Όταν δάκρυσε ο Κερένσκι
Η Κρατική Συνδιάσκεψη της Μόσχας, 12-15 Αυγούστου 1917
Το τέλος των εργατικών κινητοποιήσεων στις αρχές του Ιουλίου του 1917 οδήγησε σε σημαντικές αλλαγές το πολιτικό σκηνικό της Ρωσίας. Ο νέος ισχυρός ηγέτης ήταν ο Αλέξανδρος Κερένσκι. Η νέα μορφή της Προσωρινής Κυβέρνησης παγίωνε τον εξοβελισμό των συντηρητικών μεταρρυθμιστικών κομμάτων –των Καντέτων- από την κυβερνητική εξουσία. Οι σοσιαλδημοκράτες – Μενσεβίκοι, Εσέροι – και οι γύρω από αυτούς, έδειχναν απόλυτοι κυρίαρχοι. Θεωρητικά η κυβέρνηση αυτή απαρτιζόταν από τις ίδιες πολιτικές δυνάμεις που κρατούσαν την πλειοψηφία και στα Σοβιέτ, στο τοπικό και στο εθνικό επίπεδο. Η κατάσταση είχε κάτι το ιστορικά ειρωνικό. Το σύνθημα των διαδηλωτών των πρώτων ημερών του Ιουλίου για μεταβίβαση όλης της εξουσίας στα Σοβιέτ, θα μπορούσε να πει κανείς ότι είχε υλοποιηθεί. Δεν υπήρχε πολιτική διαφορά ανάμεσα στην ηγεσία των τελευταίων και στο νέο κυβερνητικό σχήμα.
Οι απειλές απέναντι στη νέα ισορροπία φαίνονταν απόμακρες. Οι Μπολσεβίκοι, παρά την προσεκτική διαχείριση από τη μεριά τους των εξεγέρσεων του Ιουλίου, είχαν δεχθεί σοβαρό πλήγμα. Οι έντεχνα διατυπωμένες κατηγορίες για εξυπηρέτηση συμφερόντων του εχθρού και συνειδητή προδοσία –με αντίστοιχες χρηματικές απολαβές- είχαν οπωσδήποτε λειτουργήσει αποτελεσματικά στην εμπόλεμη χώρα όπου η ιδέα της «υπεράσπισης της πατρίδας» δεν είχε ακόμα χάσει την πολιτική δυναμική της. Ο Λένιν, για μια ακόμα φορά καταδιωκόμενος, είχε περάσει έγκαιρα στην παρανομία. Άλλοι ηγέτες των Μπολσεβίκων είχαν συλληφθεί και κλειστεί στις φυλακές. Οι εισαγγελείς αναζητούσαν αποδείξεις για την «εσχάτη προδοσία» που θα τους οδηγούσε ίσως και στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Σε τελευταία ανάλυση η χώρα πολεμούσε ακόμα. Η καταστροφική κατάληξη των επιθέσεων του καλοκαιριού δεν είχε ακόμα πιστοποιηθεί και οι ταγοί της αστικής τάξης πίστευαν ότι θα μπορούσαν να πετύχουν κάτι ανάλογο με τη Γαλλική Επανάσταση στο έτος δύο της δικής της ιστορίας: οι επιστρατευμένοι στρατιώτες, θεωρώντας ότι πλέον δεν υπερασπίζονται την τυραννία του όποιου μονάρχη αλλά αντίθετα προασπίζουν μια ελεύθερη και δημοκρατική πατρίδα, ίσως έκαναν θαύματα επιτέλους στα πεδία των μαχών. Λίγοι ήταν εκείνοι που αναλογίστηκαν πόσα λίγα είχε να προσφέρει η νεοφερμένη στην εξουσία αστική τάξη της Ρωσίας σε σχέση με όσα είχε, στα 1793, να προσφέρει η γαλλική αντίστοιχη. Πολύ λίγο ενδιέφερε τους στρατιώτες στο μέτωπο η κυριαρχία της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη και στα Στενά. Τρία χρόνια σκοτώνονταν μακριά από τα χωράφια και τη γη που καλλιεργούσαν, γη που δεν τους ανήκε ή που, εάν τους ανήκε, την είχε ήδη υποθηκεύσει ο τοκογλύφος. Το αγροτικό ζήτημα, έλεγε και η νέα αστική κυβέρνηση, θα επιλυόταν μετά το νικηφόρο τέλος του πολέμου. Η κατάσταση της εργατικής τάξης θα βελτιωνόταν μετά το νικηφόρο τέλος του πολέμου. Ο εφιαλτικός πόλεμος θα σταματούσε μετά τη νίκη. Αλλά για να έρθει αυτή η νίκη έπρεπε ακόμα να πεθάνουν πολλοί ακόμα, τα μέχρι τότε εκατομμύρια των θυμάτων προφανώς δεν έφταναν.
Η νέα κυβέρνηση, έχοντας πετύχει σημαντικά πλήγματα ενάντια στους Μπολσεβίκους τον Ιούλιο μπορούσε πλέον να σχεδιάζει με μεγαλύτερη άνεση το μέλλον το δικό της και της χώρας. Το πρόβλημα της πειθαρχίας και της αναδιοργάνωσης του στρατού σε τρόπο ώστε να μπορεί να συνεχίσει αποτελεσματικά τον πόλεμο και –αν χρειαζόταν- να εγγυηθεί την εσωτερική τάξη, ήταν το πρώτο ζητούμενο. Ο Κερένσκι, όπως και ο Τσάρος λίγους μήνες νωρίτερα έφθασε να θεωρεί τον στρατό ως κύριο στυλοβάτη της πολιτειακής σταθερότητας. Κάτω από αυτό το πρίσμα ήταν απόλυτα φυσιολογική η επιλογή του στρατηγού Κορνίλοφ ως ανώτατου διοικητή των στρατιωτικών δυνάμεων της χώρας.
Ο στρατηγός είχε βρεθεί σε κρίσιμη «πολιτική» θέση σε μια κρίσιμη εποχή. Ήταν στρατιωτικός διοικητής της Πετρούπολης τις ημέρες του Φεβρουαρίου. Πολλοί, ανάμεσα στους αστούς μεταρρυθμιστές και δημοκράτες είχαν τότε εκτιμήσει την στάση του. Αν και ο ίδιος ανήκε σε αφιερωμένη στον Αυτοκράτορα οικογένεια Κοζάκων, και ο Τσάρος του είχε εμπιστευθεί νευραλγική θέση, δεν θεώρησε τότε αναγκαίο να πεθάνει για την προάσπιση του μοναρχικού καθεστώτος που κατέρρεε. Αντίθετα προσπάθησε να εξασφαλίσει στην νέα εξουσία, την προσωρινή κυβέρνηση, την βασική προϋπόθεση για την εξάσκηση της πολιτικής της. Την πειθαρχία του στρατεύματος στις διαταγές της. Είδαμε πως απέτυχε σε αυτό του τον στόχο. Δεν έχασε τη θέση του όταν ανατράπηκε ο Τσάρος και το καθεστώς που είχε αναλάβει να προστατεύσει. Την έχασε όταν δεν μπόρεσε να προσφέρει τα απαιτούμενα στην νέα κυβέρνηση των Καντέτων και των σοσιαλδημοκρατών. Από αυτή την άποψη, παρότι ανήκε στην παλαιά στρατιωτική σχολή της τσαρικής παράδοσης, μπορούσε να θεωρηθεί φίλος της επανάστασης. Την κρίσιμη στιγμή, τον Ιούλιο του 1917, διοικητής μιας στρατιάς του μετώπου, διέταξε τον τυφεκισμό των λιποτακτών και των φυγάδων στρατιωτών του παρά την «δημοκρατική» κατάργηση της ποινής του θανάτου. Αυτονόητα η «θαρραλέα» του ενέργεια τον ανέδειξε σε ήρωα των ημερών. Σε Μεσσία που γνώριζε τον τρόπο για την πειθάρχηση του στρατού και την επιβολή της τάξης. Ο Κερένσκι θεώρησε ότι βρήκε στο πρόσωπο του στρατηγού το απόλυτο εργαλείο για την εδραίωση της εξουσίας του.
Ο στρατηγός πολύ γρήγορα αποδείχθηκε περισσότερο αντίπαλος παρά φίλος. Δεν επρόκειτο για την προσωπική του ιδιοσυγκρασία, όπως πολλοί αναφέρουν. Γύρω από αυτόν έσπευσαν να συγκροτηθούν οι συντηρητικές δυνάμεις, σε πρώτη σειρά εκείνες οι δυνάμεις που έχασαν την κυβερνητική τους υπόσταση με την ανάδειξη του «σοσιαλιστή» Κερένσκι. Αυτές οι δυνάμεις υπαγόρευσαν τα αιτήματα που διεκδίκησε ο στρατηγός ευθύς μόλις έγινε αρχιστράτηγος. Πειθαρχία, απόλυτα δικαιώματα αξιωματικών-διοικητών, ποινή θανάτου στο μέτωπο και στα μετώπισθεν, έλεγχο πολεμικής βιομηχανίας και μεταφορών, στρατιωτικό έλεγχο της Πετρούπολης. Το εργαλείο που ανακάλυψε ο Κερένσκι αποδείχθηκε μέσα σε λίγες ημέρες εξαιρετικά απειλητικό και για τον ίδιο.
Ο νέος πρωθυπουργός χρειαζόταν στηρίγματα. Στα Σοβιέτ τα οποία ταπείνωσε δεν μπορούσε να στηριχθεί. Η αντιπαλότητα με τους μηχανισμούς των τελευταίων στην τραυματική εμπειρία του Ιουλίου άφησε κατά κάποιο τρόπο απομονωμένη την εκτελεστική εξουσία και προκάλεσε ερωτηματικά ως προς τη νομιμοποίηση της εξουσίας της. Η διάσταση με την ηγεσία του στρατού –που η ίδια κυβέρνηση τοποθέτησε- όξυνε ακόμα περισσότερο ετούτες τις αμφιβολίες. Τα Σοβιέτ μπορούσαν να ισχυριστούν ότι εκπροσωπούσαν τη σημαντική πλειονότητα των εργατών και των στρατιωτών –δηλαδή των αγροτών. Ο Στρατός μπορούσε να επικαλεστεί ότι αντιπροσώπευε την μάχιμη δύναμη του Έθνους. Η κυβέρνηση, για να εξισορροπήσει την κατάσταση και να τονώσει το δικό της κύρος, έπρεπε να σκεφτεί κάτι εξίσου σημαντικό. Διακήρυξε λοιπόν ότι εκπροσωπούσε τις «ζωντανές δυνάμεις του Έθνους».
Αυτές οι «ζωντανές δυνάμεις» έπρεπε κατά κάποιο τρόπο να συγκροτηθούν και να εμφανιστούν στο πολιτικό προσκήνιο της κοινωνίας. Με αυτόν τον στόχο συγκλήθηκε στην Μόσχα, στις 12 με 15 Αυγούστου του 1917, η Κρατική Συνδιάσκεψη όπου κλήθηκαν να λάβουν μέρος εκπρόσωποι όλων των κοινωνικών, επαγγελματικών και κοινοτικών συλλογικοτήτων της Ρωσίας. Το σώμα θα περιλάμβανε, σύμφωνα με την περιγραφή του Κερένσκι, αντιπροσώπους από την πολιτική, κοινωνική, δημοκρατική, εμπορική, βιομηχανική, πνευματική, στρατιωτική ζωή της χώρας. Επιμελητήρια, ενώσεις και συλλογικότητες από όλους τους χώρους, προερχόμενα κυρίως από την εποχή του τσαρικού καθεστώτος, θα συνευρίσκονταν εκεί. Καθώς θα ήταν πολύ δύσκολο να συγκληθεί ένα σώμα αυτής της μορφής στην ταραγμένη και ακόμα αβέβαιη Πετρούπολη, η κυβέρνηση του Κερένσκι πήρε την απόφαση να μεταβάλει την γεωγραφία της ηγεσίας. Η Μόσχα έδειχνε να είναι –συγκριτικά με την Πετρούπολη- μια σχετικά ήρεμη πόλη όπου επίσης βάραιναν και οι ιστορικές παραδόσεις –συντηρητικές στην πλειονότητά τους. Εκεί λοιπόν θα συνερχόταν το νέο νομιμοποιητικό σώμα της ρωσικής αστικής εξουσίας.
Οι συντηρητικοί, ο στρατός και ο νέος αρχιστράτηγος έσπευσαν να σηκώσουν το γάντι που τους πέταξε ο πρωθυπουργός. Η συνδιάσκεψη μπορούσε να γίνει το δικό τους βήμα, η δική τους κολυμβήθρα καθαρμού και νομιμοποίησης. Επένδυσαν λοιπόν σε αυτήν με όλες τους τις δυνάμεις. Η συνδιάσκεψη πήρε τη μορφή μιας αναμέτρησης ανάμεσα στις δύο παρατάξεις του ίδιου και του αυτού –στην ουσία- πολιτικού και κοινωνικού αστικού χώρου.
Την ώρα που τα στρατόπεδα των διεκδικητών του «θρόνου» κατέστρωναν τα δικά τους σχέδια οι Μπολσεβίκοι σε πιο ταπεινούς χώρους, αποφάσιζαν και αυτοί την αναμέτρηση. Είδαμε ότι δεν συγκινήθηκαν από τον πανεθνικό και σωτήριο ρόλο με τον οποίο οι αστοί και οι συντηρητικές δυνάμεις επεδίωκαν να ντύσουν το μεγάλο πολιτικό γεγονός. Οι Μπολσεβίκοι της Μόσχας περιέγραψαν με σχετική ακρίβεια τις εμφανείς ή αφανείς προθέσεις των αντιπάλων τους και αρνήθηκαν να νομιμοποιήσουν με την παρουσία τους τα συμβαίνοντα. Προχώρησαν μάλιστα ένα βήμα περισσότερο. Αποφάσισαν να συγκρουστούν με τις «ζωντανές δυνάμεις» του συντηρητικού χώρου και των αστών.
Η απεργία πραγματοποιήθηκε την ημέρα που ξεκινούσε τις εργασίες της η Συνδιάσκεψη. Η κινητοποίηση είχε απρόσμενη επιτυχία. Οι εκπρόσωποι των ενώσεων στη συνδιάσκεψη αντιλήφθηκαν με τα ίδια τους τα μάτια την διάσταση που υπήρχε ανάμεσα στους εργαζόμενους και τους ίδιους. Ούτε τραίνα, ούτε τραμ υπήρχαν για να μεταφέρουν αυτούς «τους εκπροσώπους του Έθνους» στην πολύ σπουδαία τους συνάντηση. Ούτε εστιατόρια, ούτε ξενοδοχεία λειτουργούσαν για να τους εξυπηρετήσουν. Η ατμόσφαιρα έμοιαζε να προμηνύει γενικευμένη σύγκρουση, η πειθαρχία όμως των απεργών στις αποφάσεις της ηγεσίας τους υπήρξε παροιμιώδης. Οι εκδηλώσεις έγιναν στους τόπους της εργασίας και δεν υπήρξαν διαδηλώσεις στους δρόμους και στο κέντρο της πόλης. Οι συγκρούσεις, που ίσως επιδίωκαν οι οπαδοί του Κορνίλοφ για να δώσουν δραματικό τόνο στις εργασίες της συνδιάσκεψης και να αποσπάσουν ίσως από αυτήν την εντολή για «σωτηρία» της χώρας, δεν πραγματοποιήθηκαν. Ήταν προφανές ότι τα γεγονότα του Ιουλίου, η συκοφαντική περί προδοσίας επίθεση και οι διωγμοί ενάντια στην ηγεσία και στον μηχανισμό των Μπολσεβίκων που ακολούθησαν, δεν είχαν εξαρθρώσει την οργανωτική δομή και τις δυνατότητες του κινήματος. Το αντίθετο μάλιστα. Η αυτοπεποίθηση και η πειθαρχία των απεργών ήταν κάτι το τρομακτικό για όσους εκ των επιφανών της άρχουσας τάξης ήθελαν να δουν προσεκτικά τα γεγονότα.
Η ταπείνωση των εκπροσώπων της αστικής τάξης και τα απειλητικά σύννεφα που βρίσκονταν πίσω από αυτήν δεν έγιναν αντιληπτά από τους εκλεκτούς αντιπροσώπους στην ουσιαστική τους διάσταση. Η διευθέτηση «εσωτερικών» ζητημάτων που σχετίζονταν με τη νομή της εξουσίας φαινόταν να είναι το μόνο ζήτημα που απασχολούσε τους αντιπροσώπους. Το ερώτημα που πρόβαλε πιεστικά αφορούσε τη διάσταση ανάμεσα στην κυβέρνηση και τον στρατό, τον Κερένσκι και τον στρατηγό Κορνίλοφ. Η συνδιάσκεψη διασπάστηκε θεαματικά πάνω σε αυτό το ζήτημα. Το «αριστερό» της τμήμα –προοδευτικοί διανοούμενοι, δημοσιογράφοι, εκπρόσωποι επαγγελματικών ενώσεων και συνδικάτων με σοσιαλδημοκρατικές ιδέες, εκπρόσωποι των Σοβιέτ με παρόμοιες θέσεις- θεώρησαν αδιανόητη κάθε παραχώρηση πολιτικών εξουσιών στο στρατό. Στη δεξιά πλευρά –εκπρόσωποι της αριστοκρατίας, των βιομηχάνων, των υψηλών βαθμίδων της στρατιωτικής ιεραρχίας, συντηρητικοί διανοούμενοι και αξιωματούχοι, μέλη ή συμπαθούντες των Καντέτων- είχαν τελείως διαφορετική αντίληψη ως προς τη συνδρομή του στρατού στην επαναφορά της κοινωνικής τάξης. Ούτε ο Κερένσκυ, ούτε ο –υποτιμημένος- κίνδυνος των Μπολσεβίκων μπόρεσαν να γεφυρώσουν τις διαφορές.
Οι εργασίες της μεγάλης σύναξης δεν ήταν παρά διαδοχικές διακηρύξεις των περισσότερο ή λιγότερο σημαντικών ηγετών των δυνάμεων που κυριάρχησαν στην πολιτική ζωή της χώρας από τον Φεβρουάριο ως τον Αύγουστο του 1917. Το πνεύμα των λόγων ήταν απολογητικό μάλλον ως προς τα πεπραγμένα της επανάστασης του Φεβρουαρίου παρά θριαμβευτικό, όπως θα άρμοζε σε μια τελετή επιβεβαίωσης της ενότητας και της αποφασιστικότητας. Η ομιλία του Μιλιούκοφ, έδινε με ακρίβεια τον τόνο. Ο ιστορικός ηγέτης των Καντέτων ανέπτυξε τα λάθη της επανάστασης και τους πολιτικούς σταθμούς που τα συνόδεψαν: η Προσωρινή Κυβέρνηση είπε συνθηκολόγησε μπροστά στον «εκδημοκρατισμό του στρατού». Συνθηκολόγησε μπροστά στα «ουτοπικά αιτήματα των εργατών». Συνθηκολόγησε μπροστά στους Ζιμερβαλιστές. Συνθηκολόγησε μπροστά στα αιτήματα των εθνικών μειονοτήτων. Συνθηκολόγησε μπροστά στα αιτήματα των αγροτών. Ήταν μια κυβέρνηση που στο όνομα αόριστων αξιών υποτάχθηκε σε ομάδες και κινήματα και θυσίασε στο βωμό τους το Κράτος και τον Στρατό. Το συμπέρασμα για τον συντηρητικό πολιτικό ήταν απλό: έπρεπε να στραγγαλιστούν οι Μπολσεβίκοι….
Το πνεύμα του συμβιβασμού με τη σκληρή πραγματικότητα και της αναίρεσης ακόμα και των ως τότε κεκτημένων της επανάστασης του Φεβρουαρίου βρήκε απήχηση και στήριξη από μη αναμενόμενες πλευρές. Ο παλιός αναρχικός και τρομοκράτης Κροπότκιν έκανε έκκληση για την απομόνωση του Ζιμερβαλντισμού καθώς ο τελευταίος οδηγούσε στην ηττοπάθεια και στην ήττα. Η ήττα θα σήμαινε απώλεια εδαφών και υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεων, θα κατέστρεφε το έθνος και θα δημιουργούσε «ψυχολογία ηττημένου» που θα ζημίωνε τη ρωσική κοινωνία. Ως προς την υπόθεση του σοσιαλισμού θεώρησε ότι νέες μορφές του τελευταίου, όπως εκείνες που προωθούσε ο Λόϋντ Τζώρτζ, πρωθυπουργός της Αγγλίας, ήταν ενδιαφέρουσες. Λίγο αργότερα, από το βήμα της Συνδιάσκεψης ήταν η σειρά του Πλεχάνωφ να αναγγείλει το «τέλος της επανάστασης» και να επιμείνει στην ανάγκη συμβιβασμού και ενότητας για την αντιμετώπιση της επερχόμενης καταστροφής.
Ο φαινομενικά ανεξάντλητος κατάλογος ομιλητών περιλάμβανε τα πλέον ετερόκλιτα πρόσωπα. Για τον εξωτερικό παρατηρητή θα επρόκειτο ίσως για το μεγάλο βήμα προς την ενότητα. Στην πραγματικότητα οι ομιλίες, πέρα από τη ρητορεία και το αόριστο των προτάσεων και των αναλύσεων, ήταν αποκλίνουσες στο βαθμό που ο κάθε ομιλητής εστίαζε τον λόγο του αποκλειστικά και μόνο στην δική του θέση και στα συμφέροντα του χώρου που εκπροσωπούσε. Εάν τα συμφέροντα αυτά συνέκλιναν, τότε δεν θα χρειαζόταν ούτε η επανάσταση του Φεβρουαρίου, ούτε η Κρατική Συνδιάσκεψη της Μόσχας!
Οι δύο πρωταγωνιστές των ημερών βρίσκονταν φυσικά ανάμεσα στους ομιλητές. Ο στρατηγός Κορνίλοφ επικεντρώθηκε στην κακή κατάσταση του στρατού και στην την επικείμενη κατάληψη της Ρίγα από τον γερμανικό στρατό. Η Ρίγα ήταν, υπενθύμισε, στο δρόμο που οδηγούσε στην Πετρούπολη. Η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί, τόνισε, οδηγούσε στην κατάληψη της πρωτεύουσας της χώρας από τον εχθρό και ίσως στην ολοκληρωτική συντριβή της χώρας. Η αιτία της στρατιωτικής αποτυχίας βρισκόταν στην απειθαρχία και στις καταστροφικές δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις. Είχε έρθει η ώρα για δραματικές αλλαγές στο όνομα της σωτηρίας της χώρας. Υπέδειξε τον δρόμο της σωτηρίας και άφησε στο ακροατήριο την ευθύνη της ανάδειξης του Σωτήρα.
Ο έτερος των μονομάχων της αστικής εξουσίας, ο Κερένσκι, διαφώνησε μόνο ως προς το πρόσωπο του Σωτήρα. Φρόντισε να βελτιώσει την εικόνα του εξηγώντας ότι ενώ ο ίδιος ανήκε στα πρόσωπα της επανάστασης του Φεβρουαρίου, έκρινε ότι το έργο της τελευταίας κινδύνευε από συνωμότες και προδότες. Δεν εννοούσε φυσικά τη στρατιωτική ηγεσία. Αναφερόταν στους Μπολσεβίκους, τον κοινό εχθρό όλων σχεδόν των αντιπροσώπων της πολυπληθούς συνδιάσκεψης. Σε τελευταία ανάλυση όλοι οι ομιλητές τους Μπολσεβίκους υποδείκνυαν ως πρόβλημα της χώρας και ως αιτία των δεινών χωρίς όμως να αναφέρονται ευθέως σε αυτούς και χωρίς να τους τοποθετούν στο κέντρο των προβληματισμών και των συζητήσεων της συνδιάσκεψης. Επρόκειτο για τον αόρατο εχθρό που –αν και απών- βρισκόταν πίσω από κάθε επιχείρημα και κάθε παρέμβαση της συνάντησης.
Τον Κερένσκι τον είχαν οδηγήσει στα υψηλά κλιμάκια της εξουσίας οι επαναστατικές διαδικασίες του Φεβρουαρίου και οι μαζικές, επαναστατικές πρωτοβουλίες των εργατών και των στρατιωτών. Στην ομιλία του το αναγνώρισε αυτό και δήλωσε ότι η καρδιά του βρίσκεται με αυτούς, για εκείνους αγωνίζεται και εκείνους σκέφτεται και φροντίζει. Υπήρχε όμως και το Κράτος του οποίου έγινε λειτουργός. Το Κράτος αυτό δεν ήθελε πλέον μια επανάσταση. Ο Κερένσκι, σεβόμενος το Κράτος δήλωσε ότι θα προδώσει τις επιθυμίες της καρδιάς του. Με βαθύ πόνο ψυχής υποσχέθηκε στους εκπροσώπους ότι «θα πετάξω το κλειδί της καρδιάς μου, πολυαγαπημένε μου λαέ! Θα σκεφτώ μόνο το συμφέρον του Κράτους». Για μια προσωπική τραγωδία επρόκειτο. Τραγωδία που άνοιγε όμως τις πύλες προς την απόλυτη εξουσία.
Πέρα από τη βαριά συναισθηματική δοκιμασία και τα δάκρυα του Κερένσκι η συνδιάσκεψη δεν κατέληξε σε τίποτε το πιο σημαντικό. Τα ζητήματα που άπτονταν των ισορροπιών της αστικής εξουσίας ανατέθηκαν σε πιο ριζοσπαστικές διαδικασίες. Το πραξικόπημα των στρατηγών είχε ήδη προγραμματιστεί για τις 25 του ίδιου μήνα, δέκα ημέρες αργότερα. Τα τοπικά σοβιέτ, αδιάφορα ως προς τα δάκρυα του Κερένσκι, άρχισαν δειλά στην αρχή, να υιοθετούν θέσεις και προτάσεις των Μπολσεβίκων. Προφανώς τα δάκρυα δεν είχαν τελειώσει για την άρχουσα τάξη. Και εκείνα που θα χύνονταν τις επόμενες εβδομάδες θα ήταν σαφώς λιγότερο θεατρικά.
Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του Αφιερώματος της Κατιούσα στην Οχτωβριανή Επανάσταση