Το Τσελιούσκιν κι η διάσωση του πληρώματός του
Δεν πιστεύω ότι μπορούσε να βρεθεί εκείνες τις μέρες στη χώρα μας άνθρωπος που να μην ανησυχεί και να μην παρακολουθεί με κομμένη την αναπνοή την τύχη της αποστολής του “Τσελιούσκιν”. Αλλά η αποστολή ήταν βέβαιη ότι η σωτηρία θα ‘ρθει: Στη σοβιετική χώρα, το Κόμμα και ο σύντροφος Στάλιν δε θ’ αφήσουν άνθρωπο να χαθεί.
Το Φλεβάρη του 34′, το βαπόρι Τσελιούσκιν, που είχε σταλεί για να εξερευνήσει το Βόρειο Παγωμένο Ωκεανό, προσκρούει σε παγόβουνο κι αρχίζει να βυθίζεται. Αντί να έχουμε όμως μια τραγωδία αντίστοιχη του Τιτανικού, το πλήρωμα (κι ανάμεσά τους δύο παιδιά) καταφέρνει να επιζήσει για δύο μήνες στους πάγους, αφού ήταν κατάλληλα εφοδιασμένο κι εκπαιδευμένο, για να αντιμετωπίσει τέτοιες καταστάσεις. Ενώ η σοβιετική κυβέρνηση οργανώνει μια επιχείρηση διάσωσης, που παρά τις αντίξοες καιρικές συνθήκες και τις αντικειμενικές δυσκολίες, αποδίδει καρπούς και φέρνει σε πέρας την αποστολή της. Ο κόσμος υποδέχεται στη Μόσχα κι αποθεώνει τους διασώστες και τους διασωθέντες, σε μια πανηγυρική τελετή.
Παρακάτω, δημοσιεύουμε αποσπάσματα από το βιβλίο της Λ. Κοσμοντεμιάνσκαγια “η Ζόγια και ο Σούρα”, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Σύγχρονη Εποχη, όπου η συγγραφέας διηγείται περιληπτικά τα γεγονότα αλλά και τον αντίκτυπο που είχαν στην οικογένειά της και τη σοβιετική κοινωνία γενικότερα. Παράλληλα δείχνει πως η σοβιετική κυβέρνηση δε θα εγκατέλειπε κανένα στην τύχη του, χωρίς να κάνει τα πάντα για τη διάσωσή του.
-Θυμάσαι που ο πατέρας σου έλεγε για την αποστολή του Σεντόφ;
-Θυμάμαι.
-Θυμάσαι τι έλεγε ο Σεντόφ πριν ξεκινήσει: “Με τέτοιο εφοδιασμό μπορεί να ξεκινήσει κανείς για τον Πόλο! Αντί για ογδόντα σκυλιά έχουμε μόνο είκοσι, τα ρούχα πάλιωσαν, οι προμήθειες είναι λίγες…” Θυμάσαι; Και τώρα, κοίταξε. Ξεκινάει για τον Αρκτικό ένα ολόκληρο παγοθραυστικό και τι δεν έχει! Δεν ξέχασαν τίποτα, όλα τα πρόβλεψαν. Από τη βελόνα ως την αγελάδα.
-Τι; Ποια αγελάδα;
-Για κοίταξε, στο κατάστρωμα βρίσκονται είκοσι έξι ζωντανές αγελάδες και τέσσερα γουρουνόπουλα, φρέσκια πατάτα και λαχανικά. Σίγουρα οι θαλασσινοί μας στο ταξίδι τους αυτό δε θα πεινάσουν.
-Και δε θα παγώσουν, πρόσθεσε η Ζόγια, κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο μου την εφημερίδα. Κοίταξε πόσα πράγματα έχουν! Κάθε είδους γούνινα ρούχα και σάκους ύπνου, που και αυτοί είναι γούνινοι, και κάρβουνα και βενζίνη και πετρέλαιο…
-Και σκι! Τα “νάρτι” δεν είναι σαν τα δικά μας έλκηθρα; Και κάθε είδους συσκευές. Ναι, εφοδιάστηκαν! Αχ, και όπλα!
Ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ ότι το “Τσελιούσκιν” πολύ γρήγορα θα γίνει το κυριότερο θέμα στις συζητήσεις μας.
Στις 13 του Φλεβάρη οι πάγοι του Αρκτικού έλιωσαν το βαπόρι. Η δυνατή τους πίεση τσάκισε την αριστερή πλευρά και μετά από δύο ώρες το “Τσελιούσκιν” το κατάπιε ο ωκεανός.
Σε αυτές τις δύο ώρες ξεφόρτωσαν στον πάγο τις προμήθειες των δύο μηνών, τις σκηνές, τους σάκους ύπνου, το αεροπλάνο και τον ασύρματο. Με τα αστέρια προσδιόρισαν πού βρίσκονται, συνδέθηκαν με τον ασύρματο με τους πολικούς σταθμόυς που βρίσκονταν στις ακτές της Τσουκότκα και αμέσως άρχισαν να φτιάχνουν τις παράγκες, το μαγειρείο και το σηματοδοτικό σταθμό…
Το ράδιο και οι εφημερίδες έδωσαν γρήγορα και την άλλη είδηση: Το Κόμμα και η κυβέρνηση έκαναν επιτροπή για τη διάσωση της αποστολής του “Τσελιούσκιν”. Και στη δουλειά για τη διάσωσή της πήρε μέρος χωρίς αργοπορία όλη η χώρα: Γρήγορα επισκευάστηκαν και παγοθραυστικά, ετοιμάζονταν να ξεκινήσουν πηδαλιουχούμενα και αεροπλάνα με χιονοπέδιλα. Στο Βόρειο Ακρωτήριο, στο Γκουέλεν και στον Κόλπο της Πρόνοιας τα αεροπλάνα ετοιμάζονταν να πετάξουν στον τόπο της καταστροφής. Από το Γκουέλεν ξεκίνησαν έλκηθρα που τα έσερναν σκυλιά. Μέσα από τον ωκεανό έκανε το γύρο του κόσμου το “Κράσιν”. Τα ατμόπλοια “Σμολέσνκ” και “Στάλινγκραντ” φτάσανε σε τέτοιους παράλληλους, που δεν είχε πατήσει ακόμα κανένα ατμόπλοιο χειμωνιάτικα και έφεραν αεροπλάνα στο ακρωτήριο Ολιουτόρσκι.
Δεν πιστεύω ότι μπορούσε να βρεθεί εκείνες τις μέρες στη χώρα μας άνθρωπος που να μην ανησυχεί και να μην παρακολουθεί με κομμένη την αναπνοή την τύχη της αποστολής του “Τσελιούσκιν”.
Πάνω στο παγόβουνο βρίσκονταν εκατόν τέσσερις άνθρωποι μαζί με δυο παιδιά.
Εμείς ξέραμε ότι αυτοί που πάθανε αυτήν την τρομέρη και ξαφνική καταστροφή ούτε φοβήθηκαν, ούτε τα έχασαν. Ήταν γενναίοι και σταθεροί, πραγματικοί σοβιετικοί άνθρωποι. Κανένας δεν έδεσε τα χέρια του, όλοι δούλευαν, συνέχισαν να άνουν επιστημονικές παρατηρήσεις και δίκαια η εφημερίδα που βγάζανε ζώντας στους πάγους ονομαζόταν “Δε θα παραδοθούμε”! Έφτιαξαν σόμπες από σιδερένια βαρέλια, τηγάνια και λάμπες από κουτιά κονσέρβας, κουτάλια από απομεινάρια σανίδας και τα παράθυρα στις παράγκες από νταμιτζάνες. Για όλα έφτασε η εφευρετικότητα, η αντίληψη και η υπομονή. Και πόσους τόνους πάγου δεν κουβάλησαν στην πλάτη τους καθαρίζοντας το αεροδρόμιο! Σήμερα το καθαρίζουν, αλλά αύριο ξανά σηκώνονται νέα βουνά από πάγο και δε μένει ούτε ίχνος από την επίμονη και σκληρή δουλειά. Αλλά η αποστολή ήταν βέβαιη ότι η σωτηρία θα ‘ρθει: Στη σοβιετική χώρα, το Κόμμα και ο σύντροφος Στάλιν δε θ’ αφήσουν άνθρωπο να χαθεί.
Και πραγματικά, στις αρχές του Μάρτη, το αεροπλάνο του Λιαπιντέφσκι προσγειώθηκε στο παγόβουνο και μετέφερε στη στεριά τις γυναίκες και τα παιδιά. “Μπράβο, λεβέντη Λιαπιντέφσκι!” άκουγα συνέχεια. Το όνομα Μολοκόφ το πρόφεραν με σεβασμό. Και πραγματικά, σου κοβόταν η ανάσα και μόνο να σκέφτεσαι τι έκανε αυτός ο ξακουστός αεροπόρος. Για να επιταχύνει τη διάσωση, τοποθετούσε τους ανθρώπους στις θέσεις που ήταν για αλεξίπτωτα φορτίων και που ήταν κρεμασμένες κάτω από τα φτερά. Έκανε κάμποσες διαδρομές τη μέρα. Μόνος του κουβάλησε από το παγόβουνο τριάντα εννιά ανθρώπους!
Η κυβερνητική επιτροπή έστειλε συμπληρωματικά για τη διάσωση της αποστολής “Τσελιούσκιν” αεροπλάνα από την Καμτσάτκα και το Βλαδιβοστόκ, αλλά τότε μαθεύτηκε ότι ο πάγος γύρω από την κατασκήνωση ράγισε σε πολλά σημεία. Δημιουργήθηκαν λιμνούλες, παρουσιάστηκαν και νέες μεγάλες ρωγμές, οι πάγοι άρχισαν να μετατοπίζονται και να καβαλάνε ο ένας τον άλλο. Τη νύχτα της μέρας που μετέφεραν τις γυναίκες και τα παιδιά, άνοιξε η ξύλινη παράγκα που μένανε -ευτυχώς που έγκαιρα πρόλαβε το αεροπλάνο του Λιαπιντέφσκι! Στη συνέχεια άλλο δυστύχημα: Ένα μικρό παγόβουνο σκόρπισε το μαγειρείο και κατέστρεψε το αεροδρόμιο που πάνω του βρισκόταν το αεροπλάνο του Σλιέπνεφ. Ο κίνδυνος κοντοζύγωνε και μέρα με τη μέρα, κάθε στιγμή γινόταν πιο απειλητικός. Έμπαινε για τα καλά η άνοιξη.
Αλλά όλο και λιγότεροι άνθρωποι έμεναν στο παγόβουνο και, τέλος, στις 13 Απρίλη ερήμωσε, δεν έμεινε κανένας, -και οι τελευταίοι έξι μεταφέρθηκαν στη στεριά!
Είχαν κλείσει δύο μήνες που συνέχεια ανησυχούσαμε για τη ζωή αυτών που απομέναν στο παγόβουνο, αδιάκοπα ανησυχούσαμε όλοι εμείς που ζούσαμε χωρίς κίνδυνο στη στέρεη γη. Διάβασα πολλά για τις αποστολές του Αρκτικού. Και θυμάμαι από τα βιβλία που διάβασα στα παιδικά μου χρόνια πως αναφερόταν ότι χάθηκαν μέσα στους πάγους άνθρωποι, ότι τις περισσότερες φορές τους συνόδευε η κακία και η δυσπιστία του ενός προς τον άλλο, το μίσος και η ζωώδης προσπάθεια να σώσει πρώτ’ απ’ όλα τον εαυτό του και να φυλάξει την υγεία του, έστω και με αντάλλαγμα τη ζωή και την υγεία των χτεσινών φίλων του.
Τα παιδιά μου, καθώς και όλα τα σοβιετικά παιδιά, τέτοιο πράγμα δεν μπορούσαν να το βάλουν στο νου τους. Το μόνο που σκέφτονταν και συζητούσαν ήταν το πώς ζούσανε δυο ολόκληρους μήνες οι εκατό άνθρωποι του “Τσελιούσκιν” χαμένοι στους πάγους, για την ανδρεία τους και την επιμονή, την αμοιβαία συντροφική φροντίδα. Αλλά μήπως μπορούσε να γίνει και αλλιώς!
Στα μέσα του Ιούλη η Μόσχα έκανε την υποδοχή στην αποστολή “Τσελιούσκιν”. Τα παιδιά από τα ξημερώματα με τράβηξαν στην οδό Γκόρκι. Νόμιζες πως εδώ είχε μαζευτεί όλη η Μόσχα: Στα πεζοδρόμια δεν υπήρχε θέση να σταθείς. Στον ουρανό πετούσαν αεροπλάνα, από παντού -από τους τοίχους των σπιτιών, τα παράθυρα και τις τεράστιες βιτρίνες- πρόβαλαν τα πιο γνωστά και αγαπητά πρόσωπα, οι εικόνες των ηρώων του “Τσελιούσκιν” και αυτών που τους έσωσαν, των αεροπόρων. Παντού κόκκινα και γαλάζια μεγάλα λάβαρα, θερμές προσφωνήσεις και άνθη, άνθη με το σωρό.
Και να, από το μέρος του σταθμού Μπελορούσκι φάνηκαν αυτοκίνητα. Στην αρχή, μάλιστα, δεν μπορούσαμε να μαντέψουμε ότι αυτά ήταν αυτοκίνητα: Πλησίαζαν κάτι κινούμενοι ανθόκηποι, μεγάλοι λαμπροί ανθώνες πάνω σε τροχούς! Τράβηξαν προς την Κόκκινη Πλατεία. Πλήθος λουλούδια, τεράστια μπουκέτα και γιρλάντες από τριαντάφυλλα -και ανάμεσα σε όλ’ αυτά μόλις διακρίνονταν τα γελαστά και συγκινημένα πρόσωπα και τα χέρια που χαιρετούσαν. Από τα πεζοδρόμια, από τα παράθυρα, από τα μπαλκόνια και τις στέγες, οι άνθρωποι ακατάπαυστα έριχναν λουλούδια. Στον αέρα, σα μεγάλες πεταλούδες, πετάγανε ριγμένες από το αεροπλάνο προκηρύξεις, που στρώμα ολόκληρο σκέπαζαν την άσφαλτο του δρόμου.
-Τι ευτυχισμένη μέρα! Είπε με μισοπνιγμένη φωνή η Ζόγια.
Και νομίζω πως αυτά τα ίδια λόγια, από μέσα ή φωναχτά, τα έλεγε αυτήν τη στιγμή όλος ο κόσμος.
(…)
Ποιος λες μας επισκέφτηκε; Ο Μολοκόφ! Ο Μολοκόφ ήρθε στο σχολείο μας! Κατάλαβες; Ο Μολοκόφ που έσωσε την αποστολή του “Τσελιούσκιν”. Αυτός έσωσε τους πιο πολλούς, θυμάσαι;
-Ξέρεις στην αρή ήταν πάνω στη σκηνή και όλα ήταν πανηγυρικά… αλλά κάπως όχι τόσο… Όχι… όχι τόσο καλά. Ύστερα, κατέβηκε κάτω και μεις τον περιτριγυρίσαμε και τότε ήταν πολύ-πολύ ωραία! Ξέρεις πώς μιλούσε; Απλά μα πολύ απλά! Ξέρεις τι είπες; “Πολλοί μου γράφουν στη διεύθυνση: “Μόσχα σττον Μολοκόφ από τον Αρκτικό”. Εγώ δεν είμαι καθόλου από τον Αρκτικό, ζω στο χωριό Ιρίνινσκο και και στον Αρκτικό πέταξα μόνο για την αποστολή του “Τσελιούσκιν”. Εσείς νομίζετε ότι υπάρχουν τίποτα εξαιρετικοί ήρωες-αεροπποροι, που δε μοιάζουν με τους άλλους ανθρώπους. Και όμως, εμείς είμαστε οι πιο συνηθισμένοι άνθρωποι. Για κοιτάξτε με, μήπως έχω τίποτα το εξαιρετικό;”
Και αλήθεια, είναι πολύ-πολύ απλός… και, παρόλ’ αυτά, δεν είναι συνηθισμένος!
Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του Αφιερώματος της Κατιούσα στην Οχτωβριανή Επανάσταση.