«Όποιος αγαπάει τη Σοβιετική Ένωση αγαπάει το μέλλον του τόπου του»
Μόλις πατήσαμε το πόδι μας εδώ, το πρώτο που είδαμε ήταν οι αδυναμίες σας. Γι’ αυτό δε χρειαζόταν κόπος, ούτε χρόνος πολύς ούτε και κολαούζος. Ενώ για να καταλάβεις πόσο σκληρά πάλεψε αυτός ο κόσμος, πόσες θυσίες έδωσε για να χτίσει ό,τι έχτισε, δεν είναι και τόσο εύκολο. Χρειάζεται και κόπος και χρόνος.
Ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Κώστα Πουρναρά (Μπόση) «…και το τρένο τραβούσε για τα ξεχερσώματα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή.
Για τη ζωή και το έργο του συγγραφέα μπορείτε να δείτε εδώ. Παρουσιάσεις του βιβλίου μπορείτε να δείτε εδώ.
Κι έπειτα από κάμποσα χρόνια ένας άλλος πατέρας, κει που κάποτε ήταν γυμνή κι έρημη στέπα, θα δείχνει στο γιο του τις πολυκατοικίες, τα εργοστάσια… και θα του λέει: «Όταν ήρθαμε εδώ, στα 1954, δεν υπήρχε τίποτα. Και τώρα!!»
Το τρένο τρέχει. Η νύχτα κυλάει ήσυχα και οι δυο νέοι μιλούν λες κι είχαν χρόνια ν’ ανταμώσουν, λες κι αύριο θα χωρίσουν και βιάζονται να τα πουν όλα απόψε.
– … Όταν ήμουν στην Ελλάδα, αλλιώς τα φανταζόμουνα … Όχι μονάχα εγώ κι άλλοι, που ήξεραν πολύ περισσότερα από μένα. Πολλές φορές στ’ αντάρτικο, όταν καθόμαστε τις νύχτες γύρω στις φωτιές ή μέσα στις σπηλιές και πιο πολύ όταν μας ζόριζε ο εχθρός, λέγαμε: «Καλότυχοι-καλόημεροι οι Ρώσοι. Βρέθηκαν σε μια καλή θέση, εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία και πήραν την εξουσία. Από κει και πέρα, η σκούφια στραβά. Όπως στη Βίβλο: «Είπε ο Θεός να γίνει φως κι έγινε φως»… Ίσως αυτά που σου λέω κι αυτά που θα σου πω να μην ήταν έτσι απ’ την αρχή. Στην πορεία, ιδιαίτερα όταν ήρθαμε εδώ, προστέθηκαν καινούργιες εντυπώσεις, ανακατεύτηκαν με τις παλιές αντιλήψεις, έφτιαξαν ένα κουβάρι τυλιγμένο και άδικα θα παιδευτείς να βρεις αρχή και τέλος. Μα αυτό δεν έχει και μεγάλη σημασία…
Και για τους Σοβιετικούς ανθρώπους άλλη ιδέα είχα. Μπήκα στο κίνημα το καλοκαίρι του ’43, όταν η κατοχή καθόταν στα στήθια μας σαν ταφόπετρα. Μας κυνηγούσαν οι Γερμανοϊταλοί, μας κυνηγούσαν κι οι δικοί μας, οι ληστοσυμμορίτες. Χυμούσαν κάθε τόσο στα χωριά και μας ξεκλήριζαν. Για να γλιτώσουμε παίρναμε τα λόγγα και τους γκρεμούς, κρύβαμε τα πέντε ζωντανά στις τρύπες κι απ’ το φόβο και την απελπισιά δε βλέπαμε πουθενά φως. Κείνη την εποχή ήρθε ένα τμήμα του ΕΛΑΣ απ’ άλλη περιοχή, γιατί σε μας δεν υπήρχαν ακόμα εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις. Πρώτη φορά τότε άκουσα για σας. Μας μάζεψαν στην πλατεία και μας μίλησε ο καπετάνιος τους, ένας λεβέντης, ψηλός, με γενειάδα και σκούφια μαύρη, στραβά βαλμένη. Δε χρειάζεται να σου αναφέρω τι μας είπε: Μόνο τούτο που έχει σχέση με την κουβέντα μας. «Αδέρφια! Πατριώτες! Να διώξουμε τον καταχτητή, για να σώσουμε το έθνος… Σε τούτα τα βουνά πολεμούσαν κι οι παππούδες μας για τη λευτεριά και τραγουδούσαν: «Ακόμα τούτην την άνοιξη, τούτο το καλοκαίρι, ώσπου να ’ρθει ο Μόσκοβος… Ο Μόσκοβος σαρώνει τις χιτλερικές ορδές κι όπου κι αν είναι… φτάνει…»
Την ίδια μέρα φτιάξαμε την πρώτη ομάδα της ΕΠΟΝ κι ύστερα, κάθε Κυριακή, ερχόταν ένα παλικάρι, όχι πολύ μεγαλύτερο από μας, ίσαμε 25 χρονών και μας μάζευε. Δεν ξέραμε πώς τον λένε, από πού είναι… Αργότερα, όταν τον έπιασαν και τον ντουφέκισαν, μάθαμε πως ήταν δάσκαλος. Στην αρχή μας έλεγε για τα κατορθώματα του Κόκκινου Στρατού και του ΕΛΑΣ. Μετά μας μιλούσε για τη χώρα σας, τον Λένιν, την Επανάσταση… Και στο τέλος μας έβαζε τα καθήκοντα της εβδομάδας. Μιλούσε πολύ όμορφα και μας άναβε φωτιά στις ψυχές. Όσο ήταν κοντά μας κρεμιούμαστε απ’ τα χείλη του κι όταν έφευγε κι έμνησκα μόνος παιδευόμουν να μαντέψω τι σόι άνθρωποι είσαστε. Φυσικά, σαν κι εμάς δεν έπρεπε και δεν μπορούσατε να είσαστε. Δυο παλιότερα περιστατικά με βοήθησαν και με ξεστράτισαν.
Όταν ήμουν στην τρίτη τάξη, ήρθε στο σχολειό μας μια κυρία απ’ την Αθήνα. Μας μοίρασε μολύβια, τετράδια, καραμέλες… Όλη την ώρα χαμογελούσε και μας χάιδευε, πότε το ένα πότε το άλλο. Η μορφή της χαράχτηκε βαθιά στην ψυχή μου και η φαντασία μου -αφού ήταν καλοντυμένη, παχουλή κι όμορφη και δεν έμοιαζε καθόλου με τις γυναίκες του χωριού- τη στόλισε μ’ όλες τις αρετές κι όλες τις χάρες του κόσμου.
Άλλη μια φορά, αυτό έγινε λίγο αργότερα, γύρισε απ’ την Αμερική ένας γείτονας και μακρινός μας συγγενής, ο Νίκος ο Μπότσαρης. Είχε φύγει απ’ το χωριό μικρός και μεγάλωσε εκεί. Φορούσε δαχτυλίδια αστραφτερά, χρυσή καδένα περασμένη στο γιλέκο… ψηλός γερός… Έφερε στα παιδιά τ’ αδερφού του ένα σωρό καλούδια. Έδωσε και σε μας ρουχαλάκια και παπούτσια και μας πήρε την ψυχή. Όταν περνούσε στο δρόμο, βγαίναμε με την αδερφή μου στην πόρτα και τον κοιτάζαμε στα μάτια να μας χαμογελάσει. Πηδούσαμε απ’ τη χαρά, όταν τύχαινε να μας χαϊδεύει. «Είναι καλός σαν το… Θεό», λέγαμε και δεν τον φωνάζαμε «μπάρμπα», όπως συνηθίζεται στο χωριό, αλλά «θείο».
Η κυρία απ’ την Αθήνα, ο «θείος» απ’ την Αμερική, ο καπετάνιος με τη γενειάδα, τη μαύρη σκούφια και τα τσαπράζια, ο πρώτος δάσκαλός μου με τις φλογερές του ιστορίες, που έμοιαζαν με παραμύθια, ήταν το πρώτο υλικό και το πρώτο καλούπι για το Σοβιετικό άνθρωπο.
Απ’ το ’43 ως το ’49 πολλά έγιναν και πολλά άλλαξαν. Όμως, η παιδική και εξιδανικευμένη εκείνη εικόνα, γέννημα της αντίδρασης στη δική μας φτώχεια, της λαχτάρας να ήμασταν κι εμείς σαν κι εσάς, καλοζωισμένοι και καλοντυμένοι, γεροί κι όμορφοι, οπότε δε θα είχαμε και καμιά ανθρώπινη αδυναμία, βασικά έμεινε η ίδια. Πίστευα πως οι Σοβιετικοί δεν έχουν κανένα ψεγάδι κι έφτανε να ακούσω μόνο πως οι Ρώσοι πίνουν και μεθούν για να πω: Προπαγάνδα της αντίδρασης.
Γι’ αυτό, λοιπόν, ο Μπαμπένκο είχε απόλυτα δίκιο όταν είπε: Αυτοί ήρθαν μ’ ένα δισάκι στην πλάτη. Στο ένα είχαν αγάπη για τη Σοβιετική Ένωση και στο άλλο μικροαστικές αυταπάτες.
Μόλις πατήσαμε το πόδι μας εδώ, το πρώτο που είδαμε ήταν οι αδυναμίες σας. Γι’ αυτό δε χρειαζόταν κόπος, ούτε χρόνος πολύς ούτε και κολαούζος. Ενώ για να καταλάβεις πόσο σκληρά πάλεψε αυτός ο κόσμος, πόσες θυσίες έδωσε για να χτίσει ό,τι έχτισε, δεν είναι και τόσο εύκολο. Χρειάζεται και κόπος και χρόνος.
Η δική σου βοήθεια, Σόνια, ήταν ολόπλευρη και μόνιμη. Όμως στην αρχή δεν ήταν αυτή που έπαιξε τον αποφασιστικό ρόλο. Τότε αγαπούσα το κορμί σου κι όχι την ψυχή σου. Ύστερα… Εγώ ήμουν… άντρας κι εσύ… κοπελούδα. Άντρας που πολέμησε με τον εγγλέζικο και τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, ενώ συ δεν είχες… κάνει τίποτα.
Ο Τσιγανένκο μου έδειξε τη στράτα για να μπω στο νόημα της ζωής σας, τότε που πήγαμε μαζί, την πρώτη φορά, στο σπίτι του. Αργότερα με βοήθησε ο Μπαμπένκο, η γρια-Ταμάρα, η αποθηκάρισσα, κι οι άλλοι.
Και στην πορεία γινόταν κάτι το παράξενο. Ο Σοβιετικός άνθρωπος έχανε το φωτοστέφανο και την αίγλη. Από ψηλά κατέβαινε σιγά-σιγά στα χαμηλά κι από μακριά ερχότανε όλο και πιο σιμά. Κι όσο ζύγωνε τόσο δεν έμοιαζε με την «κυρία απ’ την Αθήνα» ή το «θείο απ’ την Αμερική». Έμοιαζε με τη μάνα μου, που κατάντησε μια χουφτούλα πετσί και κόκαλο απ ’ την πολλή δουλειά και τη μεγάλη στέρηση, με τον πατέρα μου, που έχει τις απαλάμες σκληρές σαν αργασμένο δέρμα κι απ’ τα μαλλιά ποτέ δεν του απολείπουν τα χώματα, με την αδερφούλα μου, που δεν έχει φουστάνι να φορέσει, και τον αγαπάς σα μεγαλύτερο αδερφό, σα φίλο γκαρδιακό, και τον αγαπάς ακριβώς γιατί είναι άνθρωπος κι όχι υπεράνθρωπος…
Το φεγγάρι κουρασμένο ανεβαίνει αργά. Το βοριαδάκι σφυρίζει και τσούζει. Η στέπα σα να μην έχει άκρη. Οι νεολαίοι κοιμούνται. Πότε-πότε σηκώνεται από κανένας, τρίβει λίγο τα μάτια, ρίχνει μια νυσταγμένη ματιά στο ρολόι και γυρίζει απ’ τ’ άλλο πλευρό. Άλλος πάει να πιει νερό, στέκει ένα-δυο λεπτά στο παράθυρο, κοιτάζοντας όξω, και ξαπλώνει πάλι. Το τρένο τρέχει αγκομαχώντας, η μηχανή κάπου-κάπου σφυρίζει και ξυπνάει όσους κοιμούνται αλαφρά. Ένας ρωτάει: Πού βρισκόμαστε; Κι ο αντικρινός τ’ απαντάει: Σε λίγο μπαίνουμε στη Μόσχα.
-… Γιατί σου τα λέω αυτά, Σόνια; Για να σου δείξω πως το «γίδι» απ’ τη Λάκκα-Σούλι -όπως μ’ έλεγε ο Καστράκης- έγινε πολιτισμένος, μορφωμένος άνθρωπος, που εξετάζει τη ζωή διαλεκτικά; Μια τέτοια απόπειρα δε θα είχε κανένα όφελος.
Τότε; Γιατί σου τα λέω; Όταν ήρθαμε εδώ -σχώρα μου την περιαυτολογία- αγαπούσα τη Σοβιετική Ένωση μια φορά, μ’ εκείνη την αγάπη που σου είπα. Σήμερα δέκα φορές περισσότερο με μια αγάπη πιο διαφορετική. Κι όταν θα ’ρθει η άγια ώρα να γυρίσουμε στην πατρίδα μας -κι αν θα πάμε μαζί, θα δεις πόσο όμορφη είναι και πόσος καλός ο κόσμος της- θα την αγαπώ εκατό φορές περισσότερο. Κι αυτό κάτι είναι. Γιατί όποιος αγαπάει τη Σοβιετική Ένωση αγαπάει το μέλλον του τόπου του.
Αυτό το «κάτι» το χρωστάω σε σένα, στον Μπαμπένκο, στον Τσιγανένκο: στο Σοβιετικό άνθρωπο. Κι απόψε που είμαι χαρούμενος κι η ψυχή μου εύφορη -σαν το πλούσιο οργωμένο χωράφι- για λόγια αγάπης, απόψε που κάθε μιζέρια καταχωνιάζεται στις σκοτεινές γωνιές σαν τις νυχτερίδες στα χαλάσματα, όταν τις χτυπάει το φως, θέλω να σας πω ένα ευχαριστώ…
Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του Αφιερώματος της Κατιούσα στην Οχτωβριανή Επανάσταση