οι πρώτες μεγάλες ανάγκες. Αργότερα, όταν περάσει ο κίντυνος, όταν χορτάσει και νικήσει, τότε θα ’χουμε καιρό για φιλοσοφίες. Τώρα, να ζήσουμε πρώτα!
Και τώρα που αναθιβάνω στο νου μου αλάκερο τ’ όραμα, ό,τι βαθύτατα με συγκινεί είναι τούτο: Μέσα στις βουερές πολιτείες, στα καταχιόνιστα χωριά και στις έρημες στέπες της Ρουσίας πρώτη φορά είδα ορατά τον Αόρατο.
Κι όταν λέω «Αόρατο», δεν εννοώ κανένα παπαδίστικο Θεό μήτε καμιά μεταφυσική Συνείδηση ή κανένα ποιητικό αντικαθρεφτισμό της επιθυμίας· εννοώ την κοσμογονική Δύναμη που μεταχειρίζεται εμάς τους ανθρώπους – και πριν από μας τα ζώα, τα φυτά και την ύλη – φορείς της υποζύγιά της, και βιάζεται σα να’χε ένα Σκοπό και ν’ ακολουθούσε ένα δρόμο. Νιώθεις, σε τριγυρίζουν εδώ, στη Ρουσία, οι τυφλές δυνάμες που δημιουργούν το μάτι και το φως.
Γι’ αυτό αναγνώστη, δεν αποτείνουμαι μονάχα στο λογικό σου· αποτείνουμαι προπάντων στην κίνηση που υπάρχει μέσα στο σπλάχνο σου και θέλει να κινήσει τον κόσμο σύμφωνα με την ορμή της. Την κίνηση τούτη του σπλάχνου μου θα ’θελα κι εγώ να σου μεταδώσω, για να μπορέσω να συνεννοηθώ μαζί σου. Επειδή όμως, για να ’ρθω σ’ επαφή μαζί σου, είμαι αναγκασμένος να στριμώξω την κίνηση σε λόγια, να τη μεταστρέψω δηλαδή σε ακινησία, γι’ αυτό είναι ανάγκη, πρι ν’ αρχίσεις να διαβάζεις, να’ χεις στο νου σου τούτο: Τις λέξεις που μεταχειρίζουμαι να τις δέχεσαι σαν ύλη – δηλαδή σκληρό κουκούτσι που κλείνει μέσα του εκρηχτικές δυνάμεις. Την κάθε λέξη, για να βρεις τι θέλω να πω, πρέπει να την αφήνεις να κάνει έκρηξη μέσα σου και να λευτερώνει έτσι την ψυχή που φυλακίζει. Αλλιώς συνεννόηση δεν υπάρχει.
Σύντριψε τη λέξη, λευτέρωσε μέσα της συμπυκνωμένη δύναμη, και τότε θα νιώσεις και συ, αναγνώστη, τούτο:
Πέρα από τη λογική, από τη συζήτηση και τις σοφές λογομαχίες, πέρα από τις οικονομικές ανάγκες, τις κοινωνικές ανατροπές και τα πολιτικά προγράμματα, πάνω από τα σοβιέτ και τους κομισάριους, ενεργεί και κυβερνάει, εδώ στη Ρουσία, το πνέμα της ιστορικής εποχής που ζούμε – ζοφερό, αιματωμένο, που διψάει φως, ανήλεο. Από τον πιο πρωτόγονο μουζίκο ως την άγια μορφή του Λένιν, όλοι είναι συνειδητοί ή ασυνείδητοι εργάτες και συνεργάτες του.
Ιερό συνέπαρμα τούς έχει κυριέψει όλους που οικοδομούν τη νέα Ιδέα, ιερό συνέπαρμα που προξενεί δέος. Αυτή ’ναι η ανώτατη συγκίνηση που μου ’δωκε η Ρουσία. Μακάρι να μπορούσα να σου μεταδώσω και σένα λίγο από τη συγκίνηση τούτη· άλλο σκοπό δεν έχει το ελεύτερο τούτο βιβλίο.» (εισαγωγή)
Ο Νίκος Καζαντζάκης περιδιαβαίνει τις μεγάλες πόλεις (Οδησσός, Κίεβο, Μόσχα) συναντά ανθρώπους υπερασπιστές της επανάστασης αλλά και εχθρούς της, συζητά μαζί τους, μπαίνει στα σπίτια, στα σχολεία, στους χώρους εργασίας. Γράφει για τις εθνότητες και τους Εβραίους, τους εργάτες και τους χωρικούς, το Ερυθρό Δίκαιο και τον Ερυθρό Στρατό, τις Ερυθρές Φυλακές και το Ερυθρό Σκολειό. Παρουσιάζει τη Γυναίκα στη Ρουσία, τις νέες αντιλήψεις για το Γάμο και τον Έρωτα, τις προσπάθειες για το φωτισμό του λαού και τη Θρησκεία. Μεγάλο μέρος αφιερώνει στη Ρούσικη Λογοτεχνία, στην Ερυθρά Λογοτεχνία, στην ερυθρά τέχνη, στο Θέατρο και τον Ερυθρό Τύπο.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον έχουν οι σελίδες για τον Λένιν, τον Τρότσκυ και τον Στάλιν. Βλέπει, ρωτάει, συζητάει, αμφισβητεί, διαφωνεί, σκέφτεται και προβληματίζεται για το νέο κόσμο, τη νέα εποχή που ανοίγεται μπροστά του και καταλήγει σε μια γενική επισκόπηση, την οποία ακολουθεί ένα ποίημα για τον Λένιν μεταφρασμένο από τα ρούσικα:
«Αυτή ’ναι η σημερινή Σοβιετική Ρουσία. Χωρίς προκατάληψη καμιά, με συγκίνηση και σαφήνεια, όσο μπορούσα, προσπάθησα να τη δω και να τη ζήσω. Επέβαλα συχνά πειθαρχία στην καρδιά μου, για ν’ αφήσει το νου να δει και να μιλήσει λεύτερα· συχνά δεν έβλεπα ό,τι επιθυμούσα, και το είπα· συχνά έβλεπα ό,τι περίμενα, και το είπα· δεν καταδέχτηκα να κρύψω μήτε το καλό μήτε το κακό. Απ’ όλους τους δρόμους προσπάθησα ν’ ακολουθήσω τον πιο δύσκολο, δηλαδή τον πιο έντιμο.
Τώρα, στο τέλος του ταξιδιού, ανασκοπώντας το σύνολο, τοποθετώντας τις λεπτομέρειες στην περιφέρεια και δίνοντας όλη την προσοχή στον κεντρικό, αφορμάριστο ακόμα πυρήνα, έφτασα στ’ ακόλουθα γενικά συμπεράσματα:
1. Κρισιμότατη η ιστορική στιγμή που περνούμε· ένας κόσμος γκρεμίζεται, άλλος ανεβαίνει· πάνω σ’ ένα μεγάλο τομέα της γης η προλεταριακή τάξη, πρωτοπόρα, πήρε κιόλας την εξουσία.
2. Η αλλαγή τούτη δεν έγινε βέβαια ειρηνικά· έτσι έγινε πάντα στην Ιστορία· η ιστορία του ανθρώπου στάζει αίμα: Μπορεί να’ ναι σύμφωνη με την ιδιοσυγκρασία μας ή μπορεί να προσβάλλει την ηθική μας η μέθοδο τούτη να προχωρά ο άνθρωπος απάνω στη γης· μα άλλη μέθοδο δεν υπάρχει.
3. Στις 7 Νοεμβρίου δεν έγινε μια επανάσταση· έγιναν δυό, και μάλιστα ουσιαστικά διαφορετικές· α) η επανάσταση των χωρικών ενάντια στους φεουδάρχες· επανάσταση καθαρά μικροαστική· β) η επανάσταση των εργατών ενάντια στους αστούς· επανάσταση καθαρά σοσιαλιστική.
4. Οι δυό επανάστασες τη στιγμή του κοινού κίντυνου πολέμησαν ενωμένες · μόλις όμως ο κοινός εχθρός αφανίστηκε, οι σύμμαχοι – χωριάτες, εργάτες – χώρισαν και ξέσπασε ανάμεσά τους ακήρυχτος άγριος πόλεμος. Η Σοβιετική Ρουσία μια στιγμή έφτασε στα χείλη του γκρεμού.
5. Στην κρίσιμη αυτή στιγμή ένας άνθρωπος, ο Λένιν, έσωσε τη σοβιετική Ιδέα. Ένιωσε – αλήθεια πολύ απλή, που όμως σε κρίσιμες στιγμές συχνά οι αρχηγοί δεν τη νιώθουν – πως ένας μονάχα τρόπος υπάρχει να σωθεί και να επικρατήσει η Ιδέα: η προσαρμογή. Να προσαρμοστεί με τη ρεούμενη, ακατάστατη ακόμα, όλο αντίφασες πραγματικότητα. Πολλές λύσες αποδείχτηκαν προσωρινές, τα ψαχουλέματα, επίπονα, αιματερά, βάσταξαν χρόνια, τα προβλήματα, λερναίες ύδρες, όλο και σήκωναν κεφάλια, μα ο σίγουρος δρόμος είχε πια ανοίξει· η Ιδέα νίκησε. Γιγάντια, επική προσπάθεια που μια μέρα η Ιστορία θα τη χαρακτηρίσει ως το «ρούσικο θάμα».
6. Η Ιδέα – κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά, στρατιωτικά – νίκησε· και βρίσκεται σήμερα στην κορυφή της ευθύνης. Η σοβιετική Ιδέα – ως ιδέα κι όχι κρατική εμφάνιση – έχει, όπως κάθε νέος, δυνατός οργανισμός, ανάγκη ν’ απλωθεί. Δεν μπορεί να κλειστεί σε μια χώρα και σ’ ένα λαό, πλαντάει, θέλει να σπάσει τα σύνορα και να πιάσει αλάκερη τη γης. Γι’ αυτό ( τέτοια είναι η φύση κάθε μεγάλης καινούργιας Ιδέας) η σοβιετική Ιδέα αναστατώνει την οικουμένη· τίποτα πια, σε αλάκερο τον κόσμο, δεν μπορεί να γίνει χωρίς να’ χει ως κέντρο τη νέα Ιδέα – είτε ως δράση είτε ως αντίδραση. Η καταστροφή του ελληνορωμαϊκού κόσμου είναι επαρχιακό φαινόμενο συγκρινόμενο επαρχιακό φαινόμενο συγκρινόμενο με τη σημερινή αναστάτωση και των πέντε ηπείρων από τον κομμουνιστικό στρόβιλο. Σήμερα, με τα νέα τεχνικά μέσα που οπλίστηκε ο άνθρωπος – βαπόρια, σιδερόδρομοι, αεροπλάνα, τηλέγραφοι, ραδιόφωνα – ο κόσμος έγινε ένα, καταργήθηκε η απόσταση, νικήθηκε ο καιρός, και μια Ιδέα, ένα μήνυμα μπορεί να διαδοθεί από τη μιαν άκρα της γης ως την άλλη μοναστραπίς.
7. Οι συνέπειες από τον ομοιόρυθμο τούτον παγκόσμιο αναβρασμό είναι μεγάλες. Πώς είναι δυνατό πια να υπάρξει ειρηνική συμβίωση με το πυραχτωμένο τούτο κέντρο που ξυπνάει και φωτίζει τις εργαζόμενες μάζες όλης της γης, τη Ρουσία; Η σύγκρουση αστικής πραγματικότητας και κομμουνιστικής ιδεολογίας είναι αναπόφευγη. Όσο αργότερα γίνει, τόσο καλύτερα για τον κομμουνισμό· ο χρόνος είναι σύμμαχός του. Τούτο καλά το ξέρουν τ’ αστικά κράτη, μα δεν τολμούν να κηρύξουν τον πόλεμο στη Ρουσία, γιατί είναι κατά μοιραία αναγκαιότητα, χωρισμένα κι αυτά σε αντίμαχα στρατόπεδα· δεν υπάρχει ανάμεσά τους μήτε ψυχική μήτε οικονομική ή ιδεολογική ενότητα. Μα αργά ή γρήγορα – πιθανότερο γρήγορα, γιατί τέτοιος είναι ο σημερινός ρυθμός της γης – πόλεμοι τρομαχτικοί θα ξεσπάσουν.
8. Μπαίνουμε σε μακρόχρονη, περιπετειώδη ιστορική περίοδο πολέμων. Αν αληθινά ο κομμουνισμός είναι μια μεγάλη Ιδέα, που θα πυρπολήσει και θ’ ανανεώσει τον κόσμο, τότε μπήκαμε κιόλας στην πρώτη πύρινη ζώνη.
9. Ζούμε, κι επομένως δε βλέπουμε την εποχή μας. Μα ύστερα από αιώνες, σίγουρα η εποχή μας τούτη δε θα ονομάζεται Αναγέννηση παρά Μεσαίωνας. Μεσαίωνας, δηλαδή μεσοβασιλεία: ένας πολιτισμός ραγίζει και γκρεμίζεται, ένας άλλος γεννιέται. Πεθαίνει ο ένας, επί γενεές ψυχομαχώντας· κοιλιοπονιέται ο άλλος, επί γενεές κοιλιοπονούμενος· ανάμεσά τους ξεσπούν μακροχρόνιοι, όλο λύσσα πόλεμοι. Ζούμε, από τη ρούσικη Επανάσταση και πέρα, τις σπαραχτικές αιματερές ωδίνες κάποιου πολιτισμού.
10. Η ευθύνη έτσι για κάθε άνθρωπο που σκέφτεται κι ενεργεί, σε κάθε χώρα, είναι τεράστια. Ξέρουμε πως αργά ή γρήγορα, με ειρήνη ή με πόλεμο, αν πρόκειται ο κόσμος τούτος να σωθεί, η νέα Ιδέα θα επικρατήσει. Πρέπει λοιπόν κατάματα, άφοβα κι υπεύθυνα ν’ αντικρίσουμε τη μοίρα της ιστορικής στιγμής που ζούμε· κάθε άλλη στάση είναι τύφλωση ή υπεκφυγή κι αναντρία.
Κι όταν έτσι κατάματα κοιτάξουμε τη Μοίρα, ποιο’ ναι το χρέος μας; Συνειδητά να συνεργαστούμε με την Ιστορία. Συνειδητά, θέλω να πω: με κατανόηση κι όσο ανθρώπινα μπορετό με περισσότερη ελευθερία. Να βλέπουμε το μελλούμενο να’ ρχεται και να ετοιμάζουμε το λαό μας να το δεχτεί· να προσπαθούμε από τώρα, μελετώντας ψυχολογικά, οικονομικά, πνεματικά τον τόπο μας, να’ μαστε έτοιμοι, κι όταν θα’ ρθει η στιγμή, να δεχτούμε όχι πια παθητικά την Ιδέα παρά ενεργητικά, κάνοντας τη, παρ’ όλη τη διεθνική της φύση, όσο μπορούμε πιο ελληνική. Έτσι μονάχα ο ερχομός της Ιδέας θα’ ναι ακίντυνος, η προσαρμογή πιο γρήγορη και πιο γόνιμη και το πρόσωπο της Ελλάδος δε θα παραμορφωθεί.
Μεγάλη, κρίσιμη τούτη η στιγμή που περνούμε. Αν είσαι αληθινός άνθρωπος, αναγνώστη μου, και πονάς τους ανθρώπους και νιώθεις σε ποιον ιστορικό στρόβιλο στροβιλιζόμαστε πυραχτωμένοι, έχεις χρέος να σκεφτείς πολύ και να πάρεις, αν μπορείς, απόφαση.»
Το βιβλίο είναι μια ζωντανή – λογοτεχνική – ταξιδιωτική – πολιτική ανταπόκριση από την επαναστατημένη Ρωσία με την ξεχωριστή ματιά, το ζωντανό ύφος και το ιδιαίτερο λεξιλόγιο του Νίκου Καζαντζάκη που διαβάζεται με αμείωτο ενδιαφέρον από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα.
Νίκου Καζαντζάκη, Ταξιδεύοντας – Ρουσία, Εκδόσεις Καζαντζάκη, Αθήνα 2010
Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του Αφιερώματος της Κατιούσα στην Οχτωβριανή Επανάσταση