Η Οκτωβριανή Επανάσταση και οι Έλληνες της Ρωσίας
Ποια ήταν όμως η στάση των μπολσεβίκων έναντι των ελληνικών πληθυσμών στις περιοχές όπου επικρατούσαν τελικά επί των δυνάμεων της αντίδρασης;
Άγνωστες πτυχές από την ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού και των συνθηκών οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση, παρουσιάζονται στο βιβλίο «Οι Έλληνες στη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού», του Αναστάση Ι. Γκίκα (εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2007).
Από την έκδοση που «στοχεύει σε μια μαρξιστική και επιστημονικά τεκμηριωμένη προσέγγιση ιστορικών γεγονότων και διαδικασιών, μακριά τόσο από εξιδανικευμένες ωραιοποιήσεις όσο και από ισοπεδωτικούς μηδενισμούς, η οποία θα συμβάλει…στην περαιτέρω μελέτη και ανάλυσή τους», μεταφέρουμε μερικά αποσπάσματα.
(…) Στις 25 Οκτωβρίου 1917 (7 Νοεμβρίου με το νέο ημερολόγιο) ξεσπάει η Οκτωβριανή Επανάσταση. Η κύρια μάζα των ελληνικών πληθυσμών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας εντοπιζόταν τότε γεωγραφικά στη νότια Ουκρανία και Ρωσία, τον Καύκασο, τη Γεωργία, την Αμπχαζία, κλπ. Στις περιοχές αυτές, οι οποίες περιέκλειαν κυριολεκτικά μωσαϊκά εθνοτήτων, εκδηλώθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα διάφορες εθνικιστικές κινήσεις και κινήματα. Επιχειρώντας μια περισσότερο διεισδυτική προσέγγιση στα γεγονότα και τις διαδικασίες που εξελίχτηκαν τη δεδομένη ιστορική περίοδο, προκύπτουν τα εξής:
Οι κοινωνικοπολιτικές αντιθέσεις και συγκρούσεις που έλαβαν χώρα στην επικράτεια της Ρωσικής Αυτοκρατορίας στις αρχές του 20ου αιώνα, μπορεί να εμφανίζονταν ανά περιπτώσεις με μορφή εθνική, αλλά στο περιεχόμενό τους ήταν βαθύτατα ταξικές. Το εθνικό στοιχείο «αξιοποιήθηκε» από τις διάφορες αστικές τάξεις (με διαφορετικό βαθμό επιτυχίας κάθε φορά) ως ιδεολογικό μέσο κινητοποίησης μιας μερίδας των μαζών προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους. Η ελληνική αστική τάξη (…) διεκδικούσε πολιτική έκφραση, όπως ακριβώς συνέβαινε και με τη ρωσική. Η σύγκριση βέβαια εδώ δεν υπονοεί ταύτιση των επιδιώξεων ρωσικής και ελληνικής αστικής τάξης, αλλά επισημαίνει την αυξανόμενη απαίτησή τους για μερίδιο στην πολιτική εξουσία (για τη μεν ρωσική αστική τάξη σε επίπεδο αυτοκρατορίας, για τη δε ελληνική στο επίπεδο των ελληνικών κοινοτήτων). Στον ιδεολογικό τομέα είχε αποκρυσταλλωθεί ως κυρίαρχη αντίληψη της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας της διασποράς η ιδεολογία της αστικής τάξης στη μητροπολιτική Ελλάδα, δηλαδή αυτή του Μεγαλοϊδεατισμού. Στην περίπτωση των Ελλήνων του Πόντου η ιδεολογία αυτή δεν μεταφράστηκε ως αίτημα για ενσωμάτωση περιοχών του Καυκάσου όπου ζούσαν ελληνικοί πληθυσμοί στο ελληνικό κράτος, αλλά ως ζήτημα αυτονομίας, ή ακόμα και ανεξαρτησίας.
Από την άλλη αναπτυσσόταν, έστω και ανομοιόμορφα αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο, η ταξική συνείδηση στις γραμμές της εργατικής τάξης και της φτωχής αγροτιάς. Η έκταση της συμμετοχής των Ελλήνων στις επαναστατικές διαδικασίες σίγουρα δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια. Η κυριαρχούσα άποψη στη βιβλιογραφία είναι πως ο εθνικισμός υπερτέρησε της ταξικής συνειδητοποίησης ανάμεσα στους ελληνικούς πληθυσμούς: εκτίμηση που στηρίζεται κατά κύριο λόγο σε υποκειμενικές απόψεις ή υπολογισμούς τρίτων και όχι σε αντικειμενική παράθεση των ιστορικών στοιχείων. Παρά την ύπαρξη ισχυρών μηχανισμών ιδεολογικής ενσωμάτωσης των μαζών από πλευράς της άρχουσας τάξης (εκπαίδευση, εκκλησία, κράτος), Έλληνες προλετάριοι, χωρικοί και άλλοι προοδευτικοί άνθρωποι, συμμετείχαν ενεργά στις επαναστατικές διαδικασίες δίπλα στους αλλοεθνείς – αλλά ομοίους ταξικά – συναγωνιστές τους. Τα παραδείγματα είναι πολλά(…)
Ιδιαίτερη απήχηση φαίνεται πως είχαν οι θέσεις των μπολσεβίκων ανάμεσα στους ελληνικούς αγροτικούς πληθυσμούς(…)
Έλληνες στρατιώτες του μετώπου ενώθηκαν με τους εξεγερμένους εργάτες και αγρότες, μετέχοντας στις επαναστατικές διαδικασίες στο πλευρό των αλλοεθνών συντρόφων τους(…)
Μέσα από τις γραμμές του επαναστατικού προλεταριάτου αναδείχτηκαν πολλοί κομμουνιστές ελληνικής καταγωγής. Ανάμεσα σε εκείνους που ανέπτυξαν επαναστατική δράση και διώχτηκαν από το τσαρικό καθεστώς ήταν ο ποντιακής καταγωγής Βλαδίμηρος Παπαδόπουλος. Ο ίδιος καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλάκιση λόγω της συμμετοχής του στο συνδικαλιστικό και επαναστατικό κίνημα. Μετείχε ενεργά στη Μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση και το 1918 εντάχτηκε στις γραμμές του Κόμματος των Μπολσεβίκων, καθώς και στον Κόκκινο Στρατό.
Η Παρασκευή Γεωργαζή, η οποία πήρε ενεργά μέρος και στα επαναστατικά γεγονότα του 1905, συμμετείχε τον Οκτώβρη του 1920 ως αντιπρόσωπος στην πρώτη συνδιάσκεψη των εργατριών και αγροτισσών του Κυβερνείου της Οδησσού. Στην ίδια συνδιάσκεψη πήρε μέρος και η Ευδοκία Παπαδοπούλου, εξωκομματική συνδικαλίστρια.
Μεταξύ των Ελλήνων που έδρασαν μέσα από τις τάξεις του Κόμματος των Μπολσεβίκων και έλαβαν ενεργά μέρος στις επαναστατικές διαδικασίες ήταν και οι: Θ. Βεργόπουλος, Μ. Μανέλης, Α. Νεδελιάκης, Γ. Λουσνάκης, Ν. Πανάγου, Ξ. Μαλανδράκης, Γ. Λινάκης, Δ. Πετράκης.
Πολλοί εντάχθηκαν στον Κόκκινο Στρατό, όπως οι Κ. Παπαδόπουλος, Α. Σάμης, Ζ. Κοντός, Ν. Μανουκλίδης και Γ. Θεοδώρης. Από τις γραμμές του Κόκκινου Στρατού πολέμησαν ακόμη οι Πόντιοι της Οδησσού Π. Τομπουλίδης, Α. Ιωαννίδης, ο Κ. Βασιλειάδης και άλλοι. Στο 50ο Σύνταγμα Πεζικού του Κόκκινου Στρατού υπηρέτησαν οι Έλληνες κομμουνιστές της περιοχής Περεσίπ της Οδησσού Π. Κοντογιώργης, Β. Παπαδόπουλος και Χαραλαμπάτος.
Στις μάχες του Μετώπου της Μαριούπολης (Μάρτιος 1919) έλαβε μέρος στο πλευρό του Κόκκινου Στρατού εθελοντικό στρατιωτικό κίνημα αποτελούμενο αμιγώς από Έλληνες της περιοχής. Στην πολυεθνική μονάδα της Κόκκινης Εθνοφρουράς της Γιάλτας εντάχτηκαν επίσης πολλοί Έλληνες. Πόντιοι εθελοντές, όπως οι Κ. Ζαχαρίδης και Σ. Παπαδόπουλος, μετείχαν σε επιχειρήσεις του Κόκκινου Στρατού ακόμα και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές της χώρας (Μέση Ασία, Τασκένδη, αρχές 1918). Ένας άλλος Έλληνας, εν ονόματι Μοραντής, διετέλεσε Διευθυντής του Χαρτογραφικού Τμήματος του Γενικού Επιτελείου Στρατού στο Τουρκεστάν.
Αξιοσημείωτη υπήρξε ακόμη η παρουσία των Ελλήνων στο πεδίο της διαφώτισης, της υπεράσπισης και μεταλαμπάδευσης των κομμουνιστικών θέσεων και αρχών. Όπως στην περίπτωση του Κωνσταντίνου Γ. Σεμερτζίεφ, ο οποίος, κατά τη διάρκεια της κατάληψης της πόλης Γιάγκρα από τους Μπολσεβίκους το 1917, εκλέχτηκε υπεύθυνος διαφώτισης της Επαναστατικής Επιτροπής και το 1920 πρόεδρος της Περιφερειακής Επιτροπής της Κομσομόλ στην περιοχή του Σοχούμ (Αμπχαζία).
Ο Πόντιος Δ. Τριαναταφυλλίδης, μέλος της συντακτικής επιτροπής της τοπικής εφημερίδας της Ευπατόριας, διακρίθηκε παράλληλα και στον τομέα της προπαγάνδας των σοσιαλιστικών ιδεών. Στο Κυβερνείο της Σταυρούπολης προσέφερε σημαντικές υπηρεσίες στο Κόμμα και τον Τομέα Διαφώτισης η δασκάλα Μαρία Βαλλιανού του Κωνσταντίνου (1896 -1973), μέλος του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος από το 1914. Η ίδια, κατά την περίοδο της ξένης στρατιωτικής επέμβασης και του Εμφυλίου, πήρε δραστήρια μέρος στην απόκρουση του εχθρού και την υπεράσπιση της σοβιετικής εξουσίας, κατέχοντας παράλληλα της θέση της Αντιπροέδρου της Διεύθυνσης του Πολιτικού Τμήματος της Λαϊκής Παιδείας της Σταυρούπολης.
Πολλοί Έλληνες Πόντιοι της Οδησσού, της Σεβαστούπολης, του Σοχούμ, του Βατούμ και άλλων πόλεων με ελληνικές παροικίες, εκλέχτηκαν στα τοπικά σοβιέτ, καθώς και σε άλλα όργανα εξουσίας. Στο Σοβιέτ Εργατών Αντιπροσώπων της Οδησσού εκλέχτηκαν το Σεπτέμβρη του 1917 πέντε Έλληνες. Αργότερα (το Γενάρη του 1918), στη νέα Εκτελεστική Επιτροπή των Σοβιέτ Εργατών Αντιπροσώπων της Οδησσού, αναδείχτηκε ένας άλλος Έλληνας ονόματι Πινέλης. Στις εργασίες του Συνεδρίου των Σοβιέτ Αγροτών Αντιπροσώπων που διεξήχθη το Φλεβάρη του 1918 στην πόλη της Χερσώνας έλαβαν μέρος 806 αντιπρόσωποι αγροτών από το Κυβερνείο της περιοχής. Μεταξύ των ομιλητών ήταν και ο εκπρόσωπος των Ρώσων εργατών, Πόντιος στην καταγωγή, Στεπανίδης, ο οποίος και μετέφερε τη μεγάλη ευγνωμοσύνη της εργατικής τάξης στους αγρότες συνέδρους για την υποστήριξη του αγώνα τους με είδη τροφίμων(…)
Έλληνες βέβαια «διέπρεψαν» και από την άλλη πλευρά της ταξικής σύγκρουσης. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Χαράλαμπου Παπαδόπουλου, αρχηγού ένοπλης ομάδας, που «συνεργάστηκε με τους μενσεβίκους και ενισχύθηκε από τους (εύπορους) αστούς Έλληνες του Σοχούμι».
Αξιοσημείωτη υπήρξε, ωστόσο, η άρνηση της πλειοψηφίας – όπως καταγράφεται από διάφορους αυτόπτες μάρτυρες – των Ελλήνων να συμμετάσχουν στον Εμφύλιο στο πλευρό της αντίδρασης. Αναφέρει σχετικά ο Ιωάννης Καλτσίδης πως ενόψει της προέλασης του Κόκκινου Στρατού, «αποφασίστηκε να επιστρατεύσουν εθελοντές. Και επειδή δεν μπορούσαν να στρατολογήσουν από τους Έλληνες της Τιφλίδας, γιατί κανένας δεν πήγαινε εθελοντής, έστειλαν δύο Έλληνες αξιωματικούς του πρώην τσαρικού στρατού για να επιστρατεύσουν στα ελληνικά χωριά της Τσάλκας. Ευτυχώς όμως δεν πρόλαβαν, γιατί την ώρα που πήγαιναν αυτοί, οι μπολσεβίκοι πλησίαζαν στην Τσάλκα. Έτσι αποσοβήθηκε ο κίνδυνος του σχηματισμού εθελοντικών ελληνικών ταγμάτων». Στην Κριμαία, κατά τη διάρκεια του Εμφύλιου, δεν ήταν λίγοι οι Έλληνες που συλλαμβάνονταν και στέλνονταν για εκτέλεση με την κατηγορία πως ήταν κομμουνιστές.
Στην τελική αναμέτρηση μεταξύ επαναστατικών και αντεπαναστατικών δυνάμεων καταλυτικό ρόλο έπαιξε το κοινό μέτωπο όλων των εθνικοτήτων υπό τη σημαία των Σοβιέτ. Γράφει σχετικά ο Ν. Α. Λακόμπα, ανώτατο στέλεχος του Κόμματος των Μπολσεβίκων και της Κυβέρνησης της Αμπχαζίας, έχοντας μετάσχει και ο ίδιος στις επαναστατικές διαδικασίες στην περιοχή: «Για να συντρίψουμε την τυχοδιωκτική περιπέτεια των μενσεβίκων, για να υπερασπίσουμε τη σοβιετική εξουσία, όλος ο πληθυσμός της Αμπχαζίας, κυριολεκτικά όλος, σηκώθηκε στο πόδι χωρίς διάκριση εθνικότητας. Εδώ ήλθε και ο Αμπχάζιος, εδώ και ο Έλληνας και ο Αρμένιος, εδώ και ο Ρώσος, εδώ και ο Εσθονός, και ούτω καθεξής.»
Ποια ήταν όμως η στάση των μπολσεβίκων έναντι των ελληνικών πληθυσμών στις περιοχές όπου επικρατούσαν τελικά επί των δυνάμεων της αντίδρασης; Ένας αυτόπτης μάρτυρας της κατάληψης της πόλης της Τιφλίδας από τον Κόκκινο Στρατό τονίζει στα απομνημονεύματά του: «Μετά από δύο ημέρες, κατά τα μέσα Φεβρουαρίου 1921, ο ρωσικός στρατός έμπαινε στην Τιφλίδα. Και ενώ ο κόσμος περίμενε σφαγές, λεηλασίες και αρπαγές, συνέβηκε το αντίθετο. Ο ρωσικός στρατός βάδιζε κατά μήκος των δρόμων σαν να είχε γυρίσει από γυμνάσια. Κανένα έκτροπο δεν έγινε…»
Η Έκθεση Σταυριδάκη στο Υπουργείο Εξωτερικών (1919) φαίνεται να επιβεβαιώνει την παραπάνω βιωματική περιγραφή των πραγμάτων: «Ο αντίκτυπος του γεγονότος τούτου (της επικρατήσεως του Μπολσεβικισμού το 1917) υπήρξε ιδίως άμεσος, διότι οι μπολσεβίκοι, πλην τυχαίων κρουσμάτων, εις ουδεμίαν συστηματικήν βιαιοπραγίαν κατά των Ελλήνων προέβησαν…» Η δε «αναίμακτος κατάληψις της Οδησσού» φαίνεται πως έπεισε το γράφοντα «ότι ουδεμία βιαιοπραγία γίνεται υπό της ερυθράς φρουράς και ότι η ζωή των Ελλήνων δεν κινδυνεύει». Όσο για τη συμμετοχή Ελλήνων στις επαναστατικές διαδικασίες, ο συντάκτης της σχετικής έκθεσης δήλωσε το αυτονόητο: «Έμποροι, επαγγελματίαι ή κτηματίαι», ελληνικής καταγωγής, δεν είχαν λόγο «ν’ αναμιχθώσι εκ λόγων συμφέροντος εις τον αγώνα». Άλλοι λόγοι, που τους χαρακτηρίζει τυχαίους (!) «ώθησαν κατά τόπους τους Έλληνας να λάβωσιν ανά χείρας την ερυθράν σημαίαν.»
Έκτροπα έγιναν όχι εν τη παρουσία της σοβιετικής εξουσίας αλλά εν τη απουσία της: «Κατά την πρώτην εισβολήν της Ερυθράς Φρουράς (κατά Ιανουάριον 1918) Έλληνες τινές της Γιάλτας εύρον κατάλληλον την στιγμήν να εκδικηθώσι παλαιόν μίσος κατά των Τατάρων και έλαβον τα όπλα κατ’ αυτών. Η εκδίκησις υπήρξε σκληρά όταν αφιχθέντες οι Γερμανοί κατήργησαν την Μπολσεβικήν εξουσίαν. Ολόκληρα ελληνικά χωριά ηρημώθησαν και πλέον των εκατό ομογενών εσφάγησαν. Τα κτήματα των αποδιωχθέντων κατοίκων των χωριών τούτων κατελήφθησαν υπό των Τατάρων οίτινες και κατέχουσι αυτά ακόμη.»
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η σχετική έκθεση του κυβερνήτη του θωρηκτού «Λήμνος», το οποίο στις αρχές του 1919 βρισκόταν στην περιοχή της Σεβαστούπολης και της Γιάλτας. Κάνοντας λόγο περί « αβασίμων διαδόσεων ότι δήθεν ο μπολσεβικικός στρατός προβαίνει εις κακουργήματα και διώξεις εις τα καταλαμβανόμενα παρ’ αυτών μέρη», κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δε συντρέχουν λόγοι για τη μετακίνηση (εκπατρισμό) των εκεί ελληνικών πληθυσμών. Στη συνέχεια δε τόνισε πως «παραδόξως αι διώξεις και κακώσεις του πληθυσμού προέρχονται κυρίως εκ του ρωσικού εθελοντικού στρατού (σημείωση: «Λευκοί») και ουχί εκ των μπολσεβίκων».
Η αναπαραγωγή των παραπάνω αναφορών έχει ειδική σημασία, αφού δεν είναι λίγες οι φορές όπου γίνεται λόγος για έκτροπα ή διώξεις των Ελλήνων από τους μπολσεβίκους με συνέπεια την τρομοκράτηση και προσφυγοποίηση χιλιάδων εξ αυτών. Ενδεικτικά παραθέτουμε το παρακάτω απόσπασμα, το οποίο και υιοθετείται λίγο – πολύ από το σύνολο της βιβλιογραφίας: «Η αναζωπύρωση του νέου μεταναστευτικού πυρετού προκλήθηκε από τον φόβο των Ελλήνων ότι με την επικράτηση των μπολσεβίκων θα έχαναν τις περιουσίες τους, τη δυνατότητα να συνεχίζουν με ασφάλεια – και σχετική ελευθερία – τις πατροπαράδοτες τουλάχιστον οικονομικές και επαγγελματικές τους δραστηριότητες, αλλά και όλα τα θρησκευτικά και εκπαιδευτικά τους δικαιώματα.»
Τίποτε δε θα μπορούσε να είναι πιο αναληθές. Όντως, ένας βαθμός σύγχυσης και ανησυχίας αναπόφευκτα υπήρχε γύρω από τη γενικότερη μελλοντική εξέλιξη των πραγμάτων. Ωστόσο, οι μόνοι εκ των οποίων η «οικονομική» ή «επαγγελματική» ελευθερία βρισκόταν πραγματικά υπό καθεστώς διακύβευσης ήταν οι εκπρόσωποι της αστικής τάξης, των οποίων τα συμφέροντα – για άλλη μια φορά – ταυτίζονται αυθαίρετα με τα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.
Σε όλες τις μαρτυρίες που εξετάστηκαν δεν βρέθηκαν πουθενά καταγεγραμμένα περιστατικά «αντιποίνων» ή «αντεκδίκησης». Μάλιστα, για πηγές στις οποίες αποδίδονταν τέτοια συμβάντα, και τις οποίες καταφέραμε να διασταυρώσουμε, αποδείχτηκε πως δεν ανέφεραν τίποτε σχετικό και παραθέτονταν παραπλανητικά(…)
Δεκάδες μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων επιβεβαιώνουν πως δεν υπήρχαν διώξεις εθνικού χαρακτήρα. Ακόμα και Έλληνες από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα παραδέχονται πως αντιμετωπίστηκαν από τους μπολσεβίκους με ταξικά και όχι με εθνικά κριτήρια(…)
Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του Αφιερώματος της Κατιούσα στην Οχτωβριανή Επανάσταση