Σοβιετικές αντιλήψεις περί φύλου

Μια συνοπτική παρουσίαση -από αστική αλλά έντιμη σκοπιά- της συζήτησης και των αναζητήσεων στη σοβιετική επιστημονική κοινότητα σχετικά με τις διαφορές των δύο φύλων, το βιολογικό και το κοινωνικό τους υπόβαθρο

Τα κείμενα που θα ακολουθήσουν στο παρόν αφιέρωμα προέρχονται από το τρίτο κεφάλαιο του έργου της Lynne Atwood, The new soviet Man and Woman. Sexrole socialization in the USSR, το οποίο δημοσιεύτηκε το 1990, εν μέσω των ανατροπών δηλαδή, παρότι από τον πρόλογο δε φαίνεται να γίνεται αντιληπτός ο αντίκτυπός τους στην ίδια την ΕΣΣΔ -της οποίας η ύπαρξη, σε καθεστώς “εξορθολογισμού της Σοβιετικής οικονομίας” από την περεστρόικα, εκλαμβάνεται ως δεδομένη. Μικρή σημασία έχει αυτό βέβαια για το θέμα που εξετάζει το έργο, καθώς η μελέτη γίνεται σε βάθος χρόνου και δεν έχει στενά επικαιρικό χαρακτήρα. Το βιβλίο έχει γραφτεί προφανώς από αστική σκοπιά, δίνει ωστόσο μια κατατοπιστική κι επιστημονικά έντιμη εικόνα των ποικίλων, αντιφατικών, αντικρουόμενων και ασφαλώς επηρεασμένων από την εκάστοτε πολιτική και ιστορική συγκυρία αντιλήψεων περί φύλου στην ΕΣΣΔ, ενάντια στις -όχι πάντα αβάσιμες, μα σίγουρα μονόπλευρες κι απλουστευτικές- αιτιάσεις περί επιστημονικής και ιδεολογικής μονολιθικότητας στη χώρα. Παρότι, όπως σημειώνεται και στο παρόν εισαγωγικό σημείωμα του κεφαλαίου, δεν μπορεί να γίνει λόγος για μια συστηματική ακαδημαϊκή ενασχόληση με επίκεντρο το φύλο κατά τα δυτικά πρότυπα, η συζήτηση για το ζήτημα κάθε άλλο παρά απουσίαζε από τις αναζητήσεις σοβιετικών επιστημόνων διαφόρων κλάδων. Ο κεντρικός, αν κι όχι, αποκλειστικός ρόλος των ψυχολόγων σε αυτή, οδήγησε στην επιλογή μετάφρασης του κεφαλαίου “Σοβιετικοί ψυχολόγοι και διαφορές μεταξύ των φύλων”, με την ελπίδα και την προτροπή της μεταφράστριας στους αγγλομαθείς ενδιαφερόμενους να διαβάσουν ολόκληρο το βιβλίο, για μια πιο σφαιρική εποπτεία της σοβιετικής οπτικής επί ενός διαχρονικά, κι όχι μόνο λόγω συγκυριακής συνάφειας με την ελληνική επικαιρότητα, πολύ σημαντικού θέματος.

[…] Οι σοβιετικοί ψυχολόγοι έδειξαν ελάχιστο ενδιαφέρον για την παραγωγή μιας ολοκληρωμένης έρευνας της προέλευσης των διαφορών προσωπικότητας μεταξύ των δύο φύλων και τη διαδικασία με την οποία αυτές αναπτύσσσονται. Ωστόσο, ορισμένοι εξ αυτών εξέτασαν το φύλο ως πιθανό παράγοντα σε άλλα πεδία ψυχολογικού ενδιαφέροντος, για παράδειγμα την ανάπτυξη δεξιοτήτων κατά την παιδική ηλικία, την επίλυση νοητικών προβλημάτων, και τη δύναμη της ταύτισης του παιδιού με τους γονείς του. Τέτοιες μελέτες φαίνονται να βρίσκονται σε ανοδική τροχιά, σε συμφωνία με το κυβερνητικό ενδιαφέρον για την οικογένεια και την εισαγωγή του σχολικού μαθήματος πάνω στην οικογενειακή ζωή. Αρκετοί από τους ψυχολόγους των οποίων το έργο εξετάζουμε υποδεικνύουν την επικαιρότητα του αντικειμένου τους. Κάποιοι εξ αυτών υιοθετούν μία ή περισσότερες από τις δυτικές θεωρίες […] ως θεωρητικό πλαίσιο. Η γνωστική-εξελικτική θεωρία του Kohlber εμφανίζεται με ιδιαίτερη συχνότητα. Ένας από τους ψυχολόγους, ωστόσο, βλέπει τη σοβιετική θέση ως θεμελιωδώς αντιτιθέμενη σε εκείνη της Δύσης, που συνοψίζεται ως φεμινιστική επιδίωξη να προωθηθεί η φυλετική ουδετερότητα στην ψυχολογία. Σε αντίθεση με τις προσδοκίες που εκφράσαμε νωρίτερα -ότι η σοβιετική ψυχολογία θα έπρεπε, σύμφωνα με τις βασικές της αρχές, να θεωρεί ψυχολογικές διαφορές μεταξύ των φύλων ως μη επιθυμητές, ούτε αναπόφευκτες- θα δούμε από αυτές τις μελέτες ότι τις θεωρεί τόσο αναπόφευκτες, όσο και ζωτικής σημασίας. Αυτές οι μελέτες δεν συνδυάζονται σε ένα ενιαίο σώμα γνώσης για καμια πτυχή των διαφορών μεταξύ των φύλων. Συνιστούν ξεχωριστές, μεμονωμένες μάλλον “εξορμήσεις” στο πεδίο των φυλετικών διαφορών. […}

B.G Ananev: Διαφορές μεταξύ των φύλων και οντογένεση

Ο εκλιπών ψυχολόγος B.G Ananev έδειξε σημαντικό ενδιαφέρον για τις διαφορές μεταξύ των φύλων, παρότι η προσέγγιση του στο θέμα επικεντρώνεται περισσότερο στη φυσιολογία απ’ ό,τι συνήθως συμβαίνει στη δύση. Ασχολείται ιδιαίτερα με το ρόλο των φυλετικών διαφορών στην οντογένεση, δηλαδή στην ανάπτυξη του ατομικού οργανισμού. Τις θεωρεί ως σταθερό παράγοντα για τη ρύθμιση όλων των εσωτερικών διαδικασιών του ανθρώπινου οργανισμού, αλλά και κάποιων πτυχών της αλληλεπίδρασης του οργανισμού με τον εξωτερικό κόσμο. Μιλά για παράδειγμα, για διαφορές μεταξύ των φύλων σε αισθητηριακές-κινητικές λειτουργίες των παιδιών, όπως η οπτική αντίληψη. Επιχειρηματολογεί υπέρ μιας βιολογικής φυλετικής διαφοράς σε κάποιες ικανότητες, όπως το ράψιμο και το πέρασμα κλωστής από βελόνα, στα οποία ισχυρίζεται πως τα κορίτσια υπερέχουν από τη φύση τους. Τα αγόρια από την άλλη, αντιδρούν με μεγαλύτερη ακρίβεια σε κινούμενα αντικείμενα και περπατούν γρηγορότερα από τα κορίτσια. Τα κορίτσια έχουν μεγαλύτερη ικανότητα να υπομένουν πόνο και βάσανα και να εκπληρώνουν βαρετές, μονότονες εργασίες. Αυτό συνδέεται με τη μεγαλύτερη ικανότητα τους να ελέγχουν μυϊκές ή κινητικές αντιδράσεις. Πολλές από τις διαφορές μεταξύ των φύλων σχετίζονται με τους διαφορετικούς ρυθμούς ωρίμανσης του οργανισμού. Για παράδειγμα, τα αγόρια έχουν πιο ανεπτυγμένο οπτικό πεδίο ως την ηλικία των έξι ή επτά, όταν αιφνίδια τα κορίτσια αρχίζουν να πλεονεκτούν. Αρχικά τα κορίτσια είναι καλύτερα στο να πιάνουν αντικείμενα, αλλά τα αγόρια τα ξεπερνούν γύρω στην ηλικία των 15.

Ο Ananev δεν αγνοεί ωστόσο την επίδραση του περιβάλλοντος. Συμπεραίνει πως η μεγαλύτερη έφεση προς τον έλεγχο των κινήσεων μεταξύ των κοριτσιών μπορεί να είναι εν μέρει αποτέλεσμα ανατροφής και εκπαίδευσης. Η συμπεριφορά των κοριτσιών βρίσκεται υπό αυστηρότερη επιτήρηση των ενηλίκων και λαμβάνει χώρα εντός ενός μεγαλύτερου αριθμού απαγορεύσεων από εκείνους, κάτι που βοηθάει στην ανάπτυξη μιας “διαδικασίας φρεναρίσματος” (tormoznoi protsess). Παρομοίως, αφού αναφέρει το εύρημα του Jung πως οι απαντήσεις των ανδρών είναι γρηγορότερες από εκείνες των γυναικών σε πειράματα λεκτικών συνειρμών, προσθέτει πως ο φυλετικός παράγοντας υπερκαλύπτεται σχεδόν πλήρως από εκείνον της εκπαίδευσης. Αμφότερα τα φύλα απαντούν γρηγορότερα, όσο αυξάνεται η ηλικία και η διανοητική ανάπτυξη.

O Ananev αποτυγχάνει να παράσχει πειστικές εξηγήσεις για την βιολογική φύση τέτοιου είδους διαφορών. Ενώ το κύριο έργο του, Chelovek kak predmet sosnaniya, αναφέρει αποτελέσματα πολλών Σοβιετικών και Δυτικών ερευνών (οι τελευταίες συνήθως πολύ παλιές, μια, περί μεγαλύτερης γυναικείας μακροζωίας, δημοσιεύτηκε το 1898!), σπάνια περιγράφει τα πειράματα από τα οποία προέρχονται τα αποτελέσματα αυτά. Όταν το κάνει, τα συμπεράσματα που εξάγει είναι αμφίβολα. Για παράδειγμα, αναφέρει μια έρευνα πρώην συναδέλφων του στο πανεπιστήμιο του Λένινγκραντ, τους Bodalev και Κurbanov, που συγκρίνει τις ζωγραφιές 600 αγοριών και κοριτσιών προσχολικής ηλικίας, διαιρεμένων σε τρεις διαφορετικές ηλικιακές ομάδες. Οι παιδικές ζωγραφιές εμφανίζονται σημαντικά επηρεασμένες από το φύλο του παιδιού. Σε γενικές γραμμές ζωγράφιζαν άτομα του δικού τους φύλου, ειδικά τα αγόρια πολύ σπάνια ζωγράφιζαν κορίτσια

Η θεματολογία επίσης παρουσίαζε επίσης υψηλή διαφοροποίηση κατά φύλο, με τα αγόρια να προτιμούν βιομηχανικές και πολεμικές σκηνές και τα κορίτσια να επιλέγουν βουκολικά και οικιακά θέματα. Το 70% των αγοριών στην κατηγορία των έξι ως επτά ετών ζωγράφισαν βιομηχανικά τοπία, σε σύγκριση με μόλις 6% των κοριτσιών. Αντ αυτού τα κορίτσια ζωγράφισαν σπίτια, δέντρα, λουλούδια και φυσικά τοπία. Επίσης έδειξαν μεγάλη φροντίδα στα ρούχα και τις κομμώσεις των ανθρώπων στις ζωγραφιές, κάτι που ο Ananev θεωρεί ένδειξη πως η οπτική αντίληψη και η αντίληψη εκτέλεσης λεπτών κινήσεων με τα χέρια είναι καλύτερα ανεπτυγμένες στα κορίτσια. Ωστόσο, ακόμα και ένας περαστικός παρατηρητής στην ΕΣΣΔ δε μπορεί να μην παρατηρήσει την πληθώρα φραμπαλάδων και φιόγκων που κοσμούν τα κορίτσια στις μικρότερες ηλικίες. Μπορούμε σίγουρα να πούμε πως αυτό υποδηλώνει ότι τόση προσοχή στην εμφάνιση είναι αποκλειστικά θηλυκή μέριμνα, που μπορεί να αντανακλάται στις ζωγραφιές τους; Ο Ananev αναφέρει τη διαφορά στην επιλογή θέματος μόνο για τη μεγαλύτερη ηλικιακά ομάδα των έξι ως επτά ετών. Σε αυτήν την ηλικία τα παιδιά ήδη έχουν λάβει εκτενή έκθεση στην επιρροή φυλετικών στερεοτύπων, ώστε να έχουν σχηματίσει αντιλήψεις για τις ενδεδειγμένες φυλετικά στάσεις και συμπεριφορές, ιδιαίτερα με βάση τις αρχές της Σοβιετικής ψυχολογίας, που βλέπει τα παιδιά ως ενεργά υποκείμενα στην δική τους διαδικασία μάθησης, τα οποία επιζητούν να αποκτήσουν αυτό που θεωρούν ως ενδεδειγμένη στάση και συμπεριφορά. Αν η διαφορά στην επιλογή θέματος βασιζόταν σε φυσικές διαφορές αρσενικού-θηλυκού, δε θα ήταν φανερή σε παιδιά όλων των ηλικιών;

(Συνεχίζεται…)

Μετάφραση-επιμέλεια Δύσκολες Νύχτες

Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του Αφιερώματος της Κατιούσα στην Οχτωβριανή Επανάσταση

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: